Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Tuesday, March 18, 2008

 

Η συνέντευξη στο ’’Διαβάζω’’

Πριν από περίπου δύο μήνες μου ζητήθηκε μια συνέντευξη για το περιοδικό ’’Διαβάζω’’. Συνέντευξη η οποία δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαρτίου που κυκλοφορεί στα περίπτερα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έβλεπα το λόγο να μιλήσω για το μπλογκ αφού ότι ήταν να γράψω το έχω γράψει εδώ. Από την άλλη, όμως δεν μπορούσα και να αρνηθώ στον Γιάννη Μπασκόζο, διευθυντή του περιοδικού που πάντοτε ήταν θετικά διακείμενος στα σχόλια του για το μπλογκ. Συναίνεσα λοιπόν και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μου έστειλαν, ο κ.Μπασκόζος, παρέα με την Ελένη Γκίκα ένα ’’πακέτο’’ με πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις. Κάθισα και απάντησα αλλά το…παρατράβηξα και τελικά οι απαντήσεις μου υπερκάλυπταν τις σχεδόν πέντε σελίδες που είχαν προβλεφθεί από το περιοδικό με αποτέλεσμα στην τελική μορφή της συνέντευξης κάποια πράγματα να μην δημοσιευθούν (είτε ολόκληρες ερωτοαπαντήσεις, είτε κάποια μικρά αποσπάσματα απαντήσεων). Επειδή, ένα περιοδικό ή μια εφημερίδα δεν είναι μπλογκ και δεν έχει απεριόριστο χώρο αυτά δεν γράφονται υπό μορφή παραπόνου αλλά με απόλυτη κατανόηση από μέρους μου. Παράλληλα, επειδή στα μπλογκ δεν υπάρχουν περιορισμοί χώρου αναπαράγω ολόκληρη τη συνέντευξη και με πιο έντονα στοιχεία είναι τα σημεία που δεν υπάρχουν στο περιοδικό αλλά και ο πρόλογος της συνέντευξης. Ευχαριστώ, τους δύο, εξ’ αποστάσεως συνομιλητές μου και ειδικότερα τον κ.Μπασκόζο για τον εξαιρετικά κολακευτικό πρόλογο στη συνέντευξη (έως…υπερβολικά κολακευτικό θα έλεγα) και όπως αναφέρω σε κάποιο σημείο θα προτιμούσα αντί της συνέντευξης και των ασήμαντων απόψεων μου στο ίδιο τετρασέλδιο να υπήρχαν αναφορές στη δουλειά κάποιων συγγραφέων.

O Reader;s Diggest ανοίγει τα χαρτιά του. Ο πιο συζητημένος έλληνας μπλόγκερ σε μια εκ βαθέων συζήτηση.

Ήταν ο μπλόγκερ με τη μεγαλύτερη απήχηση. 500-1000 άνθρωποι την ημέρα έμπαιναν στο μπλογκ του (diavazo.blogspot.com) για να διαβάσουν τα σχόλια του. Για πολλούς ήταν ένας ’’Ρομπέν των βιβλίων’’. Έδινε προσοχή σε βιβλία που περνούσαν απαρατήρητα και επέκρινε βιβλία επωνύμων που η επίσημη κριτική απέφευγε να θίξει. Οι επιλογές του δεν θα μπορούσαν να τους αφήνουν όλους ικανοποιημένους, αλλά εκείνο που μέτραγε κυρίως ήταν η αδέσμευτη φωνή του και ένας καλώς εννοούμενος ’’ερασιτεχνισμός’’. Ξαφνικά διέκοψε το μπλογκ και όλοι έμειναν με την απορία: γιατί; Κρατώντας την ανωνυμία του, δέχτηκε να μας μιλήσει και να εξηγήσει το ’’τι’’ και το ’’πως’’.
1) Τι ήταν αυτό που σας ώθησε τον Δεκέμβριο του 2005 να γίνετε, τελικά, reader’s diggest? Ως τότε δεν υπήρχαν καν βιβλιοφιλικά blogs, αλλά και blogs γενικά υπήρχαν ελάχιστα, έτσι δεν είναι?

