Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Thursday, January 04, 2007

 

(8) Χρυσά Λογοτεχνικά Βατόμουρα 2006 (μέρος 1ον)

Στην περσινή ανασκόπηση της λογοτεχνικής σοδειάς το blog καθιέρωσε δύο λίστες προσωπικής…επινόησης. Τα βιβλία που πούλησαν αν και δεν συγκέντρωσαν καλές· κριτικές ή γενικά ήταν κατώτερα της εμπορικής επιτυχίας και της λογοτεχνικής αξίας του. Και αντίστοιχα, εκείνα που αγνοήθηκαν αν και θα μπορούσαν λόγω αξίας να είναι μέσα στα ευπώλητα αν είχαν γίνει αντιληπτά και δεν τα είχαν προσπεράσει οι αξιότιμοι κριτικοί η είχαν ασχοληθεί λίγο παραπάνω μαζί τους οι εκδοτικοί οίκοι που τα έριξαν στην αγορά και τα άφησαν…ακυβέρνητα.
Ξεκινάμε τις φετινές ανασκοπήσεις σε συνέχειες με τα….Χρυσά λογοτεχνικά Βατόμουρα. Οκτώ βιβλία που κατά την προσωπική μου άποψη υπερεκτιμήθηκαν και έκαναν και καλή εμπορική πορεία. Θα φτάσουμε έτσι τις επόμενες μέρες στο νούμερο 1 της λίστας που θα πάρει….επάξια τη θέση του περσινού ’’Δύο μέρες μόνο’’ του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ) που ευτυχώς δεν θα έχει φέτος sequel μετά τη μνημειώδη αποτυχία της αντίστοιχης συνέχειας του σίριαλ.
Νο 8 Το σπίτι και το κελί, Χρήστος Χωμενίδης (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ).
Αν ένας συγγραφέας με έκανε να αγαπήσω τη νεότερη γενιά δημιουργών ήταν ο Χρήστος Χωμενίδης. Ο παλιός καλός Χωμενίδης. Σε ελεύθερη πτώση η λόγοτεχνική του έμπνευση εκφράστηκε στο τελευταίο του βιβλίο. Περισσότερα στο αρχείο του μπλογκ και στην κριτική (μιας από τις πρώτες σ’ αυτό το χώρο) τέλη Δεκεμβρίου 2005 λίγες μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου.

