Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Thursday, June 21, 2007

 

10 Q and A. με την....Αργυρώ Μαντόγλου

Και τυπικά και ουσιαστικά αυτό είναι το τελευταίο ποστ αφού κλείνει τη μοναδική (τελικά) εκκρεμότητα που είχα. Την ανάρτηση της διαδικτυακής συζήτησης με τη μεταφράστρια, συγγραφέα και κριτικό (η σειρά της παράθεσης είναι περίπου η σειρά με την οποία την ανακάλυψα) Αργυρώ Μαντόγλου. Είχα διαβάσει στο παρελθόν αρκετά βιβλία που είχε μεταφράσει και θα συμφωνήσω με ένα πρόσφατο ποστ του Librofilo ότι στις δύο δουλειές του Κάρει έχει κάνει εξαιρετική απόδοση. Συμπτωματικά και μέσω μιας καλής φίλης πριν μερικούς ανακάλυψα το Bodyland το τελευταίο της βιβλίο και ανέτρεξα προς τα πίσω σε όλη της την προηγούμενη συγγραφική δουλειά (πλην κάποιων ποιητικών συλλογών της που δεν μπόρεσα να ανακαλύψω στην αγορά). Και το Βιρτζίνια Γουλφ καφέ και τα Βλέφαρα με τατουάζ που διάβασα μου άρεσαν και δείχνουν ότι η συγγραφέας έχει πολύ δρόμο ακόμη στη λογοτεχνία. Απάντησε στις 10 ερωτήσεις με πολύ ήρεμο και νηφάλιο ύφος, ενδεικτικό νομίζω και της γραφής της που κρύβει πολλές ’’υποδόριες’’ και όχι ηχηρές εκπλήξεις. Λυπάμαι που τα σχόλια του μπλογκ έχουν ’’κλείσει’’ (μαζί με το μπλογκ) αφού στερώ τη δυνατότητα και από την ίδια να δει τις αντιδράσεις και την απήχηση των όσων λέει και από εσάς τον σχολιασμό αλλά επειδή δεν θα βρίσκομαι ’’εδώ γύρω’’ για να παρέμβω αν υπάρξει κάποιο κακόβουλο σχόλιο προτιμώ αυτή τη μέθοδο. Αν πάντως υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις για την κ. Μαντόγλου ας μου αποσταλούν με μέιλ και θα φροντίσω να προωθηθούν στην ηλεκτρονική της διεύθυνση και να απαντήσει εκείνη απευθείας ώστε να μην κόψω εντελώς τη διαδικασία της επικοινωνίας. Κανονικά, υπήρχαν έτοιμες άλλες δύο συζητήσεις με ένα λογοτέχνη και ένα εκδότη αφού είχα στα χέρια μου τις απαντήσεις τους αλλά μου ζήτησαν να μην αναρτήσω τα σχετικά ποστ και είμαι υποχρεωμένος να το σεβαστώ. Δεν μου εξήγησαν τους λόγους (θέλω να πιστεύω ότι έχουν να κάνουν με την απενεργοποίηση του μπλογκ και όχι με κάτι άλλο) αλλά σε κάθε περίπτωση (επειδή δεν πρόλαβα να τους απαντήσω μια και υπάρχουν γύρω στα πενήντα ακόμη αναπάντητα μέιλ και ελάχιστος χρόνος από μέρους μου τους το γράφω σε δημόσια θέαση) όπως τόσους μήνες τώρα σεβάστηκα το απόρρητο της αλληλογραφίας μου ΄΄διέγραψα΄΄ και τις απαντήσεις τους που πάντως είχαν τεράστιο ενδιαφέρον και θα δημιουργούσαν αρκετές ’’αναταράξεις’’ στον κόσμο της λογοτεχνίας (ειδικά με τα όσα έλεγε και υποστήριζε ο εκδότης για την κατάσταση της λογοτεχνικής ’’βιομηχανίας΄΄). Προσωπικά βέβαια και παρά την απενεργοποίηση του μπλογκ δεν είχα κανένα πρόβλημα να τις αναρτήσω αλλά το όλο θέμα δεν με αφορά. Τυπικά και ουσιαστικά λοιπόν η αυλαία του μπλόγκ κατεβαίνει με τις 10 ερωτήσεις και τις ανάλογοες απαντήσεις από την κυρία Μαντόγλου.
1. Κριτικογράφος, συγγραφέας και μεταφράστρια. Τρεις διαφορετικές ιδιότητες που ενίοτε μπορεί να ’’εμπλακούν’’ μεταξύ τους. Έχουν γίνει μέσα σας οι διαχωρισμοί των ιδιοτήτων και πόσο εύκολη είναι η προσαρμογή κατά περίπτωση;

Κατ’ αρχήν όλα τα είδη έχουν την ιδιαιτερότητα τους αλλά θα έλεγα πως και οι τρεις δραστηριότητες είναι παραπληρωματικές της συγγραφικής ιδιότητας. Η μετάφραση, δηλαδή η απόδοση του έργου ενός άλλου συγγραφέα στη γλώσσα σου, είναι ιδανική άσκηση για όποιον καταπιάνεται με τη γραφή, καθώς η αναζήτηση της κατάλληλης λέξη ή φράσης προκειμένου να αποδοθεί πιστότερα η σκέψη ενός άλλου γραφιά αλλά και η «συμβίωση» με το πνευματικό προϊόν κάποιου άλλου μπορεί να αποβεί μια πολύτιμη εμπειρία. Η μετάφραση είναι η στενότερη δυνατή επαφή που μπορεί να έχει κανείς με το έργο κάποιου άλλου. Μέσα από αυτή μαθαίνεις πως αντιμετωπίστηκαν οι δυσκολίες που προέκυψαν, πως λύθηκαν ή ακόμα πως δεν λύθηκαν προβλήματα, μαθαίνεις να διακρίνεις τα φτηνά τεχνάσματα και τις επινοήσεις που δεν λειτούργησαν, με άλλα λόγια είναι ένας τρόπος διείσδυσης στο εργαστήρι ενός συγγραφέα που δεν είναι πάντα ορατό στην ανάγνωση.
Και μιλώντας για ανάγνωση θέλω να επισημάνω πως και οι τρεις ιδιότητες προϋποθέτουν την ικανότητα της ανάγνωσης αλλά παρά τις όποιες ομοιότητές τους απαιτείται διαφορετικής βαθμίδας ψυχική ετοιμότητα, πνευματική και συναισθηματική διαθεσιμότητα.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα όρια μέσα στα οποία να περιχαρακώνεται η κάθε ξεχωριστή ιδιότητα ούτε και υιοθετώ μια διαφορετική περσόνα κάθε φορά που καταγίνομαι με μια από αυτές τις ενασχολήσεις, καθώς όλα σχεδόν τα βιβλία που έχω μεταφράσει με ενδιέφεραν αφηγηματικά, όπως και τα βιβλία για τα οποία γράφω.
Αυτό που διαφέρει είναι ο βαθμός εμπλοκής. Στη μετάφραση αφήνομαι να με παρασύρει ο ρυθμός του πρωτότυπου, προσπαθώ να το υπηρετώ, απαλείφοντας τις δικές μου εμμονές και διεκδικήσεις, προσφέροντας στο κείμενο αυτά που χρειάζεται να αναδειχτεί με το μίνιμουμ της προσωπικής μου παρέμβασης. Η μετάφραση είναι και αυτή μια ανάγνωση, αλλά μια ανάγνωση που διακτινίζει το κείμενο και κατευθύνεται στην πριν από τις λέξεις διάστασή του, στη θεμελιώδη πρόθεση του συγγραφέα και για να γίνει αυτό πρέπει να λειτουργείς και λίγο διαισθητικά, να μαντεύεις τι ήθελε να πει ακόμα και και πριν το πει, και αυτό βέβαια είναι πολύ πιο πέρα από την απλή κατανόηση, είναι μια αδιαπραγμάτευτη αφομοίωση του σώματος του κειμένου προκειμένου να το μεταφέρεις στη δική σου γλώσσα. Επιπλέον επιλέγω συγγραφείς που νομίζω πως μπορώ να συγχρωτισθώ με τη φωνή τους, που η γλώσσα μου μπορεί να ντύσει το ρυθμό τους. Ξέρω πως μιλώ λιγάκι με όρους μουσικούς, αλλά όπως γνωρίζουμε η μουσικότητα είναι και αυτή μια ιδιότητα που κάνει μια γλώσσα ελκυστική, άλλη σκληρή κι άλλη αδιάφορη. Οι διακυμάνσεις της, οι μεταστροφές της, οι συνηχήσεις και οι παρηχήσεις της και πάνω από όλα οι σιωπές της. Ο μεταφραστής πρέπει να μάθει να ακούει τις σιωπές του κειμένου και να μην προσπαθεί οπωσδήποτε να τις κάνει λέξεις, να έχει την επινοητικότητα να της κάνει ό,τι το κείμενο του ζητάει.
Με άλλα λόγια είναι και η μετάφραση μια δημιουργία, αλλά θα έλεγα οροθετημένη.
Τώρα όσον αφορά την κριτική, είναι και αυτή μια ανάγνωση, όπου όμως ο αναγνώστης καλείται να διαβάσει και πίσω από τις γραμμές, τις προθέσεις, τις εμμονές του συγγραφέα, το έργο σε σχέση με τα προηγούμενα αλλά και με άλλα έργα της εποχής του και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο παράγει.
Γράφοντας για ένα βιβλίο προσπαθώ να ελέγξω τη συγκίνηση που μπορεί να μου δημιουργεί, να περιορίσω το δικό μου φορτίο και φόρτιση προκειμένου να αναδείξω αυτό το ίδιο.
Συνήθως γράφω για βιβλία συγγραφέων που εκτιμώ και πιστεύω πως οι συγγραφείς είναι οι καταλληλότεροι για να μιλήσουν για βιβλία ομότεχνών τους.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία όπως και μέσα από τη μετάφραση μπορείς να διακρίνεις τη δυσκολία, την εξέλιξη των χαρακτήρων, το κτίσιμο μιας κατάστασης και την κορύφωσή της, την απόκλιση και τον τρόπο χειρισμού του υλικού τους. Το οποίο βέβαια διαφέρει από συγγραφέα σε συγγραφέα ακόμα και από βιβλίο σε βιβλίο του ίδιου συγγραφέα.
Τώρα όσον αφορά τη δική μου γραφή είναι και αυτή μια κάποιου είδους μετάφραση και ανάγνωση, μετάφραση και ανάγνωση του
κόσμου, των σημείων, των σιωπών , των παύσεων και των εξάρσεων, μια μεταφορά εντυπώσεων, εμπειριών, μια απόπειρα διαχείρισης των μυστηρίων μόνο που μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία όχι τόσο για να τα επιλύσεις αλλά για να τους συστηθείς, να τους πεις σας είδα, σας αναγνώρισα σας πρόσεξα...ο συγγραφέας γνωρίζεται και σχετίζεται με τον κόσμο, φέρνοντας τον στην επιφάνεια.
Θα έλεγα πως στη δική μου γραφή δοκιμάζω βιώνω το μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας αλλά και έντασης ταυτόχρονα. Είμαι ελεύθερη να κατασκευάσω έναν κόσμο αλλά ταυτόχρονα είμαι και υπεύθυνη για τη λειτουργία του.
Πρόκειται για μια ανάγνωση του κόσμου, διαφορετική, ανατρεπτική απροσδόκητη που μπορεί να τον αλλάξεις και ό,τι βλέπεις σε βλέπει κι αυτό, ό,τι γράφεις σε γράφει κι αυτό, ό,τι κατασκευάζεις σε κατασκευάζει, με άλλα λόγια πρέπει να αφεθείς και ταυτόχρονα να ελέγχεις. Διττή κατάσταση. Γι’ αυτό απαιτητική. Εγώ τουλάχιστον δεν αντέχω να το κάνω για μεγάλα διαστήματα εξαντλούμαι. Γράφω αυτό που έχω να γράψω και μετά το αφήνω και καταπιάνομαι με κάτι άλλο. Για μεγάλα διαστήματα δεν μπορώ να το αγγίξω, καίει. Το πιάνω αργότερα, όταν είναι απόμακρο και μπορώ να το χειραγωγήσω, να κόψω και να ράψω να αλλάξω, έχει παγώσει και δεν με απειλεί, τότε λειτουργώ ψυχρά, χειρουργικά. Τότε δίνω μορφή, και επεξεργάζομαι το αρχικό ύφος. Το ύφος παράγεται στην κάψα της γραφής, μετά ακολουθεί η επεξεργασία.
Γράφω εν θερμώ. Δεν μεταφράζω ούτε γράφω κριτικές εν θερμώ. Ελπίζω αυτό να μην αλλάξει. Θέλω να γράφω εν θερμώ και να σβήνω, ό,τι περισσεύει, με ψυχρή αποστασιοποίηση. Με παγωμένο χέρι. Παγερή αντικειμενικότητα.