Όλα ξεκίνησαν από ένα άτυπο στοίχημα, εντελώς προσωπικό και από μια διαφωνία με κάποιους (από τους ελάχιστους που έχω) φίλους μου στο λογοτεχνικό χώρο. Η διαφωνία είχε να κάνει με το αν υπάρχουν καλοί σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς και αν υπάρχουν τι φταίει και δεν αναδεικνύονται. Σκέφθηκα να γράψω μια επιστολή σχετική με το θέμα σε ένα γνωστό κριτικό αλλά αντιλήφθηκα ότι ουδέποτε περισσεύει χώρος στις εφημερίδες για την διατύπωση τέτοιων απόψεων. Την ίδια εποχή, στο εξωτερικό είχε ήδη συντελεστεί η έκρηξη των μπλογκς. Στην Ελλάδα, είναι ζήτημα αν υπήρχαν πεντακόσια ενεργά μπλογκ και το μοναδικό που είχε κοντινή σχέση με το βιβλίο ήταν του Αλέξη Σταμάτη, με μεγαλύτερο θεματολογικό βεληνεκές αφού έθιγε εύστοχα γενικότερα κοινωνικά θέματα ή κατέθετε και κάποιους μη συγγραφικούς προσωπικούς προβληματισμούς. Ήθελα να αποδείξω ότι αρκούσε ένα μπλογκ, σε κάποιον χωρίς ιδιαίτερες διασυνδέσεις με τον εκδοτικό χώρο, που δεν πάει σε παρουσιάσεις βιβλίων, επιχορηγούμενες εκδηλώσεις και η καθημερινότητα του δεν περιλαμβάνει συγγραφείς, εκδότες, βιβλιοπώλες ή κριτικούς για να εκφέρει δημόσιο (αναγνωστικό) λόγο και άποψη. Και το σπουδαιότερο: Κάποιοι να διαβάζουν όσα γράφει.

