Wednesday, January 31, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 10ο)
Νο. 8, Ασπρα γένια, Γιώργος Μπράμος (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ)
Η χρονιά που πέρασε, μεταξύ των άλλων εκδοτικών χαρακτηριστικών της, είχε την ιδιαιτερότητα των μικρών σε μέγεθος συλλογών διηγημάτων. Στα προηγούμενα post για τα αδικημένα βιβλία παρουσιάστηκαν αρκετές. Η μικρότερη (αλλά πιθανώς και η καλύτερη) ήταν αυτή του Γιώργου Μπράμου με τίτλο ’’Άσπρα γένια’’ (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ’’). Μέσα σε, μόλις 128 σελίδες ο Μπράμος, γνωστότερος για τις κριτικές κινηματογράφου παρά για τη λογοτεχνική του παρουσία ξαφνιάζει ευχάριστα με μια σφικτή δουλειά και προσθέτει ένα κρίκο στην ξαφνικά μεγάλη αλυσίδα ανθρώπων του κινηματογράφου που φέτος (ή γενικότερα τα λίγα τελευταία χρόνια) καταπιάστηκαν με τη γραφή. Σχετική η άσχετη παρένθεση: Όλα αυτά σε μια εποχή που οι περισσότερες εταιρείες κινηματογραφικών παραγωγών αναζητούν ταλαντούχους σεναριογράφους. Παρότι, οι δύο γραφές είναι άσχετες μεταξύ τους κανείς από όσους εμπλέκονται με τη λογοτεχνία δεν θα είχε καλή τύχη ή συνδυασμό ικανοτήτων;
Πίσω στα ’Άσπρα γένια’’, την τρίτη δουλειά του Μπράμου που έχει ως κεντρικό άξονα κίνησης της (φανερό τουλάχιστον) την τρίτη ηλικία ή χαρακτήρες λίγο πάνω από το όριο της μέσης ηλικίας. Παραδομένα άτομα, νικημένα από το χρόνο και τη μοναξιά και μας φανερώνονται με ποικίλα προσωπεία σε διηγήματα που στάζουν πόνο. Του ηλικιωμένου που κάνει βόλτες σε μια πλατεία. Του παλιού αριστερού που ερωτεύεται μια νεαρή κοπέλα (η νέα μόδα γραφής θέλει τους συγγραφείς αντί να προσεγγίζουν τα ιδεολογικά αδιέξοδα της σύγχρονης αριστεράς να καταναλώνονται στους έρωτές της). Ο Μπράμος καταγράφει το σήμερα (ή ένα μέρος του σήμερα) της γενιάς του σκιαγραφώντας ντροπαλούς, δειλούς, προδομένους άντρες, προτίμησε να ρίξει μια ματιά στους ’’ηττημένους’’ πενηντάρηδες (και πιο πάνω) που πολύ εύκολα για μια ακόμη φορά στη ζωή τους χάνουν μάχες χωρίς καν να τις δώσουν. Η γενιά της ήττας, όπως την έχει τραγουδήσει ο Σαββόπουλος, πριν παραδώσει καλλιτεχνικό πνεύμα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η γενιά για την οποία ο Νιόνιος είχε γράψει ’’Ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία
και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά η τραγωδία’’…
Το βιβλίο του Μπράμου δεν είναι πολιτικό αλλά βαθιά ανθρώπινο. Ξεχωρίζουν από το ούτως ή άλλως πολύ καλό σύνολο το ’’όπως κάνουν όλοι’’ (ένας επιτυχημένος εξηντάχρονος βιώνει νοητικά τον έρωτα για μια Ρωσίδα καθαρίστρια αλλά παρακολουθεί χωρίς να αντιδράσει την απόλυση της από τη σύζυγό του), ο ’’Συμβιβασμός’’ (ο παλιός ροκάς απολύεται από το μαγαζί που παίζει συρτάκι και βολεύεται παρότι μαθαίνει ότι η γυναίκα του δουλεύει σε τηλεφωνική ροζ γραμμή), η ’’Μοιχεία’’ (λιμενικός κρύβει λαθρομετανάστρια αλλά όταν γίνεται αντιληπτός προτιμάει τη βολική πραγματικότητα που του προσφέρουν η εγκυμονούσα σύζυγος και μια δουλειά διαφορετική απ΄αυτή που ήθελε πάντοτε) και η αναγκαία ιστορία φυγής υπό τον τίτλο ΄΄Η κατάρα των ταξιδιών’’ και το ανατρεπτικό ’’Ελληνικό καλοκαίρι’’ όπου ένας εργένης μαθαίνει για την ύπαρξη του παιδιού του την οποία αγνοούσε. Δύσκολα ο αναγνώστης βρίσκει και στις υπόλοιπες ιστορίες κενά ή προβλήματα γραφής και αφήγησης. Μου έμεινε για καιρό η απορία γιατί ο Μπράμος δεν είχε αποτολμήσει την εμπλοκή του με τη λογοτεχνία νωρίτερα και όχι με τόσο σποραδική παραγωγή (μια συλλογή διηγημάτων το 1993 και ένα μυθιστόρημα έξι χρόνια αργότερα συν δύο συμμετοχές σε συλλογικές δουλειές) αλλά η απάντηση είναι προφανής. Την έδωσε ο ίδιος (δεν θυμάμαι που ακριβώς το διάβασα και ζητάω συγνώμη για τη μη μνημόνευση της πηγής) απόλυτα εναρμονισμένος με τους ήρωες που έπλασε: ’’Ίσως από δειλία’’. Όλα αυτά σε μια εποχή που εκδίδουν και εκδίδονται σχεδόν οι…πάντες!
Tuesday, January 30, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 9ο)
Νο. 10, Η ήσυχη και άλλα διηγήματα, Λάκης Παπαστάθης (εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ)
Είκοσι επτά διηγήματα σε μόλις 150 σελίδες συνιστούν την απόλυτη αφαιρετική γραφή. Το πέτυχε, με ομολογουμένως άριστο τρόπο ο Λάκης Παπαστάθης στη συλλογή του ’’Η ήσυχη και άλλα διηγήματα’’ (εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ) ένα άριστο δείγμα σύντομης γραφής. Το alter ego του λογοτέχνη Παπαστάθη είναι κινηματογραφικός σκηνοθέτης και ίσως από εκεί αντλεί την ικανότητα να λέει πολλά με γρήγορο τρόπο, ταχύτητα εικόνων και μάλλον ’’κινηματογραφικό’’ παρά λογοτεχνικό λόγο. Ο Παπαστάθης αντλεί το μεγαλύτερο μέρος της έμπνευσης αλλά και το σύνολο των χαρακτήρων του από τις μεγαλουπόλεις και τους ανθρώπους που τις κατοικούν ή απλά τις περπατάνε. Η μοναξιά, η ερωτική απογοήτευση, τα παιχνίδια της τύχης και του χρόνου είναι στην πραγματικότητα τα θέματα που έρχονται σε πρώτο πλάνο. Φυσικά, οι κινηματογραφικές επιρροές του συγγραφέα δεν κρύβονται εύκολα αφού αντλεί έμπνευση και από την τέχνη του. Γίνονται παραπάνω από αντιληπτές στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή αλλά και σε ορισμένα ακόμη με αναφορές στον Βισκόντι, τον Φριτς Λανγκ, τις Άγριες Φράουλες του Μπέργκμαν ή στον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο. Δυστυχώς, το βιβλίο με την ταχύτητα του υστερεί κτυπητά στην πλοκή, η οποία επίσης κινείται σε μινιμαλιστικές φόρμες. Ο Παπαστάθης, πάντως, κατορθώνει να πείσει στα διηγήματα που χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση ότι δεν γράφει βιωματικά ή αυτοβιογραφικά κάτι σημαντικό για μη έμπειρο λογοτέχνη. Δεν εκβιάζει με φτηνά κλισέ την προσήλωση ή την ταύτιση του αναγνώστη αλλά την απαιτεί με τη γραφή του, η οποία είναι και το δυνατό σημείο του. Από τα 27 διηγήματα και από μια κλίμακα που λογικά αρχίζει από τα ’’αδιάφορα’’ και καταλήγει στο ’’εξαιρετικά’’ ξεχωρίζουν εκτός από την Ήσυχη και τα εξής: ’’Απογευματινή βόλτα στο βουνό’’ (ένας άντρας προς το τέλος της ζωής του ’’περπατάει στον παράδεισο χωρίς να έχει πεθάνει’’), ’’Σπίτια ταξιδεύουν’’ (οικογενειακές και προσωπικές αναμνήσεις πριν την κατεδάφιση ενός σπιτιού), ’’Ζεϊμπέκικο του Γιάννη’’ (ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ενός ηλικιωμένου στη νεαρή του σύζυγο), ’’Φωνή στο Θέατρο’’ (μια σχολική παράσταση βασισμένη στους Πέρσες του Αισχύλου που δεν θα γίνει ποτέ), ’’Σκοτεινός θάλαμος’’ (ένα από τα πολλά φλας μπακ που επιχειρεί ο Παπαστάθης, στο συγκεκριμένο διήγημα με θέμα την εξορία στην Μακρόνησο), ’’Πρωτομαγιά’’ (ερωτικές ανησυχίες σε μια κομματική συνάθροιση), ’’’Μικροί Ήρωες’’ (ηρωϊσμοί που θυμίζουν φαρσοκωμωδία την περίοδο της χούντας). Αν την πλειοψηφία των διηγημάτων δεν διέκρινε η προβληματική πλοκή που παρά το μικρό μέγεθος τους κινείται αργά (ορισμένες φορές και καθόλου) τότε η συγκεκριμένη συλλογή θα τύγχανε (νομίζω) μεγαλύτερης αναγνωστικής και κριτικής αποδοχής.
Νο. 9, Δωμάτιο παντού, Γιάννης Ευσταθιάδης (εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ)
Ορισμένες φορές οι (δικαιολογημένοι) κριτικοί ύμνοι δεν συμβαδίζουν με την εμπορική επιτυχία. Ίσως, γιατί τα κριτικά ’’φάλτσα’’ σε πολλές περιπτώσεις κάνουν τους υποψήφιους αναγνώστες καχύποπτους. Ίσως γιατί ορισμένοι συγγραφείς δεν έχουν αποκτήσει τόσο μεγάλο προσωπικό κοινό που να τους δίνει την τελική ώθηση μέχρι τη λίστα των ευπωλήτων. Εκεί δηλαδή που δεν εμφανίσθηκε ποτέ μέσα στο 2006 η δουλειά του Γιάννη Ευσταθιάδη ’’Δωμάτιο παντού’’ (εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ). Ο Ευσταθιάδης γνωστός και ως Απίκιος (όταν γράφει βιβλία για τη γεύση) έχει κατά διαστήματα ασχοληθεί με την ποίηση, τη μουσική, τη δοκιμιογραφία ή το παιδικό βιβλίο. Στη συλλογή με τα δεκαεπτά διηγήματα μοιάζει να έχει κάνει ένα συγκερασμό όλων των ειδών και των ερεθισμάτων από τις προηγούμενες δουλειές του αφού για παράδειγμα ορισμένες από τις ιστορίες του διαδραματίζονται σε…εστιατόρια! Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ολιγοσέλιδη συλλογή (17 διηγήματα σε 140 σελίδες) που παίζει με τη μοναξιά, τον χρόνο και τη…γαστριμαργία. Σε σχέση με το βιβλίο του Παπαστάθη η συλλογή του Ευσταθιάδη είναι καλύτερη στον ’’σεναριακό’’ τομέα αφού υπάρχουν ορισμένες στιγμές υπέροχης έμπνευσης, ενώ η γραφή του κινείται επίσης σε εξαιρετικά επίπεδα. Και ο Ευσταθιάδης κερδίζει ακόμη περισσότερους πόντους γιατί κατορθώνει μέσα από μπουκιές φαγητού, εντυπωσιακές πιατέλες εστιατορίων, βασιλόπιτες, ζωντανούς αστακούς και άλλα τινά εύγευστα να πει και να περάσει τα μηνύματα που ερμηνεύονται ποικιλότροπα και σε πολλά επίπεδα. Στο ’’Δωμάτιο παντού’’ χάρη στη σφικτή αφήγηση του Ευσταθιάδη και την καλή σύλληψη ιδεών είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις κάποιο ή κάποια από τα δεκαεπτά διηγήματα. Το κάθε ένα έχει τη χάρη και την ομορφιά του. Το ’’Ενυδρείο’’, για παράδειγμα, μετατρέπει τον…αστακό σε εφιάλτη ενός μοναχικό χορτασμένου θαμώνα εστιατορίου. Στο ’’Βιολοντσέλο’’ η ερωτική συνέρευση ενός μοναχικού ταξιδιώτη σε ένα απρόσωπο δωμάτιο ξενοδοχείου της Βιέννης με μια εικοσάχρονη Κινέζα πόρνη αλλά και φοιτήτρια σε μουσική ακαδημία περιγράφεται απολύτως…μουσικά και διόλου προκλητικά. Στη ’’Φωτογράφιση’’ μαθαίνουμε τη σχεδόν άγνωστη δουλειά του…food-stylist αυτού δηλαδή που δημιουργεί (κυριολεκτικά και με απίθανα κόλπα) οπτικά υπέροχα πιάτα για να τα…φωτογραφίσει για τους καταλόγους εστιατορίων και ο οποίος καταλήγει σε κρίση ταυτότητας, ενώ στο ’’Ένα κουβέρ’’ ο Ευσταθιάδης δίνει οδηγίες σε μοναχικούς θαμώνες εστιατορίων. Στο ευφάνταστο ’’Βιογραφικό’’ η θαμώνας του εστιατορίου μια ανέραστη γυναίκα μέσης (και βάλε) ηλικίας μας μαθαίνει πως υποδύεται –για τις ανάγκες ηχογραφήσεων- την παθιασμένη ερωτικά. Στο καταληκτικό διήγημα που χαρίζει τον τίτλο του σε όλη τη συλλογή ο Ευσταθιάδης αλλάζει ξαφνικά λογική και ασχολείται με τα παιχνίδια της μνήμης. Νωρίτερα στο Ρέκβιεμ, ο Ευσταθιάδης δοκιμάζεται στο μπλακ χιούμορ με αφορμή την αυτοκτονία ενός σεφ. Αν θα έπρεπε να διαλέξω ένα από τα διηγήματα και να προτείνω σε κάποιον να διαβάσει μόνο αυτό θα διάλεγα τον ’’Συνοδό της νύχτας’’ όπου μόνιμη παρέα στις εξόδους ενός παράνομου ζευγαριού είναι ένας νοικιασμένος αμίλητος κομπάρσος που τελικά καταλήγει…(αλλά ας μην το μαρτυρήσω καλύτερα και χαλάσω το σασπένς της μικρο-ανατροπής). Μοναδική ένσταση μου (ελάχιστη σε σχέση με τη δεδομένη ποιότητα της δουλειάς) ότι οι λιγότερο υπομονετικοί αναγνώστες κινδυνεύουν να κουραστούν από την γαστριμαργική θεματολογική επιλογή του Ευσταθιάδη και να μην εμβαθύνουν έγκαιρα στα καλά κρυμμένα νοήματα και στις βαθύτερες ερμηνείες που θέλει να δώσει μέσα από το….φαγητό ο συγγραφέας. Σε μια αποστροφή του λόγου και της γραφής πάντως πρόκειται για ένα βιβλίο που σίγουρα….ανοίγει την όρεξη! Αναγνωστικά ή κυριολεκτικά αυτό είναι κάτι που το αφήνω στη δική σας επιλογή…
Saturday, January 27, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 8ο)
Νο 12, Τα πλήκτρα στο νερό, Μαρία Κονδύλη (εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ)
Συγγραφέας θεατρικών και ραδιοφωνικών έργων, μεταφράστρια η Μαρία Κονδύλη παρουσίασε από το Μεταίχμιο το μυθιστόρημα ’’Τα πλήκτρα στα νερά’’, μια από τις πλέον παράξενες λογοτεχνικές δουλειές της χρονιάς. Είναι πολύ δύσκολο στο τέλος των σχεδόν διακοσίων σελίδων ο αναγνώστης να καταλήξει στο συμπέρασμα αν διάβασε μια ’’κλειστοφοβική’’ δουλειά που εξελίσσεται σε ένα άδειο σπίτι γεμάτο μυστικά ή ένα ταξίδι πολύ πιο μακριά από τον περιορισμό που επιβάλλουν οι τέσσερις τοίχοι και ο χώρος. Η Κονδύλη, παίζει ένα παιχνίδι που εξελίσσεται διττά, σε πραγματικό χρόνο και στον κόσμο των αναμνήσεων, ξεκινάει από τη στενάχωρη αυτοεξομόλογηση μιας σαραντάχρονης γυναίκας ’’κρυώνω μέσα μου’’ και ταξιδεύει τον αναγνώστη, όχι αναγκαστικά, σε μαύρο φόντο αλλά πολλές φορές μέσα σε ένα κύκλο διαδοχικών χρωμάτων. Η Κονδύλη, χωρίς ιδιαίτερη προϋπηρεσία στη λογοτεχνία (μετά από πολλές μεταφράσεις που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν αυτή είναι η μόλις δεύτερη προσωπική της δουλειά) αφού πήρε την απόφαση σε σχετικά μεγάλη ηλικία για ξεκίνημα, κατορθώνει να παρουσιάσει μια ιδιόρρυθμη ελεγεία. Ο χαμός ενός παιδιού, ένας διαλυμένος γάμος, μια ''παραλίγο’’ καριέρα, μια ρημαγμένη ζωή χωρίς μέλλον και αύριο διαδέχονται η αποτελούν τη γέφυρα στην αφήγηση λαμπρών γιορτών από τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια ή την έντονη ζωή των φοιτητικών εποχών στην αλλοδαπή. Ένα διαρκές ταξίδι και ένα ’’παιχνίδι’’ είναι στο σύνολο τους ’’Τα πλήκτρα στο νερό’’ που κτυπάει απευθείας στις ευαισθησίες του αναγνώστη αφού μιλάει για τον επικείμενο θάνατο και τη νοσταλγία των ευτυχισμένων ημερών με τρόπο όχι τρομακτικό ή απωθητικό. Η Κονδύλη έχει την αρετή της αμεσότητας στη γραφή της και της παρουσίασης όμορφων εικόνων όπως του παιδιού των ’’απέναντι’’ που όρθιο παίζει πλήκτρα μέσα στο νερό (αυτό το σημείο δάνεισε και τον τίτλο στο βιβλίο). Δύο ενστάσεις, η μια νομίζω σημαντική και η άλλη απολύτως προσωπική και ασήμαντη. Ξέρω ότι θα εγείρω φωνές διαμαρτυρίας με τον διαχωρισμό αλλά τα ’’Πλήκτρα στο νερό’’ γραμμένα από γυναίκα απευθύνονται κυρίως (για να μην πω αποκλειστικά) σε γυναίκες αναγνώστριες που ευκολότερα θα ευθυγραμμιστούν με την ψυχοσύνθεση της κεντρικής ηρωϊδας παρά σε άντρες (Υποσημείωση: Για να είμαι ειλικρινής το βιβλίο με ικανοποίησε ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα αλλά δεν μπορώ να γράψω ότι προσέγγισα τη λογική της πρωταγωνίστριας του, ίσως γιατί αρέσκομαι σε άλλους είδους λογοτεχνικά αναγνώσματα). Η σοβαρότερη ατέλεια του βιβλίου: Η επιλογή της μη γραμμικής χρονικά εξιστόρησης μπερδεύει αρκετά αφού πολλά κομμάτια λειτουργούν άναρχα και ασύνδετα.
Νο. 11, Χρυσή Ακτή, Μιχάλης Μοδινός (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ)
Δεν γνωρίζω με ακρίβεια την εμπορική πορεία του βιβλίου του Μιχάλη Μοδινού ’’Χρυσή ακτή’’ (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ) και για αυτό ακριβώς επέλεξα μια μέση θέση στη λίστα των αδικημένων βιβλίων. Ως έκδοση του Καστανιώτη είναι λογικό να είχε συμπαθητική πορεία στην αγορά και εξίσου συμπαθητικές ήταν και οι κριτικές που συγκέντρωσε. Σε σχέση με το βιβλίο της Κονδύλη πραγματεύεται με μεγάλη επιτυχία αντίστοιχα ανδρικά αδιέξοδα. Το θέμα του δεν είναι πρωτότυπο και το έχουν προσεγγίσει από διαφορετικές οπτικές γωνίες μόνο τα τελευταία χρόνια ουκ ολίγοι έλληνες συγγραφείς. Η σχετική λίστα είναι υπερβολικά μεγάλη για να αναφερθεί εδώ. Η περιβόητη κρίση μέσης ηλικίας και ταυτότητας, τα καθημερινά αδιέξοδα, η ρουτίνα της ’’μη ζωής’’, η ανάγκη φυγής στο κυνήγι της ’’περιπέτειας’’ και σε ένα ταξίδι στο άγνωστο με στόχο την ελευθερία είναι προσφιλές θέμα πολλών ελλήνων συγγραφέων που έχουν ξεπεράσει τα σαράντα χρόνια ζωής. Ποικίλει μόνο το ’’σενάριο’’ ανά περίπτωση στη σχετική λίστα που αρχίζει από τον αριστουργηματικό ’’’Αλλο’’ (Π. Μεθενίτης, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που διάβασα το 2005 και δυστυχώς δεν πρόλαβα χρονικά να το εντάξω στα περσινά ΄΄αδικημένα’’) και καταλήγει στην πρόσφατη Αμερικάνικη Φούγκα του Αλέξη Σταμάτη. Η διαφορά του Μοδινού με όλους όσους προσέγγισαν το θέμα από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετική διαδρομή η κατάληξη στα βιβλία τους είναι ότι ασχολείται με καίρια κοινωνικά θέματα όπως η τύχη του πλανήτη, η παγκοσμιοποίηση και ένα γενικότερο έντονο κοινωνικό προβληματισμό. Ίσως γιατί όλα αυτά είναι οικεία στον 57χρονο (σήμερα) περιβαλλοντολόγο, γεωγράφο και μηχανικό. Και τα προσεγγίζει με σεβασμό, ούτε διανοουμενίστικα, ούτε σαν φτηνή διδαχή αλλά με δοκιμιακή (σχεδόν) μορφή. Συνοπτικά, η υπόθεση δεν πρωτοτυπεί: Ο κεντρικός χαρακτήρας (Νίκος) εγκατεστημένος στο κέντρο της Ευρώπης όπου ζει μια βολική και ήρεμη οικογενειακή ζωή αποφασίζει μια μέρα να τα παρατήσει όλα και να αναζητήσει μια νέα ζωή. Πακέτο με τις οικολογικές αναζητήσεις και ανησυχίες δένει αρμονικά το έντονο ερωτικό στοιχείο. Το ασταμάτητο ’’κυνήγι’’ της απόλυτης γυναίκας που μπορεί να είναι μια ηδονίστρια Αφρικανή, μια νεαρή Ελληνίδα φοιτήτρια, μια λευκή Αγγλίδα ή μήπως τελικά (αυτό το αφήνουμε για τους αναγνώστες) η επιστροφή στη συζυγική κλίνη; Η διαδρομή είναι ’’ταξιδιάρικη’’ (όπως σε κάθε βιβλίο φυγής που σέβεται το θέμα του) και οι εικόνες από την εναλλαγή των τόπων επιτυχημένη: Αθήνα, Βρυξέλλες, Κρήτη, Αφρική, μέρη στα οποία σύμφωνα με το βιογραφικό του έχει περάσει ή έχει ζήσει και ο ίδιος ο συγγραφέας που πάντως αποφεύγει συστηματικά οτιδήποτε στη ροή της ιστορίας που θα κινδύνευε να μετατρέψει την προσπάθεια του σε ένα φτηνό βιωματικό έργο. Σε μια αγορά βιβλίου όπου κυριαρχεί η γυναίκα-καταναλωτής-αγοραστής-αναγνώστης δεν ξέρω τι τύχη περίμενε ένα τόσο ’’αντρικό’’ βιβλίο αφού δεν έχω τα σχετικά νούμερα στη διάθεση μου. Οι προηγούμενες μη μυθιστορηματικές δουλειές του Μοδινού που είχαν κυρίως επιστημονικό χαρακτήρα συγγραμμάτων ή δοκιμίων γνωρίζω ότι πήγαν καλά σε πωλήσεις. Αν η ’’Χρυσή Ακτή’’ δεν ευτύχησε στην αγορά τότε σίγουρα τις άξιζαν κάποιες θέσεις παραπάνω στη λίστα μου. Το γεγονός ότι δεν εμφανίστηκε στις λίστες ευπώλητων στον τύπο δεν αφήνει πάντως πολλά περιθώρια αισιοδοξίας και είναι κρίμα για μια εξαιρετική προσπάθεια.
