Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Friday, December 22, 2006

 

Οι καλύτερες ευχές

Το blog θα παραμείνει….κλειστό για ένα δεκαήμερο. Με πολλά βιβλία υπό…μάλης υπάρχει χρόνος εκτός όλων των άλλων και για ποιοτικές αναγνώσεις. Με την…επιστροφή θα είναι έτοιμες και οι λίστες με την ανασκόπηση της λογοτεχνικής χρονιάς που ούτε ’’μέτρια’’ ήταν, ούτε τα καλά βιβλία ήταν λιγοστά όπως στο μεταξύ θα διαβάσετε στις τετριμμένες και κοινότοπες αναλύσεις των εφημερίδων. Έτσι εκτός από τη λίστα με τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς έχουν μπει στο…πρόγραμμα οι λίστες με τα πλέον αδικημένα βιβλία της χρονιάς, που σκονίζονται στα αζήτητα των βιβλιοπωλείων ή εκείνα που πούλησαν αν και δεν άξιζαν τον κόπο. Και άλλα πολλά. Μέχρι τότε… Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή χαράς και γιορτή των παιδιών. Ούτως ή άλλως, όπως έλεγε και ο παλιός καλός Νιόνιος ’’πώς να κρυφτείς απ΄ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα’’. Τον συγκεκριμένο εννιάχρονο νεαρό δεν τον γνωρίζω αλλά έφτασε στα χέρια μου η εργασία του για το μάθημα των Θρησκευτικών. Και δεν βρήκα τίποτε καλύτερο ν’ αφήσω πίσω μου όλο αυτό το διάστημα από τα όσα έγραψε ο μικρός Νικηφόρος, μαθητής της Δ’ Δημοτικού:
’’Μερικά παιδιά δεν έχουν να φάνε, να πιούνε νερό, να παίζουν με παιχνίδια, όπως εμείς. Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν απλές αρρώστιες, αφού δεν έχουν φάρμακα. Όμως, το κυριότερο απ’ όλα είναι ότι αυτά τα παιδιά δεν έχουν οικογένεια. Αυτά τα παιδιά πρέπει να βοηθήσουμε. Μπορούμε να γίνουμε κι εμείς σαν και αυτούς που δουλεύουν στο ’’Χαμόγελο του Παιδιού’’ η στη ‘’Unisef’’ με πολλούς τρόπους. Αρκεί να το θέλουμε. Δεν ζητήσαμε να γίνετε και υπάλληλοι. Προς Θεού!
Όμως, δε χρειάζεται να γίνει κανείς υπάλληλος σ’ αυτές τις εταιρίες για να βοηθήσεις αυτά τα παιδιά τα οποία είναι ορφανά. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να δείξεις την αγάπη σου γι’ αυτά… Αρκεί να ενδιαφερθείς!’’

Το blog πάει για….

και εύχεται σε όλους ο
να φέρει μαζί με το 2007 υγεία, ευτυχία, ειρήνη και πολλά, καλά.....


Tuesday, December 19, 2006

 

Επιστροφή στο μέλλον


Με τις νέες κυκλοφορίες δεν έχω ακόμη τελειώσει. Δεν έχω αρχίσει καν αφού με περιμένει μια στοίβα με ενδιαφέρουσες εκδόσεις, έφερε τις προάλλες και μια πολύ καλή φίλη και μια εικοσαριά ακόμη δώρο και οι γιορτινές διακοπές θα ’’γεμίσουν’’ με ώρες μελέτης. Σε ένα από τα τελευταία post της χρονιάς αποφάσισα να ασχοληθώ με ένα παλαιότερο βιβλίο το οποίο είχα ξεχάσει να μνημονεύσω.
Ένα βιβλίο που διακονεί ένα είδος που δεν το πολυσυμπαθούν οι έλληνες συγγραφείς. Το μελλοντολογικό μυθιστόρημα ή όπως πιο λαϊκά συνηθίσαμε να το προσδιορίζουμε Μ.Ε.Φ. (Μυθιστόρημα Επιστημονικής Φαντασίας). Στο εξωτερικό το είδος είναι πολύ διαδεδομένο και μερικοί συγγραφείς όπως ο Νόρμαν Σπίνραντ (αγαπημένος μου στο είδος με το μικρό βιβλιαράκι των 100 περίπου σελίδων και τίτλο Τα χρόνια της αρρώστιας να αποτελεί τον προάγγελο του AIDS!) έχουν αποδειχθεί εκτός από εξαιρετικά εμπορικοί και προφητικοί. Με την επιστημονική φαντασία ασχολούνται στην Ευρώπη ή την Αμερική και γυναίκες αλλά στην Ελλάδα και αυτό είναι σπάνιο. Συνεπώς, το τόλμημα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου με τη ’’Δεύτερη γυναίκα’’ (εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) αποκτά a priori ξεχωριστή σημασία. Στην Ελλάδα, το είδος γνώρισε μια ξαφνική ακμή πίσω στη δεκαετία του ’80 με τη μεγάλη επιτυχία του ’’Γρασαδόρου’’ του αξέχαστου Ρένου Αποστολίδη αλλά γενικά όσες προσπάθειες γίνονται αντιμετωπίζονται με απαξίωση από τους λογοτεχνικούς κύκλους που θεωρούν την επιστημονική φαντασία ’’παραφιλολογία’’ ή παραλογοτεχνία.Πάμε στο εσωτερικό των, κοντά, 400 σελίδων. Η Χουρμουζιάδο0υ δημιουργεί ένα μελλοντικό σύμπαν και μια ’’Αθήνα’’ (δεν ονομάζεται στο βιβλίο) που απέχει από το σήμερα περίπου εξήντα χρόνια. Ο μέσος όρος ζωής έχει ξεπεράσει πλέον τα 120 χρόνια και στα 60 κάποιος θεωρείται ακόμη νεαρός! Πέραν αυτού, η εποχή είναι ο απόλυτος θρίαμβος της παγκοσμιοποίησης χωρίς καμιάς μορφής κοινωνική πρόνοια, με εξαντλητικά ωράρια εργασίας και με ένα σχεδόν κατεστραμμένο οικολογικό σύστημα. Δεν πρόκειται το ξεδίπλωμα ενός τέτοιου σύμπαντος για πρωτοτυπία αφού μια αχανής πόλη κοντά είκοσι εκατομμυρίων, με τεχνητά πάρκα, γρήγορες συγκοινωνίες και μεταφορικά μέσα, κλειστές ασφαλισμένες κοινότητες κατοικιών είναι ’’κλισέ’’ για τους δημιουργούς του είδους και όλοι ακολουθούν τα χνάρια που ουσιαστικά χάραξε η κινηματογραφική ’’Μητρόπολη’’ (Φριτς Λανγκ, 1926). Η Χουρμουζιάδου πατώντας σ’ αυτά τα μονοπάτια προχωράει ’’δανειζόμενη’’ ακόμη περισσότερα κλισέ του είδους και φτάνει σε μια φρικτή τεχνολογική- επιστημονική εξέλιξη με μεταλλαγμένους (ακόμη και έμβρυα), κλωνοποιήσεις, εμφυτεύματα με μικροτσιπ, νέους ιστούς γενετικά επεξεργασμένους κλπ. Και δημιουργεί μια ιστορία που έχει ως ουσιαστική αφετηρία την εξαφάνιση της Ντιάνας Σεχίδη αφού πυροβόλησε και δολοφόνησε μέσα σε νοσοκομείο ένα γιατρό. Αυτή είναι η πρώτη γυναίκα, η δεύτερη είναι η ψυχίατρος Ναταλία Αρώνη που ουσιαστικά παίζει το ρόλο της αφηγήτριας (μαζί με ένα συνάδελφό της εναλλάσσονται στον αφηγηματικό ρόλο) σε ένα οδοιπορικό για την ανακάλυψη της γεννετικά βελτιωμένης δολοφόνου (στοιχεία επιρροής από το Blade Runner είναι επίσης εμφανή). Η Χουρμουζιάδου δοκιμάζει να καταπιαστεί με ένα βαθύτερο κοινωνικό σχόλιο, όχι μόνο για τις πιθανές συνθήκες της μελλοντικής ζωής αλλά κυρίως για να θίξει τη διαφορά ψυχής και σώματος, τη διαφορά που αιώνες τώρα χωρίζει θρησκεία και επιστήμη. Και κορυφώνει τη δουλειά της στις τελευταίες 70-75 σελίδες σαν αστυνομικό μυθιστόρημα. Το βιβλίο είναι από εκείνα που μπορούν να διχάσουν τον αναγνώστη και να τον αφήσουν με απορίες στο τέλος των 375 σελίδων. Η Χουρμουζιάδου πατάει έξυπνα πάνω στην πεπατημένη των διαφόρων ειδών αλλά στην ουσία δεν προσφέρει τίποτα καινούργιο. Η προσπάθεια της για κοινωνικές προεκτάσεις και σχόλια μάλλον πέφτει στο κενό αφού εξ΄ αρχής οι κλωνοποιημένοι και μεταλλαγμένοι αντιμετωπίζονται περίπου ως μικρονοϊκοί ή ηλίθιοι. Οι λιγότερο εκπαιδευμένοι αναγνώστες θα ενθουσιαστούν πιθανώς με το φινάλε, προσωπικά μου φάνηκε τετριμμένο και προβλέψιμο με την εναλλαγή ρόλων θύτη και θύματος. Συμπερασματικά: Η συγγραφέας δούλεψε πάνω σε μια σειρά από καλές ιδέες (έστω και όχι πρωτότυπες), δημιούργησε ένα θελκτικό αναγνωστικά σύμπαν- αμπαλάζ στο βιβλίο αλλά τελικά το περιεχόμενο ήταν λιγότερο λαμπρό. Αν κάποιος αντιμετωπίσει το βιβλίο σαν ένα ανάγνωσμα με καλή ροή και πλοκή για να περάσει ευχάριστα μερικές ώρες τότε δεν έχει λόγο να μην το αγοράσει. Το ζήτημα είναι ότι μάλλον η ίδια η συγγραφέας προσπάθησε (και δυσκόλεψε) αφάνταστα την προσπάθεια της με συνολικό αντίκτυπο στο αποτέλεσμα.

Βαθμολογία: 6 (με άριστα το 10)

Monday, December 18, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας...part 79