2) Τρία χρόνια μετά βρίσκετε να έχει αλλάξει κάτι? Εκτός από την πληθώρα των blogs και δη των βιβλιοφιλικών, δεν περνούν πια «απαρατήρητα πολλά καλά βιβλία και νέοι συγγραφείς?»
Δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτε στον πυρήνα του λογοτεχνικού κόσμου. Και δεν αναφέρομαι στις εξαιρέσεις του κανόνα. Οι κριτικοί είδαν τους μπλόγκερ ως εν δυνάμει αντιπάλους επειδή η δωρεάν εκφορά άποψης αποδυναμώνει τη δική τους επαγγελματική θέση, οι εφημερίδες αδυνατούν να προσεγγίσουν σωστά το φαινόμενο, όπως παλαιότερα αντέδρασαν με λάθος συγχρονισμό και τρόπο στην κυριαρχική λαίλαπα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η αλλαγή συντελέσθηκε μόνο εντός του δικτύου, στην εικονική πραγματικότητα. Οι εκδότες σιγά-σιγά αντιλαμβάνονται ότι αν ένα βιβλίο κυκλοφορήσει από μπλογκ σε μπλογκ (όπως παλαιότερα από στόμα σε στόμα) έχει σοβαρές πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας. Προσπαθούν διάφοροι να ερμηνεύσουν την εμπορική επιτυχία της κ. Μαντά. Αν κτυπήσουν στο blogsearch το όνομα της θα δουν σε πόσα μπλογκ έγινε αναφορά του βιβλίου της τους τελευταίους μήνες και θα λυθούν οι απορίες τους. Το αντιλήφθηκαν έγκαιρα αρκετοί συγγραφείς που έγιναν και bloggers και απάντησαν με τη δημιουργία ενός διαδικτυακού κατεστημένου στο κατεστημένο των εντύπων. Νομίζω ότι ο χρόνος ζωής είναι σύντομος και η επιτυχία της επανάστασης των μπλογκ αμφίβολη, αφού σύντομα το φαινόμενο θα εκφυλλιστεί μια και θα χρησιμοποιηθεί προς ’’άγρα πελατών-αγοραστών’’. Και επειδή η τεχνολογία προχωράει με ταχύτατα άλματα, έστω και με καθυστέρηση η εγχώρια λογοτεχνική κοινότητα θα μάθει τις εξελίξεις και θα δούμε βιντεάκια προβολής βιβλίων ή συγγραφέων στο youtube ή γκρουπ βιβλιόφιλων στο Facebook, κινήσεις που ήδη γίνονται μαζικά στο εξωτερικό. Το όλο θέμα θυμίζει λίγο τη σεξουαλική επανάσταση των σέβεντις. Στην Ελλάδα κανείς δεν την πρόλαβε ή δεν την έζησε γιατί παραδόξως ήταν ή πολύ νέος ή πολύ γέρος!
3) Οι επιλογές σας πολλές φορές μοιάζουν αιρετικές, πιστεύετε ότι οι νέοι συγγραφείς αγνοούνται από την καθεστηκυία κριτική?
Αιρετικό είναι ότι σε ένα χώρο που διέπεται από νόμους, κανόνες και λογική της δεκαετίας του ’70 βρέθηκε κάποιος και μίλησε ευθέως και ευθαρσώς για το βιβλίο ως εμπορικό προϊόν και όχι μόνο ως αγαθό που προάγει τον πολιτισμό; Αιρετικό είναι ότι μίλησα για συγγραφείς που πρέπει να εκφέρουν άποψη για κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα όπως γίνεται παντού στον κόσμο; Αιρετικό είναι ότι έγραψα για προώθηση του βιβλίου στην τηλεόραση; Αιρετικό είναι τελικά το απολύτως ειλικρινές ’’μου αρέσει-δεν μου αρέσει;’’. Κατέθεσα απλές αναγνωστικές απόψεις χωρίς να τις ντύσω με το λούστρο του ειδικού, χωρίς να παριστάνω (γιατί απλά δεν είμαι) τον γνώστη της ιστορίας της λογοτεχνίας. Δεν έχω στο βιογραφικό μου φιλολογικές σπουδές, κάνω το απλούστερο τελειώνοντας την ανάγνωση ενός βιβλίου, το αξιολογώ, το ίδιο με εκατομμύρια άλλους ανθρώπους στον πλανήτη. Γιατί δεν ρωτάτε τους νέους συγγραφείς να σας καταθέσουν την άποψή τους; Μέσα στα δύο σχεδόν χρόνια λειτουργίας του μπλογκ πήρα πάνω από σαράντα μέιλ που μ’ ευχαριστούσαν γιατί διάβασα το βιβλίο τους και κατέγραψα την άποψή μου για τη δουλειά τους. Ακριβώς αυτό είχαν και έχουν ανάγκη. Να καταλάβουν αν αυτό που κάνουν αξίζει τον κόπο, όχι όμως από τον μικρόκοσμό φίλων και γνωστών που τους περιβάλλει και τους κανακεύει. Καταλήγουν ικέτες της κριτικής της δουλειάς τους, το ακριβώς αντίθετο απ΄ αυτό που προ μηνών έγραψε η κυρία Σχοινά (τεύχος Βιβλιοθήκης, Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007, σελίδα 2): ’’Κι ακόμη οι εκδότες και συγγραφείς (ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος τους) τρέμουν τόσο την κριτική, ώστε τείνουν να συμφωνήσουν πως ’’αν είναι να γράψει κανείς έστω και αρνητικά, καλύτερα να μη γράψει καθόλου’’.
4) Υπάρχει μια εμμονή ή προσήλωσή σας στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία ή είναι λάθος δική μας εντύπωση;
Δεν διαβάζω μόνο έλληνες συγγραφείς. Η αναγνωστική εμμονή μου είναι ο Πίντσον. Αλλά τι ακριβώς θα πρόσφερε μια (ακόμη) αναγνωστική άποψη για τον Πίντσον που έχει διχάσει τους μεγαλύτερους κριτικούς παγκοσμίως εδώ και δεκαετίες; Τι θα πρόσφερε ένα μπλογκ που θα ανακάλυπτε τη δουλειά ενός αξιόλογου Ινδού ή Μολδαβού συγγραφέα; Εδώ, κυρία Γκίκα, δεν γνωρίζουμε τα του οίκου μας, αξιόλογοι έλληνες συγγραφείς αναγνωρίζονται μετά θάνατο ή πεθαίνουν πένητες και κηδεύονται δημοσία δαπάνη άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη λογοτεχνία. Γιατί κανείς δεν έκανε τον κόπο να ασχοληθεί με τη δουλειά τους όταν ακόμη ζούσαν. Πολύ εύστοχα σατίρισε την όλη κατάσταση προ ετών στο ’’Τιμής ένεκεν’’ ο Πέτρος Τατσόπουλος. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω συνολικά αλλά διατηρώ μερικές απλές λογικές απορίες. Γιατί έπρεπε να φτάσει το 2003 για να τιμηθεί για το σύνολο της δουλειάς του ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης ή το 2005 λίγο πριν το θάνατο του ο Τηλέμαχος Αλαβέρας; Δεν μπορούσαν να έχουν βραβευτεί προ δεκαετίας ή δεκαπενταετίας; Δεν θα ανακάλυπταν τη δουλειά τους, το έργο, τη διαδρομή τους πολλοί περισσότεροι αναγνώστες; Προφανώς και χωρίς να γίνομαι μακάβριος στην Ελλάδα οι νεκροί λογοτέχνες είναι πολυτιμότεροι των ζωντανών.
6) «Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνον εξαιρετικά βιβλία», συμφωνούμε απολύτως και με τον Τίμπορ Φίσερ και με σας που τον κάνατε μότο, πόσο εύκολο όμως είναι να επιλέγει κάποιος «εξαιρετικά βιβλία»? Μήπως χαμηλώνετε τα κριτήρια και έτσι η παραγωγή «βαφτίζεται» πολύ θετικά;
Αγαπητέ κύριε Μπασκόζο δεν θεσπίζω κριτήρια στην ανάγνωση, δεν βάζω όρους στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, επιτρέπω στον συγγραφέα να με εκπλήξει, του δίνω ως αναγνώστης το δικαίωμα να το κάνει ακόμη και στην τελευταία σελίδα. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει συγγραφέας που βάζοντας τη λέξη Τέλος στο βιβλίο του πιστεύει βαθιά μέσα ότι έγραψε ένα κακό βιβλίο. Όλοι πιστεύουν ότι έχουν γράψει κάτι καλό. Συνεπώς, ποιος θέτει τα κριτήρια ποιότητας; Ο συγγραφέας; Ο εκδότης; Ας βγει να ομολογήσει κάποιος ότι εν γνώσει του εξέδωσε ένα ’’κακό βιβλίο’’. Οι κριτικοί; Μα, ακόμη και το χειρότερο βιβλίο του κόσμου να πάρουμε ως υποθετικό παράδειγμα είναι ανώτερο της κριτικής που γράφτηκε γι’ αυτό. Υπάρχει μια μόνιμη γκρίνια για έλλειψη αναγνωστών. Μα, τους αναγνώστες πέρα από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις (έλλειψη χρόνου και αναγνωστικής παιδείας, εισβολή τηλεόρασης και διαδικτύου κλπ.) τους απομακρύνουν από τα βιβλιοπωλεία οι ίδιοι οι άνθρωποι του χώρου. Γιατί να πάω να αγοράσω ένα βιβλίο ή να ψάξω αν υπάρχει καλό βιβλίο όταν διαβάζω ότι το σύνολο της παραγωγής είναι μέτριο, δεν υπάρχουν εμπνευσμένοι έλληνες συγγραφείς και εισπράττω μια μιζέρια. Το βιβλίο εφόσον έχει τιμή πώλησης πάνω του είναι ένα προϊόν προς πώληση που αναζητά απεγνωσμένα αγοραστές-αναγνώστες. Ποιος και με ποια κριτήρια καθορίζει την ποιότητα, κύριε Μπασκόζο; Οι κριτικοί με τα 30-40 βιβλία ελλήνων συγγραφέων που διαβάζουν σε ετήσια βάση από ένα σύνολο 300-350 που εκδίδονται; Οι αναγνώστες καθορίζουν με τα δικά τους υποκειμενικά κριτήρια την βιβλιοπαραγωγή. Και σε τελική ανάλυση, η ανάγνωση εκτός από μοναχική διαδικασία εμπεριέχει και το απόλυτα υποκειμενικό στοιχείο, συνεπώς δεν πιστεύω σε ’’κριτήρια ειδικών’’ και σε…ISO ποιότητας βιβλίων. Προτιμώ να τα ανακαλύπτω.