Friday, January 26, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 7ο)
Νο. 13, Η καρδιά του λαγού, Βασιλική Ηλιοπούλου (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)
Η Βασιλική Ηλιοπούλου είναι πιο γνωστή ως κινηματογραφίστρια παρά ως πεζογράφος και η δουλειά της που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ μέσα στο 2006 με τίτλο ΄΄Η καρδιά του λαγού’’ ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Στη συλλογή των επτά διηγημάτων της κατορθώνει να περιγράψει με κινηματογραφική τεχνική και ατμοσφαιρική διήγηση μια σειρά μύχιων ανθρώπινων συναισθημάτων η καταστάσεων. Ο θάνατος σε κάθε μορφή κυριαρχεί στην πλειοψηφία των διηγημάτων που κορυφώνονται με την ιστορία της εκταφής ενός νεκρού που παρουσιάζεται ψυχρά και ουδέτερα σε βαθμό σοκαριστικό για τον αναγνώστη. Βασανισμοί ψυχικά άρρωστων, κακοποιήσεις γυναικών ή αθώων πτηνών σε μια αφήγηση που παραδόξως δεν κρύβει ζόφο παρά την ατμόσφαιρα που σε ορισμένες περιπτώσεις θα περιγραφόταν (κινηματογραφικά και όχι λογοτεχνικά) σαν φτηνή horror movie χωρίς πολύ αίμα. Η Ηλιοπούλου ποντάρει όχι στους σκοτεινούς χαρακτήρες της αλλά στην υποβλητική μινιμαλιστική αφήγηση και κερδίζει χωρίς μεγάλη δυσκολία το αναγνωστικό στοίχημα σε ένα βιβλίο που εύκολα θα μπορούσε να μετατραπεί, με λιγότερο καλούς χειρισμούς, σε κακόγουστη φάρσα ή ενός επικίνδυνα υπερ-ρεαλιστικού αναγνώσματος. Ενδεχόμενα αν κάποιος έχει το χρόνο να επαναλάβει την ανάγνωση να βρει δεύτερα και τρίτα πεδία που κινείται η Ηλιοπούλου που εκτός των άλλων δεν έχει ένα κεντρικό και επαναλαμβανόμενο θεματικό άξονα (παρά τη…θανατερή εμμονή αρκετών διηγημάτων) αλλά δημιουργεί την αίσθηση της ποικιλίας. Από ένα συνολικά καλό βιβλίο ξεχώρισα το διήγημα που χάρισε τον τίτλο στο βιβλίο (Η καρδιά του λαγού, όπου ευφυέστατα το θήραμα μετατρέπεται σε κυνηγό) και τις εξαιρετικές ΄΄Καμπανίτσες της Βαλεντίνης’’ όπου το ρόλο του…λαγού παίζει πλέον μια κακοποιημένη οικονομική μετανάστρια. Νομίζω ότι θα ικανοποιήσουν αναγνωστικά και μερικά από τα υπόλοιπα διηγήματα όπως το ’’Καρουζέλ’’, η ’’Γάτα πάνω στο κάγκελο’’ και οι Σαββατιάτικες δουλειές όπου σε μια ατμόσφαιρα-θρίλερ αποδεικνύεται ότι ο…κηπουρός δεν είναι ψυχοπαθής δολοφόνος! Αντίθετα, η μάλλον αόριστη και απροσδιόριστη κατεύθυνση δύο άλλων διηγημάτων (Καλή πράξη, Χώμα) τα κάνει μάλλον τους πιο ’’αδύναμους κρίκους’’ ενός βιβλίου που μάζεψε καλές κριτικές αλλά δεν είδα να το εξαργυρώνει με ανάλογη παρουσία και αναγνωστική προτίμηση στα ευπώλητα της περασμένης χρονιάς.
Η Βασιλική Ηλιοπούλου είναι πιο γνωστή ως κινηματογραφίστρια παρά ως πεζογράφος και η δουλειά της που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ μέσα στο 2006 με τίτλο ΄΄Η καρδιά του λαγού’’ ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Στη συλλογή των επτά διηγημάτων της κατορθώνει να περιγράψει με κινηματογραφική τεχνική και ατμοσφαιρική διήγηση μια σειρά μύχιων ανθρώπινων συναισθημάτων η καταστάσεων. Ο θάνατος σε κάθε μορφή κυριαρχεί στην πλειοψηφία των διηγημάτων που κορυφώνονται με την ιστορία της εκταφής ενός νεκρού που παρουσιάζεται ψυχρά και ουδέτερα σε βαθμό σοκαριστικό για τον αναγνώστη. Βασανισμοί ψυχικά άρρωστων, κακοποιήσεις γυναικών ή αθώων πτηνών σε μια αφήγηση που παραδόξως δεν κρύβει ζόφο παρά την ατμόσφαιρα που σε ορισμένες περιπτώσεις θα περιγραφόταν (κινηματογραφικά και όχι λογοτεχνικά) σαν φτηνή horror movie χωρίς πολύ αίμα. Η Ηλιοπούλου ποντάρει όχι στους σκοτεινούς χαρακτήρες της αλλά στην υποβλητική μινιμαλιστική αφήγηση και κερδίζει χωρίς μεγάλη δυσκολία το αναγνωστικό στοίχημα σε ένα βιβλίο που εύκολα θα μπορούσε να μετατραπεί, με λιγότερο καλούς χειρισμούς, σε κακόγουστη φάρσα ή ενός επικίνδυνα υπερ-ρεαλιστικού αναγνώσματος. Ενδεχόμενα αν κάποιος έχει το χρόνο να επαναλάβει την ανάγνωση να βρει δεύτερα και τρίτα πεδία που κινείται η Ηλιοπούλου που εκτός των άλλων δεν έχει ένα κεντρικό και επαναλαμβανόμενο θεματικό άξονα (παρά τη…θανατερή εμμονή αρκετών διηγημάτων) αλλά δημιουργεί την αίσθηση της ποικιλίας. Από ένα συνολικά καλό βιβλίο ξεχώρισα το διήγημα που χάρισε τον τίτλο στο βιβλίο (Η καρδιά του λαγού, όπου ευφυέστατα το θήραμα μετατρέπεται σε κυνηγό) και τις εξαιρετικές ΄΄Καμπανίτσες της Βαλεντίνης’’ όπου το ρόλο του…λαγού παίζει πλέον μια κακοποιημένη οικονομική μετανάστρια. Νομίζω ότι θα ικανοποιήσουν αναγνωστικά και μερικά από τα υπόλοιπα διηγήματα όπως το ’’Καρουζέλ’’, η ’’Γάτα πάνω στο κάγκελο’’ και οι Σαββατιάτικες δουλειές όπου σε μια ατμόσφαιρα-θρίλερ αποδεικνύεται ότι ο…κηπουρός δεν είναι ψυχοπαθής δολοφόνος! Αντίθετα, η μάλλον αόριστη και απροσδιόριστη κατεύθυνση δύο άλλων διηγημάτων (Καλή πράξη, Χώμα) τα κάνει μάλλον τους πιο ’’αδύναμους κρίκους’’ ενός βιβλίου που μάζεψε καλές κριτικές αλλά δεν είδα να το εξαργυρώνει με ανάλογη παρουσία και αναγνωστική προτίμηση στα ευπώλητα της περασμένης χρονιάς.
Monday, January 22, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 6ο)
Νο. 15, Ο βασιλιάς των αριθμών, Ρέα Σταθοπούλου (εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ)
Η Πόλη δεν εμπνέει μόνο ιστορικά μυθιστορήματα αλλά και δουλειές που έχουν να κάνουν με την σύγχρονη εποχή. Γενικά, ως θέμα είναι μάλλον κορεσμένο αλλά πάντοτε γοητεύει ένα συγκεκριμένο κοινό. Εκείνους, που οι ρίζες και η καταγωγή τους κρατάει από την Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η πεζογράφος Ρέα Σταθοπούλου που αντλεί ιδέες για τη δουλειά της από την ’’πολίτικη δεξαμενή’’. Παρότι δεν το είχα διαβάσει την ίδια κατεύθυνση και λογική ακολούθησε το προηγούμενο βιβλίο της ’’Οι ποδηλάτισσες’’. Ο βασιλιάς των αριθμών, η πιο πρόσφατη δουλειά της (εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ) έφτασε στα χέρια μου ως δώρο και για πολύ καιρό δεν είχα ασχοληθεί να το διαβάσω αφού αισθανόμουν, λανθασμένα όπως αποδείχθηκε, ότι προσέγγιζε ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά και έχει εξαντληθεί.
Η πεζογράφος δεν μένει όμως στο στερεότυπο της χαμένης πατρίδας ή του ξεριζωμένου ελληνισμού της πόλης. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ένας Ρωμιός αποκαλούμενος ο βασιλιάς των αριθμών (κατά κόσμον Παντελή) που γεννιέται την εποχή που κορυφώνεται το επαναστατικό κίνημα των νεότουρκων και καταλήγει υπέργηρος σε ένα νησί του Αιγαίου, σχεδόν ένα αιώνα αργότερα. Το βιβλίο σε χειμαρρώδη γραφή πραγματεύεται στις 450 σελίδες του ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας αλλά και δύο διαφορετικών (τουλάχιστον δύο) κόσμων και τρόπων ζωής. Πολεμικές αναμετρήσεις, διωγμοί και πολιτικές μεταρρυθμίσεις συνθέτουν το ’’ψευδο-ιστορικό’’ κομμάτι της διήγησης αφού πολλά σημεία του δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένα αλλά μοιάζουν να εξυπηρετούν τη μυθιστορηματική δομή του έργου. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που κερδίζει εκτός από την αβίαστη, συνεχή και χωρίς σημαντικά χάσματα αφηγηματική γραφή της Σταθοπούλου είναι ο καλά στημένος και δομημένος χαρακτήρας του έργου της, ο ’’βασιλιάς των αριθμών’’. Διανοούμενος αλλά και μεγαλωμένος μέσα σε κακουχίες, εξελίσσεται σε κατασκευαστή επιγραφών και ειδικεύεται στις ταμπέλες με νούμερα για κάθε πιθανή χρήση (έτσι εξηγείται και ο τίτλος του βιβλίου). Φτάνει να αποκτήσει το δικό του εργοστάσιο, μετατρέπεται όσο τα χρόνια περνούν σε ιδιότυπο μπον βιβέρ γυναικοκατακτητή σε βαθμό που στο ανάλογα διασκεδαστικό και ’’αισιόδοξο’’ φινάλε ο αναγνώστης μένει με την απορία αν στην αιωνόβια ζήση του δεινοπάθησε περισσότερο από τους Τούρκους ή από τις γυναίκες! Η Σταθοπούλου γράφει ένα όμορφο παραμύθι, βασισμένη στο πολύ-πολιτισμικό αμάλγαμα της πόλης με πολλά λαογραφικά στοιχεία από τη ζωή, σε διάφορες χρονικές περιόδους, της Κωνσταντινούπολης τηρώντας (στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου) τις αρχές της γραμμικής αφήγησης. Μυθιστόρημα που οι κριτικοί το προσπέρασαν χωρίς ιδιαίτερες αναφορές και το μοναδικό ίσως σημείο του που με βρήκε αντίθετο ήταν η πληθώρα πληροφοριών (σε βαθμό εμμονής) που υπάρχουν για μικρής σημασίας λεπτομέρειες από τους δρόμους της Πόλης, τη ρυμοτομία ή ακόμη και την καθημερινότητα των κατοίκων της. Αν η Σταθοπούλου είχε τολμήσει να συρρικνώσει αυτά τα σημεία και να μειώσει κατά 20-25% τις σελίδες του βιβλίου τότε η ούτως η άλλως σφικτή, ευχάριστη και γρήγορη αφήγησή της θα άγγιζε ένα ανώτερο επίπεδο. Με δεδομένο ότι ο Βασιλιάς των αριθμών είναι η δεύτερη δουλειά της φαντάζομαι ότι παρέα με την συγγραφική ωριμότητα θα καταλαγιάσει ο ενθουσιασμός της και θα ξέρει να ξεδιαλέξει καλύτερα αυτά τα στοιχεία στις επόμενες δουλειές της.
Νο. 14, Ντεκαφεϊνέ, Εύα Στάμου (εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ)
Ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι με μικρή, σχετικά, παραγωγή τίτλων είναι εκείνοι που παραδοσιακά κυκλοφορούν τίτλους ποιότητας που μπορεί να μην γνωρίζουν σημαντική εμπορική επιτυχία αλλά αποτελούν ΄΄όαση’’ για τους βιβλιόφιλους. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η Οδός Πανός που μέσα στο 2006 κυκλοφόρησε τη δεύτερη δουλειά της Εύας Στάμου με τίτλο ’’Ντεκαφεϊνέ’’. Με σπουδές φιλοσοφίας και ψυχολογίας, μόνιμη κάτοικος του Μάντσεστερ (τουλάχιστον την εποχή που έγραψε το βιβλίο) η Εύα Στάμου κατορθώνει μέσα σε +300 σελίδες να κάνει τον γύρο της Ευρώπης ξετυλίγοντας τις παράλληλες ιστορίες μιας παρέας που αποτελείται κυρίως από καθηγητές. Μια πρώτη ανάγνωση θα κατατάξει αβίαστα το έργο της Στάμου κάτω από τις ταμπέλες ’’κομοπολίτικο’’ και ’’ερωτικό’’ μυθιστόρημα αφού ξεκινώντας από το Μάντσεστερ (βάση και της συγγραφέως) κάνει το γύρο της μισής Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, παρότι το ερωτικό στοιχείο είναι έντονο η Στάμου καταθέτει ένα ολοκληρωμένο ψυχογράφημα ανθρώπων με διαφορετικές προελεύσεις, κουλτούρες και ενίοτε προορισμούς, ανθρώπων που όπως οι απέχοντες της καφεϊνης ψάχνουν συναισθηματικά υποκατάστατα. Η Στάμου, κατακερματίζει τη δουλειά της σε πολλά κεφάλαια και καταθέτει μια πραγματεία για την Ευρώπη του σήμερα, έστω και αν σε ορισμένα σημεία αντιμετωπίζει στερεοτυπικά τις διάφορες εθνικότητες και τις συνήθειες τους. Βιβλίο γραμμένο με απλή γλώσσα το βιβλίο θα μπορούσε να πάρει και ψηλότερη θέση στη λίστα των αδικημένων του 2006 αν δεν με ενοχλούσαν τα στοιχεία του που έχουν να κάνουν με την αγοραφοβική αγχωτική και σχεδόν αντι-ερωτική ηρωίδα-καθηγήτρια. Η εμφάνιση ενός άντρα στη ζωή της μετατρέπει ένα κομμάτι της αφήγησης σε γραφή τύπου- Άρλεκιν. Η Στάμου μου δημιούργησε αναγνωστικά (μπορεί να κάνω και φρικτό λάθος) ότι πάτησε πάνω σε πολύ συγκεκριμένες ράγες και αφηγηματική διαδρομή γράφοντας για καταστάσεις, μέρη και πρόσωπα που πιθανώς γνωρίζει καλά και ενίοτε δημιουργεί την αίσθηση ότι το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία ή προσωπικές εμπειρίες. Αυτό φυσικά δεν είναι αρνητικό, ούτε λειτουργεί άσχημα στο γενικό σύνολο που αγγίζει το ’’λίαν καλώς’’.
Η Πόλη δεν εμπνέει μόνο ιστορικά μυθιστορήματα αλλά και δουλειές που έχουν να κάνουν με την σύγχρονη εποχή. Γενικά, ως θέμα είναι μάλλον κορεσμένο αλλά πάντοτε γοητεύει ένα συγκεκριμένο κοινό. Εκείνους, που οι ρίζες και η καταγωγή τους κρατάει από την Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η πεζογράφος Ρέα Σταθοπούλου που αντλεί ιδέες για τη δουλειά της από την ’’πολίτικη δεξαμενή’’. Παρότι δεν το είχα διαβάσει την ίδια κατεύθυνση και λογική ακολούθησε το προηγούμενο βιβλίο της ’’Οι ποδηλάτισσες’’. Ο βασιλιάς των αριθμών, η πιο πρόσφατη δουλειά της (εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ) έφτασε στα χέρια μου ως δώρο και για πολύ καιρό δεν είχα ασχοληθεί να το διαβάσω αφού αισθανόμουν, λανθασμένα όπως αποδείχθηκε, ότι προσέγγιζε ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά και έχει εξαντληθεί.
Η πεζογράφος δεν μένει όμως στο στερεότυπο της χαμένης πατρίδας ή του ξεριζωμένου ελληνισμού της πόλης. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ένας Ρωμιός αποκαλούμενος ο βασιλιάς των αριθμών (κατά κόσμον Παντελή) που γεννιέται την εποχή που κορυφώνεται το επαναστατικό κίνημα των νεότουρκων και καταλήγει υπέργηρος σε ένα νησί του Αιγαίου, σχεδόν ένα αιώνα αργότερα. Το βιβλίο σε χειμαρρώδη γραφή πραγματεύεται στις 450 σελίδες του ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας αλλά και δύο διαφορετικών (τουλάχιστον δύο) κόσμων και τρόπων ζωής. Πολεμικές αναμετρήσεις, διωγμοί και πολιτικές μεταρρυθμίσεις συνθέτουν το ’’ψευδο-ιστορικό’’ κομμάτι της διήγησης αφού πολλά σημεία του δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένα αλλά μοιάζουν να εξυπηρετούν τη μυθιστορηματική δομή του έργου. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που κερδίζει εκτός από την αβίαστη, συνεχή και χωρίς σημαντικά χάσματα αφηγηματική γραφή της Σταθοπούλου είναι ο καλά στημένος και δομημένος χαρακτήρας του έργου της, ο ’’βασιλιάς των αριθμών’’. Διανοούμενος αλλά και μεγαλωμένος μέσα σε κακουχίες, εξελίσσεται σε κατασκευαστή επιγραφών και ειδικεύεται στις ταμπέλες με νούμερα για κάθε πιθανή χρήση (έτσι εξηγείται και ο τίτλος του βιβλίου). Φτάνει να αποκτήσει το δικό του εργοστάσιο, μετατρέπεται όσο τα χρόνια περνούν σε ιδιότυπο μπον βιβέρ γυναικοκατακτητή σε βαθμό που στο ανάλογα διασκεδαστικό και ’’αισιόδοξο’’ φινάλε ο αναγνώστης μένει με την απορία αν στην αιωνόβια ζήση του δεινοπάθησε περισσότερο από τους Τούρκους ή από τις γυναίκες! Η Σταθοπούλου γράφει ένα όμορφο παραμύθι, βασισμένη στο πολύ-πολιτισμικό αμάλγαμα της πόλης με πολλά λαογραφικά στοιχεία από τη ζωή, σε διάφορες χρονικές περιόδους, της Κωνσταντινούπολης τηρώντας (στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου) τις αρχές της γραμμικής αφήγησης. Μυθιστόρημα που οι κριτικοί το προσπέρασαν χωρίς ιδιαίτερες αναφορές και το μοναδικό ίσως σημείο του που με βρήκε αντίθετο ήταν η πληθώρα πληροφοριών (σε βαθμό εμμονής) που υπάρχουν για μικρής σημασίας λεπτομέρειες από τους δρόμους της Πόλης, τη ρυμοτομία ή ακόμη και την καθημερινότητα των κατοίκων της. Αν η Σταθοπούλου είχε τολμήσει να συρρικνώσει αυτά τα σημεία και να μειώσει κατά 20-25% τις σελίδες του βιβλίου τότε η ούτως η άλλως σφικτή, ευχάριστη και γρήγορη αφήγησή της θα άγγιζε ένα ανώτερο επίπεδο. Με δεδομένο ότι ο Βασιλιάς των αριθμών είναι η δεύτερη δουλειά της φαντάζομαι ότι παρέα με την συγγραφική ωριμότητα θα καταλαγιάσει ο ενθουσιασμός της και θα ξέρει να ξεδιαλέξει καλύτερα αυτά τα στοιχεία στις επόμενες δουλειές της.