Χρονιάρες μέρες, όπως τις λένε στο…χωριό μου, δεν είχα σκοπό ν’ αρχίσω τη γκρίνια. Αλλά και να θέλει κάποιος να αγιάσει δεν τον αφήνουν…Είναι γνωστό ότι διαβάζω εκτός από πολλά βιβλία και πολλές εφημερίδες ειδικά τις μέρες που έχω ’’σημαδέψει’’ ότι υπάρχουν αναφορές σε βιβλία ή σε μουσική. Ένα από το βασικά ελαττώματα των επιφανών κριτικών ή ενασχολούμενων με τις βιβλιοπαρουσιάσεις (εκτός του ότι οι περισσότεροι διαβάζουν από επαγγελματική υποχρέωση και όχι από ευχαρίστηση) είναι ότι…στρουθοκαμηλίζουν. Και αυτού του είδους ο στρουθοκαμηλισμός τους απαγορεύει να καταλάβουν ότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Τη χρονιά, που το Time ανακήρυξε πρόσωπο του 2006 τον πολίτη blogger (για τους ξένους μιλούσε, στην Ελλάδα σύμφωνα με την έρευνα μόλις το 8% όσων χρησιμοποιούν ηλεκτρονικό υπολογιστή ξέρουν ή ασχολούνται με το blogging) οι αξιότιμοι πλην όμως ’’δεινοσαυρικοί’’ και αναχρονιστικοί γραφιάδες του παραδοσιακού τύπου συνεχίζουν να παίζουν με τα νεύρα μας. Την τελευταία εβδομάδα είδα τουλάχιστον πέντε ειδικά αφιερώματα για το βιβλίο με προτάσεις για τις αγορές των Χριστουγέννων, που συνήθως είναι το καλύτερο διάστημα του βιβλίου.
Δεν θέλω να γράψω ονόματα για να κάνουμε καλά Χριστούγεννα. Αλλά δεν είναι δυνατόν στη μια σελίδα ο Α να προτείνει βιβλία και γυρίζοντας στην επόμενη να βλέπουμε τον Β να προτείνει ως εξαιρετικό, αριστουργηματικό ή δεν ξέρω με ποιο άλλο επίθετο υπερθετικού βαθμού στα σχόλια του το βιβλίο του...Α. Και η αναγωγή συνεχίζεται. Στο επόμενο δισέλιδο ο Γ προτείνει το βιβλίο του Β και πάει λέγοντας…Οι περιπτώσεις που διέκρινα ήταν παραπάνω από μια και γι΄αυτό αναφέρομαι.
Δεν είναι κακό μέσα σε ένα κατά βάση κλειστό χώρο που ενίοτε λειτουργεί και σαν prive club του πνεύματος να διαμορφώνονται φιλικές σχέσεις. Κακό, αίσχιστο, ελεεινό και τρισάθλιο είναι μια παρέα γερόντων να προσπαθεί να χειραγωγήσει και να ποδηγετήσει το χώρο με μεθόδους της εποχής των…ανυποψίαστων και των αγαθών. Ήτοι, με πρακτικές που εφαρμόζονταν τη δεκαετία του ’60. Συνεχίζω να σέβομαι ονόματα και ιστορικές διαδρομές και δεν πάω παρακάτω. Για όσους τυχόν απ΄ αυτούς (απ΄ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω πλέον είναι η πλειοψηφία) επισκέπτονται τούτο το χώρο να γράψω μαζί με τις ευχές μου και το πολύ απλό: ΣΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ! Ο κόσμος ξέρει και δεν παραμυθιάζεται.
- Τα αφιερώματα, βεβαίως, των εφημερίδων γίνονται κυρίως για να υπάρχει χώρος που θα φιλοξενεί και τις διαφημίσεις των εκδοτών. Σιγά μην έγιναν ξαφνικά την τελευταία δεκαετία βιβλιόφιλοι οι εκδότες και οι διευθυντές σύνταξης των εφημερίδων. Ακόμη όμως και μ’ αυτό το δεδομένο ανακάλυψα μερικά ενδιαφέροντα θέματα, δουλειές η ιδέες και βάζω άνω τελεία στη γκρίνια. Εξαιρετικό ήταν το κλασικό πλέον δισέλιδο του Μανώλη Πιμπλή στα ΝΕΑ για τα best sellers της χρονιάς με νούμερα και στοιχεία που μπορεί να τα χορηγούν οι εκδοτικοί οίκοι (άρα είναι συζητήσιμα) αλλά δίνουν ένα στίγμα της βιβλιο-αγοράς. Καλό ήταν το ένθετο περιοδικάκι του Έθνους με πρωτότυπες επιλογές που κάλυπταν θεματολογικά ενότητες όπως ’’εσωτερική αναζήτητηση’’, ’’υψηλή αισθητική’’ κλπ., και μαζί φαντάζομαι ένα ευρύτερο φάσμα αναγνωστών. Ακόμη καλύτερη η ιδέα του επιτελείου του Ελεύθερου Τύπου (η Ελπίδα Πασαμιχάλη κάνει γενικά καλή δουλειά χωρίς πολύ φασαρία και με αγάπη για το βιβλίο): Μας πληροφόρησε τι διαβάζουν οι πολιτικοί αρχηγοί. Ο πρωθυπουργός μελετάει το τελευταίο πόνημα της ομοτράπεζής του Ιωάννας Καρυστιάνη (όλοι αναζητούν και θ’ αναζητούν αριστερά άλλοθι), ο Γιωργάκης μας παρέπεμψε στον διαδικτυακό του χώρο όπου εδώ και μήνες παρουσιάζονται (με συνέπεια πάντως και ουσιαστικές αναφορές) εκτενώς όλες οι καινούργιες κυκλοφορίες, ο Αλέξης Τσίπρας το έχει ρίξει στον Τάιμπο, ο πάντοτε...extreme Γιώργος Καρατζαφέρης ανακάλυψε το 2006 τον Κώδικα Ντα Βίντσι (κάλιο αργά παρά ποτέ). Επίσης, μάθαμε στις επόμενες σελίδες και τι διαβάζουν αυτό το διάστημα εννέα έλληνες συγγραφείς όπου σαφώς οι επιλογές ήταν πιο προσεγμένες. Χάρηκα ιδιαίτερα που αρκετοί όπως ο Αλέξηςε Σταμάτης μοιάζουν να έχουν αποβάλλει το ανόητο ταμπού ’’δεν μιλάω κολακευτικά για δουλειές άλλων Ελλήνων’’. Εξαιρετικά καλής αισθητικής είναι και τα βιβλία που μοιράζει το Κυριακάτικο ΘΕΜΑ. Όχι σε χαρτί…τσιγαρόχαρτο αλλά με σκληρό εξώφυλλο και ότι πρέπει για να μυηθούν νεαροί αναγνώστες σε έργα κλασικής λογοτεχνίας. Αυτό για όποιον τυχόν αγοράζει εφημερίδες για τις προσφορές βιβλίων (του…κιλού και με το…κιλό τα περισσότερα).
- Στα περίπτερα και το εορταστικό τεύχος νούμερο 469 του περιοδικού Διαβάζω. Διπλό σε μέγεθος (ο Καστανιώτης ευθύνεται γι αυτό με εξήντα πληρωμένες σελίδες διαφημίσεων!!!), συνοδευτικό ένα CD του Μεταίχμιου και φυσικά ’’σάρωμα’’ των πολλών νέων κυκλοφοριών. Δέκα συγγραφείς μιλούν επίσης για τις καινούργιες δουλειές τους και δεν απουσιάζει καμία από τις μόνιμες και πολύ επιτυχημένες στήλες του περιοδικού που συνεχίζει δυναμικά. Διαδικτυακά νέα: Το poetica γίνεται…διεθνές αφού ως δίγλωσσο site για να προσεγγίσει και φίλους της ποίησης έξω από τη χώρα πρόσθεσε και δεύτερη διεύθυνση. Εκτός από το www.poeticanet.gr το συναντάμε πλέον και στο www.poeticanet.com. Εδώ και μερικά χρόνια ο καλλιτέχνης (με έδρα τις Βρυξέλλες) Στράτος Φουντούλης αποφάσισε να ανεβάσει στο διαδίκτυο ένα λογοτεχνικό σάιτ. Τις ’’Στάχτες’’. Η 16η έκδοση τους βρίσκεται ανανεωμένη στη διεύθυνση www.stachtes.com με πολλά και ενδιαφέροντα θέματα. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το μόνιμο ένθετο συνεργασιών με τίτλο Λογο-Στάχτες. Κάντε κλικ στη διεύθυνση http://stachtes.stratosfountoulis.com/keimena.htm όπου υπάρχουν συνεργασίες ή αποσπάσματα από δουλειές πολλών παλαιότερων και νέων συγγραφέων ή ακόμη και bloggers με λογοτεχνικές αναζητήσεις. Το αξιοσημείωτο με τις Λογο-Στάχτες εκτός του ελεύθερου των συνεργασιών (γράφει όποιος θέλει) είναι ότι οι συνεργάτες ανανεώνουν μόνοι τους και όποτε θέλουν ή κρίνουν σκόπιμο τα προφίλ ή τις δουλειές τους. Νομίζω και το προτείνω ανεπιφύλακτα ότι είναι ένας τόπος που προσφέρεται ειδικά για νεότερους σε ηλικία και έργο συγγραφείς που θέλουν να προβάλλουν τις δουλειές τους διαδικτυακά. Και η πολύ όμορφη προσπάθεια του κ.Στράτου Φουντούλη μακάρι να βρει ακόμη μεγαλύτερη ανταπόκριση απ΄ αυτή που ήδη έχει και όπως με ειλικρίνεια ομολογεί και ο ίδιος δεν την περίμενε όταν πρωτοξεκίνησε το χώρο τον Μάρτιο του 2003. Ενα χώρο χωρίς pop-up, διαφημίσεις, διαπλοκές με εκδοτικούς οίκους αλλά πολύ μεράκι και αγάπη για τις τέχνες και τη λογοτεχνία ειδικότερα.

Friday, December 15, 2006

 

Ψευδαίσθηση

Καστανιώτης και πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Ο εκδοτικός οίκος που θεωρείται και όχι άδικα ’’θωρηκτό’’ της ελληνικής λογοτεχνίας προτιμάει ’’σίγουρες λύσεις’’. Είτε, ήδη, φτασμένους συγγραφείς, είτε δημιουργούς που έχουν ήδη δώσει δείγματα γραφής σε μικρότερους οίκους και έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν κάποιο κοινό αναγνωστών. Έτσι, κάθε νέο όνομα που εμφανίζεται υπό την σκέπη του Καστανιώτη είναι ούτως ή άλλως σημείο αναφοράς. Όπως επίσης, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα πουλήσει περίπου τα διπλά αντίτυπα (λόγω δυναμικής στην αγορά) απ΄ ότι σε κάποιο μικρότερο εκδότη λόγω αυξημένων δυνατοτήτων στη διανομή, τη διαφήμιση κλπ.
Ο Νίκος Α. Μάντης ήταν ο συγγραφέας που μας σύστησε πριν από δύο μήνες περίπου ο Καστανιώτης με την πρώτη του δουλειά. Όπως συνηθίζεται στην πλειοψηφία των πρωτοεμφανιζόμενων και ο Μάντης διάλεξε μια συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο ’’Ψευδώνυμο’’ για την είσοδο του στη λογοτεχνία. Μέσα στα συν της δυναμικής του συγκεκριμένου οίκου είναι ότι ένας καλά συντονισμένος μηχανισμός δημοσίων σχέσεων (δεν είναι τυχαία κάποιος leader της αγοράς) ’’υποχρεώνει’’ τους κριτικούς να ανακαλύπτουν τον Μάντη πολύ πιο γρήγορα απ΄ ότι άλλους ’’φρέσκους’’ συγγραφείς. Η δουλειά του λοιπόν έτυχε αρκετών θετικών σχολίων. Καλή ευκαιρία για τους κριτικούς να ξεμπερδεύουν και με τους επικριτές τους που υποστηρίζουν ότι δεν ασχολούνται με όλο το εύρος της βιβλιοπαραγωγής και να έχουν ένα ισχυρό άλλοθι. Επί της ουσίας; Ο Μάντης κατέθεσε μια συλλογή έντεκα διηγημάτων με κοινό παρανομαστή τους τον αντρικό πόθο για τη γυναίκα είτε αυτός εκφράζεται με τη σεξουαλική επιθυμία, είτε μέσω αναμνήσεων, ονείρων, φωτογραφιών. Ο Μάντης προσπαθεί φιλότιμα να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση ανατροπών, μια σχεδόν κινηματογραφική πλοκή στα αφηγήματα του ορισμένα από τα οποία φλερτάρουν με το μεταφυσικό, το ονειρικό και τις υπαρξιακές αναζητήσεις. Η προσπάθεια του είναι και φιλόδοξη και φιλότιμη με ξεκάθαρες επιρροές σε ορισμένα από τα διηγήματα του από τον Βιζυηνό και τον Τόμας Μαν. Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι παρά τη γρήγορη ροή του λόγου και τον καλό χειρισμό της γλώσσας, παρά το περιορισμένο του εγχειρήματος (λιγότερες από 200 σελίδες) ο αναγνώστης κουράζεται ίσως γιατί σε κανένα από τα διηγήματα δεν έρχεται η κορύφωση με τη μορφή έκρηξης αλλά μάλλον σαν αναμενόμενη λύτρωση, σαν τον αναγκαίο επίλογο ή με ευρήματα εν πολλοίς αναμενόμενα και προβλέψιμα. Το πρώτο διήγημα ’’Αθάνατος στη Βενετία’’ με την ιστορία ενός γέροντα Καζανόβα με σταδιακά εκφυλισμένη μνήμη κερδίζει τις εντυπώσεις χάρη στη μελαγχολία που αναδίδει και είναι από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου. Το δεύτερο με τίτλο ’’Η μνηστή του Τόμπι Γουίλιαμς’’ μια παρωδία του σύγχρονου γκλάμουρ και της ματαιότητας του κόσμου των show buisness πετυχαίνει τον σκοπό του και ξεχωρίζει κυρίως για τον μοντερνισμό της γραφής. Η ’’Σκοτοδίνη’’ με κυκλική λογική εξέλιξης (στο ύφος και τη λογική που λάνσαρε επιτυχημένα ο Ιταλο Καλβίνο) παρά το αμφιλεγόμενο του σεναρίου του προσωπικά μου άρεσε, ενώ από τα διηγήματα που υπάρχουν μετά το μέσο του βιβλίου καλή εντύπωση αφήνει ’’Η άλλη σκοπιά’’, ενώ η ’’Λευκή΄΄ είναι μια ιστορία εμπνευσμένη και κοπιαρισμένη από το δελτίο συμβάντων της αστυνομίας. ’’Το ταμπελάκι’’ ξεκινάει φιλόδοξα αλλά καταλήγει άνευρα και χαλαρά. Τουλάχιστον, διαπραγματεύεται έξυπνα τον κοινό πόθο και πάθος παππού και εγγονού για μια γυναίκα. Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα πέντε διηγήματα αφήνουν την εντύπωση ότι υπάρχουν για να συμπληρωθεί ένας συγκεκριμένος αριθμός σελίδων και διηγημάτων. Συνολικά, ο Μάντης δημιουργεί ως πρώτη εντύπωση ότι διαθέτει το χάρισμα της καλής γραφής αλλά χωρίς προγενέστερη εμπειρία στη γραφή αφήνει ημιτελείς τις ιδέες του ή τις συμπληρώνει με ατολμία και χωρίς διάθεση πρωτοτυπίας. Συνήθως είμαι επιεικής αναγνώστης (άρα και κριτής) των νέων συγγραφέων και δεν θα κάνω εδώ εξαίρεση. Θα περιμένω την επόμενη δουλειά του ή πότε θα δοκιμαστεί απέναντι στο απόλυτο crash test, ένα συμπαγές μυθιστόρημα για να καταλήξω σε συμπεράσματα. Το βέβαιο είναι και ας με συγχωρήσει ο κ.Μάντης για την άποψή μου είναι ότι διάβασα (και όποιος ανατρέξει στα αρχεία του blog μπορεί να το ανακαλύψει) πολύ καλύτερες δουλειές πρωτοεμφανιζόμενων ή νεαρών συγγραφέων (σε έργο, ηλικία ή και τα δύο μαζί) τον τελευταίο καιρό. Με τη διαφορά ότι εκείνοι δεν ευτύχησαν να έχουν τη σφραγίδα- εγγύηση αναγνώρισης και επιτυχίας του Καστανιώτη.

Βαθμολογία: 6 (με άριστα το 10)

Wednesday, December 13, 2006

 

Ο ρόλος των επιμελητών

Κλείνουμε σήμερα τα σχετικά με την 4η συνάντηση νέων συγγραφέων που έγινε στο Ναύπλιο με την εισήγηση του Νίκου Βλαντή*. Πριν πάμε στο κυρίως θέμα με αφορμή και ένα σχόλιο-απάντηση του Δημήτρη Γκενεράλη να διευκρινίσω και εγώ από την πλευρά μου ότι δεν πήρα τις εισηγήσεις από τους συγγραφείς-εισηγητές (το πως έφτασαν στα χέρια μου είναι άλλο θέμα), δεν πρόκειται για λογοτεχνικά κείμενα ή έστω για δουλειές που προορίζονταν για δημοσίευση αλλά για ένα οδηγό στις συζητήσεις που ακολούθησαν. Θεωρώ, όμως, ότι και οι τρεις εισηγήσεις είχαν μεγάλο ενδιαφέρον και δεν έπρεπε να μείνουν ''κτήμα'΄ μιας εικοσάδας συγγραφέων που πήραν μέρος στη συνάντηση. Διαβάζοντας μάλιστα μερικά εξαιρετικής ποιότητας σχόλια που ακολούθησαν και στο blog δικαιώνεται η πεποίθηση μου ότι τα τρία θέματα έχουν ΚΑΙ δημόσιο ενδιαφέρον.
Σήμερα, κλείνουμε με τον Νίκο Βλαντή και την εισήγησή του για το ρόλο του επιμελητή εκδόσεων. Θέμα λεπτό που ΔΕΝ αφορά μόνο συγγραφείς ή wanna be συγγραφείς (για να ξέρουν δηλαδή τι περίπου θα συναντήσουν) αλλά και τον τελευταίο αναγνώστη βιβλίων. Δεν είναι λίγες οι φορές (ειδικά από εκδοτικούς οίκους με μικρές οικονομικές δυνατότητες που εκδίδονται βιβλία με απίστευτα συντακτικά ή ορθογραφικά λάθη ή ακόμη και καλές ιδέες πρωτοεμφανιζόμενων πάνε στράφι). Θέμα, λοιπόν, του Νίκου Βλαντή «Ο ρόλος του επιμελητή. Τον θέλουμε μόνο για τυπογραφικές διορθώσεις και τα ορθογραφικά λάθη ή για να επεμβαίνει σε βαθμό να δίνει οδηγίες για τη δομή ή τη σκιαγράφηση των ηρώων;». Και η εισήγησή του ακολουθεί:
''1. Σκιαγράφηση της συζήτησης. Η επιμέλεια και η πράξη δημιουργίας

Μιλάμε για το ρόλο του επιμελητή. Το θέμα παρουσιάζεται ως δίλημμα. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκο και βαθύτερο. Η απάντηση σε ένα δίλημμα μπορεί να φαίνεται μονοσήμαντη και απλή, δηλαδή ή το ένα ή το άλλο. Στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα της επιμέλειας και η στάση του συγγραφέα απέναντι στον επιμελητή βρίσκεται στον πυρήνα της «πράξης δημιουργίας», διανοίγει ερωτήματα για τη θέση του δημιουργού ως προς το δημιούργημά του. Ως γενικό περίγραμμα θέτω: ένα ξεχωριστό θέμα είναι οι τυπογραφικές/ ορθογραφικές διορθώσεις. Ένα δεύτερο θέμα που δεν θίγεται στο ερώτημα αλλά θεωρώ πολύ σημαντικό όσον αφορά την επιμέλεια στην Ελλάδα βάσει της εμπειρίας μου είναι οι υφολογικές παρεμβάσεις. Στη συνέχεια, έχουμε δύο «ουτοπικά» ζητήματα σε ό,τι αφορά το πώς δουλεύουν οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι: 1ον αν επεμβαίνει ο επιμελητής στη δομή, και 2ον στη σκιαγράφηση των ηρώων. Από την εμπειρία που έχω και για τα δύο, θα θίξω το καθένα ξεχωριστά.