7) Εσείς, αυτά τα χρόνια που είχατε το μπλογκ, διαβάσατε τέτοια «εξαιρετικά βιβλία»?
Θα μιλήσω μόνο για την προηγούμενη ημερολογιακά χρονιά. Διάβασα εξαιρετικά βιβλία, πολύ καλά βιβλία, καλά βιβλία και κάκιστα βιβλία. Ανακάλυψα μαζί με αρκετούς ακόμη καθυστερημένα μια σπουδαία ελληνίδα συγγραφέα, την Ιωάννα Μπουραζοπούλου, η οποία με υποχρέωσε να αναζητήσω και τα προηγούμενα βιβλία της και πείσθηκα αναγνωστικά ότι είναι εξαιρετική, το Live wire των Οιχαλιώτη, Στεφανέα που δυστυχώς πέρασε μάλλον απαρατήρητο από το αναγνωστικό κοινό, τα Μελένια λεμόνια του Τριαρίδη, βιβλίο που δύσκολα προσπερνάει ασχολίαστο κάποιος, είτε το δει θετικά, είτε αρνητικά και έμεινα εντυπωσιασμένος από τη χρήση της ελληνικής γλώσσας από την ηθοποιό Αφροδίτη Αλ Σάλεχ στον ’’Βεσάρο’’. Είναι γλωσσικά το πιο άρτιο βιβλίο που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς, δεν ξέρω πόσοι άλλοι τα διάβασαν γιατί δεν τα είδα σε κανένα πίνακα ευπωλήτων.