Νο. 14, Ντεκαφεϊνέ, Εύα Στάμου (εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ)
Ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι με μικρή, σχετικά, παραγωγή τίτλων είναι εκείνοι που παραδοσιακά κυκλοφορούν τίτλους ποιότητας που μπορεί να μην γνωρίζουν σημαντική εμπορική επιτυχία αλλά αποτελούν ΄΄όαση’’ για τους βιβλιόφιλους. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η Οδός Πανός που μέσα στο 2006 κυκλοφόρησε τη δεύτερη δουλειά της Εύας Στάμου με τίτλο ’’Ντεκαφεϊνέ’’. Με σπουδές φιλοσοφίας και ψυχολογίας, μόνιμη κάτοικος του Μάντσεστερ (τουλάχιστον την εποχή που έγραψε το βιβλίο) η Εύα Στάμου κατορθώνει μέσα σε +300 σελίδες να κάνει τον γύρο της Ευρώπης ξετυλίγοντας τις παράλληλες ιστορίες μιας παρέας που αποτελείται κυρίως από καθηγητές. Μια πρώτη ανάγνωση θα κατατάξει αβίαστα το έργο της Στάμου κάτω από τις ταμπέλες ’’κομοπολίτικο’’ και ’’ερωτικό’’ μυθιστόρημα αφού ξεκινώντας από το Μάντσεστερ (βάση και της συγγραφέως) κάνει το γύρο της μισής Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, παρότι το ερωτικό στοιχείο είναι έντονο η Στάμου καταθέτει ένα ολοκληρωμένο ψυχογράφημα ανθρώπων με διαφορετικές προελεύσεις, κουλτούρες και ενίοτε προορισμούς, ανθρώπων που όπως οι απέχοντες της καφεϊνης ψάχνουν συναισθηματικά υποκατάστατα. Η Στάμου, κατακερματίζει τη δουλειά της σε πολλά κεφάλαια και καταθέτει μια πραγματεία για την Ευρώπη του σήμερα, έστω και αν σε ορισμένα σημεία αντιμετωπίζει στερεοτυπικά τις διάφορες εθνικότητες και τις συνήθειες τους. Βιβλίο γραμμένο με απλή γλώσσα το βιβλίο θα μπορούσε να πάρει και ψηλότερη θέση στη λίστα των αδικημένων του 2006 αν δεν με ενοχλούσαν τα στοιχεία του που έχουν να κάνουν με την αγοραφοβική αγχωτική και σχεδόν αντι-ερωτική ηρωίδα-καθηγήτρια. Η εμφάνιση ενός άντρα στη ζωή της μετατρέπει ένα κομμάτι της αφήγησης σε γραφή τύπου- Άρλεκιν. Η Στάμου μου δημιούργησε αναγνωστικά (μπορεί να κάνω και φρικτό λάθος) ότι πάτησε πάνω σε πολύ συγκεκριμένες ράγες και αφηγηματική διαδρομή γράφοντας για καταστάσεις, μέρη και πρόσωπα που πιθανώς γνωρίζει καλά και ενίοτε δημιουργεί την αίσθηση ότι το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία ή προσωπικές εμπειρίες. Αυτό φυσικά δεν είναι αρνητικό, ούτε λειτουργεί άσχημα στο γενικό σύνολο που αγγίζει το ’’λίαν καλώς’’.
Saturday, January 20, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 5ο)
Νο 16, Γλώσσα από μάρμαρο, Ιφιγένεια Θεοδώρου (εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Μια από τις εκδοτικές εκπλήξεις του 2001 ήταν το βιβλίο ’’Μελέκ, θα πει Άγγελος’’. Χωρίς ιδιαίτερη προώθηση το βιβλίο της Θεσσαλονικιάς Ιφιγένειας Θεοδώρου είχε ξεπεράσει τις 10.000 αντίτυπα. Δεν θυμάμαι, αν το βιβλίο βοήθησε το γεγονός ότι βρέθηκε στη short list του περιοδικού Διαβάζω για τα βραβεία της χρονιάς ή την εμπορική επιτυχία ακολούθησε η επιλογή του, το σίγουρο είναι ότι υπήρξε μια αλληλεπίδραση. Επίσης, δεν θυμάμαι, αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί δεν είχα διαβάσει τότε το βιβλίο. Όπως δεν είχα διαβάσει και την μάλλον αγνοημένη πρωτόλεια συγγραφική προσπάθεια της κ. Θεοδώρου από τον μικρό εκδοτικό οίκο ’’Ίκαρο’’ το 1997, με τίτλο ’’Χρυσός, Λίβανος και Σμύρνη’’. Πέρυσι, με μεγάλη διαφήμιση και προώθηση από τον εκδοτικό οίκο που είχε κυκλοφορήσει το ’’Μελέκ’’ εμφανίσθηκε ουσιαστικά το δεύτερο μυθιστόρημα και τρίτη δουλειά της κ. Θεοδώρου με τίτλο ’’Γλώσσα από μάρμαρο’’. Πότε ένας εκδοτικός οίκος πιστεύει ένα βιβλίο και το προωθεί φαίνεται με μια απλή βόλτα στα βιβλιοπωλεία. Καινούργιες εκδόσεις βρίσκεις ή σε ένα δύο αντίτυπα κρυμμένες στα ράφια ή σε στοίβες σε καίρια θέση στα βιβλιοπωλεία. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκε το βιβλίο της Θεοδώρου. Οι στοίβες έμειναν ανέγγιχτες και το βιβλίο σημείωσε σημαντική εμπορική αποτυχία, ενώ αγνοήθηκε εντελώς (σε αντίθεση με το Μελέκ) από τους κριτικούς. Τότε ακριβώς αποφάσισα να το αγοράσω για να αντιληφθώ πότε έκαναν λάθος οι αναγνώστες…Την πρώτη ή την δεύτερη φορά.Η ’’Γλώσσα από μάρμαρο’’ είναι κατ’ αρχήν ένα καλογραμμένο βιβλίο και με θέμα αρκετά ενδιαφέρον. Πραγματεύεται την ιστορία ενός παραθαλάσσιου τόπου, της Αλυκής, ενός ονειρεμένου μέρους που όμως οι κάτοικοι του θέλουν να εγκαταλείψουν αναζητώντας ένα καλύτερο (;) αύριο. Ο ερχομός του απεσταλμένου ενός εργολάβου με σκοπό να αγοράσει τη γη και να την μετατρέψει σε τουριστικό θέρετρο αποτελεί την αφορμή. Η ιστορία που δεν έχει όμως να κάνει μόνο με τη γη ή το ξεπούλημα της στο όνομα του κέρδους από τη μια και της αμφισβητούμενης προόδου από την άλλη. Στην πορεία μπλέκονται στην υπόθεση οι άνθρωποι του χωριού και τα πάθη τους αλλά και η Αρχαιολογική Υπηρεσία που προσπαθεί για δικό της λογαριασμό να διασώσει τα ιστορικά μάρμαρα της Αλυκής από την επέλαση του πολιτισμού. Ένας μετανιωμένος φονιάς, μια κακοποιημένη γυναίκα, μια τυφλή σύγχρονη προφήτισσα δεινών, μια χήρα όλα κρίνονται μέσα στο κρίσιμο καλοκαίρι. Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι μυθοπλαστικά η Θεοδώρου με καθήλωσε με τα ευρήματά της αλλά η γραφή της είναι σφικτή, δυνατή, προσεγμένη και με σκληρές περιγραφές ή διάλογους στα σωστά σημεία και με τη σωστή δόση. Η συνολική εντύπωση που αποκόμισα ολοκληρώνοντας τις σχεδόν τετρακόσιες σελίδες είναι ότι το βιβλίο μάλλον αδικήθηκε σε αντίθεση με πολλά άλλα που εμφανίστηκαν την ίδια εποχή στις λίστες ευπώλητων. Η ίσως αδίκησε τον εαυτό της η Θεοδώρου που άφησε να περάσουν αρκετά χρόνια από την προηγούμενη δουλειά της και το κοινό του ’’Μελέκ’’ στράφηκε σε άλλες κατευθύνσεις.
Μια από τις εκδοτικές εκπλήξεις του 2001 ήταν το βιβλίο ’’Μελέκ, θα πει Άγγελος’’. Χωρίς ιδιαίτερη προώθηση το βιβλίο της Θεσσαλονικιάς Ιφιγένειας Θεοδώρου είχε ξεπεράσει τις 10.000 αντίτυπα. Δεν θυμάμαι, αν το βιβλίο βοήθησε το γεγονός ότι βρέθηκε στη short list του περιοδικού Διαβάζω για τα βραβεία της χρονιάς ή την εμπορική επιτυχία ακολούθησε η επιλογή του, το σίγουρο είναι ότι υπήρξε μια αλληλεπίδραση. Επίσης, δεν θυμάμαι, αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί δεν είχα διαβάσει τότε το βιβλίο. Όπως δεν είχα διαβάσει και την μάλλον αγνοημένη πρωτόλεια συγγραφική προσπάθεια της κ. Θεοδώρου από τον μικρό εκδοτικό οίκο ’’Ίκαρο’’ το 1997, με τίτλο ’’Χρυσός, Λίβανος και Σμύρνη’’. Πέρυσι, με μεγάλη διαφήμιση και προώθηση από τον εκδοτικό οίκο που είχε κυκλοφορήσει το ’’Μελέκ’’ εμφανίσθηκε ουσιαστικά το δεύτερο μυθιστόρημα και τρίτη δουλειά της κ. Θεοδώρου με τίτλο ’’Γλώσσα από μάρμαρο’’. Πότε ένας εκδοτικός οίκος πιστεύει ένα βιβλίο και το προωθεί φαίνεται με μια απλή βόλτα στα βιβλιοπωλεία. Καινούργιες εκδόσεις βρίσκεις ή σε ένα δύο αντίτυπα κρυμμένες στα ράφια ή σε στοίβες σε καίρια θέση στα βιβλιοπωλεία. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκε το βιβλίο της Θεοδώρου. Οι στοίβες έμειναν ανέγγιχτες και το βιβλίο σημείωσε σημαντική εμπορική αποτυχία, ενώ αγνοήθηκε εντελώς (σε αντίθεση με το Μελέκ) από τους κριτικούς. Τότε ακριβώς αποφάσισα να το αγοράσω για να αντιληφθώ πότε έκαναν λάθος οι αναγνώστες…Την πρώτη ή την δεύτερη φορά.Η ’’Γλώσσα από μάρμαρο’’ είναι κατ’ αρχήν ένα καλογραμμένο βιβλίο και με θέμα αρκετά ενδιαφέρον. Πραγματεύεται την ιστορία ενός παραθαλάσσιου τόπου, της Αλυκής, ενός ονειρεμένου μέρους που όμως οι κάτοικοι του θέλουν να εγκαταλείψουν αναζητώντας ένα καλύτερο (;) αύριο. Ο ερχομός του απεσταλμένου ενός εργολάβου με σκοπό να αγοράσει τη γη και να την μετατρέψει σε τουριστικό θέρετρο αποτελεί την αφορμή. Η ιστορία που δεν έχει όμως να κάνει μόνο με τη γη ή το ξεπούλημα της στο όνομα του κέρδους από τη μια και της αμφισβητούμενης προόδου από την άλλη. Στην πορεία μπλέκονται στην υπόθεση οι άνθρωποι του χωριού και τα πάθη τους αλλά και η Αρχαιολογική Υπηρεσία που προσπαθεί για δικό της λογαριασμό να διασώσει τα ιστορικά μάρμαρα της Αλυκής από την επέλαση του πολιτισμού. Ένας μετανιωμένος φονιάς, μια κακοποιημένη γυναίκα, μια τυφλή σύγχρονη προφήτισσα δεινών, μια χήρα όλα κρίνονται μέσα στο κρίσιμο καλοκαίρι. Δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι μυθοπλαστικά η Θεοδώρου με καθήλωσε με τα ευρήματά της αλλά η γραφή της είναι σφικτή, δυνατή, προσεγμένη και με σκληρές περιγραφές ή διάλογους στα σωστά σημεία και με τη σωστή δόση. Η συνολική εντύπωση που αποκόμισα ολοκληρώνοντας τις σχεδόν τετρακόσιες σελίδες είναι ότι το βιβλίο μάλλον αδικήθηκε σε αντίθεση με πολλά άλλα που εμφανίστηκαν την ίδια εποχή στις λίστες ευπώλητων. Η ίσως αδίκησε τον εαυτό της η Θεοδώρου που άφησε να περάσουν αρκετά χρόνια από την προηγούμενη δουλειά της και το κοινό του ’’Μελέκ’’ στράφηκε σε άλλες κατευθύνσεις.
Tuesday, January 16, 2007
Ξεφ(τ)υλλίζοντας...part 81
Μικρή παρένθεση στις λίστες των βιβλίων και την αναγνωστική αποτίμηση του 2006 για δύο άρθρα που συζητιούνται τις τελευταίες μέρες στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ο Δ. Κούρτοβικ στα ΝΕΑ φρόντισε πάλι να δημιουργήσει αίσθηση το περασμένο Σάββατο στο Βιβλιοδρόμιο αφού αναθεωρώντας (μερικά) τις απόψεις του αναφέρεται στην ύπαρξη πολλών καλών βιβλίων αλλά κανενός συνταρακτικού και εντοπίζει το πρόβλημα στην ύπαρξη περισσότερων καλών δημιουργιών σε σχέση με το παρελθόν. Και προσπαθεί να προσεγγίσει το όλο θέμα καταγράφοντας τις διαφορές με τις οποίες ’’αποκρυπτογραφούν’’ ένα βιβλίο αναγνώστες και κριτικοί. Το θέμα βέβαια σηκώνει πολύ συζήτηση, η δική μου άποψη για να ξεκινήσει ενδεχομένως κάποια συζήτηση, είναι ότι η γενιά των κριτικών που σήμερα κατευθύνει (όσο και όπως αυτά κατευθύνονται) τις αναγνωστικές προτιμήσεις μέσω του τύπου έχει μπερδευτεί λόγω εποχής.
Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, του ίντερνετ και της διάχυσης της πληροφορίας μέσα σε δευτερόλεπτα, την ώρα που μόνο στην Ελλάδα αρκετοί συγγραφείς επικοινωνούν άμεσα, λόγω blogs ή sites με τους αναγνώστες τους και εισπράττουν τις αντιδράσεις για τις δουλειές τους οι κριτικοί κάθε καινούργια ιδέα ή τρόπο γραφής τη θεωρούν περίπου ως ανεπίτρεπτη μοντερνιτέ, θέτουν τους δικούς τους όρους ανάγνωσης και με βάση αυτούς αξιολογούν τις συγγραφικές προσπάθειες. Και συνήθως, οτιδήποτε δεν μπορούν να προσεγγίσουν ή το προσπερνούν ή αδιαφορούν. Μέσα στο 2006, κλασικό παράδειγμα ήταν το ’’Φάδερ ημών’’ του Βουράκη, γραμμένο με διαφορετική λογική ύφους, στιλ αλλά και γλώσσας από ότι επιβάλλει ο μέσος όρος. Κριτικές; Μια στην Ελευθεροτυπία και τυπικές αναφορές, του στιλ ’’να τελειώνουμε με πέντε αράδες’’ στον υπόλοιπο τύπο. Και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα από τα πολλά που υπάρχουν. Πάντως είναι μια πρόοδος το γεγονός ότι ξεφεύγουμε από τη ’’στείρα’’ λογική ότι δεν υπάρχουν καλά βιβλία αλλά μόνο μέτρια και να προχωράμε ένα βήμα πιο μακριά. Το άρθρο του Δ. Κούρτοβικ θα το βρείτε εδώ:
http://www.ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=18738&m=P06&aa=1
Πιο κοντά στο σήμερα και στην πραγματικότητα μοιάζει να είναι η Αμάντα Μιχαλοπούλου που προσπαθεί όχι επιτυχημένα πάντοτε να ισορροπήσει ανάμεσα στη διττή ιδιότητα της συγγραφέως και της χρονικογράφου (ή σχολιογράφου). Οι απόψεις της, πάντως, όσον αφορά τη λογοτεχνία είναι ειλικρινείς. Την Κυριακή, στη στήλη της ’’Αντηχήσεις’’ στην Καθημερινή. Επιχειρεί ένα διαφορετικού είδους και ύφους απολογισμό της εκδοτικής χρονιάς προσεγγίζοντας με επιχειρήματα και όχι δογματικές τοποθετήσεις τη σχέση κριτικών-συγγραφέων. Υπάρχουν αρκετά συζητήσιμα σημεία στην τοποθέτηση της κ.Μιχαλοπούλου. Και το δικό της άρθρο (για λόγους οικονομίας χώρου και ευκολίας ανάγνωσης δεν τα κάνω copy-paste αλλά βάζω τις σχετικές παραπομπές) θα το βρείτε στη διεύθυνση www.//news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_14/01/2007_211759
Δεν ξέρω αν τα δύο ενδιαφέροντα άρθρα μπορούν να γίνουν αφετηρία για την έναρξη ενός ακόμη γύρου συζητήσεων στο blog αλλά σε κάθε περίπτωση όσοι δεν τα έχουν διαβάσει χρήσιμο και ωφέλιμο είναι να τους ρίξουν μια ματιά.
- Η εκτός των τειχών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) λογοτεχνία ζει και βασιλεύει και μάλιστα παντού στην Ελλάδα δημιουργούνται εστίες διάδοσης του καλού βιβλίου ή προσπάθειες δημιουργίας διεύρυνσης και επιμόρφωσης του αναγνωστικού κοινού. Στους κόμβους που υπάρχουν στο αριστερό μέρος του blog θα βρείτε μια παραπομπή για την δημόσια κεντρική βιβλιοθήκη Σερρών, όπου γίνεται παρά τις αντιξοότητες μια εξαιρετική δουλειά. Με ένα κλικ θα το διαπιστώσετε. Συμμέτοχος και…συνένοχος της όλης προσπάθειας ο πολύ καλός συγγραφέας Θόδωρος Γρηγοριάδης. Με την ευκαιρία: Δεν γνωρίζω τι αντίκτυπο είχε η κίνηση του ΕΚΕΒΙ για τη δημιουργία λεσχών ανάγνωσης σε όλη τη χώρα ή αν τελικά ήταν ένα ακόμη ’’πυροτέχνημα’’. Επειδή, πέραν των ενημερωτικών στοιχείων ο ΕΚΕΒΙ δεν πρόκειται και δεν θα προσφέρει άλλη βοήθεια όποιος ή όποιοι έχουν ξεκινήσει τέτοιες προσπάθειες ας στείλουν ένα mail στο μπλογκ και με την δημοσιοποίηση ίσως υπάρξει και μεγαλύτερη προθυμία από συγγραφείς ή αναγνώστες για τις ομάδες βιβλίου.
- Αποχώρησε από τη διεύθυνση του πρώτου λογοτεχνικού free press εντύπου του Index ο συγγραφέας Νίκος Βλαντής.
- Στα περίπτερα, εδώ και λίγες μέρες, το τεύχος νούμερο 470 του περιοδικού Διαβάζω με μεγάλο (και εξαιρετικά ενημερωμένο) αφιέρωμα στον Ντοστογιέφσκι. Πέραν των μόνιμων στηλών, το περιοδικό περιλαμβάνει και μια συνέντευξη της Μάρως Δούκα.
Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, του ίντερνετ και της διάχυσης της πληροφορίας μέσα σε δευτερόλεπτα, την ώρα που μόνο στην Ελλάδα αρκετοί συγγραφείς επικοινωνούν άμεσα, λόγω blogs ή sites με τους αναγνώστες τους και εισπράττουν τις αντιδράσεις για τις δουλειές τους οι κριτικοί κάθε καινούργια ιδέα ή τρόπο γραφής τη θεωρούν περίπου ως ανεπίτρεπτη μοντερνιτέ, θέτουν τους δικούς τους όρους ανάγνωσης και με βάση αυτούς αξιολογούν τις συγγραφικές προσπάθειες. Και συνήθως, οτιδήποτε δεν μπορούν να προσεγγίσουν ή το προσπερνούν ή αδιαφορούν. Μέσα στο 2006, κλασικό παράδειγμα ήταν το ’’Φάδερ ημών’’ του Βουράκη, γραμμένο με διαφορετική λογική ύφους, στιλ αλλά και γλώσσας από ότι επιβάλλει ο μέσος όρος. Κριτικές; Μια στην Ελευθεροτυπία και τυπικές αναφορές, του στιλ ’’να τελειώνουμε με πέντε αράδες’’ στον υπόλοιπο τύπο. Και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα από τα πολλά που υπάρχουν. Πάντως είναι μια πρόοδος το γεγονός ότι ξεφεύγουμε από τη ’’στείρα’’ λογική ότι δεν υπάρχουν καλά βιβλία αλλά μόνο μέτρια και να προχωράμε ένα βήμα πιο μακριά. Το άρθρο του Δ. Κούρτοβικ θα το βρείτε εδώ:
http://www.ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?e=A&f=18738&m=P06&aa=1
Πιο κοντά στο σήμερα και στην πραγματικότητα μοιάζει να είναι η Αμάντα Μιχαλοπούλου που προσπαθεί όχι επιτυχημένα πάντοτε να ισορροπήσει ανάμεσα στη διττή ιδιότητα της συγγραφέως και της χρονικογράφου (ή σχολιογράφου). Οι απόψεις της, πάντως, όσον αφορά τη λογοτεχνία είναι ειλικρινείς. Την Κυριακή, στη στήλη της ’’Αντηχήσεις’’ στην Καθημερινή. Επιχειρεί ένα διαφορετικού είδους και ύφους απολογισμό της εκδοτικής χρονιάς προσεγγίζοντας με επιχειρήματα και όχι δογματικές τοποθετήσεις τη σχέση κριτικών-συγγραφέων. Υπάρχουν αρκετά συζητήσιμα σημεία στην τοποθέτηση της κ.Μιχαλοπούλου. Και το δικό της άρθρο (για λόγους οικονομίας χώρου και ευκολίας ανάγνωσης δεν τα κάνω copy-paste αλλά βάζω τις σχετικές παραπομπές) θα το βρείτε στη διεύθυνση www.//news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_14/01/2007_211759
Δεν ξέρω αν τα δύο ενδιαφέροντα άρθρα μπορούν να γίνουν αφετηρία για την έναρξη ενός ακόμη γύρου συζητήσεων στο blog αλλά σε κάθε περίπτωση όσοι δεν τα έχουν διαβάσει χρήσιμο και ωφέλιμο είναι να τους ρίξουν μια ματιά.
- Η εκτός των τειχών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) λογοτεχνία ζει και βασιλεύει και μάλιστα παντού στην Ελλάδα δημιουργούνται εστίες διάδοσης του καλού βιβλίου ή προσπάθειες δημιουργίας διεύρυνσης και επιμόρφωσης του αναγνωστικού κοινού. Στους κόμβους που υπάρχουν στο αριστερό μέρος του blog θα βρείτε μια παραπομπή για την δημόσια κεντρική βιβλιοθήκη Σερρών, όπου γίνεται παρά τις αντιξοότητες μια εξαιρετική δουλειά. Με ένα κλικ θα το διαπιστώσετε. Συμμέτοχος και…συνένοχος της όλης προσπάθειας ο πολύ καλός συγγραφέας Θόδωρος Γρηγοριάδης. Με την ευκαιρία: Δεν γνωρίζω τι αντίκτυπο είχε η κίνηση του ΕΚΕΒΙ για τη δημιουργία λεσχών ανάγνωσης σε όλη τη χώρα ή αν τελικά ήταν ένα ακόμη ’’πυροτέχνημα’’. Επειδή, πέραν των ενημερωτικών στοιχείων ο ΕΚΕΒΙ δεν πρόκειται και δεν θα προσφέρει άλλη βοήθεια όποιος ή όποιοι έχουν ξεκινήσει τέτοιες προσπάθειες ας στείλουν ένα mail στο μπλογκ και με την δημοσιοποίηση ίσως υπάρξει και μεγαλύτερη προθυμία από συγγραφείς ή αναγνώστες για τις ομάδες βιβλίου.
- Αποχώρησε από τη διεύθυνση του πρώτου λογοτεχνικού free press εντύπου του Index ο συγγραφέας Νίκος Βλαντής.