2. Εξετάζοντας το πρώτο σκέλος: τυπογραφικές/ ορθογραφικές διορθώσεις

Ας μιλήσουμε κατ’ αρχάς για το πρώτο σκέλος: τυπογραφικές και ορθογραφικές διορθώσεις. Κατ’ αρχάς: θεωρώ δεδομένο, σε ό,τι με αφορά, ότι θα γράψω το βιβλίο στο Word. Στη συνέχεια, θα κάνω μια πρωταρχική σελιδοποίηση (παράγραφοι, διάστιχα, εισαγωγικά στους διαλόγους, παύλες κ.ό.κ.), μετά θα περάσω το κείμενο καλού κακού από spell check, να ’ναι καλά η Microsoft, και θα το παραδώσω σ’ αυτή τη μορφή στον εκδότη.
Έτσι, όταν μιλάμε για το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, τις τυπογραφικές/ ορθογραφικές διορθώσεις, εγώ φέρνω στο νου μου τον διορθωτή που θα επιμεληθεί τη νέα σελιδοποίηση που θα κάνει ο γραφίστας, ώστε να μην υπάρχουν «κουτσές» λέξεις, δηλαδή μία σειρά να μην αποτελείται από μία μόνο λέξη, οι παράγραφοι να είναι σωστές κ.ό.κ. Σε πρώτο επίπεδο, έτσι αντιλαμβάνομαι τις τυπογραφικές διορθώσεις, με τις οποίες σπανίως εκφράζω αντίρρηση. Δίνω βέβαια κατευθύνσεις: πώς θα διαμορφωθούν οι αρχικές σελίδες που χωρίζουν τα μέρη των βιβλίων μεταξύ τους, αν σε κάποια κείμενα θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί διαφορετική γραμματοσειρά, πώς τη φαντάζομαι αυτή τη γραμματοσειρά κτλ.
Στο δεύτερο επίπεδο, ο επιμελητής θα έχει άποψη για το αν έχω γράψει σωστά μία λέξη, αν πρέπει να απλοποιηθεί κτλ. Π.χ. έχω πέσει πάνω στο δίλημμα η λέξη «βράδυ» με γιώτα ή με ύψιλον και έχω δώσει μάχη να γραφεί με ύψιλον (για την ιστορία: τελικά, γράφτηκε με γιώτα, χωρίς να το προσέξω). Επίσης, το πολύ πολύ ο διορθωτής να μου έχει διορθώσει κάποια ξενική λέξη, να συζητήσουμε αν έχει μεταφερθεί σωστά στα ελληνικά, αν πρέπει να μεταγραφεί, κτλ. Αυτό είναι ένα πρώτο βασικό στάδιο της εργασίας για την προετοιμασία του σώματος του βιβλίου, στο οποίο έχω επιβλέπει τη δουλειά του διορθωτή, και έχω παρεμβληθεί γόνιμα.
Σ’ αυτό το πεδίο, ο ρόλος του επιμελητή/ διορθωτή είναι χρήσιμος και θεμιτός: π.χ., σε ένα βιβλίο μου, είχα γράψει λάθος τα Starbucks, σε άλλο το ΙΚΕΑ (είμαι καταναλωτικό παιδί…). Στην πρώτη περίπτωση, ο επιμελητής το βρήκε, στη δεύτερη όχι. Επίσης, από συζητήσεις με τους επιμελητές περί τυπογραφικών διορθώσεων, ορθογραφίας, συντακτικού, κτλ., κατάλαβα κατά πόσον εκδοτικοί οίκοι παίρνουν σοβαρά το ρόλο τους τυπώνοντας βιβλία άρα παράγοντας γλώσσα άρα παράγοντας πολιτισμό, και άλλοι όχι. Αυτό με βοήθησε και ως συγγραφέα να γίνω καλύτερος.

3. Η τυπική ελληνική επιμέλεια: υφολογικές παρεμβολές

Από κει και πέρα, θα γίνει η δουλειά της επιμέλειας (άσχετα αν σε κάποιους εκδοτικούς οίκους, διορθωτής και επιμελητής ταυτίζονται). Από την εμπειρία μου, στην Ελλάδα, το πολύ πολύ, ο επιμελητής να σου προτείνει επεμβάσεις υφολογικές: να διορθώσει κάποιες εκφράσεις, να σου προτείνει να αλλάξεις μια πρόταση, ένα επίθετο, κτλ., υπό το πρόσχημα της αντικειμενικότητας, της ορθής χρήσης της γλώσσας, της ακριβολογίας, της α-λήθειας και λοιπών αφαιρετικών εννοιών.
Συμβαίνει πολύ συχνά όταν κάποιος μου θίγει κάποιο λάθος/ πρόβλημα στο βιβλίο μας είναι σαν να με τσιμπάει. Σαν να μου προκαλείται μια ενοχλητική αίσθηση. Πού οφείλεται;
Κατά τη γνώμη μου, είναι το ξεκίνημα του «βαπτίσματος» του βιβλίου. Από την ώρα που ως συγγραφέας παραδίδω το βιβλίο στον επιμελητή, συνειδητοποιώ πως δεν είμαι πια στο απυρόβλητο, έχει βγει από το προσωπικό του καταφύγιο και πλέον θα εκτεθώ ποικιλοτρόπως στην κρίση των άλλων.
Ασκώντας αυτοκριτική, έχω πλέον την εντύπωση πως συχνά, αυτή η αίσθηση με έχει αποπροσανατολίσει, μου δημιουργήσει αρνητικό συναίσθημα απέναντί στον επιμελητή, με έχει οδηγήσει να θωρακιστώ πίσω από το αναφαίρετο δικαίωμα της έμπνευσης, της λογοτεχνίας, της αυθαιρεσίας, της ελευθερίας και να απορρίψω αβλεπεί ό,τι προτείνει, χωρίς καν να το αναλογιστώ.
Από την άλλη, μου έχει περάσει συχνά στο μυαλό μου το εξής, για να δικαιολογήσω τη στάση μου: υπάρχουν πράγματι «αντικειμενικές» διορθώσεις σ’ αυτό το πεδίο; Μήπως ο επιμελητής δεν είναι παρά κάποιος που βλέπει τα πράγματα, όπως και τα βιβλία, μέσα από μία συγκεκριμένη οπτική η οποία είναι διαφορετική από τη δική μου, και γι’ αυτό το λόγο έτυχε να διαφωνήσω μαζί του; Η ακριβολογία του συγγραφέα πηγάζει από την προσωπική του γλώσσα, και οι λεκτικές, φραστικές του επιλογές έχουν σχέση με τη γενιά του. Σίγουρα θα συμβαίνει και σε σας: οι επιμελητές μου ήταν πάντα πολύ μεγαλύτεροι σε ηλικία από μένα.
4. Οδηγίες για τη δομή του μυθιστορήματος;

Αν μιλήσουμε για ακόμη σοβαρότερες διορθώσεις, σε ό,τι αφορά π.χ. τη δομή ενός μυθιστορήματος, ή το πώς χειρίζεται ο συγγραφέας τους ήρωές του, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο θολά.
Δεν μου έχει τύχει, δεν νομίζω πως συμβαίνει στην Ελλάδα κάτι τέτοιο, ωστόσο θα μπορούσαμε να το εξετάσουμε υποθετικά.
Σου λέει π.χ. ένας διορθωτής ότι στο τάδε ή το δείνα σημείο, το βιβλίο απλώνεται αναίτια, δεν έχει σωστή δομή.
1ον Αμέσως μπορείς να αντιγυρίσεις το επιχείρημα και τον ρωτήσεις: υπάρχει μια αρχετυπική καθολικά αποδεκτή μυθιστορηματική δομή που πρέπει να υπηρετήσεις με το γραπτό σου; Ποια είναι αυτή; Πού διδάσκεται; Στις σχολές δημιουργικής γραφής; Δηλαδή, έχεις κάνει λάθος στη δομή επειδή είσαι απαίδευτος και δεν έχεις παρακολουθήσει το αντίστοιχο course;
2ον Μπορείς να του παραθέσεις δεκάδες αριστουργήματα των οποίων η δομή χωλαίνει, όχι λόγω ανικανότητος/ ανωριμότητος του συγγραφέα αλλά από άποψη. Π.χ. τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι: το θέτω και ως θέμα συζήτησης, είναι από τα αγαπημένα μου.

5. Οδηγίες για τη σκιαγράφηση των ηρώων;

Αυτό επίσης το έχω ακούσει για βιβλίο μου, όχι όμως από επιμελητή αλλά από κριτικό. Αν θα άλλαζα το τέλος, εφόσον μου το είχε πει επιμελητής;
Όχι''...

* O Νίκος Βλαντής παρότι μόλις 33 ετών έχει ήδη στο ενεργητικό του οκτώ εκδοτικές προσπάθειες. Ξεκίνησε το 2000 από τις εκδόσεις Απόπειρα με τη νουβέλα ''Αλκιβιάδης Δεσμώτης''. Τελευταία του δουλειά είναι το Writersland, Το νησί των συγγραφέων (εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) που εκδόθηκε πριν από μερικούς μήνες.

Tuesday, December 12, 2006

 

Περί ιστορικού μυθιστορήματος

Την ευθύνη της δεύτερης εισήγησης στην 4η συνάντηση εργασίας νέων συγγραφέων που έγινε στο Ναύπλιο, υπό την αιγία του Να ένα μήλο και του Υπουργείου Πολιτισμού είχε ο Δημήτρης Γκενεράλης*. Θέμα του το ιστορικό μυθιστόρημα. Μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες αλλά και πλέον παρεξηγημένες μορφές λογοτεχνίας στη σύγχρονη εποχή. Το κείμενο της εισήγησης:
‘’Ξεκινώντας θα πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι :
Ο βασικότερος λόγος της εµµονής για τη σύγκριση ενός ιστορικού
µυθιστορήµατος µε µια αντίστοιχη ιστορική πραγµατικότητα είναι η πεποίθηση ότι η ιστορία αποτελεί ένα επιστηµονικό αντικείµενο που µπορεί και πρέπει να καταγραφεί αντικειµενικά από τη θετική επιστήµη της ιστοριογραφίας. Κατ’ επέκταση, ένα ιστοριογραφικό κείµενο είναι µια επιστηµονική πραγµατεία που καταγράφει πιστά µια πραγµατικότητα, ένα αφηγηµατικό κείµενο «εµπειρικού/ιστορικού τύπου». Αν λοιπόν για τη µυθοπλαστική αφήγηση οι πιθανοί κόσµοι, δηλαδή ο µυθοπλαστικός τύπος αφήγησης, είναι επιτρεπτοί, για την επιστηµονική ιστορική αφήγηση αποκλείονται.

ΟΡΙΣΜΟΣ
Οι περισσότερες μελέτες ορίζουν την ιστορικότητα ενός μυθιστορήματος ως τη διαπραγμάτευση ενός παρελθόντος που θα απέχει τουλάχιστον τριάντα χρόνια από την εποχή της συγγραφής του.
Κατ’ επέκταση, τα χαρακτηριστικά του ιστορικού μυθιστορήματος καθορίζονται ως εξής :
Χρονική απόσταση μεταξύ της μυθιστορηματικής δράσης και της συγγραφής [Το αίτηµα της χρονικής απόστασης οφείλεται στην αντικειµενικότητα της ιστορικής παράστασης, την οποία υποτίθεται ότι διαφυλάσσει η αµεροληψία του συγγραφέα]
· Παράσταση τουλάχιστον ενός προσώπου , γνωστού από την επιστημονική ιστοριογραφία
· Η ιστορική αναφορά μπορεί να περιορίζεται στην παράσταση πολιτικών ή στρατιωτικών γεγονότων του παρελθόντος

ΓΕΝΝΕΣΗ
Η γέννεση του όρου ΙΣΤΟΡΙΚΟ-μυθιστόρημα προήλθε και καθιερώθηκε με τα μυθιστορήματα του Scott τα οποία ακολουθούν τις βασικές αρχές του Ιστορισμού κατά την καταγραφή, παράσταση και αξιολόγηση της ιστορίας.
Ο βασικότερος συνεκτικός κρίκος της ιστοριογραφίας (επιστημονικής καταγραφής της ιστορίας) και της ιστορικής μυθοπλασίας (θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε έτσι τελικά το ιστορικό μυθιστόρημα) είναι η από κοινού χρήση του μέσου της αφήγησης. Ο αφηγηματικός λόγος της επιστημονικής ιστοριογραφίας διεκδικεί για τον εαυτό του το αξίωμα του «πραγματικού» (γεγονότα τα οποία επιβεβαιώνονται, έχουν συμβεί). Παρόλα αυτά δε διαφέρει ουσιαστικά από ένα μυθοπλαστικό πεζογράφημα.

Όμως :
Η μυθοπολασία [μυθιστόρημα] και η πραγματικότητα [ιστορικό γεγονός] δεν είναι απαραιτήτως έννοιες κατηγορικά αντίθετες, δεν έχουν δηλαδή την αντιθετική σχέση αλήθειας-ψεύδους.
Έτσι λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ιστορικό μυθιστόρημα έχει διδακτικό ρόλο [Η διδακτική λειτουργία του
ιστορικού µυθιστορήµατος προϋποθέτει την κατηγορική ύπαρξη της ιστορικής
αλήθειας, η οποία υποτίθεται ότι προϋπάρχει ανεξάρτητα από τις καταγραφές της
ιστορίας] το ιστορικό µυθιστόρηµα θεωρείται ότι λειτουργεί ως συµπλήρωµα της ιστορικής βιβλιογραφίας, η οποία προέρχεται από και προορίζεται για µια µειοψηφία, ότι αποτελεί ένα είδος εκλαΐκευσης της ιστορίας [δηλαδή διευκολύνει την πρόσβαση των αναγνωστών στην ιστορία], η οποία γίνεται µε αυτόν τον τρόπο προσβάσιµη στο ευρύ κοινό. Με άλλα λόγια, το ιστορικό µυθιστόρηµα θεωρείται ως αντίδραση στη στροφή που σηµειώθηκε στην ιστοριογραφία, όταν ο γερµανικός ιστορισµός την καθιέρωσε ως επιστήµη, καθιστώντας την δυσπρόσιτη για το ευρύ κοινό.
Ο ρόλος του εκλαϊκευτή της επίσηµης ιστοριογραφίας και κατ’ επέκταση ο διδακτικός ρόλος της ιστορικής µυθοπλασίας έχει ερµηνευθεί ως ένας από τους βασικότερους λόγους της δηµιουργίας αυτού του λογοτεχνικού είδους.
Άλλο ένα σημαντικό κατά τη γνώμη μου χαρακτηριστικό (το οποίο μπορεί να ειδωθεί και ως επιλογή του συγγραφέα) του Μυθιστορήματος, όταν αυτό προσπαθεί να είναι Ιστορικό είναι η χρήση «δευτερευόντων» ιστορικών προσώπων (που είναι λίγο-πολύ άγνωστα στο ευρύ κοινό) ως πρωταγωνιστών, καθώς και η επιλογή ενός ιστορικού πλαισίου που είναι σχετικά ανεξερεύνητο. Μ’ αυτόν τον τρόπο ενδεχομένως αποφεύγονται δυσαρμονίες με την επίσημη ιστοριογραφία. Σε κάθε περίπτωση, και εδώ θα πρέπει να υπάρχει πιστότητα στην αναπαράσταση μιας εποχής με ιστορικό ενδιαφέρον.