8) Στον απολογισμό χρονιάς που κάνατε αναφερθήκατε στην προσφιλή σας σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, και κόντρα στην μεμψιμοιρία των απολογισμών, βρίσκατε την χρονιά άκρως ενδιαφέρουσα. Θα θέλατε να αναφερθείτε σ’ αυτό;
Νομίζω ότι κάλυψε την ερώτηση με την προηγούμενη απάντηση και δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Ούτως ή άλλως, θεωρώ λάθος αυτή τη συνέντευξη αφού στον ίδιο χώρο θα μπορούσε αντί των ασήμαντων απόψεων μου να προβληθούν τρία τέσσερα βιβλία.
9) Και παρ’ ότι το εξηγείτε στο μπλογκ, θα θέλατε να αναφερθείτε και στην απόφασή σας να επιστρέψετε γι’ αυτόν ακριβώς τον απολογισμό?
Απόφαση της στιγμής. Δεν ήθελα να αφήσω να πάνε χαμένα και χωρίς μια , έστω, απλή τυπική αναφορά μερικά καλά βιβλία. Θα ήταν αδικία για τους συγγραφείς τους και τις ευχάριστες ώρες που μου πρόσφεραν τους τελευταίους μήνες.

10) Έχω τη γνώμη ότι κινούμενος στα πλαίσια της «νέας δημοσιογραφίας» κάπου προσπαθήσατε να υποκαταστήσατε τον έντυπο δημοσιογραφικό λόγο. Τι νόημα είχαν οι συνεντεύξεις, τα ευπώλητα κ.τ.λ. σε ένα μπλογκ; Μήπως έτσι απομακρυνθήκατε από τα χαρακτηριστικά του «ερασιτέχνη» και μπήκατε στα χωράφια των επαγγελματιών, δημιουργώντας άθελα σας αποτελέσματα που δεν θα θέλατε;
Δεν υπάρχει, κύριε Μπασκόζο, παλιά και νέα δημοσιογραφία. Υπάρχει μια ενιαία δημοσιογραφία με βασικές αρχές. Ουδείς μπλόγκερ μπορεί να υποκαταστήσει τους δημοσιογράφους. Δεν έχει πρόσβαση στην πρωτογενή πληροφορία, στην είδηση. Πρέπει κάπου να διαβάσει, να δει, να ενημερωθεί για τα γεγονότα και μετά να τα σχολιάσει προσθέτοντας το (όποιο) προσωπικό του στοιχείο. Μόνο οι δημοσιογράφοι που διατηρούν μπλογκ έχουν πρόσβαση (λόγω θέσης και ρόλου) στην πρωτογενή ενημέρωση, στην πηγή των ειδήσεων. Τα βιβλιοφιλικά μπλογκ είναι η εξαίρεση γιατί το πρωτογενές υλικό είναι το βιβλίο στο οποίο μπορεί να έχει ο καθένας μας πρόσβαση. Με τα ευπώλητα δεν ασχολήθηκα ποτέ, τις σχετικές λίστες τις βλέπω στο περιοδικό σας ή στον τύπο. Οι συνεντεύξεις έγιναν με ανθρώπους που θα με ενδιέφερε να συνομιλήσω και δια ζώσης. Να μάθω ποιοι είναι πίσω από τα βιβλία τους ή πίσω από τις κριτικές που γράφουν. Διαισθάνομαι ότι κάποιοι ενοχλήθηκαν. Απόδειξη, ότι μετά τη ’’σιγή’’ του μπλογκ σταμάτησαν και διάφορα σχόλια στον τύπο για τη χρησιμότητα ή την αξία των μπλογκ. Λυπάμαι ειλικρινά που ορισμένοι δεν μπορούν να αντιληφθούν το πνεύμα των καιρών. Αν για κάποιο λόγο, ένα μπλογκ ήταν δελεαστικό για το βιβλιοφιλικό κοινό θα έπρεπε να τους προβληματίσει θετικά και όχι αρνητικά. Ήταν ένα κριτήριο για το τι θέλει να διαβάζει ο κόσμος που έχει κουραστεί από τον απωθητικό συντεχνιακό διάλογο ή από ασθματικές εξεζητημένες κριτικές που αναδεικνύουν τις γνώσεις του κρίνοντος και όχι τη δουλειά του κρινόμενου.