- Στα περίπτερα, εδώ και λίγες μέρες, το τεύχος νούμερο 470 του περιοδικού Διαβάζω με μεγάλο (και εξαιρετικά ενημερωμένο) αφιέρωμα στον Ντοστογιέφσκι. Πέραν των μόνιμων στηλών, το περιοδικό περιλαμβάνει και μια συνέντευξη της Μάρως Δούκα.
Monday, January 15, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 4ον)
Νο. 17, Τα κορίτσια της πλατείας, Μαρία Γαβαλά (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ)
’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ έκτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ είναι ίσως η πιο ’’παράδοξη’’ επιλογή για την εικοσάδα των αδικημένων βιβλίων. Και αυτό γιατί, το βιβλίο απέσπασε και πολύ καλές (κυρίως) κριτικές και είχε αξιόλογη εμπορική διαδρομή. Προς τι λοιπόν η επιλογή; Νομίζω, ότι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ είναι θύμα αναγνωστικής…παρεξήγησης!
Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η αναγνωστική προσέγγιση ενός βιβλίου ποικίλλει και πολλοί αναγνώστες σπάνια συμπίπτουν στις κρίσεις ή τις απόψεις τους έχω την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη δουλειά αδικήθηκε.
Σε μια εμβριθή ανάλυση σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας το είδα να παρουσιάζεται ως περίπου ’’ευαγγέλιο’’ του έρωτα μεταξύ δύο γυναικών. Οι σχετικές άμεσες ή υπαινικτικές αναφορές ή σκηνές στις 350 σελίδες του βιβλίου είναι ζήτημα αν καταλαμβάνουν, αθροιστικά, επτά οκτώ αράδες και μια σκηνή άλλων τεσσάρων αράδων. Φαντάζομαι, ότι αν τα μέλη της λεσβιακής κοινότητας έσπευσαν να αγοράσουν το βιβλίο για να απολαύσουν τον έρωτα μιας παντρεμένης αστής με μια κλεφτόβια χορεύτρια από τη Μαρτινίκα θα απογοητεύτηκαν σφόδρα.
Στις περισσότερες αναφορές το βιβλίο κατηγοριοποιήθηκε στα αστυνομικά, ίσως γιατί μεταξύ άλλων πραγματεύεται και την ιστορία ενός δραπέτη των φυλακών. Και αυτό προφανώς βοήθησε την εμπορική του πορεία αφού θα προσέλκυσε αρκετούς φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο δεν είναι βέβαια τίποτε απ’ όλα αυτά. Καλλιεργείται αλλά πολύ επιδερμικά η ατμόσφαιρα ενός θρίλερ αλλά περισσότερο προσεγγίζει την αστυνομική παρωδία αφού οι χαρακτήρες του ιδιόρρυθμοι και ενίοτε ’’γραφικές φιγούρες’’ αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκο. Η Γαβαλά, αξιοποιώντας στο μέγιστο, την κινηματογραφική εμπειρία της καταγράφει, περιγράφει και ’’κινηματογραφεί’’ λες και κρατάει κάμερα πρόσωπα και χώρους, φτάνοντας ορισμένες φορές στην υπερβολή. Και σατιρίζει ή σχολιάζει ανελέητα ότι ’’γράφει’’ η κάμερα της. Την εργοταξιακή Αθήνα, την ατμόσφαιρα πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τις αναποτελεσματικές αστυνομικές μεθόδους, εξτρεμιστικές (ως χαρακτήρες και ζωή) φιγούρες του περιθωρίου. Όμως, το βιβλίο δεν βασίζεται ούτε σ’ αυτά τα στοιχεία. Δεν βασίζεται ούτε στο διάχυτο χιούμορ του, άλλοτε υποδόριο και άλλοτε σπαρταριστό. Πέντε χαρακτήρες σε ιστορίες που τέμνονται και στην ουσία δεν υπάρχει αληθινός κεντρικός ήρωας. Έχω την αίσθηση ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του έκτου μυθιστορήματος της Γαβαλά είναι εντελώς άψυχοι. Μια πλατεία δημιουργημένη στη φαντασία της συγγραφέως και τοποθετημένη κάπου στο κέντρο της πόλης, τα σπίτια, τα δέντρα, τα σκουπίδια ακόμη και το απαραίτητο (για αφροδισιακούς λόγους) αμυγδαλέλαιο! Η συγγραφική κάμερα της Γαβαλά καταγράφει τα άψυχα και τους δίνει οντότητα, ζωή, λόγο ύπαρξης, εμμονή που νομίζω ότι ήταν έντονη και στην προηγούμενη δουλειά της τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’ που εκδόθηκαν το 2004. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο δεν χρειάζεται καμία ταμπέλα (ερωτικό, σατιρικό, αστυνομικό κλπ.) για να διαβαστεί ευχάριστα ως ένα αυτόνομα ανάγνωσμα. Γι’ αυτό ακριβώς και παίρνει μια θέση στα αδικημένα βιβλία της χρονιάς. Και μια γενικότερη σημείωση που αφορά συνολικά τη δουλειά της Γαβαλά. Έχοντας διαβάσει τρία βιβλία της είχα την αίσθηση ότι θεματολογικά και σεναριακά μέχρι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ ήταν επαναλαμβανόμενη στα ευρήματα ή τις ιδέες της. ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ δείχνουν συγγραφική ωριμότητα, έχουν πρωτοτυπία (ακόμη και αν αγγίζουν το εκκεντρικό ορισμένες φορές) και σίγουρα απέχουν πολύ αξιολογικά τόσο από την πρώτη της εμφάνιση στη γραφή (’’Η υπηρέτρια των αγγέλων’’) όσο και από την αμέσως προηγούμενη τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’.
’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ έκτο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ είναι ίσως η πιο ’’παράδοξη’’ επιλογή για την εικοσάδα των αδικημένων βιβλίων. Και αυτό γιατί, το βιβλίο απέσπασε και πολύ καλές (κυρίως) κριτικές και είχε αξιόλογη εμπορική διαδρομή. Προς τι λοιπόν η επιλογή; Νομίζω, ότι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ είναι θύμα αναγνωστικής…παρεξήγησης!
Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η αναγνωστική προσέγγιση ενός βιβλίου ποικίλλει και πολλοί αναγνώστες σπάνια συμπίπτουν στις κρίσεις ή τις απόψεις τους έχω την αίσθηση ότι η συγκεκριμένη δουλειά αδικήθηκε.
Σε μια εμβριθή ανάλυση σε εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας το είδα να παρουσιάζεται ως περίπου ’’ευαγγέλιο’’ του έρωτα μεταξύ δύο γυναικών. Οι σχετικές άμεσες ή υπαινικτικές αναφορές ή σκηνές στις 350 σελίδες του βιβλίου είναι ζήτημα αν καταλαμβάνουν, αθροιστικά, επτά οκτώ αράδες και μια σκηνή άλλων τεσσάρων αράδων. Φαντάζομαι, ότι αν τα μέλη της λεσβιακής κοινότητας έσπευσαν να αγοράσουν το βιβλίο για να απολαύσουν τον έρωτα μιας παντρεμένης αστής με μια κλεφτόβια χορεύτρια από τη Μαρτινίκα θα απογοητεύτηκαν σφόδρα.
Στις περισσότερες αναφορές το βιβλίο κατηγοριοποιήθηκε στα αστυνομικά, ίσως γιατί μεταξύ άλλων πραγματεύεται και την ιστορία ενός δραπέτη των φυλακών. Και αυτό προφανώς βοήθησε την εμπορική του πορεία αφού θα προσέλκυσε αρκετούς φίλους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο δεν είναι βέβαια τίποτε απ’ όλα αυτά. Καλλιεργείται αλλά πολύ επιδερμικά η ατμόσφαιρα ενός θρίλερ αλλά περισσότερο προσεγγίζει την αστυνομική παρωδία αφού οι χαρακτήρες του ιδιόρρυθμοι και ενίοτε ’’γραφικές φιγούρες’’ αγγίζουν τα όρια του γκροτέσκο. Η Γαβαλά, αξιοποιώντας στο μέγιστο, την κινηματογραφική εμπειρία της καταγράφει, περιγράφει και ’’κινηματογραφεί’’ λες και κρατάει κάμερα πρόσωπα και χώρους, φτάνοντας ορισμένες φορές στην υπερβολή. Και σατιρίζει ή σχολιάζει ανελέητα ότι ’’γράφει’’ η κάμερα της. Την εργοταξιακή Αθήνα, την ατμόσφαιρα πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τις αναποτελεσματικές αστυνομικές μεθόδους, εξτρεμιστικές (ως χαρακτήρες και ζωή) φιγούρες του περιθωρίου. Όμως, το βιβλίο δεν βασίζεται ούτε σ’ αυτά τα στοιχεία. Δεν βασίζεται ούτε στο διάχυτο χιούμορ του, άλλοτε υποδόριο και άλλοτε σπαρταριστό. Πέντε χαρακτήρες σε ιστορίες που τέμνονται και στην ουσία δεν υπάρχει αληθινός κεντρικός ήρωας. Έχω την αίσθηση ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του έκτου μυθιστορήματος της Γαβαλά είναι εντελώς άψυχοι. Μια πλατεία δημιουργημένη στη φαντασία της συγγραφέως και τοποθετημένη κάπου στο κέντρο της πόλης, τα σπίτια, τα δέντρα, τα σκουπίδια ακόμη και το απαραίτητο (για αφροδισιακούς λόγους) αμυγδαλέλαιο! Η συγγραφική κάμερα της Γαβαλά καταγράφει τα άψυχα και τους δίνει οντότητα, ζωή, λόγο ύπαρξης, εμμονή που νομίζω ότι ήταν έντονη και στην προηγούμενη δουλειά της τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’ που εκδόθηκαν το 2004. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο δεν χρειάζεται καμία ταμπέλα (ερωτικό, σατιρικό, αστυνομικό κλπ.) για να διαβαστεί ευχάριστα ως ένα αυτόνομα ανάγνωσμα. Γι’ αυτό ακριβώς και παίρνει μια θέση στα αδικημένα βιβλία της χρονιάς. Και μια γενικότερη σημείωση που αφορά συνολικά τη δουλειά της Γαβαλά. Έχοντας διαβάσει τρία βιβλία της είχα την αίσθηση ότι θεματολογικά και σεναριακά μέχρι ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ ήταν επαναλαμβανόμενη στα ευρήματα ή τις ιδέες της. ’’Τα κορίτσια της πλατείας’’ δείχνουν συγγραφική ωριμότητα, έχουν πρωτοτυπία (ακόμη και αν αγγίζουν το εκκεντρικό ορισμένες φορές) και σίγουρα απέχουν πολύ αξιολογικά τόσο από την πρώτη της εμφάνιση στη γραφή (’’Η υπηρέτρια των αγγέλων’’) όσο και από την αμέσως προηγούμενη τα ’’Ακραία καιρικά φαινόμενα’’.
Friday, January 12, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 3ον)
Νο. 18, Μικρά Ικαρία, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ)
Οι εκδόσεις Ηλέκτρα, ένας από τους νεότερους ηλικιακά οίκους της ελληνικής αγοράς, μπορεί να μην διακρίνεται από υπερ-παραγωγή τίτλων αλλά οι περισσότεροι είναι αρκούντως ποιοτικοί. Συνήθως, επιδιώκω και αναζητώ, βιβλία της Ηλέκτρας αν και το εύρος των εκδόσεων της έχει να κάνει, κυρίως, με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία και πολύ λιγότερο με έλληνες δημιουργούς. Μέσα στο 2006, εξέδωσε μια από τις πλέον αξιοπρόσεκτες δουλειές πρωτοεμφανιζόμενου, του 35χρονου φιλόλογου Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου με τίτλο ’’Μικρά Ικαρία’’. Τυπικά, το θέμα του βιβλίου είναι η αυτογνωσία, η φιλία, η μοναξιά και η μνήμη αλλά νομίζω ότι όλα αυτά αποτελούν κλισέ για να περιγράψουν το σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο αυτό καθ’ αυτό αποτελεί μια ωδή για την ανάγνωση και για πρώτη ίσως φορά θα αποτολμήσω (κινδυνεύοντας να διαψευστώ οικτρά αφού δεν τον γνωρίζω προσωπικά) μια εικασία. Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος αγνοώ τι μέλλον μπορεί να έχει στα γράμματα και που θα τον οδηγήσει η εμπλοκή του με την ελληνική λογοτεχνία. Μέσα από τη γραφή του όμως είναι ξεκάθαρες οι αναγνωστικές επιρροές του, αφού επαναλαμβάνω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ’’’ένα βιβλίο που γράφτηκε και πολλά βιβλία που διαβάστηκαν’’. Παντού μέσα στη ’’Μικρά Ικαρία’’ υπάρχουν κομμάτια, φράσεις, προτάσεις, παρεμβολές με έργα συγγραφέων, αποσπάσματα τα οποία (και πάλι αυθαιρέτως πιθανολογώ, συνδυάζοντας και την εμπλοκή του συγγραφέα με τους happy few) ότι δεν επιλέχθηκαν για τη συγγραφική διευκόλυνση του Γιαννακόπουλου αλλά πηγάζουν από την αναγνωστική εμπειρία του. Η περιπλάνηση που εξιστορείται στη Μικρά Ικαρία έχει στάσεις την Αθήνα, την Ικαρία, την Πύλο (έτσι ονοματίζονται οι τρεις ενότητες του βιβλίου) και τερματικό σταθμό, καταληκτικό αποχαιρετισμό στο ’’Τελωνείο’’, την τέταρτη και τελευταία ενότητα. Από το κέντρο της πόλης, τη μοναξιά και το ξαπόσταμα σε ένα παγκάκι στο ταξίδι με το πλοίο της άγονης γραμμής και μια μικρή στάση στις ακρογιαλιές της Πύλου. Διαδρομή με συντροφιά βιβλία, αγαπημένους συγγραφείς και στην ουσία εγκιβωτισμένα δεκάδες βιβλία μέσα στο ίδιο βιβλίο. Είναι ξεκάθαρο ότι η γραφή του Γιαννακόπουλου θέλει ’’πολύ δουλειά’’ ακόμη, ότι σίγουρα δεν ήταν η ’’Μικρά Ικαρία’’ στο ούτως ή άλλως πλούσιο σε πρωτόλεια 2006 το καλύτερο βιβλίο που έγραψε πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας αλλά προσωπικά βρήκε μια θέση στην καρδιά (και τη βιλιοθήκη μου) κυρίως για ένα λόγο. Τη διάχυτη αγάπη για τα βιβλία που ξεπηδάει σε κάθε μια (σχεδόν) από τις +200 σελίδες του. Δεν είναι βιβλίο εύπεπτο και λαϊκής κατανάλωσης αλλά δουλειά για ’’φανατικούς’’ της λογοτεχνίας στους οποίους προφανώς δεν συγκαταλέγονται οι περιώνυμοι κριτικοί του χώρου που το αγνόησαν ή το προσπέρασαν χωρίς δεύτερη ματιά και την παραμικρή αναφορά.
Οι εκδόσεις Ηλέκτρα, ένας από τους νεότερους ηλικιακά οίκους της ελληνικής αγοράς, μπορεί να μην διακρίνεται από υπερ-παραγωγή τίτλων αλλά οι περισσότεροι είναι αρκούντως ποιοτικοί. Συνήθως, επιδιώκω και αναζητώ, βιβλία της Ηλέκτρας αν και το εύρος των εκδόσεων της έχει να κάνει, κυρίως, με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία και πολύ λιγότερο με έλληνες δημιουργούς. Μέσα στο 2006, εξέδωσε μια από τις πλέον αξιοπρόσεκτες δουλειές πρωτοεμφανιζόμενου, του 35χρονου φιλόλογου Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου με τίτλο ’’Μικρά Ικαρία’’. Τυπικά, το θέμα του βιβλίου είναι η αυτογνωσία, η φιλία, η μοναξιά και η μνήμη αλλά νομίζω ότι όλα αυτά αποτελούν κλισέ για να περιγράψουν το σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο αυτό καθ’ αυτό αποτελεί μια ωδή για την ανάγνωση και για πρώτη ίσως φορά θα αποτολμήσω (κινδυνεύοντας να διαψευστώ οικτρά αφού δεν τον γνωρίζω προσωπικά) μια εικασία. Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος αγνοώ τι μέλλον μπορεί να έχει στα γράμματα και που θα τον οδηγήσει η εμπλοκή του με την ελληνική λογοτεχνία. Μέσα από τη γραφή του όμως είναι ξεκάθαρες οι αναγνωστικές επιρροές του, αφού επαναλαμβάνω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ’’’ένα βιβλίο που γράφτηκε και πολλά βιβλία που διαβάστηκαν’’. Παντού μέσα στη ’’Μικρά Ικαρία’’ υπάρχουν κομμάτια, φράσεις, προτάσεις, παρεμβολές με έργα συγγραφέων, αποσπάσματα τα οποία (και πάλι αυθαιρέτως πιθανολογώ, συνδυάζοντας και την εμπλοκή του συγγραφέα με τους happy few) ότι δεν επιλέχθηκαν για τη συγγραφική διευκόλυνση του Γιαννακόπουλου αλλά πηγάζουν από την αναγνωστική εμπειρία του. Η περιπλάνηση που εξιστορείται στη Μικρά Ικαρία έχει στάσεις την Αθήνα, την Ικαρία, την Πύλο (έτσι ονοματίζονται οι τρεις ενότητες του βιβλίου) και τερματικό σταθμό, καταληκτικό αποχαιρετισμό στο ’’Τελωνείο’’, την τέταρτη και τελευταία ενότητα. Από το κέντρο της πόλης, τη μοναξιά και το ξαπόσταμα σε ένα παγκάκι στο ταξίδι με το πλοίο της άγονης γραμμής και μια μικρή στάση στις ακρογιαλιές της Πύλου. Διαδρομή με συντροφιά βιβλία, αγαπημένους συγγραφείς και στην ουσία εγκιβωτισμένα δεκάδες βιβλία μέσα στο ίδιο βιβλίο. Είναι ξεκάθαρο ότι η γραφή του Γιαννακόπουλου θέλει ’’πολύ δουλειά’’ ακόμη, ότι σίγουρα δεν ήταν η ’’Μικρά Ικαρία’’ στο ούτως ή άλλως πλούσιο σε πρωτόλεια 2006 το καλύτερο βιβλίο που έγραψε πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας αλλά προσωπικά βρήκε μια θέση στην καρδιά (και τη βιλιοθήκη μου) κυρίως για ένα λόγο. Τη διάχυτη αγάπη για τα βιβλία που ξεπηδάει σε κάθε μια (σχεδόν) από τις +200 σελίδες του. Δεν είναι βιβλίο εύπεπτο και λαϊκής κατανάλωσης αλλά δουλειά για ’’φανατικούς’’ της λογοτεχνίας στους οποίους προφανώς δεν συγκαταλέγονται οι περιώνυμοι κριτικοί του χώρου που το αγνόησαν ή το προσπέρασαν χωρίς δεύτερη ματιά και την παραμικρή αναφορά.
Monday, January 08, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (μέρος 2ον)
No 19, Νερό στο πρόσωπο, Νίκος Χουλιαράς (εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ)
Δεκαεπτά αφηγήματα συνθέτουν την τελευταία δουλειά του ζωγράφου και πεζογράφου Νίκου Χουλιαρά ’’Νερό στο πρόσωπο’’ (εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ) που έτυχε εξαιρετικά καλής υποδοχής από τους κριτικούς αλλά δεν βρήκε θέση στα ευπώλητα της χρονιάς. Δεκαεπτά ιστορίες χωρίς κεντρικό νόημα ή κοινό άξονα, μια περιδιάβαση σε σύγχρονες αστικές ασθένειες όπως η μοναξιά και ο εγκλωβισμός ψυχών στις μεγαλουπόλεις. Αυτό-εξομολογητικό αλλά και αυτοσαρκαστικό το βιβλίο με κορυφαία, πιστεύω, στιγμή ένα από τα τελευταία (με βάση τη σειρά που παρουσιάζονται τα διηγήματα) και τίτλο ’’Αυτό που πρόκειται να γίνει’’ όπου ο συγγραφέας μιλάει με απόλυτη αξιοπρέπεια και συμβιβασμένος με την ιδέα, για τον…θάνατό του! Συνολικά, η καλλιτεχνική αγωνία και ο στόχος της παραγωγής ενός έργου bigger than life αναδύεται από όλες σχεδόν τις σελίδες της δουλειάς του Χουλιαρά. Παρότι, ο συγγραφέας δεν απεργάζεται πρωτότυπα θέματα τη διαφορά κάνει όχι η υπόθεση ή το σενάρια που διαλέγει αλλά η περιγραφή του που σε πολλά σημεία κινείται σε ονειρικά επίπεδα. Το βιβλίο παρότι φαινομενικά δεν ασχολείται με ένα κοινό θέμα, όπως οι περισσότερες συλλογές διηγημάτων, είναι ’’σφικτό’’ με συνεκτική γραφή. Από το εναρκτήριο διήγημα ’’Δωμάτιο στο σκοτάδι’’ γίνεται αντιληπτό ότι θέλει να δώσει ένα προσωπικό στίγμα στην όλη προσπάθεια αφού στην ουσία περιγράφει το…στενάχωρο σπίτι του και ότι δεν σκοπεύει ούτε αυτή τη φορά να πατήσει στην κλασική φόρμα ή στη γραμμική γραφή και αφήγηση. Εκτός από τα δύο διηγήματα που ήδη μνημόνευσα αξίζουν παραπάνω από μια ανάγνωση ’’Βρέχει στους δρόμους της Καραβατιάς’’ (αφορμή και ζητούμενο τα πρόσωπα μιας φωτογραφίας), ’’Το προσωρινό δέντρο’’ (κεντρικό θέμα ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Σύνταγμα αλλά στην πραγματικότητα μια φωνή καταγγελίας για τον εικονικό ψευτόκσμο της τηλεόρασης), το ’’Αληθινό μου σπίτι’’, το ’’Πράγμα που θα το’λεγαν χειμώνα’’ και ΄΄Οι ηθοποιοί της οδού Ξενίας’’. Αξιόλογη δουλειά που ατυχώς δεν έτυχε καθολικής αναγνωστικής αποδοχής.