Επίσης, θέλω να προσθέσω πως η γραφή είναι και ευθύνη. Διαχείριση του υλικού που έχεις συσσωρεύσει, αλλά και ετοιμότητα σε σχέση με το αναπάντεχο, αυτό που αναδύεται γράφοντας και που δεν είμαστε πάντα σε θέση να κατανοήσουμε. Απαιτεί ετοιμότητα, ευελιξία, συνεχή παρατήρηση και διαθεσιμότητα αλλά πάνω από όλα την πίστη πως αυτό που κάνεις θα ολοκληρωθεί. Σίγουρα είναι η απαιτητικότερη ενασχόληση και όταν κάνω αυτό, όταν γράφω δηλαδή, δεν είμαι σε θέση να ασχοληθώ με τα υπόλοιπα. Ούτε καν με τα καθημερινά. Είναι ο αποκλειστικός χρόνος της γραφής.

2. Στα δύο τελευταία σας βιβλία (Βλέφαρα με τατουάζ, Bodyland) έρχονται στο προσκήνιο πολλές φορές και στιγμές μοναχικές γυναίκες εγκλωβισμένες σε συναισθηματικά αδιέξοδα και στο απρόσωπο των πόλεων. Αυτή είναι η αληθινή εικόνα της σύγχρονης ελληνίδας πίσω από την ενδεχόμενα αστραφτερή βιτρίνα που προβάλλει καθημερινά το life style;


Τα περί εγκλωβισμού και ασφυξίας το έγραψαν κάποιοι που σχολίασαν το βιβλίο. Εγώ δεν θεωρούσα τις ηρωίδες μου εγκλωβισμένες, τουλάχιστον όταν έγραφα για αυτές, αντιθέτως τις ένιωθα αποφασισμένες να δράσουν. Αλλά μπορεί για να συμβεί αυτό, ο εγκλωβισμός να είναι απαραίτητος, γιατί αναγκάζεσαι να αντιδράσεις.
Επίσης, όλοι είμαστε κατά κάποιο τρόπο εγκλωβισμένοι: σε ένα σώμα, σε μια ταυτότητα, σε ένα φύλο, σε μια κατάσταση ύπαρξης. Οι ηρωίδες μου αναζητούσαν μια κάποιου είδους μετατόπιση και για να γίνει αυτό, έπρεπε να συνειδητοποιήσουν τον περιορισμό και να υπερβούν όρια – κι αυτό κάνουν.

Ιδιαίτερα στο Bodyland που έχει και ως υπότιτλο «Ιστορίες δρόμου και τρόμου» οι ηρωίδες που τις συναντάμε σε σύγχρονους τόπους καταστολής , τις «επαρχίες» και τις περιφέρειες μιας χαώδους πραγματικότητας όπου το Lifestyle θέτει όρια, κανόνες και απαγορεύσεις –τηλεοπτικούς τόπους, ριάλιτι, καζίνο, γυμναστήρια, μπαρ, πλατείες- νιώθουν πως βρίσκονται υπό περιορισμό γιατί διαθέτουν ακόμα «ψήγματα υγείας». Στη χώρα αυτή για να την κατοικήσεις για να είσαι πολίτης της χρειάζεσαι διαβατήρια και εχέγγυα για να εισέλθεις και άπαξ και το κάνεις υπόκεισαι σε νόμους. Οι νόμοι αυτοί ασκούνται πάνω στο σώμα και κυρίως στο γυναικείο σώμα που είναι φορέας και δέκτης ιδεολογιών.
Το Bodyland είναι ένας ου τόπος που καλούμαστε να κατοικήσουμε σήμερα που οτιδήποτε πνευματικό είναι υπό διωγμό. Η Χώρασωμάτων είναι μια αόρατη αλλά πανταχού παρούσα χώρα, πιο πραγματική από την πραγματικότητα, προβάλλει παντού τη γεωγραφία της και είναι από όλες αναγνωρίσιμη.
Οι κάτοικοι του Bodyland νιώθουν ασφυκτικά γιατί αντιστέκονται στη γενικευμένη νόσο του Lifestyle. Στις έκρυθμες στιγμές τους το συνειδητοποιούν και βγαίνουν στο δρόμο να βρουν λύσεις, κι αν όχι λύσεις, μέσα από τη συνάντησή τους με έναν άγνωστο να συναντήσουν τον μεγάλο άγνωστο: τον εαυτό τους. Και αυτές είναι οι στιγμές τρόμου: όταν αντιλαμβάνονται το τι είναι πράγματι ικανοί να κάνουν. Συχνά βέβαια ο τρόμος προκαλείται και από μια απροσδόκητη και μάλλον ανεπιθύμητη εγγύτητα.
Θα έλεγα πως το βιβλίο παρουσιάζει ομοιότητες με ένα παλιότερο βιβλίο μου τη «Νύφη από Πολυεστέρα» μόνο που εκεί είναι εγκλωβισμένοι στα νύχια της Βελτίωσής τους. Οι ήρωες, άντρες και γυναίκες, των οποίων τα πρόσωπα είναι παρμένα από νεκρούς είναι θύματα της αισθητικής της μετα- τεχνολογικής, μετα- δικτυακής εποχής όπου το κυρίαρχο σύμπτωμα είναι η εμμονή με την τελειότητα, τη νεότητα και που έχει εξελιχτεί σε μια ομαδική υστερία «τελειότητας». Στο τοπίο αυτό πλανιέται στο χρόνο η φωνή μια νεκρής, συναντά το βελτιωμένο αντίγραφο της, την τέλεια εκδοχή του εαυτού της και ανατρέπει την εικονική της ευδαιμονία.
Βέβαια δίνω λύση: σε αυτό το ασφυκτικό τοπίο οι ανατρεπτικές δυνάμεις του έρωτα και της τέχνης κατορθώνουν να αγγίξουν κάποιους από τους βελτιωμένους οι οποίοι αρχίζουν ξανά να επιθυμούν, δηλαδή γίνονται ξανά ανθρώπινοι.
Και στο Bodyland το ίδιο συμβαίνει η επιθυμία βγάζει τις ηρωίδες από τον περιχαρακωμένο περίγυρο και τις ωθεί στην περιπλάνηση, στην εξάντληση της εμπειρίας.
Ηθικόν δίδαγμα: τροφοδοτείστε την επιθυμία!


3. Τα τοπία σας, οι πόλεις, οι χαρακτήρες σας ασφυκτιούν. Να υποθέσω αυθαίρετα ότι αυτό κρύβει μια προσωπική εμμονή φυγής από τη στερεοτυπική αστική πραγματικότητα; Η είναι απλά ότι βλέπετε γύρω σας, στην καθημερινότητά σας και μεταφέρεται στις σελίδες σας;

Βλέπουμε αυτό που είμαστε, το βλέμμα μας είναι κι ένας τρόπος, ένας τρόπος αποκωδικοποίησης του κόσμου. Αυτό που βλέπω ως ένα σημείο είναι αυτό που είμαι αλλά ταυτόχρονα αυτό που είμαι επηρεάζεται και από αυτό που κάνω: τη μετάφραση του κόσμου.
Αυτό που εσύ αποκαλείς «ασφυκτικό», εγώ το αποκαλώ «φυλακή των βεβαιοτήτων», όπου στην Ελλάδα ως συντηρητική χώρα, η βεβαιότητα θεωρείται καλό πράγμα, κάτι για το οποίο πρέπει να προσπαθήσεις. Εγώ δεν μάχομαι ούτε προσπαθώ για τη βεβαιότητα αλλά για τη διαχείριση των πολλαπλών αβεβαιοτήτων. Είμαι ανήσυχη, όπως και οι ηρωίδες μου.
Όσον αφορά την «εμμονή φυγής», θα έλεγα είναι η εμμονή μιας συνέχειας, μιας εξερεύνησης, να δουν και να βρουν το παρακάτω, το αλλότριο, να συνδιαλλαγούν με το «άλλο», να ανακαλύψουν έναν τρόπο συνύπαρξης της ευαισθησίας τους με τη σκληρότητα της ζωής τους, χωρίς να την εξορίσουν. Και κυρίως να κάνουν κάτι με τα βιώματά τους. Να τα δουν και ως ένα σύμπτωμα ανάλογο της εποχής τους, μια «αρρώστια» από την οποία πάσχουν κι άλλοι: ένας τρόπος να καταλάβεις τους άλλους είναι να παίρνεις τα ίδια φάρμακα, μετά περνάς και στους λόγους της συνταγογράφησής τους από τους ειδικούς. Είναι κι αυτός ένας τρόπος απόκτησης πολιτικής συνείδησης, ίσως λίγο αντίστροφος, κάπως ασύμβατος, αλλά παραμένει ένας τρόπος.

4. Βλέφαρα με τατουάζ. Οι ερωτευμένες γυναίκες τυφλώνονται από την προσωπικότητα του Ομέγα ή από έρωτα; Και γιατί Ομέγα, το τέλος όλων, το τέλος της αλφαβήτου;

Το βιβλίο γράφτηκε στο τέλος του αιώνα, όπου κυριαρχούσε η εσχατολογική διάθεση και όλη εκείνη η εμμονή με τη συντέλεια του κόσμου, το τέλος, το τέλος της ιστορίας, των αφηγήσεων, των βεβαιοτήτων, του πολιτισμού, και ό,τι άλλο. Ο αφηγητής μου είναι ο αφηγητής του τέλους και μοιραία ο αντρικός χαρακτήρας βαφτίστηκε συμβολικά με το τελευταίο γράμμα του αλφαβήτου. Νομίζω πως ήθελα να παρωδήσω την έννοια του απόλυτου, της απόλυτης γνώσης, της μιας και μοναδικής αλήθειας, ο Ομέγας, ο άντρας φορέας μιας ψευδο- εξουσίας και συνείδησης. Και φυσικά όσες τον συναντούν και τον ερωτεύονται τυφλώνονται. Γιατί μόνο ως τυφλή μπορεί να συνυπάρξεις με ένα τέτοιο ψεύδος, μια τόσο ετοιμόρροπη κατασκευή. Βέβαια, οι ηρωίδες μου δεν είναι πραγματικά τυφλές, κάνουν τις τυφλές, και κάποια στιγμή αναγκάζονται να ανοίξουν τα μάτια και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των ψευδαισθήσεών τους.
Η τύφλωση που επέρχεται από τον έρωτα είναι βέβαια και ένα μυητικό στάδιο για την επαφή με το μέσα, τον κρυμμένο εαυτό: σφαλίζεις τα μάτια και αφήνεσαι στην φαντασίωσή σου, τα ανοίγεις και περπατάς πια αλλιώς μετά την προπόνηση σου στον κόσμο των τυφλών έχεις πια αποκτήσει άλλες δεξιότητες.
Αυτά είναι και τα τατουάζ στα βλέφαρά τους: η μύηση στην εκούσια τυφλότητα, στο σβήσιμο του εγώ μέσα από τον έρωτα.