11) Τι ήταν αυτό που σας έκανε να θελήσετε να κλείσετε το μπλογκ? Οι αιτιολογίες σας δεν θεωρήθηκαν από όλους πειστικές και δημιούργησαν μια μυθολογία, ότι κάτι κρύβετε….
Δεν υπάρχει κανενός είδους παρασκήνιο. Είναι όπως ακριβώς τα έγραψα τον περασμένο Ιούλιο και εκεί θα σας παραπέμψω…Δεν βιοπορίζομαι εντός του λογοτεχνικού χώρου, δεν προσλήφθηκα σε εκδοτική εταιρεία και παρά τις προτάσεις που μου έγιναν δεν κυκλοφόρησα κανένα βιβλίο με την υπογραφή reader diggest για να εκμεταλλευτώ τη δημοφιλία του μπλογκ, όπου εμφανίστηκαν κείμενα μου εκτός μπλογκ ήταν ’’φιλικές συμμετοχές΄΄ χωρίς οικονομική δοσοληψία. Δεν ήταν αυτοί οι στόχοι μου και δεν άλλαξε κάτι στη διαδρομή. Δεν πήρα ούτε ένα δωρεάν αντίτυπο από εκδοτικό οίκο ή συγγραφέα, αντίθετα μέχρι σήμερα όταν κάποιος μου γράφει ’’διάβασε αυτό το βιβλίο, αξίζει τον κόπο’’ πηγαίνω και το αγοράζω.
(12)Πιστεύετε ότι κάνατε φίλους ή εχθρούς μέσα απ’ το μπλογκ σας;
Θα απαντήσω αντίστροφα. Μόνο δύο άνθρωποι με υποχρέωσαν να ανασκευάσω κάτι που έγραψα και στη μια περίπτωση να ζητήσω δημόσια συγνώμη. Στην πρώτη διαφωνία το θέμα λύθηκε δι’ αλληλογραφίας και ιδιωτικά. ’’Γνώρισα’’ υπέροχους ανθρώπους, δημιούργησα μια τουλάχιστον ’’φιλία ζωής’’, συζήτησα μέσω αλληλογραφίας με συγγραφείς ή εκδότες που είναι ως άνθρωποι σημαντικότεροι του σπουδαίου έργου τους, με τίμησαν με την εμπιστοσύνη άτομα που πιθανώς δεν θα συναντήσω ποτέ, ακόμη και άσχετοι με το λογοτεχνικό χώρο, επιστήμονες, ακαδημαϊκοί, απλοί αναγνώστες που δεν τους ενδιέφερε η δημόσια εκφορά λόγου αλλά μια γόνιμη ανταλλαγή απόψεων. Μου έστειλαν ανέκδοτα χειρόγραφα απλά για να πω τη γνώμη μου, ακόμη και τώρα συνεχίζεται, έχω στα χέρια μου δύο βιβλία υπό έκδοση για να τα διαβάσω και να πω τη γνώμη μου στους συγγραφείς. Όλα αυτά αποτέλεσαν μια μοναδική εμπειρία. Από την άλλη υπήρξαν κάποιοι που μου έστειλαν λιγοστά ανώνυμα υβριστικά μέιλ ειδικά τους πρώτους μήνες του μπλόγκ, λυπάμαι που δεν μου έδωσαν ποτέ την ευκαιρία να το συζητήσουμε. Δεν με ενόχλησε γιατί το περίμενα, με ενόχλησε όταν κατάλαβα ότι κάποιος, το περασμένο καλοκαίρι θεώρησε ότι είμαι επιζήμιος για τη δουλειά του. Αυτό ούτε το ήθελα και ούτε το επεδίωξα.