Δεκαεπτά αφηγήματα συνθέτουν την τελευταία δουλειά του ζωγράφου και πεζογράφου Νίκου Χουλιαρά ’’Νερό στο πρόσωπο’’ (εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ) που έτυχε εξαιρετικά καλής υποδοχής από τους κριτικούς αλλά δεν βρήκε θέση στα ευπώλητα της χρονιάς. Δεκαεπτά ιστορίες χωρίς κεντρικό νόημα ή κοινό άξονα, μια περιδιάβαση σε σύγχρονες αστικές ασθένειες όπως η μοναξιά και ο εγκλωβισμός ψυχών στις μεγαλουπόλεις. Αυτό-εξομολογητικό αλλά και αυτοσαρκαστικό το βιβλίο με κορυφαία, πιστεύω, στιγμή ένα από τα τελευταία (με βάση τη σειρά που παρουσιάζονται τα διηγήματα) και τίτλο ’’Αυτό που πρόκειται να γίνει’’ όπου ο συγγραφέας μιλάει με απόλυτη αξιοπρέπεια και συμβιβασμένος με την ιδέα, για τον…θάνατό του! Συνολικά, η καλλιτεχνική αγωνία και ο στόχος της παραγωγής ενός έργου bigger than life αναδύεται από όλες σχεδόν τις σελίδες της δουλειάς του Χουλιαρά. Παρότι, ο συγγραφέας δεν απεργάζεται πρωτότυπα θέματα τη διαφορά κάνει όχι η υπόθεση ή το σενάρια που διαλέγει αλλά η περιγραφή του που σε πολλά σημεία κινείται σε ονειρικά επίπεδα. Το βιβλίο παρότι φαινομενικά δεν ασχολείται με ένα κοινό θέμα, όπως οι περισσότερες συλλογές διηγημάτων, είναι ’’σφικτό’’ με συνεκτική γραφή. Από το εναρκτήριο διήγημα ’’Δωμάτιο στο σκοτάδι’’ γίνεται αντιληπτό ότι θέλει να δώσει ένα προσωπικό στίγμα στην όλη προσπάθεια αφού στην ουσία περιγράφει το…στενάχωρο σπίτι του και ότι δεν σκοπεύει ούτε αυτή τη φορά να πατήσει στην κλασική φόρμα ή στη γραμμική γραφή και αφήγηση. Εκτός από τα δύο διηγήματα που ήδη μνημόνευσα αξίζουν παραπάνω από μια ανάγνωση ’’Βρέχει στους δρόμους της Καραβατιάς’’ (αφορμή και ζητούμενο τα πρόσωπα μιας φωτογραφίας), ’’Το προσωρινό δέντρο’’ (κεντρικό θέμα ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Σύνταγμα αλλά στην πραγματικότητα μια φωνή καταγγελίας για τον εικονικό ψευτόκσμο της τηλεόρασης), το ’’Αληθινό μου σπίτι’’, το ’’Πράγμα που θα το’λεγαν χειμώνα’’ και ΄΄Οι ηθοποιοί της οδού Ξενίας’’. Αξιόλογη δουλειά που ατυχώς δεν έτυχε καθολικής αναγνωστικής αποδοχής.
Sunday, January 07, 2007
Ιερή παγίδα
Για αρκετά χρόνια το ιστορικό μυθιστόρημα ήταν στη χώρα μας παρεξηγημένο κομμάτι της λογοτεχνίας. Ουκ ολίγες φορές, ταυτιζόταν με το παραϊστορικό μυθιστόρημα ή ενίοτε και σε ακραίες περιπτώσεις με την επιστημονική φαντασία. Καταλήξαμε έτσι, να μένουμε με την απορία γιατί δεν γράφουν αξιόλογα ιστορικά μυθιστορήματα Έλληνες συγγραφείς την ίδια ώρα που οι κριτικοί αποθέωναν τις σπάνιες αντίστοιχες προσπάθειες ξένων. Ένας απ΄ αυτούς, ο Στίβεν Πρέσφιλντ με την επιτυχία των ’’Δρόμων της φωτιάς’’ και παρά το γεγονός ότι χρησιμοποίησε σε πολλές περιπτώσεις αμφιλεγόμενα, αν όχι συζητήσιμης εγκυρότητας στοιχεία, ήταν αυτός που έδειξε τον δρόμο στους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους. Και αίφνης, το ιστορικό μυθιστόρημα ξανάρθε στη μόδα, έπαψε να είναι παρωχημένο και έτσι γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια (και μαζί γνώρισαν επιτυχία) συγγραφείς όπως ο Λεονάρδος, ο Μπαλτάκος ή η Μαρία Λαμπαδαρίδου. Χωρίς να συνυπολογίσουμε μυθιστορήματα που φλερτάρουν με την ιστορία, χρησιμοποιούν στοιχεία της αλλά τα μεταλάσουν κατά το δοκούν.
Ο μικρός αυτός πρόλογος έχει να κάνει με ένα προσωπικό αναγνωστικό απωθημένο. Χωρίς να είμαι σωβινιστής ή να διακατέχομαι από εθνικιστικές ακρότητες προτιμώ να διαβάζω μυθιστορήματα με έμπνευση από την ελληνική ιστορία ή μυθολογία γραμμένα από έλληνες και όχι από φιλέλληνες τύπου Πρέσφιλντ. Εξαιρετικό δείγμα ιστορικού μυθιστορήματος είναι η ’’Ιερή παγίδα’’ (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ) της Λείας Βιτάλη. Η έμπειρη συγγραφέας (και blogger τους τελευταίους μήνες) κατέθεσε τα πρώτα της δείγματα με το ’’Παραμύθι του μεγάλου φόβου’’ αλλά με την καινούργια της δουλειά νομίζω ότι άγγιξε την καλύτερη στιγμή της εικοσάχρονης εμπλοκής της με τη δημιουργική γραφή. Και παρουσίασε μια δουλειά που ενδεχομένως την αρτιότητά της να δυσκολευτεί και η ίδια να ξεπεράσει σύντομα.
Οι μήνες που προηγούνται της άλωσης της Πόλης αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του Βυζαντίου (χρονικά το βιβλίο ολοκληρώνεται περίπου 20-25 χρόνια μετά την άλωση στη Βενετία) είναι το χρονικό πλαίσιο που τοποθετεί την ιστορία της η Βιτάλη. Κεντρικό πρόσωπο ο μικρότερος γιος του τελευταίου πρωθυπουργού του Βυζαντίου Λουκά Νοταρά ο Ιάκωβος και αφηγήτρια η μικρότερη αδελφή του Ιουστίνη. Ακόμη και αν κάποιος αποψιλώσει τη δουλειά της Βιτάλη από τον πλούτο των ιστορικών στοιχείων η ίδια η υπόθεση που πραγματεύεται με την απαγωγή του Ιάκωβου Νοταρά, τον εγκλεισμό του σε Τούρκικο χαρέμι και αργότερα την προσπάθεια του, μετά την απελευθέρωσή του, να δημιουργήσει μια εστία αντίστασης στη Βενετία (πολύ ενδιαφέρουσα η διαδικασία μετάλλαξης των Βυζαντινών σε Έλληνες) συναρπάζει. Σαν ένα μυθιστόρημα που ξετυλίγεται ανεξάρτητα χρόνου και περιβάλλοντος. Η προσθήκη των ιστορικών στοιχείων δίνει άλλη διάσταση στο όλο εγχείρημα.
Στο πεδίο της έρευνας η συγγραφέας επικαλείται τα αρχεία της Βενετίας για να δικαιολογήσει την έκβαση της υπόθεσης (κατά άλλους ιστορικούς ο νεαρός Νοταράς δεν επιβίωσε των ημερών που ακολούθησαν την άλωση, κατά άλλους ακολούθησε την πορεία που περίπου τροφοδότησε και την υπόθεση της Ιερής Παγίδας). Πέραν αυτής της λεπτομέρειας είναι βέβαιο ότι η ανάγνωση του βιβλίου θα εγείρει σειρά συζητήσεων αφού η Βιτάλη όχι μόνο δεν μασάει τα λόγια της αλλά ουσιαστικά προχωράει σε μια μυθιστορηματική καταγγελία για το ρόλο του κλήρου στην πτώση της πόλης αφού για τους ιερωμένους της εποχής ήταν μεγαλύτερος ο φόβος της ένωσης με τους καθολικούς από τον φόβο του Μεχμέτ του Πορθητή. Και παράλληλα αναθεωρεί ριζικά το ρόλο ιστορικών προσώπων στην υπόθεση της άλωσης όπως του τελευταίου Παλαιολόγου ή του πρωθυπουργού Νοταρά ή του πρώτου πατριάρχη μετά την Αλωση Γενάδιου. Καλό θα είναι αν για κάποιον η ιστορική ανάγνωση έχει ολοκληρωθεί με τα σχολικά βιβλία να πάει βήμα-βήμα το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί θα σοκαριστεί με τα αποκαλυπτικά στοιχεία και το παρασκήνιο ειδικά των μηνών που προηγήθηκαν του ’’Η πόλις εάλω’’ (αν και διαβάζοντας το βιβλίο αμφισβήτησα ακόμη και την ιστορική ρήση μαζί φυσικά με το μύθο του... ’’μαρμαρωμένου βασιλιά’’ η τη θρησκόληπτη δοξασία της εποχής για τον αρχάγγελο που θα εμφανιστεί και θα διώξει με την πύρινη ρομφαία τους άπιστους!)
Σε καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο όμως είναι που παίζεται όλο το παιχνίδι και όπου κερδίζει ουσιαστικά τα εύσημα η συγγραφέας. ’’Σκοτεινή’’, ελεγχόμενα βλάσφημη και αιρετική γραφή, ρεαλιστική εως υπερ-ρεαλιστική στις περιγραφές της (η διαδικασία ευνουχισμού στο Τουρκικό χαρέμι νομίζω ότι ανήκει με την ωμότητά της στα ’’κλασικά’’ του είδους) η Βιτάλη πετυχαίνει το ακατόρθωτο. Αφού προχωράει στην δόμηση και την αποδόμηση των χαρακτήρων με τη μαεστρία μιας βετεράνου της γραφής να κάνει συμπαθείς τους πρωταγωνιστές της παρότι ο κάθε ένας ξεχωριστά και αθροιστικά έχει περισσότερα ελαττώματα από προτερήματα. Σπάνια χρήση της λογικής των αντι-ηρώων και εξαίρετη ανάλυση ατελών ανθρώπινων χαρακτήρων. Πολιτικών και παπάδων που κάνουν συμφωνίες με το διάβολο, μικρών παιδιών με τη λάμψη του πολέμου και της εξουσίας να τα οδηγεί σε ακρότητες και τελικά οι δύο μορφές που καταλήγουν να είναι οι πλέον συμπαθείς είναι η τραγική μητέρα και σύζυγος της οικογένειας Νοταρά (πάντοτε στις δουλειές της Βιτάλη οι οικογενειακές σχέσεις είναι περίπλοκες και δεν αναλύονται εύκολα) και το ’’τέρας’’ ο Σουλτάνος Μεχμέτ, Πορθητής της πόλης, που τελικά δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένας απελπισμένος ερωτευμένος που τα έκανε όλα για τα μάτια ενός νεαρού!
Αν πρέπει να διαφωνήσω με κάποια σημεία του βιβλίου είναι ο ρόλος και ο τρόπος που χειρίζεται την αφηγήτρια της η Βιτάλη. Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις προσπαθεί να τη συνδέσει με τον αναγνώστη τον οποίο μάλλον άστοχα και με αφέλεια επικαλείται συχνά πυκνά διακόπτοντας ενοχλητικά την εξαίρετη ροή του κειμένου. Και αυτή καθ’ αυτή όμως η επιλογή της αφηγήτριας είναι ατυχής. Πολλά από τα γεγονότα δεν τα έχει δει, σε πολλά είναι μάλλον εξωπραγματική η παρουσία της και όταν εξαντλούνται τα επιτυχημένα συγγραφικά τρικ και κλισέ (όπως η ανάγνωση ενός ημερολογίου) η όλη υπόθεση ’’μπάζει’’ κάτι που μπορούσε να αποφευχθεί με την ουδέτερη τριτοπρόσωπη περιγραφή. Παρά τις μικρές ατέλειες που επεσήμανα, συνολικά η ’’Ιερή παγίδα’’ νομίζω ότι είναι το πλέον επιτυχημένο ιστορικό βιβλίο του 2006 (παρότι βγήκε με σημαντική χρονική καθυστέρηση μέσα στις γιορταστικές μέρες και δεν έγινε άμεσα αντιληπτό). Κάτι που ειλικρινά δεν περίμενα να γράψω σε μια χρονιά που είχα την ικανοποίηση να διαβάσω δύο πολύ καλά ιστορικά μυθιστορήματα, τους Παλαιολόγους του Λεονάρδου και τους Ερμοκοπίδες του Μπαλτάκου.
Ο μικρός αυτός πρόλογος έχει να κάνει με ένα προσωπικό αναγνωστικό απωθημένο. Χωρίς να είμαι σωβινιστής ή να διακατέχομαι από εθνικιστικές ακρότητες προτιμώ να διαβάζω μυθιστορήματα με έμπνευση από την ελληνική ιστορία ή μυθολογία γραμμένα από έλληνες και όχι από φιλέλληνες τύπου Πρέσφιλντ. Εξαιρετικό δείγμα ιστορικού μυθιστορήματος είναι η ’’Ιερή παγίδα’’ (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ) της Λείας Βιτάλη. Η έμπειρη συγγραφέας (και blogger τους τελευταίους μήνες) κατέθεσε τα πρώτα της δείγματα με το ’’Παραμύθι του μεγάλου φόβου’’ αλλά με την καινούργια της δουλειά νομίζω ότι άγγιξε την καλύτερη στιγμή της εικοσάχρονης εμπλοκής της με τη δημιουργική γραφή. Και παρουσίασε μια δουλειά που ενδεχομένως την αρτιότητά της να δυσκολευτεί και η ίδια να ξεπεράσει σύντομα.
Οι μήνες που προηγούνται της άλωσης της Πόλης αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του Βυζαντίου (χρονικά το βιβλίο ολοκληρώνεται περίπου 20-25 χρόνια μετά την άλωση στη Βενετία) είναι το χρονικό πλαίσιο που τοποθετεί την ιστορία της η Βιτάλη. Κεντρικό πρόσωπο ο μικρότερος γιος του τελευταίου πρωθυπουργού του Βυζαντίου Λουκά Νοταρά ο Ιάκωβος και αφηγήτρια η μικρότερη αδελφή του Ιουστίνη. Ακόμη και αν κάποιος αποψιλώσει τη δουλειά της Βιτάλη από τον πλούτο των ιστορικών στοιχείων η ίδια η υπόθεση που πραγματεύεται με την απαγωγή του Ιάκωβου Νοταρά, τον εγκλεισμό του σε Τούρκικο χαρέμι και αργότερα την προσπάθεια του, μετά την απελευθέρωσή του, να δημιουργήσει μια εστία αντίστασης στη Βενετία (πολύ ενδιαφέρουσα η διαδικασία μετάλλαξης των Βυζαντινών σε Έλληνες) συναρπάζει. Σαν ένα μυθιστόρημα που ξετυλίγεται ανεξάρτητα χρόνου και περιβάλλοντος. Η προσθήκη των ιστορικών στοιχείων δίνει άλλη διάσταση στο όλο εγχείρημα.
Στο πεδίο της έρευνας η συγγραφέας επικαλείται τα αρχεία της Βενετίας για να δικαιολογήσει την έκβαση της υπόθεσης (κατά άλλους ιστορικούς ο νεαρός Νοταράς δεν επιβίωσε των ημερών που ακολούθησαν την άλωση, κατά άλλους ακολούθησε την πορεία που περίπου τροφοδότησε και την υπόθεση της Ιερής Παγίδας). Πέραν αυτής της λεπτομέρειας είναι βέβαιο ότι η ανάγνωση του βιβλίου θα εγείρει σειρά συζητήσεων αφού η Βιτάλη όχι μόνο δεν μασάει τα λόγια της αλλά ουσιαστικά προχωράει σε μια μυθιστορηματική καταγγελία για το ρόλο του κλήρου στην πτώση της πόλης αφού για τους ιερωμένους της εποχής ήταν μεγαλύτερος ο φόβος της ένωσης με τους καθολικούς από τον φόβο του Μεχμέτ του Πορθητή. Και παράλληλα αναθεωρεί ριζικά το ρόλο ιστορικών προσώπων στην υπόθεση της άλωσης όπως του τελευταίου Παλαιολόγου ή του πρωθυπουργού Νοταρά ή του πρώτου πατριάρχη μετά την Αλωση Γενάδιου. Καλό θα είναι αν για κάποιον η ιστορική ανάγνωση έχει ολοκληρωθεί με τα σχολικά βιβλία να πάει βήμα-βήμα το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί θα σοκαριστεί με τα αποκαλυπτικά στοιχεία και το παρασκήνιο ειδικά των μηνών που προηγήθηκαν του ’’Η πόλις εάλω’’ (αν και διαβάζοντας το βιβλίο αμφισβήτησα ακόμη και την ιστορική ρήση μαζί φυσικά με το μύθο του... ’’μαρμαρωμένου βασιλιά’’ η τη θρησκόληπτη δοξασία της εποχής για τον αρχάγγελο που θα εμφανιστεί και θα διώξει με την πύρινη ρομφαία τους άπιστους!)
Σε καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο όμως είναι που παίζεται όλο το παιχνίδι και όπου κερδίζει ουσιαστικά τα εύσημα η συγγραφέας. ’’Σκοτεινή’’, ελεγχόμενα βλάσφημη και αιρετική γραφή, ρεαλιστική εως υπερ-ρεαλιστική στις περιγραφές της (η διαδικασία ευνουχισμού στο Τουρκικό χαρέμι νομίζω ότι ανήκει με την ωμότητά της στα ’’κλασικά’’ του είδους) η Βιτάλη πετυχαίνει το ακατόρθωτο. Αφού προχωράει στην δόμηση και την αποδόμηση των χαρακτήρων με τη μαεστρία μιας βετεράνου της γραφής να κάνει συμπαθείς τους πρωταγωνιστές της παρότι ο κάθε ένας ξεχωριστά και αθροιστικά έχει περισσότερα ελαττώματα από προτερήματα. Σπάνια χρήση της λογικής των αντι-ηρώων και εξαίρετη ανάλυση ατελών ανθρώπινων χαρακτήρων. Πολιτικών και παπάδων που κάνουν συμφωνίες με το διάβολο, μικρών παιδιών με τη λάμψη του πολέμου και της εξουσίας να τα οδηγεί σε ακρότητες και τελικά οι δύο μορφές που καταλήγουν να είναι οι πλέον συμπαθείς είναι η τραγική μητέρα και σύζυγος της οικογένειας Νοταρά (πάντοτε στις δουλειές της Βιτάλη οι οικογενειακές σχέσεις είναι περίπλοκες και δεν αναλύονται εύκολα) και το ’’τέρας’’ ο Σουλτάνος Μεχμέτ, Πορθητής της πόλης, που τελικά δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένας απελπισμένος ερωτευμένος που τα έκανε όλα για τα μάτια ενός νεαρού!
Αν πρέπει να διαφωνήσω με κάποια σημεία του βιβλίου είναι ο ρόλος και ο τρόπος που χειρίζεται την αφηγήτρια της η Βιτάλη. Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις προσπαθεί να τη συνδέσει με τον αναγνώστη τον οποίο μάλλον άστοχα και με αφέλεια επικαλείται συχνά πυκνά διακόπτοντας ενοχλητικά την εξαίρετη ροή του κειμένου. Και αυτή καθ’ αυτή όμως η επιλογή της αφηγήτριας είναι ατυχής. Πολλά από τα γεγονότα δεν τα έχει δει, σε πολλά είναι μάλλον εξωπραγματική η παρουσία της και όταν εξαντλούνται τα επιτυχημένα συγγραφικά τρικ και κλισέ (όπως η ανάγνωση ενός ημερολογίου) η όλη υπόθεση ’’μπάζει’’ κάτι που μπορούσε να αποφευχθεί με την ουδέτερη τριτοπρόσωπη περιγραφή. Παρά τις μικρές ατέλειες που επεσήμανα, συνολικά η ’’Ιερή παγίδα’’ νομίζω ότι είναι το πλέον επιτυχημένο ιστορικό βιβλίο του 2006 (παρότι βγήκε με σημαντική χρονική καθυστέρηση μέσα στις γιορταστικές μέρες και δεν έγινε άμεσα αντιληπτό). Κάτι που ειλικρινά δεν περίμενα να γράψω σε μια χρονιά που είχα την ικανοποίηση να διαβάσω δύο πολύ καλά ιστορικά μυθιστορήματα, τους Παλαιολόγους του Λεονάρδου και τους Ερμοκοπίδες του Μπαλτάκου.
Βαθμολογία: 7,5 (με άριστα το 10)
Friday, January 05, 2007
(20) αδικημένα βιβλία 2006 (Μέρος 1ον)
Ξεκίνησε η λίστα με τα Χρυσά Βατόμουρα και παράλληλα θα μετράμε αντίστροφα και σε μια άλλη λίστα. Αυτή με τα βιβλία που αδικήθηκαν το 2006, είτε γιατί αγνοήθηκαν από την κριτική, είτε γιατί δεν έτυχαν κάποιας αξιόλογης εμπορικής πορείας ενώ το άξιζαν. Πέρυσι, στην αντίστοιχη λίστα με δέκα αδικημένα βιβλία την πρώτη θέση πήρε η αριστουργηματική δουλειά του νεαρού Χανιώτη πανεπιστημιακού Π. Κουτσάκη (μόνιμος κάτοικος Καναδά πλέον, όπου δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων όπως και στην Ελλάδα στη συγγραφή θεατρικών έργων) ’’Ακροβάτες του χρόνου΄΄ (εκδόσεις ΜΙΝΩΑ). Φέτος, η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει από το νούμερο 20
Νο 20, Μπο Χου, Πλάτων Ανδριτσάκης (εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ).
Εγκλωβισμένος στα συντρίμμια ενός εμπορικού κέντρου ο ήρωας του μυθιστορήματος αναπολεί την εποχή που στον ίδιο χώρο βρισκόταν το πατρικό του σπίτι, η έπαυλη Θων, κτίριο σήμα κατατεθέν της Αθήνας. Παράλληλα, γύρω του οκτώ εγκλωβισμένοι ενώ εκείνος αναπολεί δημιουργούν ένα ’’μικρόκοσμο’’ με διαφωνίες, αντιπάθειες, ακόμη και έρωτες της στιγμής. Εξαιρετικό παιχνίδι γραφής ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα αποτελέσματα ενός σεισμού και του παρελθόντος, μιας ρομαντικής Αθήνας στη δεκαετία του ’60. Ο Πλάτωνας Ανδριτσάκης χωρίς να είναι βετεράνος της γραφής συνδυάζει αρμονικά τις δύο οριακά ετερόκλητες εποχές. Κλειδί της ιστορίας η ανάμνηση ενός μυστικού περάσματος που συνδέει τις δύο εποχές και στο παρόν μπορεί να οδηγήσει τους εγκλωβισμένους πίσω στο φως και τη σωτηρία. Ξεχωρίζει και για την ποιητική γραφή του το μυθιστόρημα, όχι άδικα, αφού ο συγγραφέας μπορεί να είναι πρωτοεμφανιζόμενος στη λογοτεχνία μ’ αυτές τις 184 σελίδες αλλά είναι γνωστός για τη μουσική που έχει γράψει σε τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικά έργα.
Νο 20, Μπο Χου, Πλάτων Ανδριτσάκης (εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ).