Από ένα ιστορικό µυθιστόρηµα αναµένεται η «αντικειµενική»
διαπραγµάτευση πολεµικών και πολιτικών ιστορικών γεγονότων· ανεξάρτητα από τη φύση όµως των γεγονότων που παρουσιάζονται, πολύ σηµαντικότεροι παράγοντες είναι η (1.) απόσταση που τα χωρίζει από το παρόν της συγγραφής καθώς και το (2.) ρεαλιστικό ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή η αποφυγή αναχρονισµών µε την ανάµιξη στοιχείων χαρακτηριστικών διαφορετικών εποχών και φυσικά (3.) η αποφυγή δυσαρµονιών µε την επίσηµη επιστηµονική ιστοριογραφία.

ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Αν λοιπόν υποτεθεί ότι έστω η γλώσσα ενός ιστορικού µυθιστορήµατος είναι δυνατό να αποδώσει ένα ιστορικό ιδίωµα, για την ψυχολογία, για τον τρόπο που σκέφτονται οι ήρωες ενός τέτοιου µυθιστορήµατος, έχει διαπιστωθεί ότι είναι αδύνατο να είναι πιστή. Πρόκειται πάντα για την εποχή του συγγραφέα. Το ίδιο ισχύει και για την παράσταση µιας «ιστορικής ψυχολογίας». Αυτήν την αµφίβολη ισχύ του κριτηρίου της ιστορικής ψυχολογίας την ενισχύει ακόµη περισσότερο το γεγονός ότι η αντίληψη της πραγµατικότητας, είτε αυτή είναι σύγχρονη είτε όχι, γίνεται έτσι και αλλιώς µε τη µεσολάβηση ενδιάµεσων πηγών που µεσολαβούν ανάµεσα στο γεγονός και στο δέκτη, όπως γραπτά ή ηλεκτρονικά ντοκουµέντα ή οι αφηγήσεις τρίτων.

ΤΕΛΟΣ-Το ιστορικό μυθ. Κατώτερη λογοτεχνία;;;
Είναι πάντως σαφές ότι η εξαιρετικά περιοριστική αντίληψη της ελληνικής γραµµατολογίας για το τι είναι ιστορικό µυθιστόρηµα έχει αποκλείσει από τη µελέτη του είδους πολλά ιστορικά µυθιστορήµατα, πράγµα που έχει ως συνέπεια την παραµέληση του ρόλου της ιστορίας και του τρόπου κατανόησής της στην ελληνική λογοτεχνία. Και το σηµαντικότερο, µένοντας προσκολληµένη σε µια κατανόηση του είδους, που είναι αποκλειστικά προσαρµοσµένη στο είδος όπως
καλλιεργήθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα, καταλογίζει στο ιστορικό µυθιστόρηµα µια ταυτότητα παραλογοτεχνίας και φυγής από την πραγµατικότητα. Η αντιµετώπιση του ιστορικού µυθιστορήµατος στην πραγµατική του διάσταση µπορεί να προσφέρει χρήσιµες διαπιστώσεις για τις µορφές που έχει πάρει το είδος στην ελληνική λογοτεχνία καθώς και τις µορφές κατανόησης και (κατά-)
χρησης της ιστορίας. Και ακριβώς οι τρόποι θεµατοποίησης της ιστορίας θα πρέπει να είναι ο πυρήνας για τη µελέτη του ιστορικού µυθιστορήµατος’’.
* Ο Δημήτρης Γκενεράλης είναι 30 ετών, ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και από την Απόπειρα κυκλοφορούν το μυθιστόρημα του ‘’Βερολίνο, 1989’’ και η βραβευμένη νουβέλα ‘’Ο απρόσμενος θάνατος ενός ψυχαναλυτή’’. Επίσης, έχει μεταφράσει για τον Κέδρο το παιδικό ‘’Γκοοολ’’ από τα Γερμανικά.

Sunday, December 10, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας...part 78













Εποχή διαγωνισμών, βραβεύσεων, βραβείων και όλα τα σχετικά στον κόσμο της λογοτεχνίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ’’διαφορετικό’’ γκάλοπ που απευθύνεται σε διαφορετικό κοινό από τους συνηθισμένους αναγνώστες. Ένα κλασικό life style περιοδικό το Status κάθε χρόνο βραβεύει τους ’’’άντρες της χρονιάς’’ σε διάφορους τομείς. Και εδώ και μερικά χρόνια βραβεύει και τον καλύτερο συγγραφέα… H
επιλογή των εννέα υποψηφίων είναι μάλλον καλή και καλύπτει
όλο σχεδόν το λογοτεχνικό φάσμα! Δεν ξέρω αν έβαλε το…χεράκι του ο Κώστας Φαρμάκης που καλύπτει στο περιοδικό τα θέματα λογοτεχνίας με καλές επιλογές κάθε μήνα. Ιδού λοιπόν οι υποψήφιοι: Μάνος Ελευθερίου, Αντώνης Σουρούνης, Παύλος Μάτεσις και Πέτρος Μάρκαρης, οι ευπώλητοι εκπρόσωποι της παλιάς φρουράς των καθιερωμένων λογοτεχνών, Σωτήρης Δημητρίου από την αμέσως επόμενη ’’φουρνιά’’ και από τους νεότερους εμπορικούς συγγραφείς ο (πανταχού παρών) Χρήστος Χωμενίδης. Και η έκπληξη είναι η παρουσία τριών νεώτερων: Του Νίκου Βλαντή, του Βασίλη Χατζηγιαννίδη και η ακόμη μεγαλύτερη του Σπύρου Καρυδάκη των οποίων τα βιβλία (Writersland, Φυσικές ιστορίες και Να δούμε ποιος θα φαγωθεί) συζητήθηκαν πολύ στους λογοτεχνικούς κύκλους. Περισσότερες λεπτομέρειες είτε στα τεύχη του Status είτε στο site του περιοδικού http://www.status.gr/.
Τα σαφώς…ταπεινότερα δημοψηφίσματα του blog μου συνεχίζονται με 41 καινούργια ή παλαιότερα βιβλία (όσα συμπεριλήφθηκαν στο δελτίο κριτικογραφίας του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ) που καλύπτουν το φάσμα από 16 Αυγούστου έως 30 Σεπτεμβρίου. Οι ψήφοι φυσικά αθροίζονται και πέρα από τα ’’βιβλία’’ του μήνα στο τέλος θα υπάρχει και το βιβλίο του 2006. Την αμέσως προηγούμενη ψηφοφορία που αφορούσε το διάστημα από 1η Ιουλίου έως 15 Αυγούστου κέρδισε με χαρακτηριστική άνεση το βιβλίο που υμνήθηκε από τους κριτικούς φέτος το καλοκαίρι: ’’Τα χερουβείμ της μοκέτας’’ (Ελένη Γιαννακάκη, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ) με 17 ψήφους ενώ ακολούθησε ’’Το ημερολόγιο του τιμονιέρη’’ (Νίκος Καββαδίας) με 11 και στην τρίτη θέση με 6 ψήφους ’’Η πάπισσα Ιωάννα’’ του Εμμανουήλ Ροίδη, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης με το ’’Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου’’ (ΚΕΔΡΟΣ) και το ’’Μικρό ημερολόγιο συνόρων’’ του Γκαζμέντ Καπλάνι. Μετά από τέσσερις μήνες ψηφοφοριών στο blog στη συνολική κατάταξη προηγείται ο Σκαμπαρδώνης, ακολουθεί ’’Η φόνισσα’’ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ο Κωστής Γκιμοσούλης με την Εξομολόγηση σ’ ένα Κολομβιανό σκύλο.
- Με τις παρουσιάσεις δεν τα πάω…καλά! Θεωρώ ότι αποτελούν μια αναμενόμενη εν πολλοίς επιβεβαίωση του ευτυχισμένου συγγραφέα από ένα φιλικό, ως επί το πλείστον, κοινό. Αλλά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Στην πρόσφατη παρουσίαση του νέου βιβλίου του Πέτρου Τατσόπουλου (νούμερο 1 στις περισσότερες λίστες ευπώλητων) ’’Η καλοσύνη των ξένων’’ νεαρή αναγνώστρια χωρίς κακή πρόθεση έκανε μια δύσκολη ερώτηση που έφερε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση τον συγγραφέα. Όχι τόσο γιατί αφορούσε τον ίδιο αλλά γιατί τον υπέβαλλε στη δοκιμασία με μια εκτενέστατη απάντηση να παίξει το ρόλο του υπερασπιστή όλου του ’’κλάδου’’. Οι παρουσιάσεις, λοιπόν, αν δεν υπάρχουν τέτοιες διαφοροποιήσεις δεν μου αρέσουν και τις θεωρώ κοινότοπες. Ορισμένοι πάντως συγγραφείς της νέας γενιάς δείχνουν τάσεις να διαφοροποιηθούν. Ο Γιάννης Ζευγώλης για παράδειγμα (τον περασμένο Απρίλιο το blog πρώτο ανακάλυψε το εξαιρετικό ’’Λογοχανείο’’ και ακολούθησε το ’’Αστεγοσκοπείο’’) έκανε την παρουσίαση και στη νοηματική γλώσσα αφού ο νεαρός συγγραφέας είναι και ο ίδιος γνώστης της νοηματικής! Ο Lary Cool (Τον Κανένα θα τον φάω τελευταίο) από την άλλη πέραν από συγγραφέας που η γραφή του συζητιέται ολοένα και περισσότερο αποδεικνύεται και εξαιρετικός ’’φούρναρης’’! Ζυμώνει με τα…χεράκια του ψωμί και μάλιστα εξαιρετικά εύγευστο αποδεικνύοντας ότι είναι multi-talented.
- Το blog είναι λογοτεχνικό αλλά για όσους είμαστε άνω
των 40 περιοδικά σαν και αυτά που βλέπετε ήταν αχώριστοι σύντροφοι των παιδικών μας χρόνων. Και μέσα από τις περιπέτειες του Γκαούρ Ταρζάν, του Μπλεκ και του Ζαγκόρ μάθαμε (δεν αποτελώ εξαίρεση) να αγαπάμε την ανάγνωση! Προς τι η αναφορά; Για όσους θέλουν να θυμηθούν τα νιάτα τους αυτές τις μέρες και μέχρι τις 20 Ιανουαρίου στην Πινακοθήκη του Ψυχικού γίνεται έκθεση με τα έντυπα κόμιξ των δεκαετιών ’50 και ’60 υπό την ευθύνη του ερευνητή δημοσιογράφου Γιώργου Βλάχου που εδώ και χρόνια ασχολείται με τα παιδικά λαϊκά έντυπα του ’’δίφραγκου’’. Τα 150 ενδεικτικά εξώφυλλα (ασπρόμαυρα στην πλειοψηφία τους) αργότερα θα γίνουν και πολυτελές λεύκωμα που θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία μέσα στο 2007! Μια βόλτα αρκεί για να γυρίσουμε πίσω στην εποχή της αθωότητας, όταν διαβάζαμε τα έντυπα του δίφραγκου και δεν μπορούσαμε να αξιολογήσουμε ότι ορισμένα από τα αριστουργηματικά εξώφυλλα τους ήταν έργο πολύ γνωστών ζωγράφων και χαρακτών όπως οι Κοντόπουλος, Ζήσης και Μποστ ή προϊόν γραφής καταξιωμένων γραφιάδων της εποχής όπως ο Νίκος Ρούσσος. Η δική μου πρώτη επαφή με τη λογοτεχνία έγινε μέσω της έκδοσης των Κλασικών Εικονογραφημένων με αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τότε, βλέπετε, δεν υπήρχαν ούτε αλυσίδες βιβλιοπωλείων, ούτε....Amazon!

Saturday, December 09, 2006

 