13) Ο τρομακτικά μεγάλος αριθμός επισκεψιμότητας επηρέασε σε κάποιο σημείο τις επιλογές σας? Μπορείτε να αναφερθείτε σ’ αυτούς τους αριθμούς; Στο απολογιστικό σας ποστ γράφετε ότι υπήρχαν ήδη πολλές επισκέψεις σε ένα μπλογκ εκτός λειτουργίας, εκατό επισκέψεις καθημερινά…
Κάποια στιγμή, τον Σεπτέμβριο του 2006, αντιλήφθηκα ότι το μπλογκ είχε μετατραπεί σε ένα ανεξέλεγκτο ’’θηρίο’’. Έπρεπε να είμαι σε συνεχή εγρήγορση γιατί οι επισκέψεις είχαν φτάσει τις 500-600 τη μέρα και δεν ήξερα τι σχόλια θα άφηνε ο καθένας, ποιόν μπορούσε να προσβάλλει. Απαγόρευσα τα ανώνυμα σχόλια με βαριά καρδιά γιατί πιστεύω στην χωρίς περιορισμούς και κανόνες επικοινωνία αλλά αυτό έκανε τελικά καλό γιατί διασώθηκε η ποιότητα του χώρου. Η συνέντευξη της Λώρης Κέζα λίγες μέρες πριν σιγήσει το μπλογκ έφτασε τις 1200-1300 επισκέψεις σε μια μέρα, η συνέντευξη του Νίκου Βλαντή λίγο νωρίτερα είχε ξεπεράσει τις 1000 επισκέψεις σε μια μέρα. Με εξαίρεση τους πρώτους πέντε μήνες που οι επισκέψεις ήταν ελάχιστες από τον Μάιο του 2006 μέχρι τον Ιούλιο του 2007 μπήκαν στο μπλογκ (υπάρχει και ο σχετικός μετρητής σε κοινή θέα) 100.000 άνθρωποι παρότι μεσολάβησαν και καλοκαιρινοί μήνες που δεν υπήρχε ενημέρωση. Προ ημερών διαπίστωσα ότι ακόμη και σήμερα μπαίνουν καθημερινά 80-100 άνθρωποι που προφανώς ψάχνουν τα αρχεία του μπλογκ και παλαιότερα κείμενα. Το τελευταίο ποστ του 2007 το επισκέφτηκαν την επόμενη μέρα 400-500 άνθρωποι, παρότι δεν είχα ενημερώσει ότι σκόπευα να ξαναγράψω.
Οι επιλογές μου ουδέποτε επηρεάστηκαν. Συνέχισα να κρίνω τα βιβλία το ίδιο υποκειμενικά, συνεχίζω να συμπαθώ τους ίδιους συγγραφείς που συμπαθούσα και πριν ανεξάρτητα αν μου έστειλαν σ’ αυτά τα δύο χρόνια ένα μέιλ ή όχι. Επηρεάστηκαν μόνο οι αναγνωστικές επιλογές μου γιατί ήταν δύσκολο να διαβάσω δοκίμια ή ποίηση. Υποχρεώθηκα να διαβάζω μόνο βιβλία για τα οποία θα έγραφα τη γνώμη μου στη συνέχεια. Και αυτό με έκανε να γίνω πιο επιεικής στην άποψή μου για τους κριτικούς. Ειδικά, εκείνους που φαίνεται ότι δεν διαβάζουν με αγάπη για το βιβλίο αλλά από επαγγελματική υποχρέωση.
14) Γιατί επιμένετε τόσο πολύ στην ανωνυμία; Και αυτό τι μπορεί να σημαίνει, ότι είστε ήδη πολύ γνωστός, άγνωστος κατά συνέπεια δεν έχει και σημασία… Υπάρχουν άνθρωποι που σας ξέρουν?
Κατ΄ αρχήν, βασική αρχή του μπλόγκινγκ είναι η ανωνυμία. Πέραν όμως αυτού υπήρχε ουσιαστικός λόγος. Η λογοτεχνία στην Ελλάδα είναι….ανάδελφη! Θα το έθετα σε μορφή παρομοίωσης ως εξής. Η ελληνική λογοτεχνία μοιάζει με ανελκυστήρα σε κίνηση. Απέξω περιμένουν κάποιοι να επιβιβαστούν με χειρόγραφα στα χέρια και πιέζουν τους ’’μέσα’’ να κάνουν χώρο. Οι ’’μέσα’’ , με βιβλία στο χέρι, επειδή δυστυχώς οι διαστάσεις του χώρου είναι μικρές, φωνάζουν ’’δεν χωράει άλλος’’. Αν μπορούν να πετάξουν και κάποιον έξω δεν θα στεναχωρηθούν. Οι καταξιωμένοι έλληνες συγγραφείς δεν είναι γενναιόδωροι προς τους νεότερους. Σπάνια θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε ένα καλό σχόλιο συγγραφέα για δουλειά νεότερου ομότεχνου του. Και οι εντός και οι εκτός του ανελκυστήρα αρέσκονται στη διαπλοκολογία και στην δημοσιοποίηση παραπόνων ή θεωριών συνωμοσιών. Καλώς η κακώς, διατηρώ φιλίες, λιγοστές αλλά υπαρκτές εντός του λογοτεχνικού χώρου. Και θέλω να τις προστατεύσω γιατί είναι ανεξάρτητες των βιβλίων και της λογοτεχνίας, ισχυρότερες αυτών. Δεν ήταν υποχρεωμένοι οι φίλοι μου να χρεώνονται αυτά που έγραφα. Δεν κινούμαι σε λογοτεχνικούς χώρους, για δύο χρόνια πήγα σε τρεις παρουσιάσεις βιβλίων ή λογοτεχνικές εκδηλώσεις που θα πήγαινα ούτως ή άλλως και δεν είχαν σχέση με το μπλογκ. Μόνο η ανωνυμία εξασφάλιζε ότι αφενός δεν θα έμπαινα σε ένα αλισβερίσι δημοσίων σχέσεων, τηλεφώνων, έκφρασης ευχαριστιών ή παραπόνων και αφετέρου ότι δεν θα μου καταλογιζόταν εξ’ αρχής κακή πρόθεση, συμμετοχή σε ’’λογοτεχνικά λόμπι’’ ή μη τήρηση των ίσων αποστάσεων. Χρειάσθηκαν μήνες για να πείσω ότι δεν…διαπλέκομαι, ότι δεν είμαι μαριονέτα κάποιου εκδότη ή κατ’ εντολή αβανταδόρος συγγραφέων και ότι απλά ανθρώπινα τυχαίνει να συμπαθώ συγγραφείς για τη δουλειά τους και όχι γιατί τα πίνουμε παρέα. Ουδείς με ενόχλησε ποτέ προσωπικά αλλά σε δύο άτομα που ευθέως με ρώτησαν για την ταυτότητα μου δεν είπα ψέματα. Το ίδιο θα κάνω και στο μέλλον αν κάποιος με ρωτήσει ’’’εσύ είσαι ο reader;’’. Τους υπόλοιπους τους αφήνω να εικάζουν αν είμαι συγγραφέας, εκδότης, κριτικός και ακόμη και σήμερα να με ’’βαφτίζουν’’ κατά το δοκούν με διάφορα ονόματα κάνοντας απλοϊκούς και λανθασμένους συνδυασμούς στο μυαλό τους. Σε τελική ανάλυση, οι ΄΄μάσκες’’ δεν ήταν ανέκαθεν κάτι συνηθισμένο στη λογοτεχνία; Ο Πεσόα είχε 72 βεβαιωμένα ’’ετερώνυμα’’ και οι μάσκες έκρυβαν κάτι αληθινά σημαντικό. Είναι αδιάφορη και άνευ σημασίας η μάσκα που καλύπτει ένα ετερώνυμο μπλόγκερ.