5. Ποιο νούμερο θα μπορούσε να καλέσει μια γυναίκα σήμερα και να μιλήσει σε ένα άγνωστο; Ποιο θα μπορούσε να είναι το αντίστοιχο του 69 Bodyland στη σύγχρονη Αθήνα; Μήπως το αντίστοιχο 69 bodyland βρίσκεται πλέον στα βάθη των υπολογιστών και του Internet;

Το νούμερο που θα μπορούσε να καλέσει είναι το δικό της και να μιλήσει στον εαυτό της. Και κατά κάποιο αυτό κάνει και όταν επικοινωνεί με αγνώστους στο ιντερνέτ: Μια προβολή των φαντασιώσεων της.
Ναι το ιντερνέτ λειτουργεί και ως μια «Πύλη για το Άγνωστο», αλλά αυτό το «Άγνωστο» είναι συνήθως ανάλογο και του Γνώριμου του καθενός και της καθεμιάς. Μια καθ’ ομοίωση προβολή. Ο καθένας διαβάζει αυτό που είναι και το αξιοποιεί ανάλογα με αυτό που είναι, ο κυβερνοχώρος είναι ένας ιδανικός τόπος προβολών, και τροφοδότησης του φαντασιακού. Νομίζω πως ναι λειτουργεί διεγερτικά γιατί υπάρχει ένας βαθμός ασφάλειας πίσω από την ανωνυμία και μπορείς να υποδυθείς όποιο ρόλο ή περσόνα γουστάρεις και παρά τα τρωτά της ψηφιακής επικοινωνίας με πολλούς και πολλαπλούς τρόπους σε βοηθάει να ακούσεις τον εαυτό σου μιλώντας σε αγνώστους. Σε ένα μετέπειτα στάδιο φυσικά σε εκδικούνται αυτά που η ψηφιακή επικοινωνία αποκλείει: οι αισθήσεις. Οι διαδικτυακές γνωριμίες είναι ένα παιχνίδι ανταλλαγής παραισθήσεων, οι προβολές είναι αναπόφευκτες και μοιραία θα υποστείς τις συνέπειες: την αποκαθήλωση των επινοήσεών σου.
Ποτέ κανένα πλάσμα της φαντασίας σου δεν βγήκε να σε συναντήσει, ποτέ κάποιος δεν προηγήθηκε της δικής σου έξαρσης, εκτός βέβαια από το Πλάσμα του Πλαστογράφου του Κάρει. Είναι φυσικό λοιπόν τα πλάσματα που συναντάς μέσα από ένα τέτοιο μέσον πάντα να υπολείπονται γιατί δεν είναι τα δικά σου, όσο αλληλογραφούσες ταυτίστηκες, έκανες τις προβολές σου και περίμενες αλλά αυτό που περίμενες δεν υπάρχει για αυτό και η απογοήτευση. Είναι όμως κι αυτή μια άκρως ενδιαφέρουσα εμπειρία και είναι και το θέμα ενός μελλοντικού μου βιβλίου, όπου το internet θα λειτουργεί και ως devilnet –κυριολεκτικά και μεταφορικά: Οι δαίμονες χωρίς πρόσωπο δεν είναι και τόσο τρομακτικοί και ασκούν έλξη σε ανύποπτα πλάσματα αλλά βέβαια αποδεικνύεται τρομακτική η συνάντηση εκτός της οθόνης, όλα διαλύονται, ίσως για το καλύτερο. Η βία είναι η μαμή της γνωριμίας με το πραγματικό. Αυτό είναι το θέμα μου.

6. Ποιος από τους συγγραφείς που μεταφράσατε είναι εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στη συγγραφική σας διαδρομή και για ποιους λόγους;

Νομίζω το Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ γιατί το κείμενο ήταν απαιτητικό και με έβαλε σε διαδικασία ανακάλυψης πηγών και τρόπων απόδοσης που δεν ήταν εύκαιρες και διαθέσιμες σε μένα, μεταφοράς δύσκολων και ανείπωτων εννοιών και καταστάσεων. Το βιβλίο μου ζητούσε περισσότερα από όσα μπορούσα να προσφέρω και επιπλέον τα διεκδικούσε. Χρειάστηκε να υπερβώ κάποια όρια και να δοκιμαστώ ποικιλοτρόπως καθώς άρχισα να βιώνω τη δυσκολία ως χρέος. Γι’ αυτό και νομίζω πως με επηρέασε, όπως και η Ματωμένη Κάμαρα της Άντζελα Κάρτερ.
Αυτά τα δυο βιβλία με επηρέασαν και με άλλαξαν γιατί με δυσκόλεψαν και η συγκατοίκηση μαζί τους ήταν μια κατάσταση πολιορκίας και δοκιμασίας.


7. Μεταφράσατε δύο βιβλία του Πίτερ Κάρεϊ. Ειδικά ο Πλαστογράφος έμοιαζε δαιδαλώδης στα νοήματα του και πολύπλοκος όσον αφορά τη γραφή. Βάλατε κάποια προσωπικά στοιχεία στη μετάφραση ή μείνατε εντελώς πιστή στη γραμμή του αρχικού κειμένου;

Όχι ο Κάρεϊ δεν απαίτησε από μένα αυτά που διεκδίκησαν οι δυο κυρίες που προανέφερα και ούτε νομίζω πως έβαλα προσωπικά στοιχεία στη μετάφραση. Η γραφή του Κάρεϊ είναι μια σύγχρονη γραφή που έχει μεν το ύφος της αλλά δεν αγγίζει το άρρητο όπως η μεγάλη λογοτεχνία.

8. Σε εορταστικό ένθετο του ΕΘΝΟΥΣ τον Ιανουάριο δημοσιεύθηκε μια σύντομη ιστορία σας. Η βάση της ήταν ένα ’’τυφλό ραντεβού΄΄ μέσω διαδικτύου και η τρομοκρατία. Θέματα σύγχρονα που όμως δυσκολεύονται να προσεγγίσουν οι έλληνες δημιουργοί. Γιατί η διηγηματογραφία μας σπάνια συμβαδίζει με τα μηνύματα και τις εξελίξεις των καιρών;

Αυτό είναι ένα γενικότερο θέμα που δεν είμαι σε θέση να απαντήσω, γιατί πρόκειται για ένα νεοελληνικό φαινόμενο. Θα πρέπει να εξετάσουμε το γιατί η Ελλάδα είναι συντηρητική, γιατί οι εξελίξεις αργούν να μας επηρεάσουν και γιατί σε θέματα τέχνης είμαστε κακοί αντιγραφείς, λάτρεις των κλισέ με κυρίαρχη νοοτροπία αυτή του ελάχιστου κόπου και του μεγίστου κέρδους. Η τρομοκρατία και το ιντερνέτ δεν είναι θέματα προκλητικά είναι καθημερινά. Ίσως υπάρχει και ο φόβος ενασχόλησης με το καθημερινό, το τετριμμένο, το απτό και η μετατροπή του σε κάτι άλλο, κάτι το οικουμενικό, ίσως να ψάχνουν για κάτι που να μοιάζει με πιο υψιπετές. Εικασίες μόνο μπορώ να κάνω. Γιατί δεν ρωτάς και κάποιον άλλο;

9. Το γεγονός της εμπλοκής σας με ποικίλες μορφές στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας, της συνεργασίας σας με πολλούς εκδοτικούς οίκους σας δίνει ένα πλεονέκτημα έναντι κάποιων συναδέλφων σας με τους οποίους ενδεχόμενα ξεκινήσατε από την ίδια περίπου αφετηρία την πορεία σας;
Δεν καταλαβαίνω σε τι είδους πλεονεκτήματα αναφέρεσαι. Εργάζομαι σκληρά και συνειδητά κι αυτό δεν έχει σχέση ούτε με εκδότες ούτε με ομάδες. Εργάζομαι για να επιβιώσω και μιλάω τόσο για τη βιολογική όσο και για τη συναισθηματική και πνευματική επιβίωσή μου.

10. Συμφωνείτε με την άποψη που ακούγεται ή γράφεται συχνά τον τελευταίο καιρό ότι παρά το εύρος της παραγωγής της τα τελευταία χρόνια η ελληνική λογοτεχνία είναι στην πραγματικότητα φτωχή σε ταλέντο και στείρα σε έμπνευση;

Όχι δεν συμφωνώ. Απλώς είναι λίγα τα καλά βιβλία της παραγωγής, αλλά αυτό συνέβαινε πάντοτε. Οι έλληνες συγγραφείς πρέπει να απεγκλωβιστούν από την πίεση των εκδοτών για υψηλές πωλήσεις και να τολμήσουν να εκτεθούν περισσότερο. Να ρισκάρουν και να δοκιμαστούν και φυσικά να δουλέψουν σκληρότερα, να απομακρύνουν το άγχος της «τακτής παρουσίας» και του νόμου της αγοράς. Ένα καλό βιβλίο μπορεί να πάρει και χρόνια να γραφεί, δεν είναι είδος άμεσης κατανάλωσης και απόσβεσης. Χρειάζεται η ψυχική και υλική συνδρομή ενός επιδέξιου και έμπειρου «πληρώματος»- πίστη, αντοχή, ευαισθησία, σθένος, ρίσκο, αυτοθυσία- και φυσικά εμπιστοσύνη ...στο πλήρωμα του χρόνου. Αυτά.

Tuesday, June 19, 2007

 