Λογοτεχνία και πολιτική

Εξαιρετικές ήταν και οι τρεις εισηγήσεις των συγγραφέων για ισάριθμα θέματα συζήτησης στην 4η συνάντηση εργασίας νέων συγγραφέων που έγινε πριν από μερικές μέρες στο Ναύπλιο. Επειδή, και τα τρία θέματα είναι γενικότερου ενδιαφέροντος και μπορούν να εγείρουν συζητήσεις και μεταξύ των επισκεπτών του blog είχα υποσχεθεί να τα αναρτήσω. Κάνω αρχή σήμερα με την εισήγηση της Μαρίας Σούμπερτ με θέμα το πολιτικό πρόσωπο του συγγραφέα. ’’Έχει σημασία να τοποθετείται ο απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του; Με αφορμή τη σιωπή της παγκόσμιας διανόησης για τον βομβαρδισμό του Λιβάνου και με την παραδοχή του Γκύντερ Γκρας ότι στα νιάτα του υπήρξε μέλος της ναζιστικής νεολαίας», είναι το ξεκίνημα της τοποθέτησης. Και το κείμενο της κ.Σούμπερτ συνεχίζει:
΄΄Όταν γράφοντας την εισήγηση αυτή, μιλώντας με μία φίλη μου στο τηλέφωνο, της ανακοίνωσα γεμάτη υπερηφάνεια τον τίτλο του θέματος, εκείνη με ρώτησε με καθαρή απορία και αφέλεια: «Γιατί, έχει πολιτικό πρόσωπο ο συγγραφέας;». Φυσικά δεν αναφερόταν στα πιστεύω του, αλλά στην γενικότερη εικόνα που θέλει σήμερα τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους, αποστασιοποιημένους από την καθημερινότητα και την πολιτική, τους θέλει φιγούρες μποέμ, φιγούρες βαριές, χαμένες πίσω από χοντρές τουλίπες καπνού, να συζητούν για θέματα διανόησης, και τι εννοούσε ο τάδε λογοτέχνης ή φιλόσοφος λέγοντας αυτό ή κάνοντας το άλλο. Άλλωστε από την περίοδο της μεταπολίτευσης, την εποχή όπου κάθε πτυχή της καθημερινότητας και της τέχνης εκφραζόταν με πολιτικούς όρους, με την άνοδο του πολιτικού λόγου και προσώπου, έχουμε καταλήξει σήμερα σε μια αναλόγως αντίστροφη κατάσταση, κατά την οποία ο συγγραφέας είναι το πλέον α-πολιτικό πρόσωπο. Τις περισσότερες φορές δεν έχει κανένα απολύτως πρόσωπο.
Για να μιλήσουμε όμως για την πολιτική, θα πρέπει πρώτα να την ορίσουμε. Με τον όρο πολιτική εννοείται το σύνολο των διαδικασιών, μέσω των οποίων ομάδες ανθρώπων οργανώνονται και λειτουργούν, προκειμένου να λαμβάνουν αποφάσεις και να παρέχουν κατευθύνσεις σε θέματα διοίκησης ή διακυβέρνησης σε διάφορους τομείς δραστηριοτήτων. Ή αλλιώς όπως έθεσε τον ορισμό ο Μακιαβέλι, περίπου στα 1515: «Πολιτική είναι το σύνολο των μέσων, τα οποία είναι απαραίτητα, προκειμένου να έρθει κανείς στην εξουσία, να κρατηθεί στην εξουσία και να χρησιμοποιήσει με τον ωφελιμότερο τρόπο την εξουσία». Οποιοσδήποτε λοιπόν ασχολείται με την πολιτική, έχει πολιτικό λόγο.
Για να προχωρήσουμε έπειτα στην κατάληξη αν ένας συγγραφέας πρέπει να έχει πολιτικό πρόσωπο, πρέπει πρώτα να αναλογιστούμε ποιος είναι ο πρωταρχικός του ρόλος. Σημασία σε πρώτη φάση πρέπει να έχει το έργο του, αλλιώς δεν τον κρίνουμε ως δημιουργό, αλλά ως τον οποιονδήποτε που έχει κάποια άποψη. Μια συνηθισμένη παρεξήγηση είναι άλλωστε και η τάση να δίνουμε περισσότερη σημασία στο άτομο παρά στο έργο του· καλώς ή κακώς η τέχνη σήμερα περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον καλλιτέχνη.
Ο συγγραφέας είναι ο ενδιάμεσος της σκέψης και της γραφής. Είναι ο άνθρωπος που ναι μεν καταγράφει μια ιστορία, πόσο κινεί όμως ο ίδιος την ιστορία; Πόσο είναι ο ίδιος πάντα κυρίαρχος της εξέλιξης; Από ένα σημείο και έπειτα η πλοκή, η δράση παίρνει το δικό της δρόμο και εξελίσσεται μόνη της, άρα ο συγγραφέας γίνεται «γραφέας» -κατά τον Μπαρτ-, το μέσο ανάμεσα στην έμπνευση και την γραφή, χωρίς αυτό όμως να τον καταστρατηγεί σαν παρουσία, σαν οντότητα και σαν προσωπικότητα. Κάθε λογοτέχνης γράφει και ακολουθεί μια ιστορία βάση της δικής του εμπειρίας, άρα και της δικής του υπόστασης, αλλιώς όλοι θα μπορούσαν να γράψουν την ίδια ιστορία, με την ίδια αρχή, μέση και τέλος, με τους ίδιους ήρωες. Άρα, πόσο κυρίαρχος είναι σε αυτό το παιχνίδι; Γιατί πρέπει να έχει σημασία η οποιαδήποτε άποψη ενός τέτοιου ανθρώπου; Δεν θα έπρεπε αν έχει κάτι να πει, το εκφράζει μέσα από το έργο του; Γιατί να έχει σημασία ο λόγος του, όταν δεν πρόκειται για έργο; Ας μην εξιδανικεύουμε τη θέση του μετά το πέρας της συγγραφικής δραστηριότητας. Αφ’ ης στιγμής τελειώσει ένα έργο του, ότι είχε να πει το είπε. Σπανίως παραμένει απερίσπαστος από την επικαιρότητα, από την καθημερινότητα, ότι και να γράφει, ότι και να θέλει να πει. Το έργο του είναι αυτό που έχει σημασία. Αυτό που θα μείνει και θα μπορεί να επηρεάσει. Μια συνέντευξη, μία κουβέντα είναι λόγια που θα περάσουν, θα ξεχαστούν. Συνεπώς εάν έχει κάτι να πει για όσα συμβαίνουν, μπορεί να βρει τον τρόπο να τα γράψει· ακόμα κι όταν δεν προσπαθεί να περάσει κάποιο μήνυμα, αυτό συνήθως περνάει από μόνο του. Δεν έχει σημασία αν η ιστορία του είναι σύγχρονη ή αν πρόκειται για ένα ιστορικό αισθηματικό δράμα, με βουκολικές στιγμές. Σημασία έχει πως ως συγγραφέας μπορεί και πρέπει να εκφραστεί μέσα από το έργο του, όπως ο Picasso εκφράστηκε με τη Guernica και ο Beethoven με την Ηρωική Συμφωνία.

Τώρα μπορούμε πια να αναρωτηθούμε, αν και γιατί πρέπει να έχει ένας συγγραφέας πολιτικό πρόσωπο. Για το θέμα αυτό μπορούν να τεθούν περισσότερα ερωτήματα παρά να δοθούν αρκετές απαντήσεις. Αφενός εξαρτάται από την ίδια την κοινωνία και τη φιλοσοφία της, το αν αντιμετωπίζεται η τέχνη με όρους ηθικούς ή με όρους φαντασίας. Στην περίπτωση της λογοτεχνίας, τέχνη θεωρείται το αποτέλεσμα μίας δημιουργίας με λογοτεχνικούς και ποιητικούς όρους. Χωράει λοιπόν η πολιτική στην τέχνη; Και εάν χωράει ποιος θέτει το όριο, μέχρι ποιο σημείο είναι αυτόνομη και που γίνεται στρατευμένη; Είναι η πολιτική σκοπός της συγγραφής και της τέχνης;

Η πολιτική θέση και άποψη ενός ανθρώπου της τέχνης και της διανόησης είναι ένα θέμα σε πρώτο επίπεδο αυστηρά προσωπικό, όπως και κάθε άλλη άποψή του. Το δημόσιο κομμάτι της «ύπαρξης» και του έργου του είναι η ίδια η δουλειά του. Άρα πρέπει μέσα από αυτήν να παρουσιάζει την πολιτική του θέση. Το αν θα κάνει κάποια δήλωση, έγκειται στο δικαίωμά του ως ανθρώπινης ύπαρξης, και άρα ως εκ φύσεως πολιτικού όντος. Αυτό το δικαίωμα όμως το έχουν όλοι.
Πρέπει τότε, να εκφράζεται πολιτικά στα διάφορα μέσα, όταν υπάρχει αφορμή; Από τη μία περιμένουμε από ένα δημόσιο πρόσωπο, και δη του καλλιτεχνικού χώρου, να πάρει θέση απέναντι στα γεγονότα. Πρέπει να αναρωτηθούμε όμως τι περιμένουμε κι εμείς να ακούσουμε. Θα δώσουμε την ίδια σημασία αν μιλήσει για κάποιο πόλεμο, ή αν μιλήσει για το ΙΚΑ, την εφορία και το ΦΠΑ; Και αυτά είναι θέματα πολιτικής, όμως πιστεύω πως θα βαρεθούμε αφόρητα αν κάποιος συγγραφέας αρχίσει να μιλάει για αυτά. Αυτό που ζητάμε τότε είναι κάποιος να πάρει θέση σε θέματα κυρίως ηθικά και λιγότερο καθημερινά και κοντινά σε εμάς. Καλώς ή κακώς ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στο Λίβανο μας σοκάρει, μας τρομάζει και μας εξοργίζει, αλλά δεν το νιώθουμε τόσο καθημερινό και κοντινό όσο το λογαριασμό που θα πρέπει να πληρώσουμε αύριο στην εφορία.
Από την άλλη πλευρά τίθεται βέβαια και το εξής ερώτημα: βρισκόμαστε σε μια εποχή στην οποία έχει σημασία η πολιτική άποψη του συγγραφέα; Δεχόμαστε ότι περνούμε μια φάση παρακμής, είμαστε σε αναμονή για το γεγονός εκείνο που θα προκαλέσει τις πολιτικοκοινωνικές εκείνες καταστάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα προκαλέσουν προβληματισμούς νέους, άρα και άνοδο στην τέχνη και τη διανόηση. Σε αυτή τη φάση λοιπόν, στο «τέλμα», έχει νόημα να προσδιορίζεται κάποιος – ο οποιοσδήποτε- πολιτικά; Υπάρχει πολιτική θέση και τι δύναμη έχει; Θέλω να πιστεύω πως και στις χειρότερες δυνατές καταστάσεις κάθε άνθρωπος θα έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να εκφράζεται πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά. Και ο καλλιτέχνης- λογοτέχνης- διανοούμενος –όπως προαναφέραμε- τοποθετείται στην κατηγορία όλων των ανθρώπων. Δεν μιλάμε για αυτούς ξεχωριστά, παρά μονάχα αν απευθυνόμαστε τους πέντε-δέκα που μπορούν πράγματι να ζουν από το έργο τους και να επηρεάζουν το ευρύ κοινό με το έργο τους. Οι υπόλοιποι κάνουμε το χόμπυ μας, άρα έχουμε τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα όπως κάθε άλλος «κοινός θνητός».

Μπορεί κανείς να πει πως θεωρείται απαραίτητο από έναν συγγραφέα με έντονα πολιτική διάθεση στο έργο του να τοποθετηθεί και δημόσια απέναντι στα πολιτικά γεγονότα. Δεν μπορεί όμως να το απαιτήσει κανείς από κάποιον που ουδέποτε έχει θέσει κάποια πολιτική άποψη. Δεν μας αφορά άλλωστε η άποψη ενός ανθρώπου που δεν έχει ασχοληθεί ποτέ με κάποιο θέμα της πολιτικής και της επικαιρότητας, παρά μονάχα όσο μας αφορά και η άποψη της νοικοκυράς που της παίρνουν συνέντευξη στη λαϊκή για τα θέματα ακρίβειας, του πολιτικού μηχανικού που βρίσκεται ανάμεσα σε μπετά και σκαλωσιές –και βρίζει για την μεταναστευτική πολιτική- και φυσικά των ταξιτζήδων που έχουν άποψη για όλα. Αν μη τι άλλο το τι λέει έκαστος είναι αποκλειστικά και μόνο δική του επιλογή και ευθύνη. Οι λόγοι άλλωστε δημόσιας έκφρασης θα μπορούσαν να είναι πολλοί και διφορούμενοι: οργή και θυμός, αίσθημα αδικίας, ανάγκη κινητοποίησης, ή απλώς επαναφορά στη δημοσιότητα, διαφήμιση.
Από εκεί κι έπειτα, πότε πρέπει να εκφράζεται ένας συγγραφέας; Πρέπει να βγαίνει ξαφνικά και να μιλάει όταν υπάρχει μια κρίση; Όταν συμβαίνουν τα αίσχη; Όταν ένα θέμα αρχίσει να παίρνει τρομακτικές διαστάσεις από τα ΜΜΕ ή θα πρέπει να είναι ενήμερος για την επικαιρότητα κάθε στιγμή, να είναι συνεπής κάθε φορά στις θέσεις του, να είναι γνώστης της πολιτικής και της καθημερινότητας; Και αν έλεγε τα αντίθετα απ’ όσα –θέλω να πιστεύω- εκπροσωπούμε, πως καλά κάνουν και βομβαρδίζουν, πως καιρός ήταν να δοθεί ένα πλήγμα στο Ισλάμ, πώς θα το κρίναμε; Θα είχε τοποθετήσει και πάλι την άποψή του και την πολιτική του θέση. Άρα γιατί δε θα ήμασταν ευχαριστημένοι;
Μήπως αυτό που τελικά περιμένουμε είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων, με αναγνωρισμένο κύρος, απλώς να πει αυτό που δεν μπορούμε να φωνάξουμε όλοι οι υπόλοιποι, γιατί εμάς τους υπόλοιπους κανείς δε μας ακούει;


Φτάνουμε επομένως και στο τελευταίο ερώτημα, το οποίο συνδέεται άμεσα και με το θέμα του Guenter Grass, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου. Επηρεάζει η πολιτική θέση ενός καλλιτέχνη την ποιότητα του έργου του; Το ακυρώνει; Όταν δημιουργείται ξαφνικά ένα θέμα γύρω από το αν ένας συγγραφέας υπήρξε στα νιάτα του μέλος της ναζιστικής νεολαίας και αυτό δημιουργεί σκάνδαλο, οι αιτίες είναι πολλές. Φυσικά δεν μπορεί να έχει σημασία αν ένα παιδί 16 χρονών πήγε στη Waffen SS. Δεν έχει σημασία αν το ίδιο το παιδί πίστευε στα ναζιστικά ιδεώδη ή όχι.
Δεν θα μπορούσα επ’ ουδενί να ταχθώ υπέρ της κατάστασης εκείνης. Σίγουρα όμως θα πρέπει να την αναλύσουμε με βάση τα ιστορικά γεγονότα προκειμένου να την κρίνουμε και να την κατακρίνουμε και να μην παρασυρόμαστε εύκολα από το συναίσθημα. Σίγουρα είναι μεγάλο πλήγμα για όσους είχαν εξιδανικεύσει τον Grass, το γεγονός πως ως έφηβος ανήκε σε μια πραγματικότητα κατακριτέα. Τότε όμως θα πρέπει οι περισσότεροι να είμαστε κατακριτέοι για όσα έχουμε πει και έχουμε κάνει –άλλοι με μεγαλύτερες συνέπειες από άλλους- κατά την εφηβεία μας. Από την άλλη αυτό που μπορούμε να αρνηθούμε άμεσα και κατηγορηματικά είναι η ίδια η διαφημιστική θύελλα που ξεκίνησε το «σκάνδαλο» της ναζιστικής εφηβείας του Grass. Το να χρησιμοποιηθεί το γεγονός αυτό ξαφνικά και τόσο έντονα –με ευθύνη όχι μόνο του συγγραφέα και του εκδοτικού του οίκου, αλλά και των ίδιων των μέσων- είναι εξωφρενικό. Δεν είναι όμως πιο εξωφρενικό από κάθε άλλη προσπάθεια διαφήμισης ενός προϊόντος, το οποίο καλώς ή κακώς δεν απευθύνεται και στο μεγαλύτερο ποσοστό των καταναλωτών. Τότε όμως μιλάμε με όρους οικομονικούς, με όρους αγοράς. Μιλάμε για προϊόν και καταναλωτή και παρ’ ότι αυτή είναι η πραγματικότητα της εκδοτικής –και συχνά συγγραφικής- δραστηριότητας, θέλω ακόμη να πιστεύω πως ο κόσμος είναι ρόδινος, ο ουρανός γαλάζιος και πως η συγγραφή και έκδοση είναι μια καλλιτεχνική διαδικασία.