Εγκλωβισμένος στα συντρίμμια ενός εμπορικού κέντρου ο ήρωας του μυθιστορήματος αναπολεί την εποχή που στον ίδιο χώρο βρισκόταν το πατρικό του σπίτι, η έπαυλη Θων, κτίριο σήμα κατατεθέν της Αθήνας. Παράλληλα, γύρω του οκτώ εγκλωβισμένοι ενώ εκείνος αναπολεί δημιουργούν ένα ’’μικρόκοσμο’’ με διαφωνίες, αντιπάθειες, ακόμη και έρωτες της στιγμής. Εξαιρετικό παιχνίδι γραφής ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα αποτελέσματα ενός σεισμού και του παρελθόντος, μιας ρομαντικής Αθήνας στη δεκαετία του ’60. Ο Πλάτωνας Ανδριτσάκης χωρίς να είναι βετεράνος της γραφής συνδυάζει αρμονικά τις δύο οριακά ετερόκλητες εποχές. Κλειδί της ιστορίας η ανάμνηση ενός μυστικού περάσματος που συνδέει τις δύο εποχές και στο παρόν μπορεί να οδηγήσει τους εγκλωβισμένους πίσω στο φως και τη σωτηρία. Ξεχωρίζει και για την ποιητική γραφή του το μυθιστόρημα, όχι άδικα, αφού ο συγγραφέας μπορεί να είναι πρωτοεμφανιζόμενος στη λογοτεχνία μ’ αυτές τις 184 σελίδες αλλά είναι γνωστός για τη μουσική που έχει γράψει σε τηλεοπτικές σειρές και κινηματογραφικά έργα.
Thursday, January 04, 2007
(8) Χρυσά Λογοτεχνικά Βατόμουρα 2006 (μέρος 1ον)
Στην περσινή ανασκόπηση της λογοτεχνικής σοδειάς το blog καθιέρωσε δύο λίστες προσωπικής…επινόησης. Τα βιβλία που πούλησαν αν και δεν συγκέντρωσαν καλές· κριτικές ή γενικά ήταν κατώτερα της εμπορικής επιτυχίας και της λογοτεχνικής αξίας του. Και αντίστοιχα, εκείνα που αγνοήθηκαν αν και θα μπορούσαν λόγω αξίας να είναι μέσα στα ευπώλητα αν είχαν γίνει αντιληπτά και δεν τα είχαν προσπεράσει οι αξιότιμοι κριτικοί η είχαν ασχοληθεί λίγο παραπάνω μαζί τους οι εκδοτικοί οίκοι που τα έριξαν στην αγορά και τα άφησαν…ακυβέρνητα.
Ξεκινάμε τις φετινές ανασκοπήσεις σε συνέχειες με τα….Χρυσά λογοτεχνικά Βατόμουρα. Οκτώ βιβλία που κατά την προσωπική μου άποψη υπερεκτιμήθηκαν και έκαναν και καλή εμπορική πορεία. Θα φτάσουμε έτσι τις επόμενες μέρες στο νούμερο 1 της λίστας που θα πάρει….επάξια τη θέση του περσινού ’’Δύο μέρες μόνο’’ του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ) που ευτυχώς δεν θα έχει φέτος sequel μετά τη μνημειώδη αποτυχία της αντίστοιχης συνέχειας του σίριαλ.
Νο 8 Το σπίτι και το κελί, Χρήστος Χωμενίδης (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ).
Αν ένας συγγραφέας με έκανε να αγαπήσω τη νεότερη γενιά δημιουργών ήταν ο Χρήστος Χωμενίδης. Ο παλιός καλός Χωμενίδης. Σε ελεύθερη πτώση η λόγοτεχνική του έμπνευση εκφράστηκε στο τελευταίο του βιβλίο. Περισσότερα στο αρχείο του μπλογκ και στην κριτική (μιας από τις πρώτες σ’ αυτό το χώρο) τέλη Δεκεμβρίου 2005 λίγες μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου.
Νο 7 Το ερωτικό των τεσσάρων, Λένα Διβάνη, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Χρήστος Χωμενίδης, Αύγουστος Κορτώ (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ).
Οι δύο άντρες συγγραφείς είναι μεταξύ των σταθερών αναγνωστικών επιλογών μου, η Μιχαλοπούλου αξιοπρόσεκτη και η Διβάνη (για μένα τουλάχιστον) αδιάφορη. Το σύνολο έμοιαζε σαν πολύ ελκυστικό αναγνωστικά και ακολουθούσε κλασικά χνάρια της ελληνικής λογοτεχνίας. Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης και Βενέζης ήταν οι πρώτοι έλληνες που συνεργάστηκαν σε μια συγγραφική σκυταλοδρομία (υπό την σκέπη της Εστίας) και εκείνη η αξεπέραστη δημιουργία φέρνει ακόμη και σήμερα ανατριχίλες αναγνωστικής απόλαυσης. Οι τέσσερις κλασικοί έλληνες δεν ασχολήθηκαν τόσο με το αποτέλεσμα που θα εισέπραττε ο αναγνώστης, όσο με ένα παιχνίδι δυσκολίας για τον…επόμενο. Τελικά, προέκυψε ένα αριστούργημα. Ακόμη όμως και η δεύτερη προσπάθεια (από τον ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ πριν από εννέα χρόνια) με τη σκυτάλη να παραλαμβάνουν Κώστας Μουρσελάς, Γιώργος Σκούρτης, Αντώνης Σουρούνης και Πέτρος Τατσόπουλος ήταν εξαιρετική αφού μπόρεσαν αρμονικά να εναλλάξουν την τραγωδία με την παρωδία και την ερωτική ατμόσφαιρα με κάτι από φιλμ νουάρ. Η σύγχρονη τετράδα διαλέγει ως πεδίο δράσης μια εκδρομή αποφοίτων λυκείου στη Μύκονο και προσπαθεί μέσα από υπερ-ρεαλιστικές καταστάσεις και μια υποτιθέμενη ανατρεπτική ειρωνεία να δημιουργήσει ένα (κυρίως) δροσερό και ευχάριστο συλλογικό ανάγνωσμα. Το αποτέλεσμα είναι σκέτη αποτυχία κυρίως γιατί η τετράδα είναι παντελώς ανομοιγενής. Και η προσκόλληση των συγγραφικών ετερονύμων ήταν καταδικασμένη εκ των προτέρων να δώσει ή ένα αριστούργημα ή κάτι αδιάφορο. Η Διβάνη ξεκινάει με μια προσπάθεια ηθογραφικής καταγραφής το βιβλίο που πρόσκαιρα σώζεται επειδή την πάσα παίρνει ο Κορτώ που μπορεί να ακολουθήσει το ψυχογράφημα της, έστω και στερεοτυπικά. Η Μιχαλοπούλου μοιάζει να οδηγεί την ιστορία στο σωστό δρόμο αλλά εκεί ακριβώς τελειώνουν τα πάντα. Ο Χωμενίδης μπερδεύει τη σάτιρα, την ανατροπή και τον σαρκασμό προσθέτοντας στο μίξερ αχρείαστη χυδαιότητα, ανατρέπει ότι έχουν φτιάξει οι τρεις προηγούμενοι και το πράγμα γίνεται ρώσικη σαλάτα. Η Διβάνη μοιάζει να μην συνέρχεται ποτέ από το…σοκ Χωμενίδη, ο Κορτώ ρίχνει ξαφνικά από το πουθενά ένα νέο χαρακτήρα, η Μιχαλοπούλου προσπαθεί να οδηγήσει την ιστορία σε ένα αξιοπρεπές φινάλε, το οποίο ο Χωμενίδης μετατρέπει (πάλι) σε κάτι που πιστεύει ότι εξυπηρετεί την ανατρεπτική ειρωνεία. Αντί δικού μου να αναπαράγω τον πολύ εύστοχο επίλογο του Κώστα Κατσουλάρη στην κριτική του στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ που νομίζω ότι με μια πρόταση ’’εκτελεί’’ το βιβλίο και το στέλνει στη λογοτεχνική λήθη. ’’Ερώτημα: Υπάρχει έστω κι ένας εκ των τεσσάρων που θα το υπέγραφε μόνος του αυτό το βιβλίο;’’.
Ξεκινάμε τις φετινές ανασκοπήσεις σε συνέχειες με τα….Χρυσά λογοτεχνικά Βατόμουρα. Οκτώ βιβλία που κατά την προσωπική μου άποψη υπερεκτιμήθηκαν και έκαναν και καλή εμπορική πορεία. Θα φτάσουμε έτσι τις επόμενες μέρες στο νούμερο 1 της λίστας που θα πάρει….επάξια τη θέση του περσινού ’’Δύο μέρες μόνο’’ του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ) που ευτυχώς δεν θα έχει φέτος sequel μετά τη μνημειώδη αποτυχία της αντίστοιχης συνέχειας του σίριαλ.
Νο 8 Το σπίτι και το κελί, Χρήστος Χωμενίδης (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ).
Αν ένας συγγραφέας με έκανε να αγαπήσω τη νεότερη γενιά δημιουργών ήταν ο Χρήστος Χωμενίδης. Ο παλιός καλός Χωμενίδης. Σε ελεύθερη πτώση η λόγοτεχνική του έμπνευση εκφράστηκε στο τελευταίο του βιβλίο. Περισσότερα στο αρχείο του μπλογκ και στην κριτική (μιας από τις πρώτες σ’ αυτό το χώρο) τέλη Δεκεμβρίου 2005 λίγες μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου.
Νο 7 Το ερωτικό των τεσσάρων, Λένα Διβάνη, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Χρήστος Χωμενίδης, Αύγουστος Κορτώ (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ).
Οι δύο άντρες συγγραφείς είναι μεταξύ των σταθερών αναγνωστικών επιλογών μου, η Μιχαλοπούλου αξιοπρόσεκτη και η Διβάνη (για μένα τουλάχιστον) αδιάφορη. Το σύνολο έμοιαζε σαν πολύ ελκυστικό αναγνωστικά και ακολουθούσε κλασικά χνάρια της ελληνικής λογοτεχνίας. Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης και Βενέζης ήταν οι πρώτοι έλληνες που συνεργάστηκαν σε μια συγγραφική σκυταλοδρομία (υπό την σκέπη της Εστίας) και εκείνη η αξεπέραστη δημιουργία φέρνει ακόμη και σήμερα ανατριχίλες αναγνωστικής απόλαυσης. Οι τέσσερις κλασικοί έλληνες δεν ασχολήθηκαν τόσο με το αποτέλεσμα που θα εισέπραττε ο αναγνώστης, όσο με ένα παιχνίδι δυσκολίας για τον…επόμενο. Τελικά, προέκυψε ένα αριστούργημα. Ακόμη όμως και η δεύτερη προσπάθεια (από τον ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ πριν από εννέα χρόνια) με τη σκυτάλη να παραλαμβάνουν Κώστας Μουρσελάς, Γιώργος Σκούρτης, Αντώνης Σουρούνης και Πέτρος Τατσόπουλος ήταν εξαιρετική αφού μπόρεσαν αρμονικά να εναλλάξουν την τραγωδία με την παρωδία και την ερωτική ατμόσφαιρα με κάτι από φιλμ νουάρ. Η σύγχρονη τετράδα διαλέγει ως πεδίο δράσης μια εκδρομή αποφοίτων λυκείου στη Μύκονο και προσπαθεί μέσα από υπερ-ρεαλιστικές καταστάσεις και μια υποτιθέμενη ανατρεπτική ειρωνεία να δημιουργήσει ένα (κυρίως) δροσερό και ευχάριστο συλλογικό ανάγνωσμα. Το αποτέλεσμα είναι σκέτη αποτυχία κυρίως γιατί η τετράδα είναι παντελώς ανομοιγενής. Και η προσκόλληση των συγγραφικών ετερονύμων ήταν καταδικασμένη εκ των προτέρων να δώσει ή ένα αριστούργημα ή κάτι αδιάφορο. Η Διβάνη ξεκινάει με μια προσπάθεια ηθογραφικής καταγραφής το βιβλίο που πρόσκαιρα σώζεται επειδή την πάσα παίρνει ο Κορτώ που μπορεί να ακολουθήσει το ψυχογράφημα της, έστω και στερεοτυπικά. Η Μιχαλοπούλου μοιάζει να οδηγεί την ιστορία στο σωστό δρόμο αλλά εκεί ακριβώς τελειώνουν τα πάντα. Ο Χωμενίδης μπερδεύει τη σάτιρα, την ανατροπή και τον σαρκασμό προσθέτοντας στο μίξερ αχρείαστη χυδαιότητα, ανατρέπει ότι έχουν φτιάξει οι τρεις προηγούμενοι και το πράγμα γίνεται ρώσικη σαλάτα. Η Διβάνη μοιάζει να μην συνέρχεται ποτέ από το…σοκ Χωμενίδη, ο Κορτώ ρίχνει ξαφνικά από το πουθενά ένα νέο χαρακτήρα, η Μιχαλοπούλου προσπαθεί να οδηγήσει την ιστορία σε ένα αξιοπρεπές φινάλε, το οποίο ο Χωμενίδης μετατρέπει (πάλι) σε κάτι που πιστεύει ότι εξυπηρετεί την ανατρεπτική ειρωνεία. Αντί δικού μου να αναπαράγω τον πολύ εύστοχο επίλογο του Κώστα Κατσουλάρη στην κριτική του στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ που νομίζω ότι με μια πρόταση ’’εκτελεί’’ το βιβλίο και το στέλνει στη λογοτεχνική λήθη. ’’Ερώτημα: Υπάρχει έστω κι ένας εκ των τεσσάρων που θα το υπέγραφε μόνος του αυτό το βιβλίο;’’.
Ξεφ(τ)υλλίζοντας... part 80
Παλιά καλή αγαπημένη συνήθεια των ημερήσιων εφημερίδων ήταν να δημοσιεύουν τις γιορτινές μέρες διηγήματα συγγραφέων. Έτσι και οι συγγραφείς έρχονταν πιο κοντά σε ένα μεγαλύτερο (αριθμητικά) κοινό και ο κόσμος επαναπροσδιόριζε τη σχέση του μαζί τους. Τα τελευταία χρόνια μαζί με άλλες καλές συνήθειες και αυτή εκφυλίστηκε. Οι εφημερίδες βλέπουν πλέον τα βιβλιοφιλικά ένθετα ως χώρο είσπραξης διαφημίσεων από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, οι συγγραφείς έγιναν…επαγγελματίες οπότε δωρεάν προσφορά έργου (παραδοσιακά ούτε υπήρχε, ούτε υπάρχει αμοιβή) για πολλούς εξ’ αυτών δεν νοείται. Φέτος, μόνο δύο εφημερίδες το τόλμησαν αλλά και τα δύο πειράματα ήταν άκρως επιτυχημένα.
Ο Ελεύθερος Τύπος, που εσχάτως κινείται δυναμικά στον χώρο του βιβλίου με πρωτότυπες πρωτοβουλίες, δημοσίευσε πέντε παραμύθια για μεγάλους με πολύ δυνατές υπογραφές και ανάλογης ποιότητας κείμενα. Γιάννης Ξανθούλης (στο νοσταλγικό ’’Αστέρι με αριθμό’’ για την Πρωτοχρονιά του…1960), Σώτη Τριανταφύλλου (’’Ήταν ένα μικρό καράβι’’, μια παραβολή που έφερνε στο νου τις περιπτώσεις του μικρού Άλεξ αλλά και της υπόθεσης βιασμού της 16χρονης) και η μεγάλη έκπληξη. Δισέλιδος Χωμενίδης, στο στιλ του παλιού καλού Χ.Χ., του Χωμενίδη που λάτρεψα στο ’’΄Ύψος των περιστάσεων’’ και τη ’’Φωνή’’ και όχι του άνευρου Χωμενίδη στον Υπερσυντέλικο ή το Σπίτι και το κελί. Χωμενίδης σατιρικός και καυστικός που αν τον διαβάσει η Αννα Βίσση θα εγκαταλείψει το….τραγούδι και με το διήγημα αφιερωμένο στον Βασίλη Βασιλικό!!! Την πεντάδα συμπλήρωσαν ο συζητημένος Σπ. Καρυδάκης (δυστυχώς το κείμενο του δεν με ενθουσίασε) και η…Παυλίνα Νάσιουτζικ που πήρε το κολάει και πλέον θα γράφει μόνο για…μαμάδες! ’’Μητρική αγάπη’’ ο τίτλος και έμπνευση από την υπόθεση Αλεξ αλλά από τη μητρική σκοπιά της υπόθεσης. Επ΄αυτού δεν γράφω παραπάνω για να μην παρεξηγηθώ πάλι…
Ακόμη πιο δύσκολο αλλά άκρως πετυχημένο ήταν το εγχείρημα του Εθνους που κατόρθωσε να στεγάσει τρεις η τέσσερις γενιές και ’’σειρές’’ συγγραφέων: Ευπώλητοι, βετεράνοι, συγγραφείς με μπλογκ, νεώτεροι, λίγο απ΄ όλα δηλαδή. 19 συγγραφείς σε ισάριθμες σελίδες και διηγήματα με κοινό θέμα την Ύβρη μέσα στους αιώνες. Και υπήρχαν τα πάντα. Η σφικτή και έμπειρη γραφή του Μάνου Ελευθερίου, του Μάνου Κοντολέων και της Μάρως Βαμβουνάκη…Δυνατά διηγήματα από Ρούλα Κακλαμανάκη, Μαρία Γαβαλά (Ο τεμαχισμένος πολεμιστής ξεκίνησε ως προσωπική μαρτυρία και καταλήγει θρίλερ), περιγραφικός αν και πλάτιασε ο Μανιώτης, απίθανη Λεία Βιτάλη στην Κάιζερστράσε με υποδειγματική απεικόνιση ενός λούμπεν κόσμου σε παρακμιακό καπηλιό της Γερμανίας, σε μεγάλα κέφια γραφής ο Αλέξης Σταμάτης που μετέτρεψε την Γένεση σε ύβρη μέσω της πώλησης του βρέφους. Μια εμπεριστατωμένη πραγματεία του Μανώλη Πρατικάκη για την ύβρη ανά τους αιώνες και τέλος οι πιο καλές στιγμές των 19 από δύο νεότερους. Ξεχώρισα τα εντυπωσιακά διηγήματα του Δημήτρη Μαμαλούκα ’’Ποτέ μην υποτιμάς ένα μπλόγκερ’’ (με θέμα ένα υβριστή μπλόγκερ!!!) και της Αργυρώ Μαντόγλου ’’Οι σκελετοί των Αθηνών’’ που ήταν πραγματικά έξοχες δουλειές και άριστα δείγματα σύντομης γραφής!
Τα διηγήματα των Μαμαλούκα (νομίζω η πρώτη μυθιστορηματική προσπάθεια στην Ελλάδα που είδα τυπωμένη και έχει σχέση με μπλογκς!), Βιτάλη έχουν ήδη αναρτηθεί στα μπλογκ τους και αξίζει να τους ρίξετε μια ματιά (και μια προσεκτική ανάγνωση φυσικά). Μακάρι να κάνουν το ίδιο τις επόμενες μέρες και ι Μάνος Κοντολέων, Αλέξης Σταμάτης στους δικούς τους χώρους. Λινκ για όλους θα βρείτε αριστερά του κειμένου.
- Φυσικά πολύ πιο εύκολο για τις εφημερίδες είναι να αναδεικνύουν τους κορυφαίους συγγραφείς και βιβλία της χρονιάς. Επιλογές που πάντοτε σηκώνουν συζήτηση…Το Εθνος ανέδειξε ανερχόμενο συγγραφέα της χρονιάς τον Νίκο Βλαντή για το Νησί των συγγραφέων (συμφωνώ και επαυξάνω, εδώ διέκοψα τη ραστώνη των διακοπών μου για να γράψω τότε για ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2006) και καλύτερο συγγραφέα τον Σωτήρη Δημητρίου για τα ’’Οπωροφόρα της Αθήνας’’ (εδώ έχω άλλη άποψη αλλά είπαμε τέτοιου είδους επιλογές είναι καθαρά προσωπικές και υποκειμενικές). Νούμερο 1 και στα καλύτερα 10 βιβλία της χρονιάς από την εφημερίδα ο Δημητρίου, στο 2 ο Βλαντής, στο 3 ο Θοδωρής Καλλιφατίδης (Στο βλέμμα της) και στην ίδια λίστα συναντάμε από Έλληνες στο νούμερο 5 τον Αχιλλέα Κυριακίδη (Ο καθρέφτης του τυφλού), στο 7 τον Σουρούνη και το ’’Μονοπάτι για τη θάλασσα’’, στο 8 τον Κουμανταρέα με τη ’’Γυναίκα που πετάει’’ και στο 10 την ’’Αμερικάνικη Φούγκα’’ του Αλέξη Σταμάτη.
Η Καθημερινή ξεχώρισε από δουλειές ελλήνων την ’’Απαγωγή της Τασούλας’’ (Ρέα Γαλανάκη) και την Καλοσύνη των ξένων του Πέτρου Τατσόπουλου, ενώ η καλύτερη δουλειά πρωτοεμφανιζόμενου ήταν οι ’’Νυχτερίδες’’ της Λένας Κιτσοπούλου. Μάλλον διαφωνώ σε όλα…Τέλος, η Απογευματινή κινήθηκε σε διαφορετικό μήκος κύματος. Επέλεξε δύο ταξιδιωτικά βιβλία του Γιώργου Βέη για την Κίνα, ένα δοκίμιο του Δημήτρη Μοσχόπουλου και από λογοτεχνικά τον Βασικό Μέτοχο του Πέτρου Μάρκαρη και (έκπληξη πρώτου μεγέθους) τις Οικογενειακές υποθέσεις του Τάσου Γουδέλη! Περιμένω και τους υπόλοιπους, ετοιμάζοντας παράλληλα τις λίστες του μπλογκ.
- Αναρτήθηκε και το τρίτο τεύχος του διαδικτυακού περιοδικού poetica για την ποίηση. Θα το βρείτε στη διεύθυνση http://www.poeticanet.com/ (στη διεθνή εκδοχή του σάιτ) ή στο http://www.poeticanet.gr/ για την Ελλάδα. Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων δύο ανέκδοτα ποιήματα του Νίκου Καρούζου, συνέντευξη της Λύντια Στεφάνου, ένα δοκίμιο για τη Λογοτεχνία στο διαδίκτυο (πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του θέματος και εντελώς καινοφανής λογική ή επιχειρήματα από τον Δημήτρη Δημητρούλη) και δείγματα ηλεκτρονικής ποίησης από τον Ράινερ Στράσε.