Εξηγήσεις για να μην υπάρχουν....παρεξηγήσεις

Από την Πέμπτη το απόγευμα απείχα συνειδητά από τα μπλογκ. Δεν είχα αντιληφθεί καν τι γινόταν εν αγνοία μου. Το κατάλαβα χθες επιστρέφοντας σπίτι μου από μια συναυλία. Βρήκα πάνω από πενήντα μέιλ, ξενύχτησα διαβάζοντας τα και μετά έκανα και μια βόλτα επειδή με ενημέρωναν ότι είχαν γραφτεί σε πολλά μπλογκ πράγματα που με αφορούσαν. Θα απαντήσω στο καθένα ξεχωριστά και στο χώρο του, όχι εδώ…
Κάποιος μου έγραψε ότι ’’δεν θα την αντέξεις την επίθεση αγάπης’’. Ομολογώ ότι στο προηγούμενο ποστ έγραφα για την ηθική ανταμοιβή. Αυτό που έγινε τις τελευταίες δύο μέρες έδωσε αξία, ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΞΙΑ, στους προηγούμενους 17 μήνες. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
Αισθάνομαι την ανάγκη να εξηγήσω (είδα ότι έγιναν εικασίες και δεν θέλω το όλο θέμα να μετατραπεί σε μπλογκο-σαπουνόπερα εξαιτίας μου) ΑΚΡΙΒΩΣ τι οδήγησε τα πράγματα εδώ…Θα τα γράψω απλά και σύντομα για να μην υπάρχουν ελπίζω παρερμηνείες…
Το πρωί της περασμένη Πέμπτης από ουσιαστικά άγνωστο αποστολέα πήρα ένα μέιλ τεσσάρων αράδων. Άλλος στη θέση μου μπορεί να εξαγριωνόταν, το διάβασα τρεις φορές και το σκέφτηκα για αρκετές ώρες. Διατύπωνε (άκομψα κατ΄εμέ) κάποιες ’’απόψεις’’ και με κατηγορούσε ευθέως για κάποια πράγματα με αιχμές για την πραγματική μου ταυτότητά. Του απάντησα με μέιλ υπογράφοντας με το κανονικό μου όνομα (και τα τηλέφωνά μου) και του ζήτησα να μου πει ακριβώς που αισθάνεται αδικημένος και από τι. Δεν πήρα ποτέ απάντηση. Είχα βάλει ένα χρονικό όριο στον εαυτό μου, του έστειλα και δεύτερο (ενυπόγραφο) μέιλ το οποίο επίσης μέχρι σήμερα έχει μείνει αναπάντητο. Δεν ξέρω αν είναι άντρας ή γυναίκα, ούτε καν τη σχέση του με τη λογοτεχνία αλλά είναι το τελευταίο που μ΄ ενδιαφέρει κιόλας να το μάθω.
Εκείνος (ή εκείνη) πιστεύει ότι παίζω με τη δουλειά του για το κέφι μου και ας το διατύπωσε χοντροκομμένα (δεν παίζει για μένα ρόλο ο τρόπος του αλλά η ουσία). Εγώ, πάλι, ανακάλυψα ότι χάλασε το κέφι μου. Το ίδιο απόγευμα ήθελα να ανεβάσω ένα ποστ για ένα βιβλίο που ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ. Σκέφτηκα (και όποιος θέλει ας με κατηγορήσει για αφελή ή για εύθικτο) ότι το ίδιο βράδυ κάποιος συγγραφέας (δεν έχει σημασία εννοείται το ποιος) θα διάβαζε αυτά που θα έγραφα και ίσως να είχε την άποψη ότι κάποιος άσχετος, χαβαλές ή τυχάρπαστος σαν και του λόγου μου παίζει με τη δουλειά του, τον κόπο, το μόχθο του και τις ελπίδες του. Άρχισα να διορθώνω το κείμενο και στη μέση σκέφτηκα ότι κάνω ότι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί ως μπλόγκερ: Αυτολογοκρινόμουν. Αντί να ανεβάσω το ποστ για το βιβλίο ανέβασα ένα αντίο εξηγώντας έτσι και στον άγνωστο αποστολέα του μέιλ (αν διαβάσετε τώρα ξανά όσα έγραψα στο προηγούμενο ποστ ίσως γίνουν αντιληπτά κάποια πράγματα πιο εύκολα) ότι δεν παίζω παιχνίδια. Δεκαεπτά μήνες έκανα με κέφι και όρεξη κάτι. Σε μια μέρα διαπίστωσα ότι το είχα χάσει. Τελεία και παύλα. Λυπάμαι αλλά όλοι μας έχουμε μάθει να ζούμε με τις αρχές μας, σωστές ή λάθος.
Δεν είμαι wanna be δημοσιογράφος ή συγγραφέας, ούτε wanna be διαπλεκόμενος, ούτε θύμα, ούτε τίποτα. Έκλεισα συνειδητά ένα κύκλο και δεν θα εξηγούσα λεπτομερώς τους λόγους αλλά με υποχρεώσατε να το κάνω. Με εκφράζει απόλυτα ένα σημερινό ποστ του nuwanda στο book attack που μόλις διάβασα. Με εκφράζει όσο σπάνια με έχει εκφράσει ποστ κάποιου άλλου. Τα μπλογκ είναι ευλογία και κατάρα ανάλογα πως τα χειρίζεται ο καθένας μας. Για όλους εσάς και σας ευχαριστώ τούτο το μπλογκ ήταν καλό. Για κάποιους άλλους όχι. Υπάρχουν όμως και κάποιοι έξω από τη δική μας παρέα, έξω από τον κύκλο των μπλόγκερς, έξω από τη λογική μας. Και όποιος οχυρώνεται στο ’’εγώ πιστεύω ότι κάνω το σωστό’’ κινδυνεύει να γίνει δογματικός και απόλυτος κάτι που μισώ και αποφεύγω. Για 17 μήνες είχα την άνεση να απαντάω στους επικριτές, να υπερασπίζομαι τις απόψεις μου, δεχόμουν κάθε δημόσια ή ιδιωτική κριτική, ζήτησα συγνώμη σε όποιον μου απέδειξε ότι έκανα λάθος αλλά δεν μπορώ να διορθώσω την όποια αδικία έχω προκαλέσει εν αγνοία μου και αυτό είναι κατάρα. Μέσα στα μέιλ που πήρα διάβασα και ανοησίες. Κακόβουλες αφού όπως φαίνεται κάποιοι ή δεν ξέρουν να διαβάζουν ή διαβάζουν και δεν καταλαβαίνουν. Να απαντήσω και σ’ αυτές για να τελειώνουμε: ΔΕΝ ΠΡΟΣΛΗΦΘΗΚΑ ΠΟΥΘΕΝΑ (έχω δουλειά που με καλύπτει απόλυτα και δεν έψαχνα μέσα από το μπλογκ), ΔΕΝ ΘΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ READERS DIGGEST, δεν…δεν…δεν. Αν είχαν συμβεί όλα αυτά ή κάτι απ΄ αυτά θα έπρεπε όχι να ’’απενεργοποιήσω’’ το μπλογκ αλλά αντίθετα να το κρατήσω και να το συντηρήσω! Απλή λογική μάρκετινγκ είναι, μην τρελαθούμε κιόλας. Χώρια που τα έχω ξανακούσει πολλάκις αυτούς τους 17 μήνες και όσοι δημιουργούσαν διαπλοκές και θεωρίες συνωμοσίας στο μυαλό τους έχουν διαψευστεί κατ’ επανάληψη. Ότι ακριβώς έγινε το έγραψα, τίποτε παραπάνω και τίποτε λιγότερο. Η όλη υπόθεση είναι καθαρά υπόθεση δύο ανθρώπων. Δική μου και αυτού που μου έστειλε το πρωί της Πέμπτης τέσσερις αράδες σε ένα μέιλ. Ξέρει ποιος είμαι, που και πως θα με βρει αν θέλει το συζητάμε.
Χρωστάω μόνο δύο ποστ με συνεντεύξεις (για τον κόπο που έκαναν αξιόλογοι άνθρωποι και λογοτέχνες να μου απαντήσουν και δεν θέλω να πάει χαμένος) τα οποία θα αναρτήσω μόλις βρω χρόνο, θα απαντήσω σε όλα τα μέιλ όχι για λόγους ευγένειας αλλά ουσίας, θα αφήσω σχόλια για όσους τυχόν δεν διαβάσουν αυτές τις μικρές ’’εξηγήσεις’’ στα μπλογκ τους αλλά αν κάποτε (τούτη τη στιγμή και για καιρό θα ισχύει το ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ) αποφασίσω να συνεχίσω και να μετατρέψω την τελεία που έβαλα την περασμένη Παρασκευή σε…κόμμα θα το κάνω με άλλες συνθήκες, όρους και δεδομένα. Και πάλι σας ευχαριστώ από καρδιάς γιατί μου προσφέρατε κάτι που συμβαίνει (αν συμβαίνει) μια φορά στη ζωή μας. Την αγάπη και τον καλό λόγο ανθρώπων που δεν είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά . Γι΄ αυτό και μόνο ΤΕΛΙΚΑ άξιζαν 17 μήνες και 250 ποστ.

Thursday, June 14, 2007

 

Σας ευχαριστώ όλους ήταν όμορφα

Λυπάμαι που το γράφω έτσι ξερά μετά από 17 μήνες παρέας...
Σήμερα κατεβαίνει η αυλαία του συγκεκριμένου μπλογκ...
Σ’ όλα τα πράγματα πρέπει να μπαίνει η λέξη τέλος την κατάλληλη στιγμή και όχι σε λάθος χρόνο και στιγμές.
Ευχαριστώ όλους όσους πήραν μέρος στην πραγματικά καλή παρέα αυτούς τους 17-18 μήνες, ευχαριστώ όλους όσους με τον τρόπο τους συμμετείχαν στο να γίνει αυτό το μπλογκ μια ενεργή κοιτίδα προβληματισμού, διαφωνιών αλλά και γόνιμου διαλόγου για κάτι που όλοι αγαπάμε: τη λογοτεχνία.
Αφήνω όλα τα κείμενα και τα αρχεία ως έχουν γιατί θεωρώ ότι όποιος θέλει μπορεί να ανατρέξει και να βρει πολύτιμα στοιχεία για αυτούς τους 17-18 μήνες για κυκλοφορίες, βιβλία, κριτικές. Και φυσικά δεν σβήνω το ιστολόγιο για να μην έχουμε παράξενες ’’κλωνοποιήσεις’’. Αν ποτέ (γιατί όπως λέει και ο αγαπητός Τζέιμς Μποντ ’’ποτέ μην πεις ποτέ’’) βρω καλό λόγο και δικαιολογία (αυτά που δεν έχω για να συνεχίσω) θα επιστρέψω εδώ και μόνο εδώ.
Πιστεύω ότι τη μια και μοναδική υπόσχεση που έδωσα την τήρησα. Δεν έκανα καριέρα μέσα από το μπλογκ, δεν επεδίωξα και ούτε ήθελα κάτι άλλο πέραν αυτού που φαινόταν εδώ και φυσικά δεν είχα στην άκρη του μυαλού μου οποιοδήποτε αντάλλαγμα παρότι αρκετοί μικρονοϊκοί συνέχιζαν να το πιστεύουν και να το υποστηρίζουν. Δεν ήθελα και εννοείται ότι δεν θέλω τη θέση κανενός κριτικού, δεν πήρα ούτε μισό δωρεάν βιβλίο σ’ αυτούς τους 17-18 μήνες αλλά συνέχισα να αγοράζω όλα εκείνα που θα αγόραζα ούτως ή άλλως, δεν ήπια καφέ με συγγραφείς, εκδότες, κριτικούς, δεν εκμεταλλεύθηκα στο ελάχιστο το μπλογκ αν και το δηλώνω δημόσια ότι είχα τις ευκαιρίες και θα μπορούσα να το πράξω. Κέρδισα μόνο πέντε- δέκα καλούς φίλους (έστω και εξ’ αποστάσεως τους περισσότερους) αλλά πολύ το χάρηκα. Και κινδύνευσα να χάσω και μερικούς που είχα από την προ μπλογκ εποχή, όταν δεν είχε δημιουργηθεί η διαδικτυακή περσόνα του Reader αλλά ευτυχώς δεν τους έχασα. Δεν έστησα κανένα λογοτεχνικό ’’παραμάγαζο’’ και αυτό είναι κάτι που μπορούν να το βεβαιώσουν μόνο όσοι (ευτυχώς δεν ήταν λίγοι) επικοινώνησαν μαζί μου όλους αυτούς τους μήνες και δεν συντήρησα κανενός είδους λογοτεχνική ’’διαπλοκή’’. Στην ουσία και για λόγους που δεν ενδιαφέρουν κανένα άλλο πλην εμού βγαίνω ’’χαμένος’’ αλλά δεν μ΄ενοχλεί και δεν παραπονιέμαι για τους προσωπικούς μου λάθος χειρισμούς ή αποφάσεις.
Πιστεύω ότι όλοι εσείς θα φανείτε πιστοί σ΄ αυτό που για 17-18 μήνες λέγαμε: Κάθε χρόνο θα αγοράζουμε και θα διαβάζουμε ένα βιβλίο παραπάνω από τον προηγούμενο. Γιατί μόνο αυτό μετράει και αυτός πρέπει να είναι ο αληθινός στόχος. Και αυτό είναι το τελευταίο (αλλά και το μοναδικό) που αξίζει και ειλικρινά θέλω να μείνει ως ανάμνηση από τούτο το ιστολόγιο.
Υ.Γ.1 Ζητάω συγνώμη από τους συγγραφείς, κριτικούς και εκδότες που μου έχουν στείλει απαντήσεις στα ερωτηματολόγια μου. Θα φροντίσω μέσα στις επόμενες μέρες να αναρτηθούν όσα έχω στα χέρια μου ή όσα είχαμε συμφωνήσει να μου στείλουν χωρίς άλλη δική μου παρεμβολή για να μην πάει χαμένος ο κόπος τους.
Υ.Γ. 2 Ζητάω ειλικρινά συγνώμη από όποιον τυχόν και χωρίς να το γνωρίζω έθιξα σ’ αυτό το διάστημα με κάτι που έγραψα. Ημουν πρόθυμος πάντοτε να ανακαλέσω ή να ζητήσω συγνώμη και το έκανα όταν χρειάστηκε. Ορισμένοι με κατηγορούν ότι έπαιξα με τη δουλειά τους. Εχουν άγρια μεσάνυχτα και στρουθοκαμηλίζουν καλύπτοντας τη δική τους αδυναμία να προσαρμοστούν στις εξελίξεις. Θα το καταλάβουν αργότερα, δεν έχει νόημα πλέον να το συζητάω, δεν έχουν αντιληφθεί ότι οι καιροί αλλάζουν γρήγορα γύρω μας και όποιος δεν προσαρμόζεται γρήγορα χάνει το τραίνο. Δεν έχω άλλο τρόπο πλέον να τους αποδείξω ότι είμαι ’’αθώος του αίματος’’.
Υ.Γ. 3 Ευχαριστώ γιατί όλη αυτή η προσπάθεια βρήκε ηθική (και μόνο) ανταμοιβή με τις 85.000 επισκέψεις ουσιαστικά από τον περασμένο Μάιο μέχρι σήμερα φέρνοντας το συγκεκριμένο μπλογκ μέσα στα 7-8 πρώτα από πλευράς επισκεψιμότητας μεταξύ των χιλιάδων (πλέον) που υπάρχουν στην πλατφόρμα της blogspot και σταθερά μέσα στα πρώτα 25-30 ελληνικά ιστολόγια.
Υ.Γ. 4 Χαίρομαι ιδιαίτερα που ότι καλό ή κακό ξεκίνησε σ’ αυτή τη διεύθυνση υπάρχουν δεκάδες αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ να το συνεχίσουν, να το διευρύνουν και να το κάνουν ακόμη καλύτερα απ΄ότι το έκανα όλο αυτό το διάστημα. Το σίγουρο είναι ότι θα τους παρακολουθώ και θα τους διαβάζω όλους όταν μου επιτρέπει ο χρόνος μου.
Υ.Γ. 5 Λυπάμαι που κλείνω τα σχόλια (για πρώτη και...τελευταία φορά) αλλά δεν έχει νόημα να συζητήσουμε δημόσια οτιδήποτε. Την προηγούμενη φορά (τον Σεπτέμβριο του 2006) μου αλλάξατε μυαλά αυτή τη φορά ή απόφαση είναι οριστική και αμετάκλητη. Η διεύθυνση του μέιλ μου παραμένει ενεργή και ανοικτή, όποιος θέλει κάτι ας γράψει εκεί και όπως όλοι ξέρουν απαντάω όσο πιο γρήγορα μου επιτρέπουν οι υποχρεώσεις μου.
Υ.Γ. 6 Για να μην γίνουν λάθος συνδυασμοί επειδή η ανοησία και η καχυποψία πάνε χέρι χέρι και είναι θλιβερό προνόμιο αρκετών σ’ αυτό τον τόπο: Η απόσυρσή μου ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΕ ΤΙΠΟΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΟΣΤ, τις αντιδράσεις και τις συζητήσεις που ξεκίνησαν οι 10 ερωτο-απαντήσεις με την κ.Κέζα. ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΣΧΕΤΑ ΤΑ ΔΥΟ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ!
Καλό καλοκαίρι και καλές αναγνώσεις σε όλους (μας)