Κλείνοντας θα ήθελα να πω μονάχα το εξής: Τα παραπάνω είναι ερωτήματα, στα οποία δεν έχω απάντηση. Και αν φαίνεται πως δίνω απαντήσεις, είναι μονάχα για να τα οριοθετήσω κι εγώ στο μυαλό μου, αν και από κάθε προσπάθεια προκύπτουν ακόμη περισσότερα. Όπως όλα σχεδόν τα θεωρητικά ερωτήματα, πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του τόσες παραμέτρους, που μερικές φορές τα ίδια τα όρια είναι δυσδιάκριτα ανάμεσα στο τι θα έπρεπε να γίνει και μέχρι ποιο σημείο.
Η προσωπική μου άποψή πάντως είναι πως κάθε άνθρωπος – και περισσότερο κάποιος με επιρροή στην κοινή γνώμη- θα πρέπει να κρίνει και να κατακρίνει τις φρικαλεότητες που γίνονται στο όνομα της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά και πως το πολιτικό παρελθόν ή παρόν ενός καταξιωμένου από την ίδια την ιστορία καλλιτέχνη- λογοτέχνη- διανοούμενου δεν ακυρώνει το έργο του. Μπορεί να μη μας αρέσει, γιατί δεν θα συμφωνούμε σε αυτά που λέει. Όταν όμως ο χρόνος τον έχει αναγνωρίσει, δεν μπορεί μια στιγμή να τον ακυρώσει.

Μαρία Σούμπερτ*

*Η Μαρία Σούμπερτ εμφανίσθηκε στη λογοτεχνία το 1998 με το μυθιστόρημα ’’Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια’’ (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) και το 2002 από τον Κέδρο κυκλοφόρησε η δεύτερη δουλειά της με τίτλο ’’Club Κυλικείο’’. Είναι 27 ετών, γεννημένη στο Μόναχο και ασχολείται με το θέατρο.

Wednesday, December 06, 2006

 

Ένα λουλούδι στον τάφο του πρίγκιπα (6 Δεκεμβρίου 1990)



Όταν το τηλέφωνο κτυπάει μέσα στην άγρια νύχτα δεν είναι ποτέ για καλό…Οι λέξεις πάγωσαν τον χρόνο. ’’Πέθανε ο Παύλος’’…Τότε η είδηση την οποία θα έγραφαν την επόμενη όλες οι εφημερίδες και μερικές στην πρώτη τους σελίδα έμοιαζε απίστευτη. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε φύγει, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, σαν σήμερα το 1990, για το ταξίδι χωρίς γυρισμό αλλά δεν μπορούσε κανείς να το πιστέψει. Όπως δεν πιστεύουμε ότι πέθαναν οι bigger than life καλλιτέχνες. Όπως ποτέ δεν πιστέψαμε ότι έφυγε ο Μόρισον, έστω και αν σε κάθε ταξίδι στο Παρίσι ένα λουλούδι στον τάφο του θυμίζει το τετελεσμένο και αναπόφευκτο.
Στην κηδεία του Παύλου στον Κόκκινο Μύλο μαζεύτηκαν λογής-λογής σχετικοί και άσχετοι, πρώιμα celebrities αλλά και άνθρωποι που τον ήξεραν καλά και το δάκρυ τους ήταν ειλικρινές. Εκείνη την ημέρα καταλάβαμε ότι ανήκε σ’ αυτούς που γίνονται αθάνατοι μόλις πεθάνουν και ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή του μύθου.
Ο πρίγκιπας των μπλουζ και του ελληνικού ροκ ήταν τα πάντα για τη γενιά μου. Από τα στενά κλαμπάκια της Πλάκας μέχρι τη βραδιά που σωριάστηκε στο υπόγειο του Ροντέο στην πλατεία Βικτορίας και προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν η Στασινοπούλου και ο Πιλάλας. Από τις βραδιές που ζητούσε ’’κανονικά τσιγάρα’’ από τον κόσμο μέχρι εκείνη που αντί να τραγουδήσει διάβασε το μανιφέστο Εβερτ κατά των κομμουνιστών. Και από τη θρυλική συναυλία της βροχής στου Ζωγράφου μέχρι την εποχή που έπαψε να εμφανίζεται ή τραγούδαγε αγκομαχώντας και με δεμένο το μισοπαράλυτο χέρι του, αλλά χαρούμενοι μαθαίναμε ότι ’’καθάριζε’’. Η ντρόγκα τελικά τον νίκησε και ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που ο πρίγκιπας είχε βγει ψεύτης. ΄΄Και για το πείσμα σας, γουρούνια, θα αντέχω’’Δεν άντεξε ο Παυλής.
Τη ζωή του Παύλου πολλοί την καπηλεύτηκαν και ακόμη περισσότεροι το θάνατο του. Δεν είναι αυτό το θέμα και δεν θα είναι ποτέ αυτό το θέμα. Εκείνοι που ξέρουν την αλήθεια δεν θα την πουν ποτέ γιατί δεν υπάρχει –πλέον- λόγος να ανοίξουν σφαλιστά στόματα. Κρίμα που λίγοι ήξεραν και κανείς δεν θέλησε να πει και να γράψει μερικές λεπτομέρειες για τη ζωή του. Για εκείνα τα βράδια που ο Παύλος ο τελευταίος βασιλιάς της ελληνικής ροκ κατηφόριζε στα πιο παράξενα υπόγεια της Αθήνας, άκουγε μουσικές που δεν βάζει ο νους του ανθρώπου ότι υπάρχουν, έκανε παρέα με τους πιο λούμπεν τύπους που φυσικά ούτε τον ήξεραν, ούτε είχαν ακούσει ποτέ στη ζωή τους γι’ αυτόν. Για εκείνα τα βράδια που ο Παύλος έκλεινε μονάχος τις πληγές του, εκεί που λίγοι φτάνουν και ακόμη πιο λίγοι αντέχουν να μείνουν. Για αυτά ποτέ και κανείς δεν θα γράψει.
Όπως λίγοι ξέρουν ότι ένα από τα κορυφαία τραγούδια του αυτό με τίτλο ’’Στην Κ.’’ δεν ήταν αφιερωμένο στην…κοκαϊνη όπως βόλευε να υποστηρίζει η παραφιλολογία των ηλιθίων αλλά σ’ ένα έρωτα που πήγε χαμένος για χάρη της ασφάλειας και της ευζωϊας. Για να μην τον ξεχνάμε και να μην ξεχνιόμαστε…Στην Κ. για όλους τους έρωτες που ’’εξαργυρώθηκαν’’ με λάθος τρόποΓια την Κάθυ του ’’Παυλή’’ και για τις Κ. που πέρασαν (και έφυγαν) από τη ζωή όλων μας ‘’αφιερωμένοι εξαιρετικά’’ οι στίχοι του σημαντικότερου ερωτικού τραγουδιού του ελληνικού ροκ…Για μια Κατερίνα που δεν θα διαβάσει ποτέ τούτες τις γραμμές και δε θα βρει ποτέ μονοπάτι που να οδηγεί σ’ αυτό το χώρο γιατί δεν μπορεί να φανταστεί την ύπαρξή του:

Όταν κάποιο βράδυ θα σε ξυπνήσει απότομη η κραυγή σου
και τρέξεις στη μαμά σου να το πεις
Κι εκείνη τρομαγμένη μες στο ψυγείο κλείσει τη φωνή σου
θα 'ναι αργά μεσάνυχτα και θα 'χεις κουραστεί

Όταν θα αγαπήσεις το γέλιο σου και την αναπνοή σου
και δεις πως έχεις κάτι να μας πεις
Στο πλάι σου ο άνθρωπος που διάλεξες βιτρίνα στη ζωή σου
τριάκοντα αργύρια αντίτιμο σιωπής

Πες μας τι θα γίνει, αν κάποτε θ' αγγίξεις το κορμί σου
και το 'βρεις τσακισμένο απ' τις πληγές
Και γύρω σου κούκλες χλωμές ανίκανες
ν' ακούσουν τη φωνή σου
κι οι αλήθειες σου να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές


Το φετινό λουλούδι και μερικά ακόμη που ατυχώς από τους γρήγορους ρυθμούς της ζωής ΄΄ξεχάστηκαν΄΄ και δεν κατατέθηκαν εκεί που έπρεπε είναι τούτο εδώ το μικρό post. Thanks for the memories, Παυλή…
Και επειδή εδώ λέμε για βιβλία ούτε σήμερα θα κάνω εξαίρεση. Η πιο συνεπής, σωστή και αντικειμενική βιογραφία του Παύλου εκδόθηκε το 1998 μες τίτλο ’’Που να γυρίζεις’’ (εκδόσεις Λιβάνη) και συγγραφέα τον πιο σεμνό, σιωπηλό και αδικημένο υποστηρικτή της ελληνικής ροκ σκηνής τον δημοσιογράφο και μουσικό παραγωγό Άκη Λαδικό. Ο Λαδικός που εδώ και μερικά χρόνια αποσύρθηκε στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο και πρωταγωνιστεί με την ιδιότητα του καθηγητή μέσης εκπαίδευσης μπροστάρης σε όλα τα πολιτιστικά και λογοτεχνικά δρώμενα του νησιού έζησε από κοντά όλη τη διαδρομή του Παύλου και ήταν από τους στενούς φίλους του. Το βιβλίο του είναι η ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΞΑΙΡΕΣΗ μεταξύ όσων έχουν γραφτεί για τον πρίγκιπα. Αντιμετωπίζει με σεβασμό το φαινόμενο του Παύλου, δεν στέκεται στα προβλήματα του ή στις διαπροσωπικές του σχέσεις και τον προσεγγίζει με βάση την τεράστια –ως σήμερα- επίδραση του στην ελληνική ροκ σκηνή. Αν το βρείτε να το αγοράσετε άφοβα….
’’Αντε και καλή τύχη μάγκες’’… Επειδή ’’στα σκοτεινά δωμάτια είναι η ψυχή μας γυμνή και δεν χωράνε εκεί μυστικά’’...

Tuesday, December 05, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας...part 77