Ο Ελεύθερος Τύπος, που εσχάτως κινείται δυναμικά στον χώρο του βιβλίου με πρωτότυπες πρωτοβουλίες, δημοσίευσε πέντε παραμύθια για μεγάλους με πολύ δυνατές υπογραφές και ανάλογης ποιότητας κείμενα. Γιάννης Ξανθούλης (στο νοσταλγικό ’’Αστέρι με αριθμό’’ για την Πρωτοχρονιά του…1960), Σώτη Τριανταφύλλου (’’Ήταν ένα μικρό καράβι’’, μια παραβολή που έφερνε στο νου τις περιπτώσεις του μικρού Άλεξ αλλά και της υπόθεσης βιασμού της 16χρονης) και η μεγάλη έκπληξη. Δισέλιδος Χωμενίδης, στο στιλ του παλιού καλού Χ.Χ., του Χωμενίδη που λάτρεψα στο ’’΄Ύψος των περιστάσεων’’ και τη ’’Φωνή’’ και όχι του άνευρου Χωμενίδη στον Υπερσυντέλικο ή το Σπίτι και το κελί. Χωμενίδης σατιρικός και καυστικός που αν τον διαβάσει η Αννα Βίσση θα εγκαταλείψει το….τραγούδι και με το διήγημα αφιερωμένο στον Βασίλη Βασιλικό!!! Την πεντάδα συμπλήρωσαν ο συζητημένος Σπ. Καρυδάκης (δυστυχώς το κείμενο του δεν με ενθουσίασε) και η…Παυλίνα Νάσιουτζικ που πήρε το κολάει και πλέον θα γράφει μόνο για…μαμάδες! ’’Μητρική αγάπη’’ ο τίτλος και έμπνευση από την υπόθεση Αλεξ αλλά από τη μητρική σκοπιά της υπόθεσης. Επ΄αυτού δεν γράφω παραπάνω για να μην παρεξηγηθώ πάλι…
Ακόμη πιο δύσκολο αλλά άκρως πετυχημένο ήταν το εγχείρημα του Εθνους που κατόρθωσε να στεγάσει τρεις η τέσσερις γενιές και ’’σειρές’’ συγγραφέων: Ευπώλητοι, βετεράνοι, συγγραφείς με μπλογκ, νεώτεροι, λίγο απ΄ όλα δηλαδή. 19 συγγραφείς σε ισάριθμες σελίδες και διηγήματα με κοινό θέμα την Ύβρη μέσα στους αιώνες. Και υπήρχαν τα πάντα. Η σφικτή και έμπειρη γραφή του Μάνου Ελευθερίου, του Μάνου Κοντολέων και της Μάρως Βαμβουνάκη…Δυνατά διηγήματα από Ρούλα Κακλαμανάκη, Μαρία Γαβαλά (Ο τεμαχισμένος πολεμιστής ξεκίνησε ως προσωπική μαρτυρία και καταλήγει θρίλερ), περιγραφικός αν και πλάτιασε ο Μανιώτης, απίθανη Λεία Βιτάλη στην Κάιζερστράσε με υποδειγματική απεικόνιση ενός λούμπεν κόσμου σε παρακμιακό καπηλιό της Γερμανίας, σε μεγάλα κέφια γραφής ο Αλέξης Σταμάτης που μετέτρεψε την Γένεση σε ύβρη μέσω της πώλησης του βρέφους. Μια εμπεριστατωμένη πραγματεία του Μανώλη Πρατικάκη για την ύβρη ανά τους αιώνες και τέλος οι πιο καλές στιγμές των 19 από δύο νεότερους. Ξεχώρισα τα εντυπωσιακά διηγήματα του Δημήτρη Μαμαλούκα ’’Ποτέ μην υποτιμάς ένα μπλόγκερ’’ (με θέμα ένα υβριστή μπλόγκερ!!!) και της Αργυρώ Μαντόγλου ’’Οι σκελετοί των Αθηνών’’ που ήταν πραγματικά έξοχες δουλειές και άριστα δείγματα σύντομης γραφής!
Τα διηγήματα των Μαμαλούκα (νομίζω η πρώτη μυθιστορηματική προσπάθεια στην Ελλάδα που είδα τυπωμένη και έχει σχέση με μπλογκς!), Βιτάλη έχουν ήδη αναρτηθεί στα μπλογκ τους και αξίζει να τους ρίξετε μια ματιά (και μια προσεκτική ανάγνωση φυσικά). Μακάρι να κάνουν το ίδιο τις επόμενες μέρες και ι Μάνος Κοντολέων, Αλέξης Σταμάτης στους δικούς τους χώρους. Λινκ για όλους θα βρείτε αριστερά του κειμένου.
- Φυσικά πολύ πιο εύκολο για τις εφημερίδες είναι να αναδεικνύουν τους κορυφαίους συγγραφείς και βιβλία της χρονιάς. Επιλογές που πάντοτε σηκώνουν συζήτηση…Το Εθνος ανέδειξε ανερχόμενο συγγραφέα της χρονιάς τον Νίκο Βλαντή για το Νησί των συγγραφέων (συμφωνώ και επαυξάνω, εδώ διέκοψα τη ραστώνη των διακοπών μου για να γράψω τότε για ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2006) και καλύτερο συγγραφέα τον Σωτήρη Δημητρίου για τα ’’Οπωροφόρα της Αθήνας’’ (εδώ έχω άλλη άποψη αλλά είπαμε τέτοιου είδους επιλογές είναι καθαρά προσωπικές και υποκειμενικές). Νούμερο 1 και στα καλύτερα 10 βιβλία της χρονιάς από την εφημερίδα ο Δημητρίου, στο 2 ο Βλαντής, στο 3 ο Θοδωρής Καλλιφατίδης (Στο βλέμμα της) και στην ίδια λίστα συναντάμε από Έλληνες στο νούμερο 5 τον Αχιλλέα Κυριακίδη (Ο καθρέφτης του τυφλού), στο 7 τον Σουρούνη και το ’’Μονοπάτι για τη θάλασσα’’, στο 8 τον Κουμανταρέα με τη ’’Γυναίκα που πετάει’’ και στο 10 την ’’Αμερικάνικη Φούγκα’’ του Αλέξη Σταμάτη.
Η Καθημερινή ξεχώρισε από δουλειές ελλήνων την ’’Απαγωγή της Τασούλας’’ (Ρέα Γαλανάκη) και την Καλοσύνη των ξένων του Πέτρου Τατσόπουλου, ενώ η καλύτερη δουλειά πρωτοεμφανιζόμενου ήταν οι ’’Νυχτερίδες’’ της Λένας Κιτσοπούλου. Μάλλον διαφωνώ σε όλα…Τέλος, η Απογευματινή κινήθηκε σε διαφορετικό μήκος κύματος. Επέλεξε δύο ταξιδιωτικά βιβλία του Γιώργου Βέη για την Κίνα, ένα δοκίμιο του Δημήτρη Μοσχόπουλου και από λογοτεχνικά τον Βασικό Μέτοχο του Πέτρου Μάρκαρη και (έκπληξη πρώτου μεγέθους) τις Οικογενειακές υποθέσεις του Τάσου Γουδέλη! Περιμένω και τους υπόλοιπους, ετοιμάζοντας παράλληλα τις λίστες του μπλογκ.
- Αναρτήθηκε και το τρίτο τεύχος του διαδικτυακού περιοδικού poetica για την ποίηση. Θα το βρείτε στη διεύθυνση http://www.poeticanet.com/ (στη διεθνή εκδοχή του σάιτ) ή στο http://www.poeticanet.gr/ για την Ελλάδα. Περιλαμβάνει μεταξύ άλλων δύο ανέκδοτα ποιήματα του Νίκου Καρούζου, συνέντευξη της Λύντια Στεφάνου, ένα δοκίμιο για τη Λογοτεχνία στο διαδίκτυο (πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση του θέματος και εντελώς καινοφανής λογική ή επιχειρήματα από τον Δημήτρη Δημητρούλη) και δείγματα ηλεκτρονικής ποίησης από τον Ράινερ Στράσε.
Tuesday, January 02, 2007
Ενα βιβλίο που ΔΕΝ θα διαβάσω
Ποιο είναι το δημόσιο πρόσωπο που έχει δώσει τις περισσότερες συνεντεύξεις σε έντυπα πρώτης γραμμής τους τελευταίους δύο μήνες; Αν στο μυαλό σας έρχεται το όνομα κάποιου πολιτικού, καλλιτέχνη ή αθλητή σας πληροφορώ ότι χάσατε! Είναι συγγραφέας και μάλιστα έλληνας. Ο Πέτρος Τατσόπουλος. Ανασύρω από το αρχείο μου τα εξής:
1. Καθημερινή, προ διμήνου συνέντευξη στον Ηλία Μαγκλίνη με τίτλο ’’Ο Τατσόπουλος γράφει σε πρώτο πρόσωπο’’. Επιτυχία της εφημερίδας, αποκλειστικό όπως το λένε στη δημοσιογραφική γλώσσα αφού ξετυλίγεται για πρώτη φορά (αν και στο κείμενο αναφέρεται ότι ήδη ο συγγραφέας είχε μιλήσει για το θέμα, συμπτωματικά, στην ίδια εφημερίδα το 1999) η υπόθεση του νέου του βιβλίου ’’Η καλοσύνη των ξένων’’ και η γνωστή -πλέον- και στον τελευταίο βιβλιόφιλο υπόθεση της υιοθεσίας του. ’’Το βιβλίο είναι εκείνη η συνέντευξη των 300 λέξεων’’, λέει ο Τατσόπουλος και αποκαλύπτει με λεπτομέρειες τι περιλαμβάνει το βιβλίο, από πού εμπνεύστηκε τον τίτλο και το χαρακτηρίζει ’’αντί-συναισθηματικό’’. Ένα το κρατούμενο: Η λέξη κλειδί συναίσθημα την οποία θα συναντήσουμε και παρακάτω.
2. Εφημερίδα Νέα (ο Τατσόπουλος είναι βιβλιοκριτικός και συνεργάτης της εφημερίδας), στήλη Λοξή Ματιά της Μικέλας Χαρτουλάρη (αρχισυντάκτριας του ενθέτου Βιβλιοδρόμιο και άμεσης προϊσταμένης του), Σάββατο 4 Νοεμβρίου. Τίτλος ’’Είμαι υιοθετημένος’’. Το ξέρουμε βεβαίως ήδη από την…Καθημερινή λίγες μόλις μέρες νωρίτερα! Εδώ, η αναφορά του συγγραφέα αρχίζει από το θάνατο της φυσικής του μητέρας και συνεχίζεται με τις προσπάθειες του (που περιγράφονται στο βιβλίο) για να βρει τους φυσικούς του γονείς όταν πληροφορείται στα 19 του ότι είναι υιοθετημένος. ’’όλα λέγονται με αντι-συναισθηματικό τρόπο’’, επισημαίνει η κυρία Χαρτουλάρη.
3. Ελεύθερος Τύπος, Δευτέρα 6 Νοεμβρίου, δύο ημέρες αργότερα. Συνέντευξη Πέτρου Τατσόπουλου στην Ελπίδα Πασαμιχάλη. Ξαναδιαβάζουμε πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση του να γράψει αυτό το βιβλίο και μιλάει για τις σχέσεις του με τους θετούς και φυσικούς γονείς του.
4. Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Νοεμβρίου. Συνέντευξη στον διευθυντή του περιοδικού Γιάννη Μπασκόζο με τίτλο ’’ποιος είναι ο Πέτρος Βασσάλος’’. Ξανά ερωτο-απαντήσεις για την απόφαση του να γράψει για την προσωπική του εμπειρία, ο Τατσόπουλος επαναλαμβάνει ότι δεν αντιμετωπίζει μελοδραματικά το θέμα, δηλώνει ότι η προσέγγιση του θέματος του δεν είναι λαϊκή και αυτό θα του κοστίσει αντίτυπα(!!!, τα θαυμαστικά δικά μου), και τα ήδη ειπωμένα για θετούς και φυσικούς γονείς.
5. Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου, περιοδικό ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας, συνέντευξη Τατσόπουλου στον Μισέλ Φάις. Τίτλος: ’’Όλοι επινοούμε την εικόνα μας’’ με τον Μ.Φ. να ξεκαθαρίζει ότι δεν τον ενδιαφέρει το θέμα της υιοθεσίας αλλά της γραφής. Μαθαίνουμε από την πρώτη ερώτηση ότι ο Τατσόπουλος κρατούσε μυστικό (για τον κόσμο) το θέμα της υιοθεσίας αλλά το εκμυστηρευόταν στις γυναίκες! Ευχάριστη αλλαγή και ο Τατσόπουλος με χαρτοπαικτική λογική στην επόμενη ερώτηση, ως καλός ποκαδόρος, θολώνει τα νερά και λέει ότι θα μπορούσε ακόμη και να έχει επινοήσει την ιστορία! Δεν είμαι καλός ποκαδόρος και παραλίγο να τον πιστέψω!!! Πιο κάτω, ξαναμαθαίνουμε ότι το έργο δεν γράφτηκε για ψυχαναλυτικούς λόγους και κλείνει ένα ευχάριστο δισέλιδο. Η γραφή δεν ξεκλειδώθηκε πάντως…
6. Ρελάνς (…ποκαδόρικη ορολογία) στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και στο ένθετο περιοδικό για τις τέχνες. Εδώ ο Τατσόπουλος στην Σταυρούλα Παπασπύρου φεύγει από την τράπουλα και πάει στη…μπίλια. ’’Η υιοθεσία είναι μια ρουλέτα’’ ο τίτλος. ’’Δεν εκβιάζω συναισθήματα’’, η πρώτη απάντηση του Τατσόπουλου, ενώ στον πρόλογο αναφέρεται ότι πλάνταξε στα κλάματα με μια ταινία του Κώστα Πρέκα για το παιδομάζωμα. Ξανά ερωτοαπαντήσεις για το πώς βίωσε τη γνώση ότι είναι υιοθετημένος και ένας νέος κύκλος που αφορά θετή και φυσική μητέρα.
7. Βήμα Κυριακής, ένθετο βιβλίου, μέσα στο Δεκέμβριο, συνέντευξη Τατσόπουλου στη Λώρη Κέζα με τίτλο ’’Η ιστορία μιας υιοθεσίας’’. Ξαναμαθαίνουμε ότι το βιβλίο ανήκει σε ένα υβριδικό είδος, ότι δεν αντιμετώπισε με συναίσθημα την όλη ιστορία (είπαμε η λέξη κλειδί είναι το συναίσθημα) και φυσικά για πολλοστή φορά την κοινωνική κατάσταση της Κρήτης του 1959.
8. Χαριστική βολή την περασμένη Κυριακή, συνέντευξη Τατσόπουλου στο Πρώτο Θέμα και την Τίνα Μανδηλαρά. Για τρίτη η τέταρτη φορά μαθαίνουμε (διότι η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης) ότι τον επηρρέασε η Οργή του Βιγκενστάιν, ότι κρατήθηκε μακριά από το μελοδραματικό μεδούλι, ότι οι πραγματικές ιστορίες είναι της μόδας και φυσικά τις αντιδράσεις του όταν έμαθε ότι είναι υιοθετημένος. Μαζί της μαθαίνουν και οι τελευταίοι 250.000 αναγνώστες εφημερίδων στη χώρα.
9. Δεν τελειώσαμε…Κάπου στο ενδιάμεσο υπάρχει και μια τηλεοπτική συνέντευξη στην εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη αλλά δυστυχώς δεν την είδα διότι οι σχέσεις μου ως τηλεθεατή με την τηλεόραση είναι πολύ μακρινές! Φαντάζομαι όμως τι περίπου ειπώθηκε και μου είπαν ότι ο Π.Τ. ήταν εξαιρετικός…
Ξεκαθαρίζω κάτι για να μην παρεξηγηθώ. Το βιβλίο το αγόρασα! Διότι το μάρκετινγκ και η ’’πλύση εγκεφάλου’’ του Τατσόπουλου ή των δημοσιογράφων αποδείχθηκε ανίκητο. Δεν μου κάνει κέφι όμως να διαβάσω ούτε τον πρόλογο η το οπισθόφυλλο! Είμαι βέβαιος ότι είναι καλογραμμένο διότι ο Τατσόπουλος της Καρδιάς του κτήνους, των Ανηλίκων, της Πρώτης Εμφάνισης και (ειδικά) του Τιμής Ενεκεν είναι σαρκαστικός, ανατρεπτικός και απολαυστικός σε ύφος και γραφή συγγραφέας. Τι να διαβάσω όμως μετά από οκτώ πολυσέλιδες συνεντεύξεις (και ίσως και αρκετές άλλες σε περιοδικά που μου διέφυγαν); Ουδέποτε θα γράψω ’’μην αγοράσετε ένα βιβλίο’’, το αντίθετο όταν πιστεύω ότι πρόκειται για καλό βιβλίο δεν θα το αποφύγω. Όσα κοροϊδεύω δεν πρόκειται να τα….πράξω. Δεν άντεξα όμως τόσο over-dose Τατσόπουλου και γράφω γιατί δεν θα διαβάσω (θα αφήσω να περάσουν μήνες ή χρόνια και να…απεξαρτηθώ) το βιβλίο. Αυτά για να μην παρεξηγηθώ και κατηγορηθώ για δυσφήμιση. Ούτως ή άλλως, το βιβλίο έχει ήδη μια φοβερά επιτυχημένη πορεία, είναι νούμερο 1 στις περισσότερες λίστες ευπώλητων και του εύχομαι με κάθε ειλικρίνεια ακόμη πιο μακρινό ταξίδι στις πωλήσεις. Ούτε θα μπω στη λογική της…κακοήθειας και των όσων ψιθυρίζονται στη λογοτεχνική πιάτσα ότι με την πρόσκαιρη αλλαγή εκδοτικού οίκου ο Τατσόπουλος έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να πουλήσει και μακριά από τον Καστανιώτη. Αστεία πράγματα με ψήγματα εμπάθειας, μακριά από μένα όλα αυτά. Δεν με ενόχλησε επίσης η υπερ-προβολή του. Ήμουν, είμαι και θα είμαι με τους συγγραφείς σταρ. Μέσα απ΄αυτούς κερδίζει πόντους και αναγνώστες όλη η λογοτεχνία, αναβαθμίζεται όλος ο χώρος. Με ενόχλησε κάτι απλό, μικρό, ειλικρινές και ανθρώπινο. Όταν ένας συγγραφέας αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να βγάλει τα προσωπικά του σώψυχα στη φόρα (ή φόρα παρτίδα) δεν χρειάζεται να πει τίποτε άλλο. Δίνει μια, άντε δύο συνεντεύξεις και αφήνει τη δουλειά του να μιλήσει για αυτόν. Γιατί είναι η πιο προσωπική του δημιουργία, περισσότερο προσωπική υπόθεση από ότι είναι η ούτως ή άλλως μοναχική διαδικασία της γραφής ενός βιβλίου. Ο Σουρούνης στην τελευταία δουλειά έβγαλε ότι είχε και δεν είχε από μέσα του, έδωσε δύο συνεντεύξεις και τον…ψάχνουν, όλοι οι υπόλοιποι, γιατί έχει εξαφανιστεί σε άγνωστη κατεύθυνση και προορισμό. Ο Κουμανταρέας στην τελευταία του δουλειά (για όποιον μπορεί να καταλάβει τι διαβάζει) ξεγυμνώνεται και λέει πράγματα για τον εαυτό του που σοκάρουν, ίσως γιατί και λόγω ηλικίας δεν έχει πια τίποτα να φοβηθεί η κάτι για το οποίο πρέπει να απολογηθεί. Δεν νομίζω παρ΄όλα αυτά να έχω δει ούτε μια συνέντευξή του. Όταν βγάζεις και καταθέτεις την ψυχή σου στις σελίδες ενός βιβλίου αποσύρεσαι στις σκιές, λέει η κοινή λογική. Ακόμη και ένα βιβλίο που σύμφωνα με τα λεγόμενα του δημιουργού γράφτηκε με αποστασιοποίηση συναισθημάτων, νομίζω με την φτωχή αφελή λογική μου, ότι ’’νικάει’’ τον δημιουργό του, είναι σημαντικότερο του γιατί ακριβώς η ίδια η αυτοβιογραφική λογική του το κάνει σπουδαιότερο του δημιουργού. Ο Τατσόπουλος με έπεισε ότι είναι σημαντικότερος του βιβλίου του, με έπεισε να καταθέσω 16 ευρώ για την αγορά του αλλά δεν με έπεισε ότι υπάρχει λόγος στην παρούσα φάση να το διαβάσω. Αντίθετα, στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές αφιέρωσα μια μέρα για να (ξανα)διαβάσω το ’’Τιμής Ένεκεν’’. Και λόγω τιμής πολύ το απόλαυσα.
Υ.Γ. Τυπική λεπτομέρεια. Σε αντιδιαστολή με το χείμαρρο των συνεντεύξεων ανακάλυψα το ίδιο διάστημα μόνο δύο (ναι, 2) κριτικές. Του κ. Χατζηβασιλείου στην Ελευθεροτυπία και της κ. Κοτζιά στην Καθημερινή. Θετικές και οι δύο αλλά μόνο δύο για ένα τόσο διαφημισμένο βιβλίο. Υπερβολικά λίγες για την ουσία του θέματος που επαναλαμβάνω είναι το ίδιο το βιβλίο και το περιεχόμενο του.
1. Καθημερινή, προ διμήνου συνέντευξη στον Ηλία Μαγκλίνη με τίτλο ’’Ο Τατσόπουλος γράφει σε πρώτο πρόσωπο’’. Επιτυχία της εφημερίδας, αποκλειστικό όπως το λένε στη δημοσιογραφική γλώσσα αφού ξετυλίγεται για πρώτη φορά (αν και στο κείμενο αναφέρεται ότι ήδη ο συγγραφέας είχε μιλήσει για το θέμα, συμπτωματικά, στην ίδια εφημερίδα το 1999) η υπόθεση του νέου του βιβλίου ’’Η καλοσύνη των ξένων’’ και η γνωστή -πλέον- και στον τελευταίο βιβλιόφιλο υπόθεση της υιοθεσίας του. ’’Το βιβλίο είναι εκείνη η συνέντευξη των 300 λέξεων’’, λέει ο Τατσόπουλος και αποκαλύπτει με λεπτομέρειες τι περιλαμβάνει το βιβλίο, από πού εμπνεύστηκε τον τίτλο και το χαρακτηρίζει ’’αντί-συναισθηματικό’’. Ένα το κρατούμενο: Η λέξη κλειδί συναίσθημα την οποία θα συναντήσουμε και παρακάτω.
2. Εφημερίδα Νέα (ο Τατσόπουλος είναι βιβλιοκριτικός και συνεργάτης της εφημερίδας), στήλη Λοξή Ματιά της Μικέλας Χαρτουλάρη (αρχισυντάκτριας του ενθέτου Βιβλιοδρόμιο και άμεσης προϊσταμένης του), Σάββατο 4 Νοεμβρίου. Τίτλος ’’Είμαι υιοθετημένος’’. Το ξέρουμε βεβαίως ήδη από την…Καθημερινή λίγες μόλις μέρες νωρίτερα! Εδώ, η αναφορά του συγγραφέα αρχίζει από το θάνατο της φυσικής του μητέρας και συνεχίζεται με τις προσπάθειες του (που περιγράφονται στο βιβλίο) για να βρει τους φυσικούς του γονείς όταν πληροφορείται στα 19 του ότι είναι υιοθετημένος. ’’όλα λέγονται με αντι-συναισθηματικό τρόπο’’, επισημαίνει η κυρία Χαρτουλάρη.