Sunday, June 10, 2007

 

10 Q. and A. με την... Λώρη Κέζα

Εδώ και πολλά χρόνια στις συνεντεύξεις ανθρώπων της λογοτεχνίας που διαβάζω στον τύπο ή στα εξειδικευμένα περιοδικά με ενοχλούσε κάτι συγκεκριμένο: Το ’’στημένο’’ της υπόθεσης, η πόζα και η έλλειψη όχι ειλικρίνειας αλλά αυθορμητισμού. Ο συνεντευξιαζόμενος προσπαθεί να ’’λανσάρει’’ τον εαυτό του, να μας πείσει πόσο καλό είναι το τελευταίο βιβλίο που έγραψε, πόσο δύσκολο πράγμα είναι η έμπνευση ή να διαφημίσει τα τελευταία βιβλία που εκδόθηκαν από την εταιρεία του (αν πρόκειται για εκδότη), ο ερωτών δημοσιογράφος μοιάζει να ανοίγει διάλογο μέσα από τις ερωτήσεις του με όλη τη λογοτεχνική κοινότητα και αντί να βοηθάει στη σκυταλοδρομία του λόγου να παριστάνει το ΄΄φωτεινό λογοτεχνικό παντογνώστη’’. Ένας λόγος που καθιέρωσα αυτές τις ’’συζητήσεις’’ (μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) με ανθρώπους της λογοτεχνίας ήταν για να μάθουμε όλοι τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τον συγγραφέα, τον εκδότη ή τον κριτικό. Γιατί μόνο έτσι οι συγγραφείς θα γίνουν προσιτοί σε ένα μεγαλύτερο κοινό και όχι απωθητικοί, απόμακροι λες και κάθονται στο θρόνο της διανόησης και βλέπουν όλους τους άλλους σαν υπηκόους τους, λειψούς και ανεπαρκείς και γιατί μόνο έτσι θα μάθουμε να πιστεύουμε τους κριτικούς ή να τους διαχωρίζουμε κατα πως τους αξίζει. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Αντί προλόγου στην κουβέντα με τη Λώρη Κέζα. Διαβάζοντας τις απαντήσεις της (και το έκανα δύο φορές) έχω την αίσθηση ότι απάντησε σε όσα τη ρώτησα με όσο αυθορμητισμό μοιάζει να διαθέτει. Τον ίδιο ακριβώς που έχει όταν γράφει ή όταν βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη θέση: Όταν δηλαδή εκείνη ρωτάει και οι άλλοι απαντάνε. Στην απίθανη περίπτωση που το όνομα της δεν σας λέει κάτι γράφω τις όχι και λίγες ιδιότητές της (όχι με αξιολογική σειρά αλλά τυχαία): Δημοσιογράφος στο Βήμα, δημιουργός και ’’ψυχή’’ του ’’Να ένα μήλο’’ και μέλος της επιτροπής των Κρατικών Βιβλίων Λογοτεχνίας.


1. H προσπάθεια του ’’Να ένα μήλο’’ να καθιερώσει τα βραβεία του έμοιαζε δύσκολη και επισφαλής αφού έπρεπε να συνδυασθεί μια επιτροπή περίπου πενήντα ανθρώπων. Ηταν όντως τόσο δύσκολη;
- Ήταν δύσκολη προσπάθεια μόνο από την άποψη ότι δεν υπάρχει γραμματεία για να συντονίζει το όλο το εγχείρημα. Έγινε λίγο δυσκολότερη επειδή ορισμένοι επιμένουν να ζουν εκτός διαδικτίου, οπότε πέραν των ηλεκτρονικών επιστολών πρέπει να γίνονται τηλεφωνήματα, ταχυδρομικές αποστολές. Όσον αφορά την ουσία του ζητήματος, δηλαδή την πρόκριση του μυθιστορήματος που επιλέγεται ως το καλύτερο, είχαμε όλο το χρόνο για να φιλτραριστούν οι επιλογές, αρχής γενομένης την 1η Ιανουαρίου και με ημερομηνία λήξης την 31η Μαρτίου (παραμονή της γιορτής βράβευσης δηλαδή). Θα υπενθυμίσω τη διαδικασία. Καθένας στην πρώτη φάση προτείνει ένα βιβλίο. Από τους 38 συγγραφείς που τελικά συμμετείχαν προέκυψε μια λίστα 19 μυθιστορημάτων. Μια λίστα που κατά τη γνώμη μου είχε αδυναμίες και λάθη. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να λείπει το Σουέλ της Καρυστιάνη και να υπάρχει το Αστεγοσκόπιο του Ζευγώλη (ένα κακογραμμένο, ανερμάτιστο βιβλίο που δεν είναι καν μυθιστόρημα) ή ακόμη οι Μαμάδες βορείων προαστείων της ακατονόμαστης. Αυτά ήταν κατά τη γνώμη μου φάουλ που έγιναν από δυο συνεργάτες αλλά τα χρεώθηκε όλη η επιτροπή. Προτάθηκε επίσης η Καλοσύνη των ξένων του Τατσόπουλου που δεν είναι μυθιστόρημα, είναι ένα καλογραμμένο αυτοβιογραφικό ρεπορτάζ. Ενώ είχαμε ξεκαθαρίσει ότι πρόκειται για βραβείο μυθιστορήματος, το πρότειναν κάμποσοι, οπότε εκ των υστέρων δεν μπορούσαμε να αρχίσουμε συζήτηση για τον ορισμό των ειδών γραφής.
Να πω και κάτι άλλο. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση ως εκδότρια του περιοδικού και ως «τροχονόμος» του βραβείου (ο χαρακτηρισμός αποδίδεται στη Σοφία Νικολαϊδου) να λειτουργήσω διορθωτικά. Κατέθεσα πρώτα τη δική μου πρόταση και μετά άρχισα να μαζεύω των άλλων, για να μην μπω στον πειρασμό να βάλω κάτι που ξεχάστηκε. Επιβεβαιώθηκα: η
Καρυστιάνη έμεινε εκτός γιατί όλοι θεωρήσαμε ότι θα την προτείνει κάποιος άλλος. Επίσης δεν έκανα άλλου τύπου μαμαδίστικες παρεμβάσεις (θα μπορούσα να πάρω το τέρας που έστειλε την Ακατονόμαστη και να πω «κόψε τις ανοησίες, θα εκτεθούμε»). Εχει μεγαλύτερη σημασία να φανεί ότι ο κύκλος του να ένα μήλο είναι πολυσυλλεκτικός παρά να δείξουμε ότι είμαστε πολύ σωστοί, πολύ διανοούμενοι, πολύ σοβαροί.
Λοιπόν… Από την πρώτη φάση ήταν προφανές ότι ο Σουρούνης είχε το προβάδισμα. Αυτό το στοιχείο το απέκρυψα από τα μέλη της επιτροπής για να μην λειτουργήσει η πληροφορία όπως τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων στις εκλογές. Στη δεύτερη φάση, του Φεβρουαρίου, τα μέλη έπρεπε να βαθμολογήσουν τα βιβλία. Είχε καθένας δέκα βαθμούς που μπορούσε να τους μοιράσει κατά βούληση, σε ένα, δυο, πέντε, δέκα βιβλία. Με όποιο τρόπο ήθελε. Σε αυτή
τη φάση λοιπόν η Ακατονόμαστη έλαβε μηδέν βαθμούς (δηλαδή εκείνος που την πρότεινε της έβαλε μηδενικό!) ενώ ο Ζευγώλης πήρε άσσο. Περιττό να πω ότι στον Σουρούνη τα δεκάρια έπεφταν σαν το χαλάζι. Τα πέντε πρώτα σε βαθμολογία βιβλία συγκρότησαν τη βραχεία λίστα. Από αυτή καθένας μπορούσε να ψηφίσει το ένα. Χωρίς βαθμολογίες. Η τρίτη αυτή φάση έλαβε χώρα τον Μάρτιο. Ενας μήνας ήταν αρκετός για τις ζυμώσεις. Τελικά, όπως ξέρεις, το πήρε ο Σουρούνης, με απόσταση. Δεν θα πάρω μέρος στη συζήτηση «γιατί οι νέοι ψηφίζουν τον παλιό». Διάβασα διάφορα κακεντρεχή σχόλια στα μπλογκ και τις εφημερίδες, δεν με απασχολούν. Μου άρεσε που δεν λειτουργήσαμε συντεχνιακά (μεταξύ μας) ούτε ρατσιστικά (σε ότι αφορά τις ηλικίες). Επιπλέον είμασταν πολύ συνεπείς: το να ένα μήλο δεν υποσχέθηκε ποτέ πρωτοπορία, δεν κάνει επανάσταση. Είπαμε να προτείνουμε ένα καλό βιβλίο και τελικά αυτό έγινε. Προτείναμε στον κόσμο ένα ωραίο ανάγνωσμα.

2. Η εμπειρία της πρώτης χρονιάς τι άφησε σε σας προσωπικά και ποιοι είναι οι μελλοντικοί στόχοι και η κατεύθυνση του βραβείου σε μια εποχή που οι βραβεύσεις αποτελούν ουσιαστικά κάτι όχι ασυνήθιστο;
- Τι μου άφησε; Χαρά. Τι άλλο αφήνει ένα βραβείο; Κατεύθυνση δεν υπάρχει. Στην πρώτη συνάντηση που κάναμε με τους συγγραφείς για να θέσουμε κάποιους όρους αποφασίσαμε να μην είναι το βραβείο ειδικό π.χ. για πρωτοεμφανιζόμενο ή για κάποιο είδος γραφής. Η ιδέα είναι να προτείνεις στον κόσμο να διαβάσει κάτι που σου άρεσε. Για εμάς είναι μια αφορμή για συζητήσεις. Ελπίζω βέβαια να έχουμε και του χρόνου την υποστήριξη του Γιώργου Λιόλιου, προέδρου της φαρμακευτικής Λάμδα, γιατί βραβείο χωρίς έπαθλο είναι μισή χαρά.