Νο 7 Το ερωτικό των τεσσάρων, Λένα Διβάνη, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Χρήστος Χωμενίδης, Αύγουστος Κορτώ (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ).
Οι δύο άντρες συγγραφείς είναι μεταξύ των σταθερών αναγνωστικών επιλογών μου, η Μιχαλοπούλου αξιοπρόσεκτη και η Διβάνη (για μένα τουλάχιστον) αδιάφορη. Το σύνολο έμοιαζε σαν πολύ ελκυστικό αναγνωστικά και ακολουθούσε κλασικά χνάρια της ελληνικής λογοτεχνίας. Μυριβήλης, Καραγάτσης, Τερζάκης και Βενέζης ήταν οι πρώτοι έλληνες που συνεργάστηκαν σε μια συγγραφική σκυταλοδρομία (υπό την σκέπη της Εστίας) και εκείνη η αξεπέραστη δημιουργία φέρνει ακόμη και σήμερα ανατριχίλες αναγνωστικής απόλαυσης. Οι τέσσερις κλασικοί έλληνες δεν ασχολήθηκαν τόσο με το αποτέλεσμα που θα εισέπραττε ο αναγνώστης, όσο με ένα παιχνίδι δυσκολίας για τον…επόμενο. Τελικά, προέκυψε ένα αριστούργημα. Ακόμη όμως και η δεύτερη προσπάθεια (από τον ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ πριν από εννέα χρόνια) με τη σκυτάλη να παραλαμβάνουν Κώστας Μουρσελάς, Γιώργος Σκούρτης, Αντώνης Σουρούνης και Πέτρος Τατσόπουλος ήταν εξαιρετική αφού μπόρεσαν αρμονικά να εναλλάξουν την τραγωδία με την παρωδία και την ερωτική ατμόσφαιρα με κάτι από φιλμ νουάρ. Η σύγχρονη τετράδα διαλέγει ως πεδίο δράσης μια εκδρομή αποφοίτων λυκείου στη Μύκονο και προσπαθεί μέσα από υπερ-ρεαλιστικές καταστάσεις και μια υποτιθέμενη ανατρεπτική ειρωνεία να δημιουργήσει ένα (κυρίως) δροσερό και ευχάριστο συλλογικό ανάγνωσμα. Το αποτέλεσμα είναι σκέτη αποτυχία κυρίως γιατί η τετράδα είναι παντελώς ανομοιγενής. Και η προσκόλληση των συγγραφικών ετερονύμων ήταν καταδικασμένη εκ των προτέρων να δώσει ή ένα αριστούργημα ή κάτι αδιάφορο. Η Διβάνη ξεκινάει με μια προσπάθεια ηθογραφικής καταγραφής το βιβλίο που πρόσκαιρα σώζεται επειδή την πάσα παίρνει ο Κορτώ που μπορεί να ακολουθήσει το ψυχογράφημα της, έστω και στερεοτυπικά. Η Μιχαλοπούλου μοιάζει να οδηγεί την ιστορία στο σωστό δρόμο αλλά εκεί ακριβώς τελειώνουν τα πάντα. Ο Χωμενίδης μπερδεύει τη σάτιρα, την ανατροπή και τον σαρκασμό προσθέτοντας στο μίξερ αχρείαστη χυδαιότητα, ανατρέπει ότι έχουν φτιάξει οι τρεις προηγούμενοι και το πράγμα γίνεται ρώσικη σαλάτα. Η Διβάνη μοιάζει να μην συνέρχεται ποτέ από το…σοκ Χωμενίδη, ο Κορτώ ρίχνει ξαφνικά από το πουθενά ένα νέο χαρακτήρα, η Μιχαλοπούλου προσπαθεί να οδηγήσει την ιστορία σε ένα αξιοπρεπές φινάλε, το οποίο ο Χωμενίδης μετατρέπει (πάλι) σε κάτι που πιστεύει ότι εξυπηρετεί την ανατρεπτική ειρωνεία. Αντί δικού μου να αναπαράγω τον πολύ εύστοχο επίλογο του Κώστα Κατσουλάρη στην κριτική του στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ που νομίζω ότι με μια πρόταση ’’εκτελεί’’ το βιβλίο και το στέλνει στη λογοτεχνική λήθη. ’’Ερώτημα: Υπάρχει έστω κι ένας εκ των τεσσάρων που θα το υπέγραφε μόνος του αυτό το βιβλίο;’’.
Comments:
Καλημέρα Αναγνώστη,
Κατά τύχη, τα αναφερόμενα στο πόστ, μου είναι γνωστά.
Και ο Χωμενίδης και το μυθιστόρημα των 4.
Όταν πρωτοδιάβασα Χωμενίδη, δεν ήξερα τι να πώ. Ήταν το ύψος των περιστάσεων. Καλό βιβλίο, κακό βιβλίο; κάπου με ενοχλούσε το στυλάκι. Αυτό το δαιμονισμένο σέξ. Δεν μου ταίριαζε με την εικόνα του χώρου. Κάπου μου φαινότανε υπερβολικό και ξεκάρφωτο. Τέλος πάντων είπα, θα δούμε τα επόμενα. Τα επόμενα, μου άφησαν λιγότερη απορία περί του κακού βιβλίου. Όλα έτειναν προς το κακό βιβλίο. Αγόρασα όμως και το κελί, αλλά δεν το διάβασα ποτέ. Σταμάτησα στην δεύτερη σελίδα. Πάντα κάτι άλλο ξεκινούσα. Το δεύτερο (των 4ρων) το τελείωσα, επειδή ήταν μικρό. Σκέτη απογοήτευση! Τόσο που απέρριψα και τους 4! Μάλλον έχω άδικο. Αλλά τι να κάνω. Ο καθείς και τα γούστα του.
 
Post a Comment



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?