3. Ελεύθερος Τύπος, Δευτέρα 6 Νοεμβρίου, δύο ημέρες αργότερα. Συνέντευξη Πέτρου Τατσόπουλου στην Ελπίδα Πασαμιχάλη. Ξαναδιαβάζουμε πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση του να γράψει αυτό το βιβλίο και μιλάει για τις σχέσεις του με τους θετούς και φυσικούς γονείς του.
4. Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Νοεμβρίου. Συνέντευξη στον διευθυντή του περιοδικού Γιάννη Μπασκόζο με τίτλο ’’ποιος είναι ο Πέτρος Βασσάλος’’. Ξανά ερωτο-απαντήσεις για την απόφαση του να γράψει για την προσωπική του εμπειρία, ο Τατσόπουλος επαναλαμβάνει ότι δεν αντιμετωπίζει μελοδραματικά το θέμα, δηλώνει ότι η προσέγγιση του θέματος του δεν είναι λαϊκή και αυτό θα του κοστίσει αντίτυπα(!!!, τα θαυμαστικά δικά μου), και τα ήδη ειπωμένα για θετούς και φυσικούς γονείς.
5. Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου, περιοδικό ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Ελευθεροτυπίας, συνέντευξη Τατσόπουλου στον Μισέλ Φάις. Τίτλος: ’’Όλοι επινοούμε την εικόνα μας’’ με τον Μ.Φ. να ξεκαθαρίζει ότι δεν τον ενδιαφέρει το θέμα της υιοθεσίας αλλά της γραφής. Μαθαίνουμε από την πρώτη ερώτηση ότι ο Τατσόπουλος κρατούσε μυστικό (για τον κόσμο) το θέμα της υιοθεσίας αλλά το εκμυστηρευόταν στις γυναίκες! Ευχάριστη αλλαγή και ο Τατσόπουλος με χαρτοπαικτική λογική στην επόμενη ερώτηση, ως καλός ποκαδόρος, θολώνει τα νερά και λέει ότι θα μπορούσε ακόμη και να έχει επινοήσει την ιστορία! Δεν είμαι καλός ποκαδόρος και παραλίγο να τον πιστέψω!!! Πιο κάτω, ξαναμαθαίνουμε ότι το έργο δεν γράφτηκε για ψυχαναλυτικούς λόγους και κλείνει ένα ευχάριστο δισέλιδο. Η γραφή δεν ξεκλειδώθηκε πάντως…
6. Ρελάνς (…ποκαδόρικη ορολογία) στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και στο ένθετο περιοδικό για τις τέχνες. Εδώ ο Τατσόπουλος στην Σταυρούλα Παπασπύρου φεύγει από την τράπουλα και πάει στη…μπίλια. ’’Η υιοθεσία είναι μια ρουλέτα’’ ο τίτλος. ’’Δεν εκβιάζω συναισθήματα’’, η πρώτη απάντηση του Τατσόπουλου, ενώ στον πρόλογο αναφέρεται ότι πλάνταξε στα κλάματα με μια ταινία του Κώστα Πρέκα για το παιδομάζωμα. Ξανά ερωτοαπαντήσεις για το πώς βίωσε τη γνώση ότι είναι υιοθετημένος και ένας νέος κύκλος που αφορά θετή και φυσική μητέρα.
7. Βήμα Κυριακής, ένθετο βιβλίου, μέσα στο Δεκέμβριο, συνέντευξη Τατσόπουλου στη Λώρη Κέζα με τίτλο ’’Η ιστορία μιας υιοθεσίας’’. Ξαναμαθαίνουμε ότι το βιβλίο ανήκει σε ένα υβριδικό είδος, ότι δεν αντιμετώπισε με συναίσθημα την όλη ιστορία (είπαμε η λέξη κλειδί είναι το συναίσθημα) και φυσικά για πολλοστή φορά την κοινωνική κατάσταση της Κρήτης του 1959.
8. Χαριστική βολή την περασμένη Κυριακή, συνέντευξη Τατσόπουλου στο Πρώτο Θέμα και την Τίνα Μανδηλαρά. Για τρίτη η τέταρτη φορά μαθαίνουμε (διότι η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης) ότι τον επηρρέασε η Οργή του Βιγκενστάιν, ότι κρατήθηκε μακριά από το μελοδραματικό μεδούλι, ότι οι πραγματικές ιστορίες είναι της μόδας και φυσικά τις αντιδράσεις του όταν έμαθε ότι είναι υιοθετημένος. Μαζί της μαθαίνουν και οι τελευταίοι 250.000 αναγνώστες εφημερίδων στη χώρα.
9. Δεν τελειώσαμε…Κάπου στο ενδιάμεσο υπάρχει και μια τηλεοπτική συνέντευξη στην εκπομπή του Σταύρου Θεοδωράκη αλλά δυστυχώς δεν την είδα διότι οι σχέσεις μου ως τηλεθεατή με την τηλεόραση είναι πολύ μακρινές! Φαντάζομαι όμως τι περίπου ειπώθηκε και μου είπαν ότι ο Π.Τ. ήταν εξαιρετικός…
Ξεκαθαρίζω κάτι για να μην παρεξηγηθώ. Το βιβλίο το αγόρασα! Διότι το μάρκετινγκ και η ’’πλύση εγκεφάλου’’ του Τατσόπουλου ή των δημοσιογράφων αποδείχθηκε ανίκητο. Δεν μου κάνει κέφι όμως να διαβάσω ούτε τον πρόλογο η το οπισθόφυλλο! Είμαι βέβαιος ότι είναι καλογραμμένο διότι ο Τατσόπουλος της Καρδιάς του κτήνους, των Ανηλίκων, της Πρώτης Εμφάνισης και (ειδικά) του Τιμής Ενεκεν είναι σαρκαστικός, ανατρεπτικός και απολαυστικός σε ύφος και γραφή συγγραφέας. Τι να διαβάσω όμως μετά από οκτώ πολυσέλιδες συνεντεύξεις (και ίσως και αρκετές άλλες σε περιοδικά που μου διέφυγαν); Ουδέποτε θα γράψω ’’μην αγοράσετε ένα βιβλίο’’, το αντίθετο όταν πιστεύω ότι πρόκειται για καλό βιβλίο δεν θα το αποφύγω. Όσα κοροϊδεύω δεν πρόκειται να τα….πράξω. Δεν άντεξα όμως τόσο over-dose Τατσόπουλου και γράφω γιατί δεν θα διαβάσω (θα αφήσω να περάσουν μήνες ή χρόνια και να…απεξαρτηθώ) το βιβλίο. Αυτά για να μην παρεξηγηθώ και κατηγορηθώ για δυσφήμιση. Ούτως ή άλλως, το βιβλίο έχει ήδη μια φοβερά επιτυχημένη πορεία, είναι νούμερο 1 στις περισσότερες λίστες ευπώλητων και του εύχομαι με κάθε ειλικρίνεια ακόμη πιο μακρινό ταξίδι στις πωλήσεις. Ούτε θα μπω στη λογική της…κακοήθειας και των όσων ψιθυρίζονται στη λογοτεχνική πιάτσα ότι με την πρόσκαιρη αλλαγή εκδοτικού οίκου ο Τατσόπουλος έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να πουλήσει και μακριά από τον Καστανιώτη. Αστεία πράγματα με ψήγματα εμπάθειας, μακριά από μένα όλα αυτά. Δεν με ενόχλησε επίσης η υπερ-προβολή του. Ήμουν, είμαι και θα είμαι με τους συγγραφείς σταρ. Μέσα απ΄αυτούς κερδίζει πόντους και αναγνώστες όλη η λογοτεχνία, αναβαθμίζεται όλος ο χώρος. Με ενόχλησε κάτι απλό, μικρό, ειλικρινές και ανθρώπινο. Όταν ένας συγγραφέας αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να βγάλει τα προσωπικά του σώψυχα στη φόρα (ή φόρα παρτίδα) δεν χρειάζεται να πει τίποτε άλλο. Δίνει μια, άντε δύο συνεντεύξεις και αφήνει τη δουλειά του να μιλήσει για αυτόν. Γιατί είναι η πιο προσωπική του δημιουργία, περισσότερο προσωπική υπόθεση από ότι είναι η ούτως ή άλλως μοναχική διαδικασία της γραφής ενός βιβλίου. Ο Σουρούνης στην τελευταία δουλειά έβγαλε ότι είχε και δεν είχε από μέσα του, έδωσε δύο συνεντεύξεις και τον…ψάχνουν, όλοι οι υπόλοιποι, γιατί έχει εξαφανιστεί σε άγνωστη κατεύθυνση και προορισμό. Ο Κουμανταρέας στην τελευταία του δουλειά (για όποιον μπορεί να καταλάβει τι διαβάζει) ξεγυμνώνεται και λέει πράγματα για τον εαυτό του που σοκάρουν, ίσως γιατί και λόγω ηλικίας δεν έχει πια τίποτα να φοβηθεί η κάτι για το οποίο πρέπει να απολογηθεί. Δεν νομίζω παρ΄όλα αυτά να έχω δει ούτε μια συνέντευξή του. Όταν βγάζεις και καταθέτεις την ψυχή σου στις σελίδες ενός βιβλίου αποσύρεσαι στις σκιές, λέει η κοινή λογική. Ακόμη και ένα βιβλίο που σύμφωνα με τα λεγόμενα του δημιουργού γράφτηκε με αποστασιοποίηση συναισθημάτων, νομίζω με την φτωχή αφελή λογική μου, ότι ’’νικάει’’ τον δημιουργό του, είναι σημαντικότερο του γιατί ακριβώς η ίδια η αυτοβιογραφική λογική του το κάνει σπουδαιότερο του δημιουργού. Ο Τατσόπουλος με έπεισε ότι είναι σημαντικότερος του βιβλίου του, με έπεισε να καταθέσω 16 ευρώ για την αγορά του αλλά δεν με έπεισε ότι υπάρχει λόγος στην παρούσα φάση να το διαβάσω. Αντίθετα, στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές αφιέρωσα μια μέρα για να (ξανα)διαβάσω το ’’Τιμής Ένεκεν’’. Και λόγω τιμής πολύ το απόλαυσα.
Υ.Γ. Τυπική λεπτομέρεια. Σε αντιδιαστολή με το χείμαρρο των συνεντεύξεων ανακάλυψα το ίδιο διάστημα μόνο δύο (ναι, 2) κριτικές. Του κ. Χατζηβασιλείου στην Ελευθεροτυπία και της κ. Κοτζιά στην Καθημερινή. Θετικές και οι δύο αλλά μόνο δύο για ένα τόσο διαφημισμένο βιβλίο. Υπερβολικά λίγες για την ουσία του θέματος που επαναλαμβάνω είναι το ίδιο το βιβλίο και το περιεχόμενο του.
Monday, January 01, 2007
First book of the rest of your life
Επιστρέφοντας από μια πολύ ευχάριστη ’’απομόνωση’’ (στην κορυφή ενός βουνού χωρίς εφημερίδες, φορητό υπολογιστή, σύνδεση στο δίκτυο αλλά με πολλά βιβλία) αντιλήφθηκα ότι… έχασα τα πρώτα γενέθλια του μπλογκ! Στις 27 Δεκεμβρίου όταν δανειζόμουν παραφρασμένο (πρόσθεσα ένα…g και μετέτρεψα την αναγνωστική αφομοίωση σε αναγνωστική…ανασκαφή) τον τίτλο του πρώτου αμερικάνικου περιοδικού που διάβασα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, για διαδικτυακή ’’μάσκα’’ και δημιουργούσα αυτό το χώρο δεν περίμενα πολλά η για την ακρίβεια δεν περίμενα τίποτα! Κι’ όμως ένα χρόνο, 43.000 επισκέψεις και πάνω από 65.000 page views αργότερα, αποδείχθηκε ότι η δύναμη ενός μπλογκ δεν είναι τα κείμενα του αλλά οι επισκέπτες του. Και αυτή η ετερόκλητη και ανομοιογενής παρέα που σχηματίστηκε εδώ (με μοναδική κοινή συνισταμένη την αγάπη για τα βιβλία) όχι μόνο δημιούργησε ένα βιβλιοφιλικό χώρο γεμάτο προβληματισμούς, ανταλλαγές απόψεων και –συνήθως- εποικοδομητικούς διαλόγους αλλά άνοιξε το δρόμο μέσα από τα ηλεκτρονικά μονοπάτια του blogging. Σήμερα, ένα χρόνο μετά, είμαστε πολλοί…Οι βιβλιόφιλοι δημιουργούν άφοβα μπλογκ και γράφουν τις απόψεις τους, ορισμένες από τις οποίες όπως του φίλτατου librofilo ή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή είναι σκάλες ανώτερες απ΄ αυτές που διαβάζουμε στον ημερήσιο τύπο. Πριν ένα χρόνο κανείς δεν πίστευε ότι ένα blog με αποκλειστικά βιβλιοφιλικά ενδιαφέροντα και προσανατολισμούς θα είχε οποιοδήποτε ενδιαφέρον και μακροημέρευση. Οι συγγραφείς ανοίχθηκαν στο διαδίκτυο και ξέφυγαν από τα προσωποκεντρικά site, μπήκαν πια σε ανοικτό διαδραστικό διάλογο με τους αναγνώστες τους. Τότε, πριν ένα χρόνο, υπήρχαν μόνο ο Νίκος Δήμου και ο Αλέξης Σταμάτης.
Το blog της ελληνικής λογοτεχνίας κατόρθωσε και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα με βάση τις….προγραμματικές ιδρυτικές δεσμεύσεις της 27ης Δεκεμβρίου 2005 να αναδείξει τη δουλειά νέων συγγραφέων. Εδώ διαβάσατε για πρώτη φορά σχόλια, κριτικές ή αναφορές στις δουλειές του Κουτσάκη, του Ζευγώλη, του Βουράκη, του Τρεχλή, του Χαρτιάτη και αρκετών ακόμη που η mainstream κριτική αγνοεί, αδιαφορεί ή προσπερνάει.
Οπαδός του think positive πιστεύω ότι το 2007 θα αποτελέσει την χρονιά-έκρηξη στα μπλογκ για τους εραστές της ελληνικής λογοτεχνίας και σιγά-σιγά (αυτός είναι ο επόμενος μεγάλος στόχος) στο διάλογο θα μπουν, ξεπερνώντας την αδιαφορία ή την προκατάληψη oι εκδότες και οι επίσημοι φορείς. Τώρα πια, οι όψιμοι υβριστές ξέρουν ότι ο χώρος θα συνεχίσει να υφίσταται, εκείνοι που με χαρακτήριζαν ως γραφικό και προσπαθούσαν να με λοιδωρήσουν μάλλον αναθεώρησαν. Και αυτό επαναλαμβάνω οφείλεται σε όλους εσάς, άρα χρωστάω 43.000 ξεχωριστά ευχαριστώ από καρδιάς και όχι για λόγους τυπικής αβροφροσύνης.
Αντ’ αυτού, προτιμώ να γράψω ένα σε μια κυρία που πέραν του σπάνιου αναγνωστικού της ένστικτου (δεν νομίζω ότι έχει αντίπαλο σ’ αυτό τον τομέα) και πολλών άλλων αρετών της ήταν εκείνη που πολλάκις με έπεισε με τον τρόπο της ότι περισσότερο από τα ορατά ή αόρατα αποτελέσματα μετράει αυτή καθαυτή η ’’αξία της γραφής’’. Λυπάμαι που δεν μπορώ δημόσια να της αποδώσω ονομαστικά αυτό που της αξίζει. Δεν το κάνω διότι ως κρυπτώνυμος σέβομαι την επιθυμία ανωνυμίας της αλλά γιατί αν την αναφέρω θα χάσω την πολύτιμη φιλία της.
Ως διαχειριστής του blog (διότι αυτό ήμουν και αυτό συνεχίζω να είμαι) κατέγραψα σ΄ αυτές τις 365 ημέρες:
177 διαφορετικά ποστ, τα 39 αφορούσαν κριτικές βιβλίων (το ένα με τη…συνεργεία της lady chill), 79 αναρτήθηκαν υπό τον τίτλο ’’Ξεφυλλίζοντας’’, επτά αφορούσαν διηγήματα που γράφτηκαν σε άλλα μπλογκ, δύο παρουσιάσεις site εκδοτικών οίκων, ενώ τα υπόλοιπα πενήντα είτε ασχολήθηκαν με διάφορα θέματα λογοτεχνίας (λογοκλοπή, απαγορευμένα βιβλία, λογοτεχνικά βραβεία, αναδημοσιεύσεις άθρων, παρουσίαση όλων των site συγγραφέων στο διαδίκτυο), είτε σε ορισμένες περιπτώσεις (λιγοστές) μουσικούς, συναυλίες κλπ.
Είδατε 88 εξώφυλλα βιβλίων, 37 φωτογραφίες συγγραφέων (και άλλες 19 μη λογοτεχνικές), έγινε αναφορά ή παρουσίαση σε 312 διαφορετικά βιβλία ελλήνων ή ξένων συγγραφέων, παρουσιάστηκαν 86 διαφορετικοί λογοτεχνικοί χώροι στο διαδίκτυο, 21 μπλογκ λογοτεχνών και 11 λογοτεχνικά περιοδικά (χάρτινα ή ηλεκτρονικά).
Επιμένω, ότι η δύναμη του μπλογκ ήταν η συμμετοχή όλων όσων το επισκέπτονται (38.000 επισκέψεις από τον Μάιο μέχρι το Δεκέμβριο) και αυτή εκφράστηκε με 1970 διαφορετικά σχόλια (το 1000ο από την angeta στις 12 Ιουλίου) τα περισσότερα εκ των οποίων άνοιγαν και ένα ξεχωριστό θέμα συζήτησης ή προκαλούσαν ποικίλες αντιδράσεις.
Εύχομαι σε όλους ένα ευτυχισμένο, ειρηνικό και γεμάτο υγεία 2007. Από αύριο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, το μπλογκ επιστρέφει στη συνήθη ροή του. Δεν ξεχνάμε ποτέ ότι ακόμη και στο χειρότερο βιβλίο αντιστοιχεί και αξίζει ένας τουλάχιστον αναγνώστης, χαμογελάμε και παραφράζοντας τους στίχους First book of the rest of your life διαβάζουμε ασταμάτητα…
Το blog της ελληνικής λογοτεχνίας κατόρθωσε και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα με βάση τις….προγραμματικές ιδρυτικές δεσμεύσεις της 27ης Δεκεμβρίου 2005 να αναδείξει τη δουλειά νέων συγγραφέων. Εδώ διαβάσατε για πρώτη φορά σχόλια, κριτικές ή αναφορές στις δουλειές του Κουτσάκη, του Ζευγώλη, του Βουράκη, του Τρεχλή, του Χαρτιάτη και αρκετών ακόμη που η mainstream κριτική αγνοεί, αδιαφορεί ή προσπερνάει.
Οπαδός του think positive πιστεύω ότι το 2007 θα αποτελέσει την χρονιά-έκρηξη στα μπλογκ για τους εραστές της ελληνικής λογοτεχνίας και σιγά-σιγά (αυτός είναι ο επόμενος μεγάλος στόχος) στο διάλογο θα μπουν, ξεπερνώντας την αδιαφορία ή την προκατάληψη oι εκδότες και οι επίσημοι φορείς. Τώρα πια, οι όψιμοι υβριστές ξέρουν ότι ο χώρος θα συνεχίσει να υφίσταται, εκείνοι που με χαρακτήριζαν ως γραφικό και προσπαθούσαν να με λοιδωρήσουν μάλλον αναθεώρησαν. Και αυτό επαναλαμβάνω οφείλεται σε όλους εσάς, άρα χρωστάω 43.000 ξεχωριστά ευχαριστώ από καρδιάς και όχι για λόγους τυπικής αβροφροσύνης.
Αντ’ αυτού, προτιμώ να γράψω ένα σε μια κυρία που πέραν του σπάνιου αναγνωστικού της ένστικτου (δεν νομίζω ότι έχει αντίπαλο σ’ αυτό τον τομέα) και πολλών άλλων αρετών της ήταν εκείνη που πολλάκις με έπεισε με τον τρόπο της ότι περισσότερο από τα ορατά ή αόρατα αποτελέσματα μετράει αυτή καθαυτή η ’’αξία της γραφής’’. Λυπάμαι που δεν μπορώ δημόσια να της αποδώσω ονομαστικά αυτό που της αξίζει. Δεν το κάνω διότι ως κρυπτώνυμος σέβομαι την επιθυμία ανωνυμίας της αλλά γιατί αν την αναφέρω θα χάσω την πολύτιμη φιλία της.
Ως διαχειριστής του blog (διότι αυτό ήμουν και αυτό συνεχίζω να είμαι) κατέγραψα σ΄ αυτές τις 365 ημέρες:
177 διαφορετικά ποστ, τα 39 αφορούσαν κριτικές βιβλίων (το ένα με τη…συνεργεία της lady chill), 79 αναρτήθηκαν υπό τον τίτλο ’’Ξεφυλλίζοντας’’, επτά αφορούσαν διηγήματα που γράφτηκαν σε άλλα μπλογκ, δύο παρουσιάσεις site εκδοτικών οίκων, ενώ τα υπόλοιπα πενήντα είτε ασχολήθηκαν με διάφορα θέματα λογοτεχνίας (λογοκλοπή, απαγορευμένα βιβλία, λογοτεχνικά βραβεία, αναδημοσιεύσεις άθρων, παρουσίαση όλων των site συγγραφέων στο διαδίκτυο), είτε σε ορισμένες περιπτώσεις (λιγοστές) μουσικούς, συναυλίες κλπ.
Είδατε 88 εξώφυλλα βιβλίων, 37 φωτογραφίες συγγραφέων (και άλλες 19 μη λογοτεχνικές), έγινε αναφορά ή παρουσίαση σε 312 διαφορετικά βιβλία ελλήνων ή ξένων συγγραφέων, παρουσιάστηκαν 86 διαφορετικοί λογοτεχνικοί χώροι στο διαδίκτυο, 21 μπλογκ λογοτεχνών και 11 λογοτεχνικά περιοδικά (χάρτινα ή ηλεκτρονικά).
Επιμένω, ότι η δύναμη του μπλογκ ήταν η συμμετοχή όλων όσων το επισκέπτονται (38.000 επισκέψεις από τον Μάιο μέχρι το Δεκέμβριο) και αυτή εκφράστηκε με 1970 διαφορετικά σχόλια (το 1000ο από την angeta στις 12 Ιουλίου) τα περισσότερα εκ των οποίων άνοιγαν και ένα ξεχωριστό θέμα συζήτησης ή προκαλούσαν ποικίλες αντιδράσεις.
Εύχομαι σε όλους ένα ευτυχισμένο, ειρηνικό και γεμάτο υγεία 2007. Από αύριο, καλώς εχόντων των πραγμάτων, το μπλογκ επιστρέφει στη συνήθη ροή του. Δεν ξεχνάμε ποτέ ότι ακόμη και στο χειρότερο βιβλίο αντιστοιχεί και αξίζει ένας τουλάχιστον αναγνώστης, χαμογελάμε και παραφράζοντας τους στίχους First book of the rest of your life διαβάζουμε ασταμάτητα…