3. Το να ένα μήλο βασίζεται κυρίως σε νέους ηλικιακά συγγραφείς. Μπορούμε να το θεωρήσουμε ως την πιο σοβαρή ’’κοιτίδα’’ ανάδειξης συγγραφικών ταλέντων;
-Δεν ξέρω αν είναι «σοβαρή» κοιτίδα είναι πάντως σίγουρα ένα έντυπο στο οποίο δεν χρειάζεσαι μεσολαβητή για να δημοσιεύσεις, δεν χρειάζεται να είσαι φίλος φίλου, ανίψι ή γκόμενα κάποιου. Τους περισσότερους συνεργάτες τους συνάντησα αφού είχαν κυκλοφορήσει τα πρώτα τεύχη, όταν είχα την ιδέα να οργανώσουμε κάποιου είδους μάζωξη, που πήρε τελικά τη μορφή των συναντήσεων εργασίας που κάνουμε κάθε χρόνο, ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας για συγγραφείς. Κατά τα άλλα βλεπόμαστε όποτε κυκλοφορεί καινούργιο τεύχος. Κάποιοι πάνε σε εκδηλώσεις και παρουσιάσεις βιβλίων –ο ένας μιλά για τα βιβλία του άλλου- και τέλος πάντων έχει φτιαχτεί ένας κύκλος πολύ ανοιχτός σε όλους. Για το ζήτημα της ηλικίας, φοβούμαι ότι δεν είμαστε πια και τόσο νέοι. Είμαστε κάπου στη μέση. Μεσήλικες; Ακούγεται βαρύ. Πάντως υπάρχει μια εικόνα που με τρομάζει: όλοι μαζί, σε τριάντα χρόνια, να κάνουμε εκδρομές και να μιλάμε, οι ίδιοι για τα ίδια. «Θυμάσαι τότε που βγήκε το πέμπτο τεύχος…» κουνώντας τις μαγκούρες. Το δε περιοδικό να έχει μετονομαστεί σε Σάπιο μήλο. Ουφ. Πρέπει κάποια στιγμή να κλείσει, έγκαιρα. Από τα πάρτι πάντως φεύγω την καλύτερη στιγμή, όταν το κέφι απογειώνεται. Φεύγω χωρίς να χαιρετήσω κανέναν. Δεν μου άρεσε ποτέ να σέρνομαι στον καναπέ και να βλέπω τον χώρο να αδειάζει.
4. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να πλαισιώσει κάποιος την ομάδα του να ένα μήλο;
- Δεν υπάρχουν προϋποθέσεις. Δεν είμαστε η ΚΝΕ, δεν δίνεις βιογραφικό. Αν μου αρέσει ένα κείμενο, το δημοσιεύω. Καλώς ή κακώς δεν υπάρχει κάποια επιτροπή να συναποφασίζει και τα συναφή. Η Ντίνα Κίτσου με αποκαλεί δικτάτορα και νομίζω ότι έχει δίκιο. Απλά δεν πιστεύω στον συμψηφισμό του γούστου. Είναι ένα προσωπικό όραμα, ένα περιοδικό που εν πολλοίς βασίζεται σε αναθέσεις και παραγγελίες κειμένων. Δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Δεν σπαταλώ δημόσιο χρήμα, δεν ζητάω διαφημίσεις, δεν έχω νταβατζή. Έκανα ένα συμβόλαιο με τις εκδόσεις Πατάκη για τα επτά πρώτα τεύχη, τώρα συνεχίζω με τις εκδόσεις Πόλις. Σε όποιον αρέσει. Οι υπόλοιποι έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε 45 άλλα λογοτεχνικά περιοδικά της πατρίδας μας. Απαντώ κάπως γκαζωμένη γιατί έχει διαβάσει εδώ κι εκεί διάφορες κριτικές περί παρεών και ισορροπιών και δικαιοσύνης. Δεν μου αρέσουν οι ισορροπίες_ προτιμώ τους ανισόρροπους. Δεν χρωστάω σε κανέναν τίποτε, δεν θα απολογηθώ επειδή διάλεξα το κείμενο του τάδε και όχι του δείνα. Δεν έχω ευαγές ίδρυμα, να κάνω καλοσύνες. Πρόκειται για περιοδικό που βγαίνει δυο φορές το χρόνο και κάθε φορά φιλοξενεί τα 15 καλύτερα κείμενα από όσα έχουν σταλεί. Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω, να δημοσιεύω σαβούρες ως ένδειξη ισονομίας; Τι να κάνουμε, δεν είναι όλοι καλοί_ σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια. Όσοι έχουν άλλα κριτήρια ας βγάλουν δικό τους περιοδικό.
Επειδή αναφέρεσαι σε «ομάδα του μήλου» και πώς μπαίνει κανείς σε αυτήν. Δεν πρόκειται για πολιτιστικό σύλλογο. Ολοι μαζί βρισκόμαστε δυο τρεις φορές το χρόνο, στην εκδρομή που κάνουμε, στα πάρτι για κάθε νέο τεύχος. Τα υπόλοιπα λειτουργούν ως παρέα. Τις προάλλες έκανε ένα πάρτι δικό του ο Νίκος Βλαντής και κάλεσε πολλούς από το μήλο, όσους κρατάνε επαφή μαζί του. Δεν κυκλοφορούμε όλοι μαζί, πενήντα νοματαίοι. Θα ήταν φρικτά βαρετό. Τώρα αν κάποιος νέος συγγραφέας θέλει να «προσχωρήσει» στην παρέα, δεν έχει παρά να στείλει ένα μέιλ ή να τηλεφωνήσει στους συγγραφείς που θα ήθελε να γνωρίσει. Είναι κάτι που συνηθίζεται.

5. Επί προσωπικού…Είσαστε μέλος της επιτροπής των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας αλλά και στην ουσία η ’’ψυχή’’ του να ένα μήλο και των αντίστοιχων βραβείων τους. Το σκεπτικό σας είναι ίδιο και στις δύο περιπτώσεις αφού εξ’ ορισμού έχουν διαφορετικές κατευθύνσεις, στόχους και πιθανώς αποτελέσματα;
- Τα ίδια βιβλία μου αρέσουν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αυτό που αλλάζει είναι ότι στο να ένα μήλο είχα ποσοστό βαρύτητας 1/38 ενώ στα Κρατικά 1/9. Στο να ένα μήλο δεν γίνονται συνεδριάσεις ενώ στα Κρατικά συναντιόμαστε σε τακτική βάση και συζητάμε τις προτάσεις μας. Το να ένα μήλο διαλέγει ένα μυθιστόρημα ενώ τα Κρατικά έχουν έξι κατηγορίες βραβείων. Στο να ένα μήλο κάνω όλη τη χαμαλοδουλειά ενώ στα Κρατικά υπάρχει κοτζάμ υπηρεσία, η Γραμματεία Γραμμάτων.

6. Η συμμετοχή σε μια κρατική επιτροπή βραβείων προϋποθέτει και ευχέρεια ελιγμών, αντιμετώπισης πιέσεων και όλων όσων συνιστούν κάποια μορφή ’’διαπλοκής’’ ή μη οικονομικών συνδιαλλαγών;
- Ομολογώ ότι δεν δέχτηκα πιέσεις ούτε ξέρω να κάνω ελιγμούς. Παρά το νεαρό της ηλικίας μου, είμαι πολλά χρόνια στην πιάτσα και όλοι γνωρίζουν πόσο κωλοχαρακτήρας είμαι. Συνολικά 18 χρόνια στα μίντια, 12 στο ρεπορτάζ βιβλίου. Έχω προλάβει να τσακωθώ με πολύ κόσμο, τα έχω ξαναβρεί, έχω αντιπάθειες και αγάπες. Δεν είμαι ο τύπος που θα με πάρει κάποιος μεγαλοσχήμων και θα με κατευθύνει ή θα με «ενθαρρύνει» με άλλο τρόπο. Δυστυχώς για τους φίλους μου (και είναι πολλοί στο χώρο) δεν θα δεχόμουν ποτέ να εκτεθώ για να τους κάνω το χατίρι.
Διάβασα πάντως σε εφημερίδες ότι πήραμε «κομματική γραμμή», ότι υπήρξαν δολοπλοκίες και υπαγορεύσεις. Δυο τινά μπορεί να συμβαίνουν: είτε θεωρήθηκα αμελητέα ποσότητα, οπότε κανείς δεν με πλησίασε για να με «πιέσει» ή είμαι ηλίθια και δεν κατάλαβα τις ντιρεκτίβες.

7. Υπάρχει και η ιδιότητα της δημοσιογράφου. Παριστάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου είμαι υποχρεωμένος να ρωτήσω πως μπορεί η Λώρη Κέζα να βλέπει ουδέτερα και αντίστοιχα να γράφει κρατώντας αποστάσεις για ένα βιβλίο που έχει εκδώσει συγγραφέας του να ένα μήλο;
- Μα δεν το βλέπω ουδέτερα. Κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Θα εξηγήσω κάτι. Όταν διαλέγω έναν συγγραφέα για το περιοδικό θεωρώ ότι γράφει καλά και ότι έχει μέλλον. Είναι λογικό όταν μου αρέσει ένα βιβλίο να θέλω να το βοηθήσω με κάθε τρόπο. Τώρα έχω κόλλημα με την Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Την ανακάλυψα όψιμα, διάβασα τρία αριστουργήματα που με άφησαν άφωνη. Αφωνη για την τύφλα μου. Τόσα χρόνια δεν την είχα πάρει μυρωδιά. Νόμιζα ότι γράφει επιστημονική φαντασία, που τη σιχαίνομαι. Με πίεσε ο Αύγουστος Κορτώ να τη διαβάσω και τρελάθηκα. Παίρνω βιβλιοπώλες για να κάνουν παραγγελίες, την πρότεινα σε ένα σωρό ξένους ατζέντηδες για μετάφραση. Γιατί να μην την βοηθήσω αφού πέρασα τόσο καλά διαβάζοντάς την; Το είπα και πιο πάνω πάντως για τους φίλους, ότι δεν τους κάνω χατίρια_ το θυμήθηκα τώρα από την αναφορά στον Κορτώ. Δεν το κρύβω ότι τον αγαπώ πολύ, ότι έχουμε ξημερωθεί πολλές φορές άδοντας τα άπαντα του Μαρκ Αλμοντ, ότι πολύ συχνά βρισκόμαστε για καφέ στα Εξάρχεια. Έχει βγάλει κάποια βιβλία που δεν μου άρεσαν. Δεν έγραψα ούτε μια γραμμή. Δεν με ρώτησε τη γνώμη μου οπότε τηρήθηκαν κανόνες αμοιβαίας σιωπής. Τώρα που βγήκε ο Δαιμονιστής, που είναι βιβλίο επιπέδου Μισέλ Φέιμπερ, ενθουσιάστηκα και του το είπα. Θα έπρεπε να τον τιμωρήσω για τη φιλία που μου δίνει τόσα χρόνια και να μην του πάρω συνέντευξη μήπως και κατηγορηθώ για ίντριγκες και δολοπλοκίες; Ας κατηγορηθώ. Το βέβαιον είναι ότι δεν εκτίθεμαι με την επιλογή μου. Μπορώ να στηρίξω αυτό το μυθιστόρημα με δεκάδες επιχειρήματα.
Συνεχίζω επί του θέματος (για τις ευνοϊκές συμπεριφορές) επειδή συχνά βρίσκομαι κατηγορούμενη στα διάφορα μπλογκ. Η ιστορία έχει ως εξής: διαβάζω ένα βιβλίο και ζητώ συνέντευξη. Ωραία. Κρατά καμιά ώρα. Υπάρχει περίπτωση μετά την ώρα να έρθει ένας δεύτερος καφές, κι άλλα τσιγάρα, κλείνει το κασετόφωνο, αρχίζει το μπλα μπλα. ‘Εχω απέναντί μου έναν άνθρωπο που λίγο ή πολύ θαυμάζω για τη δουλειά του. Που έχουμε κοινά ενδιαφέροντα. Υπάρχει μια χημεία. Τι πρέπει να κάνω, να περιμένω μερικά χρόνια, για να ξαναγράψει βιβλίο για να ξαναπάρω συνέντευξη; Όχι. Θα έρθει επόμενος καφές, ποτά, γεύματα, δείπνα. Γιατί να μην απολαύσω την ανθρώπινη επαφή; Για να μην κατηγορηθώ, όταν βγει το επόμενο βιβλίο, ότι γράφω για φίλους; Δεν με απασχολεί καθόλου η εικόνα μου. Δεν θα προσπερνώ ανθρώπους που μου αρέσουν για να μην γίνω στόχος εκείνος που βλέπουν παντού συνομωσίες. Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που με συμπαθούν στο πλαίσιο επαγγελματικής συνάντησης, τι να κάνουν; να με φτύσουν επειδή ανήκω στην επαίσχυντη κατηγορία εργαζομένων που λέγονται δημοσιογράφοι; Με όλη τη σεμνότητα, που δεν με χαρακτηρίζει, υπάρχουν δεκάδες λόγοι για να μου κάνει κάποιος παρέα πέρα από μια συνέντευξη άνευ σημασίας; Δηλαδή και τι έγινε άμα μπει μια σελιδάρα στην εφημερίδα; Θα εκτιναχθούν οι πωλήσεις, θα αυξηθεί το κύρος; Σιγά. Νομίζω ότι ο κυριότερος λόγος που συνεχίζουν να με κάνουν παρέα τόσοι συγγραφείς είναι ότι διοργανώνω πολύ πετυχημένα δείπνα στο σπίτι. Έχετε δοκιμάσει σούπα κεράσια βρασμένη σε λευκό κρασί; Σπαγγέτι με σύκα, παρμεζάνα και κάρι; Μοσχάρι Ουέλιγκτον, τυλιγμένο σε κρέπες μαϊντανού και φύλλο κρούστας; Κανείς δεν αντιστέκεται στο καλό φαγητό (που μαγειρεύει ο σύζυγός μου).
Σχετικά με τη δημοσιογραφία, σε έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας. Επιλέγω ως επί το πλείστον θέματα, βιβλία, συγγραφείς που μου αρέσουν. Όταν όμως κάποιος από την ιεραρχία (αρχισυντάκτης, διευθυντής, στέλεχος) μου ζητήσει ή μου αναθέσει να γράψω για κάτι, είμαι υποχρεωμένη να το κάνω. Έχει τύχει να μου αναθέσουν να γράψω για βιβλίο που δεν που αρέσει και να το θάψω. Αυτό γίνεται κυρίως για συγγραφείς που θεωρούνται «φαινόμενα». Αν δηλαδή κάποιος σπάσει τα ταμεία, δεν μπορείς να τον αγνοείς επειδή τον θεωρείς λάιτ. Η εφημερίδα είναι μαζική, δεν μπορείς να περιφρονείς το λεγόμενο ευρύ κοινό.