Στην Ελλάδα οι παρέες μεγαλουργούν. Κυρίως, γιατί λειτουργούν ενωμένα και ενιαία. Και όταν οι συγκυρίες συνωμοτούν θετικά και εξασφαλίζονται και οικονομικοί πόροι (μέσα από ένα πρόγραμμα επιδότησης του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού) προκύπτουν αξιόλογες προσπάθειες όπως αυτή του περιοδικού Heteron. Δεν είναι ακριβώς λογοτεχνικό περιοδικό αλλά μια πολυσυλλεκτική προσπάθεια που όπως την περιγράφουν οι ίδιοι οι δημιουργοί της ’’ίσως είναι ένας κάδος απορριμάτων, ένα φυλάκιο εμπειριών, μια προθήκη τολμημάτων, ένα βήμα συρτό ή μια σαπουνόφουσκα με δυνατότητες διάλυσης. Ουδείς γνωρίζει τι θα συμβεί στην εκδοτική άβυσσο -ή στην άβυσσο των εκδιδομένων, αν προτιμάτε. Η πορεία θα το δείξει, οι επιλογές, η ανταπόκριση’’.
Τον Απρίλιο κυκλοφόρησε το πρώτο του τεύχος και τις τελευταίες μέρες το δεύτερο που διανέμεται και σε περίπτερα αλλά και σε επιλεγμένα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Οι δημιουργοί του φιλοδοξούν να είναι συνεπείς στην τριμηνιαία έκδοση του περιοδικού που δίνει έμφαση στη διαφορετικότητα! Και το αποδεικνύει αφού το CD που διανέμεται μαζί με το περιοδικό είναι εντελώς διαφορετικό από ένα διαχρονικά διαφορετικό άνθρωπο. Τον ’’κύριο Αθήναι’’ Λεωνίδα Χρηστάκη, που αισίως φτάνει σε λίγο τα ογδόντα (του εύχομαι ολόθερμα να τα κατοστήσει) αλλά ακμαίος απαγγέλνει υπό τον τίτλο ’’Σχιζοφωνικά’’ δώδεκα επιλεγμένα ποιήματα! Ειρήσθω εν παρόδω μια μικρή παρένθεση: Αν κάποιος εκεί έξω έχει το ιστορικό βιβλίο του Λεωνίδα Χρηστάκη ’’Ο κύριος Αθήναι’’ στην πρώτη του έκδοση από τις εκδόσεις Δελφίνι ας μου στείλει ένα e-mail για τα…περαιτέρω. Επιστροφή στο Heteron ή Έτερον ήμισυ και στο δεύτερο τεύχος του που περιλαμβάνει και Καββαδία και Εγγονόπουλο, ένα εκπληκτικό κείμενο με τίτλο ’’Έρωτας στα χρόνια του Ιντερνετ’’ και πολλά ακόμη ενδιαφέροντα θέματα. Περιοδικό που…διαβάζεται και δεν…ξεφυλλίζεται.
- Μερικά ποστ πιο…κάτω θα βρείτε αυτό που αναφέρεται στη λογοκλοπή. Η φίλη του μπλόγκ Νίκη από τη Θεσσαλονίκη μου έστειλε μια ενδιαφέρουσα προσθήκη που δείχνει πως το όλο θέμα απασχολεί τους ακαδημαϊκούς και λογοτεχνικούς φορείς του εξωτερικού. Για τον πλαγιαρισμό, καταγγελίες αλλά και τις επιπτώσεις του υπάρχει ειδικό site και ειδική οργάνωση στις Η.Π.Α. Οι ενδιαφερόμενοι ας ανατρέξουν στη διεύθυνση www.plagiary.org/about.htm.
- Ο Πέτρος Τατσόπουλος, αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές, θα εμφανιστεί σε cameo ρόλο σε ένα από τα προσεχή επεισόδια του σίριαλ Λούφα και παραλλαγή. Μετά από αίτημα του στον σκηνοθέτη Νίκο Περάκη θα παίξει το ρόλο του μπάρμαν (ΚΨΜιτζής του στρατώνα). Οι κινηματογραφικοί…προβληματισμοί δεν τον εγκαταλείπουν αφού μετά τη διασκευή της Καρδιάς του κτήνους και την επανέκδοση της Πρώτης εμφάνισης θα κάνει τη δική του…πρώτη εμφάνιση ως ηθοποιός.
- Δριμύτερη επέστρεψε στις λογοτεχνικές επάλξεις του Βήματος η, πάντοτε απολαυστική στη γραφή, Λώρη Κέζα. Με νέα στήλη και πορτραίτα ή συνεντεύξεις λογοτεχνών. Αρχή, με Μάιρα Παπαθανασοπούλου (έχει ουσιαστικά προσχωρήσει στην ομάδα του Μήλου) και συνέντευξη του Αντώνη Σουρούνη. Καλό ήταν πάντως το 8ο τεύχος του Να ένα μήλο όπου ξεχώρισε το εξαιρετικό αυτοσαρκαστικό και σατιρικό κείμενο του Αύγουστου Κορτώ (του έχω αδυναμία και δεν το κρύβω!). Μέσα στις υπόλοιπες δραστηριότητές της η κ.Κέζα πρόλαβε να διοργανώσει και την 4η συνάντηση εργασίας νέων συγγραφέων για ένα τριήμερο στο Ναύπλιο με μεγάλη επιτυχία και τρία θέματα ευρύτερου λογοτεχνικού ενδιαφέροντος και προβληματισμού. Η Μαρία Σούμπερτ συντόνισε τη συζήτηση στο θέμα ’’Το πολιτικό πρόσωπο του συγγραφέα’’, ο Δημήτρης Γκενεράλης είχε αναλάβει την εισήγηση για το ’’Ιστορικό μυθιστόρημα’’ και ο πάντοτε…φορμαρισμένος Νίκος Βλαντής ανέλαβε το θέμα ’’ο ρόλος του επιμελητή στις εκδόσεις’’. Θεωρώντας ότι τα θέματα είναι ευρύτερου ενδιαφέροντος και αφορούν πολύ περισσότερους από τους δεκαοκτώ συγγραφείς που βρέθηκαν στο Ναύπλιο έχω στα χέρια μου τις τρεις εισηγήσεις και θα τις ’’αναρτήσω’’ σταδιακά τις επόμενες μέρες για να τοποθετηθούν και οι επισκέπτες του μπλογκ επί των θεμάτων. Ίσως προκύψει κάτι ενδιαφέρον και από τον…εδώ διάλογο. Στις εργασίες του Ναυπλίου πήραν μέρος (με αλφαβητική σειρά) οι Βασιλική Αλμπάνη, Βασίλης Αμανατίδης, Νίκος Βλαντής, Δημήτρης Γκενεράλης, Ελένη Ζαχαριάδου, Φώτης Θαλασσινός, Κώστας Καβανόζης, Ντίνα Κίτσου, Εύη Λαμπροπούλου, Δημήτρης Μαμαλούκας, Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Μάιρα Παπαθανασοπούλου, Γαλάτεια Ριζιώτη, Μαρία Σούμπερτ, Δημήτρης Σωτάκης, Ηλίας Φλωράκης και Θανάσης Χειμωνάς.
- Καθημερινά λαμβάνω δεκάδες προσκλήσεις για παρουσιάσεις βιβλίων. Ευχαριστώ αλλά α. δεν μπορώ να παρευρεθώ σε όλες όσο και αν το θέλω και β. δεν μπορώ να δημοσιεύω τις σχετικές προσκλήσεις γιατί θα μετέτρεπα το blog σε ένα ατελείωτο δελτίο τύπου κάτι που δεν επιθυμώ. Εξαίρεση για ειδικούς λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω ήταν τα χθεσινά εγκαίνια του νέου πολυχώρου των εκδόσεων Μεταίχμιο στην Ιπποκράτους 118 (εκεί μεταφέρθηκαν πλέον και τα γραφεία του εκδοτικού οίκου) που λειτουργεί σύμφωνα με τη μόδα των τελευταίων ετών και σαν καφέ αλλά και για διοργάνωση σεμιναρίων, εκδηλώσεων. Αυτό πάντως που ξεχώρισε ήταν τα παράλληλα εγκαίνια της έκθεσης του Γιάννη Ψυχοπαίδη με τίτλο ’’Πρόσωπα της ποίησης, 118 πορτρέτα’’. Τα έργα υπάρχουν συγκεντρωμένα και σε ένα πολυτελέστατο λεύκωμα που κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο. Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 10 Φεβρουαρίου και αξίζει να την επισκεφθούν οι φιλότεχνοι.
- Τηλεοπτικά με λογοτεχνικό ενδιαφέρον (πέραν της εμφάνισης Τατσόπουλου!). Στον Alpha από τη νέα χρονιά αρχίζει η προβολή του σίριαλ ’’Τυφλόμυγα’’ το σενάριο του οποίου είναι βασισμένο στο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου . Θέμα του βιβλίου (επανακυκλοφορεί προφανώς για να εκμεταλλευτεί και την προβολή του σίριαλ από τον ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ) το ερωτικό τρίγωνο ενός νάρκισσου ζωγράφου με δύο γυναίκες και μια σειρά από άλλες γυναίκες- μοντέλα που βοηθάνε στην έμπνευση τον ζωγράφο! Τη διασκευή του βιβλίου έχει αναλάβει ο βετεράνος σεναριογράφος Μάριος Ποντίκας, τη σκηνοθεσία ο Κώστας Κουτσομύτης και απ΄ ότι έμαθα αν εξαιρέσουμε κάποιες αλλαγές στο…τέλος του βιβλίου κατά τα’ άλλα θα σεβαστούν το πνεύμα του.
Τούτη την εποχή, στο Πήλιο ολοκληρώνονται τα γυρίσματα ενός άλλου σίριαλ που θα παιχθεί μέσα στο 2007 στον Alpha με τίτλο ’’Για την καρδιά ενός αγγέλου’’ από το ομώνυμο βιβλίο της Αναστασίας Κορινθίου-Χατζηρήγα που κυκλοφόρησε τον περασμένο Φεβρουάριο από την Εμπειρία. Ελάχιστα γνωστό βιβλίο, το δεύτερο της Ροδίτισσας συγγραφέως, πραγματεύεται την προσπάθεια μιας απελπισμένης μητέρας (στο ρόλο η Ναταλία Δραγούμη) να εκδικηθεί μαζί με το σύζυγό της τους απαγωγείς του παιδιού της και ακουμπάει ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα, την απαγωγή μικρών παιδιών και την μαύρη αγορά ανθρωπίνων οργάνων. Στο ρόλο του συζύγου ο Γιώργος Νινιός και του ’’κακού’’ ο Πασχάλης Τσαρούχας.
- Τέλος και στην ψηφοφορία του blog για τα καλύτερα βιβλία της περιόδου από 1η Ιουλίου έως 15 Αυγούστου και ήδη υπάρχουν τα 41 υποψήφια βιβλία (πάντοτε με βάση το δελτίο κριτικογραφίας του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ) για το διάστημα από 16 Αυγούστου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.

Monday, December 04, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας....part 76

'Οσες Κυριακές η στήλη της κ.Αμάντας Μιχαλοπούλου καταπιάνεται με λογοτεχνικά θέματα στην Καθημερινή πάντοτε αποτελεί ''τροφή για τη σκέψη'' και δίνει αφορμή για προβληματισμούς (τουλάχιστον σε μένα). Αυτή την Κυριακή, καταπιάστηκε με το θέμα των λογοτεχνικών βραβείων που θεωρητικά μπορεί να απασχολεί μια μειονότητα συγγραφέων αλλά εικάζω ότι έχει και ένα ευρύτερο ενδιαφέρον. Αναδημοσιεύω, λοιπόν, το σχόλιο με τον τίτλο ''Περί βραβεύσεων'' ελπίζοντας ότι θα δώσει αφορμή για ένα γύρο συζητήσεων. Προσωπικά το θεωρώ εξαιρετικά ειλικρινές στα θέματα που αφορούν την ίδια την κ.Μιχαλοπούλου:
''Στα τέλη Οκτωβρίου η αγγλική εφημερίδα «Γκάρντιαν» δημοσίευσε τρισέλιδο ρεπορτάζ για το εκτόπισμα των βρετανικών λογοτεχνικών βραβείων στις πωλήσεις και στο προφίλ ενός συγγραφέα: Βραβεία όπως το Οραντζ, ή το Μπούκερ που συνήθως εκτοξεύουν στα ύψη τις πωλήσεις ενός βιβλίου και δημιουργούν αντίστοιχη έκρηξη στην ευρωπαϊκή, αν όχι στην παγκόσμια βιβλιοαγορά. Στη μικρή μας χώρα τα βραβεία αυξάνονται επίσης χωρίς αντίστοιχο εκτόπισμα. Ωστόσο, ο αριθμός τους δηλώνει κάτι. Την υποκίνηση του ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία που δεν είναι θεσμική, ούτε βασίζεται σε μεγάλους χορηγούς. Κι επίσης την υποκίνηση ενός διαλόγου.
Στην Αγγλία, τη Γερμανία και τις υπόλοιπες μεγάλες αγορές τα βραβεία έχουν εχθρούς και φίλους. Φίλοι των λογοτεχνικών βραβείων είναι συνήθως οι βραβευμένοι ή όσοι διακατέχονται από την ψυχολογία του πρώτου μαθητή. Εχθροί είναι όσοι δεν βραβεύτηκαν ποτέ (όπως ο Μάρτιν Εϊμις για παράδειγμα) και όσοι πιστεύουν ότι η λογοτεχνία βραβεύει ενδογενώς, άρα δεν έχει ανάγκη από συστήματα επιλογής.
Καθώς ανήκω στους συγγραφείς που έχουν βραβευτεί από περιοδικά, μπορώ να μιλήσω προσωπικά. Το βραβείο του περιοδικού Ρεύματα είχε διευκολύνει τη διαδικασία έκδοσης του πρώτου μου βιβλίου, πριν από δώδεκα χρόνια. Αποκόμισα επίσης μια πένα με ένα περιελισσόμενο φίδι με πολύ αστραφτερά μάτια (κάποιος πολύτιμος λίθος) και ένα χρόνιο αίσθημα δυσπιστίας. Κάποιοι είχαν ισχυριστεί τότε ότι οι διαγωνισμοί τέτοιου είδους είναι λίγο πολύ στημένοι. Δεν είχαμε ακόμη σχετική πείρα και κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία φάνταζε ύποπτη. Το βραβείο του Διαβάζω, αργότερα, ικανοποίησε το απωθημένο μου για τα βιβλία που κυκλοφορούν με μια κόκκινη ταινία με τις λεπτομέρειες της βράβευσης – κάτι που θύμιζε σημειολογικά το βραβείο Γκονκούρ με το οποίο εμείς, οι γαλλόπληκτοι, μεγαλώσαμε. Στη συνέχεια πράγματι μεγαλώσαμε. Δεν είχαμε ανάγκη τα βραβεία κι έτσι, ως γενιά, βρεθήκαμε στη θέση της κριτικής επιτροπής. Οσες φορές έκτοτε έφτασαν στα χέρια μου χειρόγραφα νέων συγγραφέων ένιωθα ότι ψαχουλεύω αδιάκριτα τον ιδιωτικό και κάπως ασυνάρτητο ακόμη κόσμο νέων που είχαν περισσότερες φιλοδοξίες από εμπειρίες. Ενιωθα ότι παρατηρώ τον μετεφηβικό εαυτό μου.
Σήμερα τα βραβεία δεν επιβραβεύουν μόνο πρωτοεμφανιζόμενους. Απονέμονται σε βιβλία που έχουν ήδη κυκλοφορήσει. Ορισμένα μάλιστα προτείνονται από τους ίδιους τους εκδότες (όπως εκείνο του περιοδικού (Δε)κατα») που ξανακερδίζουν έτσι κάτι από την υπόληψη του παλιού εκδότη, ο οποίος υπερασπιζόταν τις επιλογές του πληρώνοντας κυριολεκτικά και συμβολικά γι’ αυτές. Ο Ντίνος Σιώτης υποχρέωσε τους εκδότες να πληρώνουν τριάντα ευρώ για κάθε πρόταση που υποβάλλουν στην κριτική επιτροπή. Βρήκε κι έναν έξυπνο τρόπο να πληρώσει με το ποσό που θα συγκεντρώσει τους κριτές του βραβείου που συνήθως στην Ελλάδα κάνουν αυτή την τόσο κοπιαστική δουλειά για την τιμή των όπλων και της λογοτεχνίας του μέλλοντος.
Η σημειολογία των βραβείων έχει λοιπόν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα ίδια τα βραβεία. Το «Να ένα μήλο» προκρίνοντας μια αβάσταχτη δημοκρατία ζητάει σε όλους εμάς τους ευκαιριακούς ή συστηματικούς συνεργάτες του να επιλέξουν ένα βιβλίο από την παραγωγή του 2006. Το «Διαβάζω» ανανεώνει τα μέλη της κριτικής του επιτροπής. Το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ και του ΣΚΑΪ ουσιαστικά επισημοποιεί τη σχέση αναγνωστών και (κυρίως) μπεστ σέλερ, αναγορεύοντας τους αναγνώστες σε ερασιτέχνες κριτικούς. Ολες οι ιδέες είναι καλές και πρωτότυπες και όλα τα βραβεία, αν το προσέξουμε, ενσαρκώνουν μια επιθυμία δημοκρατικής ζωής. Από αυτή την άποψη εναντιώνονται στα κρατικά βραβεία που δεν βραβεύουν πρωτοεμφανιζόμενους, για παράδειγμα. Το κύρος σχετίζεται με την ηλικία – κατά τη γνώμη του υπουργείου Πολιτισμού.
Ακόμη κι αν τα βραβεία είναι μια ουτοπία έχουμε ανάγκη από την ανύψωση ηθικού που προσφέρουν, από τη συζήτηση που ανοίγουν. Κι επειδή όπως φαίνεται τα περιοδικά θα είναι οι κύριοι μέτοχοι σε αυτό το παιχνίδι για αρκετά ακόμη χρόνια καλό θα ήταν να μη μιμηθούν τις μεγάλες αγορές βραβεύοντας τα βιβλία που σοκάρουν ή ανοίγουν απλώς ένα θεματολογικό ορίζοντα που προσφέρεται για ψιλοκουβέντα. Οπως είπε ο Παμούκ, ανοίγοντας την 18η Ευρωπαϊκή Συνάντηση Πολιτιστικών Περιοδικών, μιλώντας εκ μέρους της Τουρκίας: «Ας αγαπάμε τους γείτονές μας, την Ελλάδα, το Ιράν, τη Συρία. Αλλά ας μην εγκαταλείψουμε τους δικούς μας προβληματισμούς ανησυχώντας για το τι θα σκεφτούν οι γείτονες». Το γράφω αυτό επειδή είμαστε ιδιαίτερα επιρρεπείς στα σχόλια κάθε γείτονα, και κυρίως κάθε αγοράς που μας ξεπερνά''.