8. Στη μουσική μιλάμε για ελληνική σκηνή hip hop και εσχάτως για σκηνή electronica made in Greece . Υπάρχει κάποια αντίστοιχη λογοτεχνική σκηνή νέων δημιουργών;
- Ελπίζω να μην υπάρχει καμία αναλογία. Το ελληνικό χιπ χοπ είναι για τα μπάζα. Όπως και το ελληνικό ροκ (εξαιρούνται Last Drive και Διάφανα Κρίνα). Elecrtonica δεν είναι το φόρτε μου, έχω χάσει τεύχη. Για κάποιους συγγραφείς μας έχω την αίσθηση στέκονται άνετα διεθνώς. Αν έγραφαν στα αγγλικά και κυκλοφορούσαν από μεγάλους εκδότες Αγγλίας/Αμερικής, θα είχαν μεγάλη επιτυχία. Είναι όμως η καταραμένη η μικρή γλώσσα που τους κλείνει πόρτες.
9. Ονόματα και…διευθύνσεις παρακαλώ. Εξαιρώντας όσους πλαισιώνουν το ’’Να ένα μήλο’’ υπάρχουν νέοι συγγραφείς (είτε ηλικιακά, είτε από πλευράς παραγωγής) που τους έχετε εντοπίσει και ξεχωρίζουν;
- Όσους ξεχωρίζουν, τους έχω τσιμπήσει. Αν κυκλοφορεί κανάς καλός που δεν το ξέρω, παρακαλώ ενημερώστε…
10. Ο κόσμος της λογοτεχνίας μοιάζει να αναγνωρίζει και να εμπιστεύεται μόνο τους μεγάλους σε ηλικία δημιουργούς. Θυμίζει έτσι κόσμο γερόντων. Υπάρχει περίπτωση ανατροπής του σκηνικού τα επόμενα χρόνια και πως είναι πιθανό να συμβεί αυτό; Η τελικά όλα είναι θέμα μιας άτυπης σειράς και ιεραρχίας και οι σημερινοί νέοι πρέπει να περιμένουν μια, δύο ή τρεις δεκαετίες για να δικαιωθεί το έργο τους;

- Δεν έχω ιδέα. Πάντως νέος δεν σημαίνει και καλός. Δεν σημαίνει καλύτερος από τους προηγούμενους. Νομίζω ότι το βραβείο του να ένα μήλο αυτό ακριβώς αποδεικνύει: δεν έχει σημασία ποιος είναι νέος και ποιος γέρος, αρκεί να γράφει καλά.

Friday, June 08, 2007

 

Podcast: Ο Πίτερ Σέλερς σε ρόλο Ηρακλή Πουαρό!



Μπορεί να μπαίνουμε στο καλοκαίρι αλλά στο podcast του μπλογκ παίζει εδώ και λίγες ώρες ένα σπάνιο ηχητικό ντοκουμέντο με….Χριστουγεννιάτικο θέμα. Πρόκειται για τη ραδιοφωνική ενός εκ των καλυτέρων βιβλίων της Αγκάθα Κρίστι με τίτλο ’’Τα Χριστούγεννα του Ηρακλή Πουαρό’’. Και το ηχητικό αυτό ντοκουμέντο που νομίζω ότι αξίζει από μόνο του και ένα συνοδευτικό ποστ γίνεται σπάνιο γιατί το ραδιοφωνικό ρόλο του θρυλικού ντεντέκτιβ ’’ζωντανεύει’’ η φωνή του αξέχαστου Πίτερ Σέλερς! Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι το έργο παίχθηκε (φυσικά παραμονές Χριστουγέννων) από το ραδιόφωνο του BBC αλλά το 1986 αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του διάσημου ηθοποιού που είχε κάνει τη σχετική ηχογράφηση στα μέσα της δεκαετίας του ’70 αλλά για χρόνια είχε μείνει στα συρτάρια του BBC άγνωστο για ποιο λόγο!
Το podcast που ισοδυναμεί με τη ραδιοφωνική εκπομπή είναι ολοκληρωμένο (διάρκεια περίπου 90 λεπτά) και φυσικά υπάρχει ολόκληρο το βιβλίο μέχρι τη λύση του μυστηρίου από τον Πουαρό. Πριν γράψω δύο λόγια για το βιβλίο της Κρίστι στο οποίο βασίστηκε η σχετική εκπομπή να αναφερθώ στη σχέση του Πίτερ Σέλερς με τη μεγάλη συγγραφέα αστυνομικών μυστηρίων αλλά και τον ήρωα που τελικά αναπαράστησε ραδιοφωνικά, τον θρυλικό Βέλγο ντέντεκτιβ Ηρακλή Πουαρό. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ένας κινηματογραφικός παραγωγός είχε την ιδέα να μεταφέρει τη νουβέλα της Κρίστι Hickory Dickory Dock στον κινηματογράφο με τη μορφή μιούζικαλ και το ρόλο του Πουαρό να κρατάει ο…Σέλερς! Μάλιστα, γράφτηκε το σενάριο και μερικές μουσικές σκηνές τις οποίες παρουσίασαν στην Αγκάθα Κρίστι με παραλλαγμένο τον τίτλο του βιβλίου σε Death Beats! Η Κρίστι, παραδόξως, ενθουσιάστηκε από το καινοφανές του εγχειρήματος αλλά ποτέ η υπόθεση δεν προχώρησε. Μείναμε έτσι με την εικόνα του Πίτερ Ουστίνοφ στο ρόλο του Πουαρό! Η Κρίστι πέθανε το 1976, ο Σέλερς τρία χρόνια αργότερα αλλά είχε προλάβει να παίξει το ρόλο του Πουαρό σε ραδιοφωνικές μεταφορές έργων της Κρίστι τέσσερις φορές.
Μια απ΄ αυτές είναι και η μεταφορά του σχετικού βιβλίου που μπορείτε να ακούτε τις επόμενες μέρες στο μπλογκ. Αξίζει τον κόπο να το ακούσετε, θα σας θυμίσει (τουλάχιστον στους άνω των σαράντα) παλιές εκπομπές ραδιοφώνου στην Ελλάδα. Για να βάλω στο πνεύμα και όσους θέλουν να το παρακολουθήσουν μέχρι τέλους γράφω μια γενική παρουσίαση του βιβλίου.
Ο τίτλος, φυσικά, είναι παρελκυστικός αφού δεν πρόκειται για κάποια κομεντί ή οικογενειακή υπόθεση διακοπών αλλά για ένα ’’καθαρόαιμο αστυνομικό άθλο’’ του Πουαρό. Ο Πουαρό αποφασίζει να περάσει τα Χριστούγεννα στην εξοχή παρέα με τον φίλο του Συνταγματάρχη Τζόνσον αλλά γρήγορα φαίνεται να πλήττει αφού προτιμάει τη ζωή της πόλης. (Φοβερή ατάκα του Τζόνσον στον Πουαρό: "Nothing like a wood fire"). Το ενδιαφέρον αρχίζει όταν βρίσκεται το πτώμα του δεσποτικού Συμεών Λι και φυσικά καλείται ο Πουαρό να διελευκάνει το μυστήριο.
Το σπίτι είναι γεμάτο (λόγω Χριστουγέννων) από παιδιά και πρώην συζύγους του Λι που ο καθένας μοιάζει να έχει καλό λόγο να είναι ο δολοφόνος του, ειδικά από τη στιγμή που αυτός λίγο πριν τη δολοφονία του είχε αναγγείλει ότι προσθέτει στη διαθήκη του την όμορφη νεαρή εγγονή του Πιλάρ η οποία μόλις έχει φτάσει από την Ισπανία και κανένα μέλος της οικογένειας δεν την είχε δει στο παρελθόν. Τα μέλη της οικογένειας υποστηρίζουν ότι ο δολοφόνος είναι κάποιος εκτός οικογένειας αλλά ο Πουαρό από την πρώτη στιγμή πιστεύει το αντίθετο και φυσικά αφήνει τους αστυνομικούς να κάνουν όλη τη δουλειά και όλα τα…λάθη πριν το δικό του τελικό θρίαμβο!
Παρότι δεν είναι από τα πιο γνωστά βιβλία της Κρίστι, είναι ένα από τα καλύτερα μυστήρια που καλείται να λύσει ο Πουαρό στην ’’καριέρα’’ του με πολλούς ενδιαφέροντες χαρακτήρες (ακόμη και στο ραδιόφωνο ξεχωρίζει αυτός της Πιλάρ) και ένα δολοφόνο που πρέπει να αποκαλύψει Χριστουγεννιάτικα! Οι βετεράνοι αναγνώστες ξέρουν ότι η Κρίστι συνήθως εμπνέεται από δολοφόνους σε κλειδωμένα δωμάτια ή από φόνους που γίνονται σε οικογενειακές επανασυνδέσεις! Στο συγκεκριμένο βιβλίο συνδυάζει και τα δύο! Εξαιρετικό το σημείο όπου ακούγονται οι κραυγές του Λι από το κλειδωμένο δωμάτιο του και όταν ανοίγουν οι πόρτες ανακαλύπτουν το πτώμα του παρότι τα πάντα στο χώρο είναι απείραχτα και το κλειδί στη θέση του.
Οσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο (γράφτηκε το 1940) δεν θα ξεχάσουν ποτέ τη λύση του μυστηρίου αλλά και το ότι δεν κατόρθωσαν να φτάσουν εκεί πριν τον…Πουαρό! Η Κρίστι χειριζόταν έξυπνα και καλά το παιχνίδι να παραθέτει όλα τα στοιχεία αλλά οδηγεί τον αναγνώστη (και επί του προκειμένου) τον ακροατή μακριά από τις καθοριστικές λεπτομέρειες για την τελική λύση. Στην εξέλιξη της υπόθεσης τα στοιχεία είναι τόσα πολλά που συνήθως δημιουργούνται δεκάδες πιθανές θεωρίες για τον ένοχο αλλά στο τέλος γίνεται αντιληπτό ότι άξιζε τον κόπο η αναμονή και το…μπέρδεμα. Το βιβλίο αποδεικνύεται ιδανικό για ραδιοφωνική μεταφορά καθώς βασίζεται πολύ στους διάλογους και όχι στις περιγραφές τοπίων ή καταστάσεων. Ακόμη και αυτοί που το έχουν διαβάσει και ξέρουν το τέλος θα απολαύσουν –νομίζω- την ακουστική- ραδιοφωνική του βερσιόν με τις άψογες βρετανικές προφορές των ηθοποιών.

Tuesday, June 05, 2007

 

Κινέζικα κουτιά άνευ περιεχομένου


Κατ΄ αρχήν και πριν μπούμε στην ουσία του θέματος να ξεκαθαρίσω ότι η Σώτη Τριανταφύλλου έγινε αιτία και αφορμή πριν από αρκετά χρόνια (άνω της δεκαετίας) να πιστέψω ότι υπήρχε νέα δυναμική στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας και να αφοσιωθώ αναγνωστικά τόσο στη δική της γενιά δημιουργών, όσο και στους νεότερους. Όχι με αφορμή το Εργοστάσιο των μολυβιών το οποίο κριτικοί και αναγνωστικό κοινό θεωρούν το αριστούργημα της αλλά με αφετηρία ένα λιγότερο γνωστό βιβλίο της. Τον Υπόγειο Ουρανό που μαζί με το Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης θεωρώ ότι είναι οι κορυφαίες στιγμές της δημιουργικά και συγγραφικά. Και είναι αληθινά κρίμα που τα δύο αυτά βιβλία βγήκαν από ελληνίδα. Αν είχαν εκδοθεί στη Βρετανία ή τις ΗΠΑ ή σε κάποια αγγλόφωνη χώρα τέλος πάντων θα είχαν τύχει δεκάδων βραβεύσεων. Το Εργοστάσιο των Μολυβιών που ουσιαστικά σήμανε την έναρξη της ’’φουλ εμπορικής’’ περιόδου για την κυρία Τριανταφύλλου νομίζω ότι ήταν και η κορυφή του λόφου για τη δημιουργικότητά της. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μια ανεπαίσθητη πτώση στις ιδέες και τα βιβλία της και μια αντίστροφα ανοδική πορεία στις πωλήσεις. Έτσι φτάσαμε στο σημείο το μελό της Φτωχής Μαργκό, η εξεζητημένη (για τα ελληνικά δεδομένα) Συγχώρεση, το αδιάφορο Άλμπατρος να είναι μήνες στα ευπώλητα εκεί δηλαδή που θα έπρεπε να είναι….χρόνια ο Υπόγειος Ουρανός! Το τελευταίο της βιβλίο είναι τρανή απόδειξη ότι η κ.Τριανταφύλλου ’’ζει τον μύθο της’’ ή αμερικανιστί living her hype!
Τα Κινέζικα κουτιά έχουν ξεπεράσει τις 25.000 (πουλημένα) αντίτυπα, είναι εδώ και 4-5 μήνες σε όλες τις λίστες ευπώλητων και διαβάζοντας το αναζητάω και δεν βρίσκω το…γιατί! Η Σώτη όπως και ο Ραπτόπουλος ή ο Χωμενίδης είναι κουρασμένη και η υπερ-παραγωγή (αν μετράω σωστά 20 βιβλία σε 15-16 χρόνια) δεν διευκολύνει (νομίζω) την κατάσταση. Το βιβλίο μοιάζει με τις συνήθειες του κεντρικού χαρακτήρα του ντεντέκτιβ Μαλόουν. Με μόνιμο πρόβλημα αϋπνίας σχεδόν υπνοβατεί, ενώ γύρω του οι εποχές αλλάζουν και κάτι μένει σταθερό στη Νέα Υόρκη. Η δράση ενός serial killer που σπέρνει πτώματα οδηγώντας σε απόλυτο αδιέξοδο τις έρευνες της αστυνομίας και τελικά και την ίδια τη συγγραφέα αφού το βιβλίο τελειώνει χωρίς τη λύση του μυστηρίου για να επιβεβαιώσει με αφελή τρόπο τον τίτλο και τη σημασία των Κινέζικων κουτιών.
Οι κριτικοί διχάστηκαν αν πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα (με τη βοήθεια της ίδιας της συγγραφέως κατέληξαν στο…όχι), ότι είναι μια νουάρ φιλοσοφική αναζήτηση, ότι…ότι…Τους δικαιολογώ. Η γραφή της Σώτης παραμένει τόσο καλή, συμπαγής, με προσωπικό ύφος και στιλ ώστε ακόμη και όταν δεν είναι στο φόρτε της μπερδεύει και τους ειδικούς! Φυσικά διάβασα και διάφορες εκτός θέματος αναφορές όπως ότι περιγράφει άριστα τη σύγχρονη αμερικάνικη πραγματικότητα ή ότι οι περιγραφές της Νέας Υόρκης είναι…φουτουριστικές! Στην πραγματικότητα, η Σώτη περιγράφει τη Νέα Υόρκη στην προ Τζουλιάνι εποχή, αφού τα χαρακτηριστικά της πόλης, οι συνήθειες, οι περιοχές αλλά και τα ίχνη της εγκληματικότητας μοιάζουν με ότι συνέβαινε εκεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Μετά τη 9-11 ο κόσμος είναι πια τόσο σφιγμένος που η Νέα Υόρκη είναι μια άλλη πόλη. Ανεξάρτητα, από το χρονικό πλαίσιο οι περιγραφές της Τσάινατάουν, της Hell’s Kitchhen, του Μανχάταν αλλά και των διαφόρων χαρακτήρων, η ατμόσφαιρα που αποπνέει από τις σελίδες του βιβλίου, είναι ο λόγος που η όλη προσπάθεια διασώζεται! Όσο και όπως διασώζεται….Η προσπάθεια της για μια ακόμη φορά να δείξει την πίσω πλευρά του αμερικάνικου ονείρου αποδεικνύεται ατυχής. Πρώτον γιατί δεν μπορεί να την περιγράψει καλύτερα απ΄ ότι στον Υπόγειο Ουρανό και δεύτερον γιατί το αμερικάνικο όνειρο υπάρχει μόνο ως όρος για τους διαμένοντες εκτός Αμερικής. Στην Αμερική του Μπους αυτό έχει πάψει να υφίσταται και ως…ανέκδοτο! Η προσπάθεια της να περάσει πολιτικές αναφορές (ειδικά μέσω των σημείων που γράφει για το Βιετνάμ) χάνεται μέσα στο σύνολο. Και το έχει κάνει πολύ καλύτερα στο Εργοστάσιο των μολυβιών ή σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης στη Συγχώρεση. Το ερωτικό κομμάτι περιλαμβάνει ένα ντέντεκτιβ με εμμονές για την πρώην σύζυγό του και μια γραμματέα που πέφτει στα νύχια ενός (πιθανώς) ρατσιστή φασίστα και στα σεντόνια φτηνών μοτέλ. Δεν μ’ ενοχλεί σε αντίθεση με πολλούς ότι η πλειοψηφία των βιβλίων της Σώτης (πάνω από τα μισά) αναφέρονται στην αμερικάνικη κοινωνία. Κάθε άλλο αφού τη γνωρίζει και την περιγράφει (συνήθως) καλά. Δεν τη θεωρώ…παγκοσμιοποιημένη ή ξενομανή ή κοσμοπολίτισσα αλλά μια συγγραφέα που γράφει για όσα έχει δει, ξέρει καλά και έχει ζήσει και δεν χρειάζεται άλλοθι πλέον για να το κάνει. Όταν αγοράζεις ένα βιβλίο της ξέρεις τι σε περιμένει και δεν είσαι ανυποψίαστος. Σε τελική ανάλυση οι φερώνυμοι κριτικοί μας δεν διαμαρτύρονται συνεχώς ότι οι περισσότεροι έλληνες συγγραφείς καταναλώνονται στο τρίγωνο Ομόνοια- Κολωνάκι-Σύνταγμα; Απλά, δεν μου άρεσε το βιβλίο της. Τίποτε παραπάνω, τίποτε λιγότερο αφού έβαλε στο μίξερ λίγο από…Τσάντλερ, ένα ήρωα στιλ Φίλιπ Μάρλοου και ολίγο από φιλοσοφία ’’δρόμου’’ (μπίτνικ και Κέρουακ) με ατυχές τελικό αποτέλεσμα. Έγραψα λίγο πιο πάνω ότι αριστεύει στις περιγραφές και την ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης. Το ίδιο καλά είναι τα κομμάτια που αναφέρονται στον Αμερικάνικο Νότο και στις ρατσιστικές-φασιστικές οργανώσεις που ακόμη κυριαρχούν στις περιοχές. Και αυτές είναι διαχρονικές γιατί όπως στην Ιντιανάπολη του Υπόγειου ουρανού έτσι και στη Νεμπράσκα των Κινέζικων κουτιών ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει στην αμερικάνικη επαρχία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Στη συγγραφέα Σώτη Τριανταφύλλου ως αναγνώστης συνεχίζω να πιστεύω και θα την (παρ)ακολουθήσω αναγνωστικά ελπίζοντας ότι τα δικά της Κινέζικα κουτιά, η δική της συγγραφική μπαμπούσκα θα βγάλει στο τέλος κάτι που θα μου θυμίζει τη Σώτη της περασμένης δεκαετίας.



Βαθμολογία: 5,5

Sunday, June 03, 2007

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας...part 93

Μάλλον αδιάφορη Κυριακή όσον αφορά τα λογοτεχνικά δημοσιεύματα του τύπου. Ξεχώρισα μια ενδιαφέρουσα σελίδα στο περιοδικό της Ελευθεροτυπίας όπου πληροφορηθήκαμε (επιτέλους έγινε και αυτό) την έκδοση του πρώτου βιβλίου (το θρυλικό V) του Thοmas Pynchon και σε ελληνική μετάφραση. Και τις ομολογουμένως πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις του μεταφραστή-ήρωα που παλεύει με το λογοτεχνικό....θηρίο του Πίντσον.Το όνομα του Προκόπης Προκοπίδης. Όπως φαίνεται και οι εφημερίδες ’’ξεκουράζονται’’ για να μας παρουσιάσουν μαζικά τις καλοκαιρινές κυκλοφορίες και δεν αλίευσα κάτι άλλο ενδιαφέρον ξεφυλλίζοντας τον τύπο πέραν των συνηθισμένων κριτικών ή στηλών. Από το Έθνος και τη συνέντευξη της Ιουστίνης Φραγκούλη πληροφορήθηκα ότι μια…παρεξήγηση (πίστευα ότι είχε λυθεί μάλιστα) μαζί μου έγινε αιτία να ανοίξει το μπλόγκ της. ΄΄Στο μπλογκ του Reader’s Diggest΄΄, είπε η κυρία Φραγκούλη ’’βγήκε το βιβλίο μου πρώτο στην ψηφοφορία του Δεκεμβρίου και κατηγορήθηκε ως ροζ. Αποφάσισα να επέμβω για να διορθώσω τις εντυπώσεις. Έτσι έγινα βιβλιόφιλη μπλόγκερ’’. Και έτσι όχι μόνο, συμπληρώνω, υπάρχει ένα ακόμη ενδιαφέρον μπλογκ αλλά και μια φανατική, όπως δηλώνει, πιο κάτω στην ίδια συνέντευξη, αναγνώστρια των βιβλιοφιλικών μπλογκς. Αν είναι από τέτοιου είδους παρεξηγήσεις να προκύπτουν όμορφα αποτελέσματα ας…παρεξηγιόμαστε κάθε μέρα.
- Τέλος στην ψηφοφορία του Μαρτίου για τα καλύτερα βιβλία του μήνα. Για δεύτερη φορά τους πρώτους τρεις μήνες της χρονιάς η ’’Ιερή παγίδα’’ της Λείας Βιτάλη πρώτευσε συγκεντρώνοντας 45 ψήφους. Την ακολούθησε με 33 ψήφους η Πέρσα Κουμούτση με το βιβλίο της ’’Δυτικά του Νείλου’’, που φαίνεται να έχει σταθερά και μόνιμα πολλές συμπάθειες μεταξύ των επισκεπτών του μπλογκ. Τρίτος με 29 ψήφους ο Θάνατος του Ζορμπά η καινούργια δουλειά του Φίλιππου Φιλίππου και την πρώτη πεντάδα συμπλήρωσαν με 27 ψήφους το ’’Γειά σου τηλεόραση’’ του Αλέξανδρου Ασωνίτη (θα γράψω προσεχώς για το συγκεκριμένο βιβλίο αφού είναι απ΄ αυτά που έχω διαβάσει και δεν έχω αναφερθεί δημόσια) και με 25 η σταθερή αξία για τους βιβλιόφιλους μπλόγκερς ’’Αμερικάνικη Φούγκα’’ του Αλέξη Σταμάτη. Ηδη, υπάρχουν οι δύο λίστες με τα υποψήφια καλύτερα βιβλία του Απριλίου. Συνολικά 31 βιβλία διεκδικούν την ψήφο σας. Θυμίζω ότι στο τέλος της χρονιάς το άθροισμα του συνόλου των ψηφοφοριών (ήδη τους τρεις πρώτους μήνες της χρονιάς το δείγμα έχει ξεπεράσει τις 1200 ψήφους) θα αναδείξει και το καλύτερο βιβλίο του 2007 σύμφωνα με τις επιλογές των επισκεπτών του μπλογκ.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?