Sunday, December 03, 2006

 

Η μεθυσμένη γυναίκα

Η Σωτηρία Σταυρακοπούλου είναι μια από τις αποδείξεις για το πόσο λάθος λειτουργούν τα πράγματα στην ελληνική λογοτεχνία. Σήμερα, σχεδόν πενήντα ετών και με καθυστέρηση κοντά μια εικοσιπενταετία βιώνει μια μάλλον αναπάντεχη (για τους κριτικούς) επιτυχία. Και γράφω αναπάντεχη γιατί η πρώτη δουλειά της εκδόθηκε το 1980 αλλά και αυτή όπως και πολλές από τις επόμενες πέρασαν εντελώς απαρατήρητες. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τα κριτικά ήθη και έθιμα εκείνης της εποχής αλλά μάλλον δεν διαφέρουν πολύ από τα σημερινά, αφού πρωτοεμφανιζόμενοι και λοιπά σπάνια λογοτεχνικά…’’πτηνά’’ είναι καταδικασμένοι στην πλειοψηφία τους να καούν στην ’’πυρά’’ της αδιαφορίας. Κυρίως γι’ αυτούς τους λόγους μου κίνησε το ενδιαφέρον και για να είμαι ειλικρινής διάβασα ακόμη και το έργο της που υμνήθηκε από τους κριτικούς μόλις την…ανακάλυψαν (Οι δεξιώσεις, 2001) με σχετική καθυστέρηση. Κατόρθωσα να ανατρέξω τους τελευταίους μήνες σε όλο το έργο της καθηγήτριας της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο. Και θαύμασα την υπομονή, την αντοχή της στον χρόνο και την αδιαφορία. Έστω και αν υποχρεώθηκε κάποια στιγμή σε μια υπερ-δεκάχρονη εκδοτική σιγή.
Διάβασα λοιπόν ’’Τα ζούμπερα’’ (πρώτη της δουλειά το 1980), τη διήγηση του 1992 ’’Η χορδοφάσα και ο κύκλος’’, τις Δεξιώσεις και κατέληξα στο πιο πρόσφατο ’’Η μεθυσμένη γυναίκα’’ που υμνήθηκε από την πλειοψηφία των κριτικών. Τουλάχιστον, τους αναγνωρίζω την πρόθεση να ξορκίζουν λάθη και ενοχές έστω και με μη δόκιμους τρόπους, όπως οι κριτικές υπερθετικού βαθμού. Η Μεθυσμένη γυναίκα(εκδόσεις ΕΣΤΙΑ), τυπικά, είναι ένα μυθιστόρημα καθρέφτης της σύγχρονης αστικής μεγαλούπολης με κεντρικό θέμα τη συμβίωση μιας γυναίκας από την Αλβανία με ένα Έλληνα. Ο Έλληνας δεν εμπιστεύεται τις Ελληνίδες, τις θεωρεί κουτοπόνηρες και αναζητάει γυναίκα που να βολεύει το υποβόσκον αίσθημα κατωτερότητάς του. Ο βιβλιοπώλης πρωταγωνιστής παντρεύεται την οικονομική μετανάστρια συγχωρώντας ή παραβλέποντας τις υπονοούμενες απιστίες της και κυρίως την εξάρτησή της από το ποτό. Αυτή η εξιστόρηση καλύπτει την ’’Ένταξη’’ το πρώτο από τα δύο αφηγηματικά κομμάτια του βιβλίου. Το δεύτερο σκέλος με τίτλο ΄΄Αποκλεισμός’’ ανατρέπει όλα τα κοινωνικά στερεότυπα αφού η απαίδευτη Αλβανίδα από ένα πειθήνιο (πλην όμως υπερδραστήριο) σκεύος ηδονής έχει μετατραπεί σε απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού στέλνοντας τον αφελή και ημιμαθή σύζυγό της στη θέση των περιθωριακών οικονομικών προσφύγων! Άνεργο, πεινασμένο, πένητα ενώ η ίδια είναι πλέον απόλυτα ενσωματωμένη στο κοινωνικό πλαίσιο όπως προφανώς επεδίωκε και σχεδίαζε εξ΄ αρχής. Το θέμα μοιάζει πρωτότυπο, οι χαρακτήρες είναι ανατρεπτικοί αφού και οι δύο βασικοί του βιβλίου άλλα δηλώνουν ή άλλως περιγράφονται και άλλοι είναι, ο κοινωνικός σχολιασμός είναι εύστοχος και το βιβλίο αρκετά μικρό (160 σελίδες όλες κι όλες) ώστε να διαβάζεται γρήγορα και εύκολα). Στην ουσία όμως και αν εξαιρέσουμε τον υποδόριο σαρκασμό που πηγάζει, ακόμη και στις πλέον δραματικές στιγμές του βιβλίου, η Σταυρακοπούλου δεν κατορθώνει να ξεπεράσει τις ’’Δεξιώσεις’’. Τολμώ να γράψω ότι δεν κατορθώνει να ξεπεράσει ούτε τη συγγραφική της νεότητα όταν είχε αυθορμητισμό, ενθουσιασμό και δεν χρειαζόταν το ’’κοινωνικό σχόλιο’’ για να επιπλεύσει. Αλλά όπως τονίσθηκε και στον πρόλογο τότε δεν την αντιλήφθηκε κανείς. Και τώρα, ένα τυπικά καλό βιβλίο μετατράπηκε σε αριστούργημα ή κάπως έτσι παρουσιάστηκε. Δεν υπονοώ ότι είναι βιβλίο ανάξιο αγοράς ή ανάγνωσης (κάθε άλλο) αλλά επειδή ούτε τύψεις με κατατρέχουν και έκανα τον κόπο να ασχοληθώ συνολικά με τις δουλειές της (τα δύο πρώτα βιβλία της τα ανακάλυψα σκονισμένα σε υπόγειο παλαιο-βιβλιοπωλείο στη Θεσσαλονίκη προ πολλών μηνών και μου κόστισαν κάτι λιγότερο από 10 ευρώ) θα πρότεινα στους επίδοξους αναγνώστες της Σταυρακοπούλου να ξεκινήσουν από τις Δεξιώσεις και όχι από τη Μεθυσμένη Γυναίκα.

Βαθμολογία: 6,5 (με άριστα το 10)

Friday, December 01, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας...part 75 (To Index και μια εκτός...χρόνου αναδημοσίευση)

Το Index (την πρώτη προσπάθεια free press στο χώρο της λογοτεχνίας) το παρακολουθώ από την έκδοσή του και μάλιστα το σχετικό λινκ παραπομπής τοποθετήθηκε νωρίς-νωρίς στο μπλογκ μου. Δυστυχώς, δεν το βρίσκω πάντοτε αφού συνήθως εξαντλείται στα βιβλιοπωλεία σε χρόνο-ρεκόρ. Έτσι μέχρι πριν από λίγες μέρες δεν είχα αντιληφθεί την αναφορά στη στήλη του Bookhunter στο τεύχος Σεπτεμβρίου. Αφορμή, ένα παλαιότερο ποστ μου για τις τιμές των βιβλίων, στα τέλη Αυγούστου, που είχε ξεκινήσει ένα μεγάλο κύκλο συζητήσεων στο μπλογκ. Αναδημοσιεύω λοιπόν σήμερα –έστω με αυτή τη μεγάλη καθυστέρηση- όσα πολύ ενδιαφέροντα γράφτηκαν στη στήλη του Index υπό τον τίτλο ’’Αντί για δύο ποτά’’ χωρίς δικά μου σχόλια η παρεμβάσεις, παρά μόνον με μια πολύ μικρή υποσημείωση στο τέλος του άρθρου για μια αναγκαία διευκρίνιση:
΄΄Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση για το κόστος των βιβλίων στην Ελλάδα άνοιξε στις 27 Αυγούστου στο diavazo.blogspot.com του 46χρονου (όπως δηλώνει) ανώνυμου blogger. Πολλά έχουν ειπωθεί για το συγκεκριμένο blog στους ενδοεκδοτικούς-λογοτεχνικούς χώρους (γεγονός που φαντάζομαι ότι τον ικανοποιεί). Φημολογείται, για παράδειγμα, ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που ξέρει εκ των έσω τον χώρο του βιβλίου, φήμη που φαίνεται να ’’πριμοδοτεί’’ με τις εξειδικευμένες κατά καιρούς αναφορές του στις προσεχείς εκδόσεις, σε ειδικότερα θέματα βιβλίου κλπ. Ωστόσο, στην εν λόγω συζήτηση πιάστηκε .μαζί- με την πλειοψηφία των συνομιλητών του-…αδιάβαστος.
Ο λόγος που αναφερόμαστε σ’ αυτή την συζήτηση δεν είναι κυρίως η ανάγκη μας να απαντήσουμε στον έναν ή τον άλλον που συμμετείχαν, ούτε και στον ίδιο τον blogger. Απλά, διαπιστώσαμε μια γενικευμένη άγνοια των αναγνωστών και των συγγραφέων που συμμετείχαν σ’ ότι αφορά τα οικονομικά ενός βιβλίου και θεωρούμε ’’χρέος’’ μας να σας μεταφέρουμε τα βασικά ’’μαθηματικά’’ του:
Η λιανική τιμή ενός βιβλίου (αυτή που καλείται, δηλαδή, να πληρώσει ο αναγνώστης) κυμαίνεται περίπου στο 50% της χοντρικής τιμής (αυτής, δηλαδή, που εισπράττει ο εκδότης). Στο 50% του εκδότη συμπεριλαμβάνονται το κόστος παραγωγής, τα λειτουργικά έξοδα, το κόστος των δικαιωμάτων και το κέρδος του εκδοτικού οίκου. (Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: Αν ένα βιβλίο πωλείται 20 ευρώ, ο εκδότης εισπράττει 10 από τα οποία πρέπει να αφαιρέσει το κόστος παραγωγής, τα λειτουργικά του έξοδα και το 10% περίπου επί της λιανικής τιμής για δικαιώματα). Τα δικαιώματα σ’ ότι αφορά τα μεταφρασμένα βιβλία προκαταβάλλονται για έναν σημαντικό αριθμό αντιτύπων.
Το υπόλοιπο 40-50% διατίθεται στην διανομή του βιβλίου, στους χοντρέμπορους, δηλαδή, και τους βιβλιοπώλες (οι οποίοι με τη σειρά τους έχουν τα δικά τους έξοδα…). Κανένας εκδότης δεν έχει τη δυνατότητα να έχει βιβλιοπωλεία σε όλη την Ελλάδα ούτε και αρκετούς πωλητές για να καλύπτουν τα 3.500 περίπου βιβλιοχαρτοπωλεία της χώρας. Κι εμείς, ως αναγνώστες, θέλουμε να μπορούμε να βρούμε όλα τα βιβλία, παντού.
Το κόστος παραγωγής διαφέρει δραματικά από βιβλίο σε βιβλίο και εξαρτάται, για την πλειονότητα των βιβλίων, από τον αριθμό των αντιτύπων, τους συντελεστές που πρέπει να προ-πληρωθούν (π.χ. αν πρόκειται για συλλογικό έργο) και το είδος του βιβλίου (σκληρό η μαλακό εξώφυλλο, σχήμα, χαρτί, τετραχρωμία κλπ.).
Τα περισσότερα βιβλία στην Ελλάδα τυπώνονται σε 2.000 αντίτυπα, ενώ π.χ. στις αγγλόφωνες, γερμανόφωνες και ισπανόφωνες χώρες είναι 5-10 φορές μεγαλύτερος ο αρχικός αριθμός αντιτύπων. Αν υπολογίσουμε-χρονικά- ότι η απόσβεση του συνολικού κόστους του εκδότη σπάνια πέφτει κάτω από τα 1.500-2.000 αντίτυπα (τα οποία αρκετά βιβλία δεν φτάνουν ποτέ…) θα έπρεπε τα ξενόγλωσσα βιβλία να είναι τουλάχιστον 6-10 φορές φθηνότερα για να μιλήσουμε για ισοτιμία από πλευράς ελλήνων εκδοτών (πόσω μάλλον για αισχροκέρδεια…).
Θα μπορούσαμε να γράψουμε σελίδες ακόμα αναλύοντας περαιτέρω το κόστος κάθε βιβλίου ανά είδος κλπ. Ωστόσο μας φαίνεται πιο χρήσιμο να δούμε κάποιες άλλες πτυχές του ζητήματος:
- Έχετε δίκιο, το βιβλίο δεν είναι φτηνό σε σύγκριση με τον μέσο μισθό στην Ελλάδα. Όμως, όχι μόνο εσείς αλλά και οι περισσότεροι εκδότες, χοντρέμποροι και βιβλιοπώλες θα ήταν ευτυχείς αν μπορούσαν να μειώσουν το κόστος και την τιμή του βιβλίου γιατί πρόκειται για είδος που απευθύνεται στο ευρύ κοινό και όχι στους συλλέκτες. Συνεπώς, όσο φτηνότερο τόσο ευκολότερα πωλείται…
- Τα χρήματα που ξοδεύει ένας εκδοτικός οίκος στην γλωσσική επιμέλεια, τη μετάφραση, την τυπογραφική επιμέλεια κλπ. Έχουν αντίκτυπο οπωσδήποτε στον συγγραφέα αλλά και στον αναγνώστη.
- Αν η λύση (για το κόστος, την αξιοκρατία κλπ.) ήταν το διαδίκτυο τότε κανείς από τους συγγραφείς που δημοσιεύει εκεί δεν θα επιθυμούσε να εκδοθεί σε έντυπη μορφή, η έντυπη μορφή του βιβλίου θα είχε περιπέσει σε αχρηστία και η όλη συζήτηση δεν θα είχε καν αντικείμενο…
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Θεωρούμε και εμείς ότι οι εκδότες, βιβλιοπώλες κλπ. Είναι οι ’’κακοί’’ του ’’συστήματος’’ (ελπίζουμε να μην απολυθούμε μετά από αυτή τη δήλωση)…Πολλοί από αυτούς ’’επωφελούνται’’ από τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία, ή τον οίστρο –όπως θέλετε πείτε το…- των δημιουργών, οι οποίοι εισπράττουν το μικρότερο αντίτιμο (αν το εισπράττουν…) για το δημιούργημά τους. Όμως δεν ωφελεί να γκρινιάζουμε γενικώς και αορίστως και να αναπαράγουμε, έτσι, τη λογική που συντηρεί ακριβώς το ίδιο καθεστώς. Αν εμείς, οι αναγνώστες, δεν είμαστε διατεθειμένοι να ΄’ρισκάρουμε’’ 20 ευρώ (αντί για δύο ποτά, όπως πολύ σωστά επισήμανε κάποιος που συμμετείχε στη συζήτηση) σ’ ένα βιβλίο ή δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να δανειστούμε και να δανείσουμε βιβλία, δεν δικαιούμαστε να κρίνουμε τόσο αυστηρά τους επαγγελματίες που ρισκάρουν πολύ περισσότερα σ’ αυτό το χώρο.
Επίσης, θεωρούμε, ότι το διαδίκτυο έχει δώσει λύσεις σε πάρα πολλά προβλήματα, που πριν λίγα χρόνια ήταν σχεδόν αδιανόητο να λυθούν αλλά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να μπορεί να ξεπεράσει τον δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων και εξουσίας…
ΔΥΟ ΜΙΚΡΕΣ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ στον άκρως ενημερωμένο bookhunter. 1/ Νομίζω ότι ένα βιβλίο έλληνα συγγραφέα (σωστά γίνεται η διαφοροποίηση από τα μεταφρασμένα) κάνει απόσβεση με όχι περισσότερα από 700-800 αντίτυπα. Και όχι με τα υπερδιπλάσια. Σ’ αυτό θα επιμείνω χωρίς να μπω στη λογική απαρίθμησης στοιχείων και αριθμών. 2- Προσωπικά όταν αναφέρομαι σε διαδικτυακά βιβλία δεν εννοώ την ’’έκδοση’’ βιβλίων από καταξιωμένους συγγραφείς αλλά κυρίως από νεότερους δημιουργούς με στόχο να γίνουν πιο εύκολα προσιτοί και αντιληπτοί από εκδότες. Και σίγουρα, είμαι ο τελευταίος που θα υποστηρίξει την καθολική έκδοση βιβλίων σε ηλεκτρονική μορφή. Είμαι δηλωμένος εραστής του χαρτιού, της αφής, της μυρωδιάς του βιβλίου και της ευχαρίστησης του….ξεφυλλίσματος!

This page is powered by Blogger. Isn't yours?