15) Θα επιστρέψει ο Reader’s digest, τελικά? Θα μπορούσαμε να πάρουμε το απολογιστικό άρθρο και ως την επιστροφή σας ή όχι?
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα αυτή τη στιγμή. Αν αλλάξει ο ψυχισμός μου σχετικά με το μπλογκ και τη χρησιμότητα του και είμαι βέβαιος ότι δεν θα κάνω τα λάθη του παρελθόντος ίσως να επιστρέψω και αύριο το πρωί. Ούτως ή άλλως υπάρχουν πλέον πολλά και καλά βιβλιοφιλικά μπλογκ.

16) Και εν τοιαύτη περιπτώσει (αν δεν επιστέψετε) τι θα γίνουν «οι αδικημένοι σας συγγραφείς»? «Τα καλά βιβλία» που από την κριτική ή το αναγνωστικό κοινό «αδικούνται»?
Προϋπήρχαν του μπλογκ και θα υπάρχουν στο διηνεκές. Δεν νομίζω ότι αυτό το μπλόγκ άλλαξε ουσιαστικά τον τρόπο που κάποιοι βλέπουν και αξιολογούν τους συγγραφείς, ούτε ανέδειξε ή διαφοροποίησε τη διαδρομή ενός συγγραφέα ή ενός βιβλίου. Οι κριτικοί θα συνεχίσουν να διαβάζουν τους ίδιους 30-40 συγγραφείς σε ετήσια βάση, οι ανέκδοτοι να ψάχνουν για εκδότη και οι μη αναγνωρισμένοι να παραπονιούνται για την έλλειψη αναγνώρισης της δουλειάς τους ή αναγνωστών. Τείνω να συμφωνήσω με αυτό που γράφτηκε στο Lifo ότι το συγκεκριμένο μπλογκ πέτυχε γιατί αποτέλεσε τη βαλβίδα εκτόνωσης της λογοτεχνικής κοινότητας σε εποχές που ασφυκτιούσε. Δεν πρόσφερε τίποτε παραπάνω, όπως θα επαναλάβω ότι δεν προσφέρει τίποτε ουσιαστικό αυτή η συνέντευξη.

Πέντε ερωτήσεις αποκλειστικά για τον αναγνώστη reader’s diggest:

1) Το πρώτο ανάγνωσμα της ζωής σας?
Το αναγνωστικό της πρώτης Δημοτικού.
2) Το βιβλίο που σας άλλαξε τη ζωή? Πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει στη ζωή μας ένα τέτοιο βιβλίο?
Όχι δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως βιβλία διαχρονικά για τον καθένα μας. Για μένα είναι ο ’’Πεζός λόγος’’ του Βάρναλη που τον έχω διαβάσει πέντε έξι φορές και πάντοτε τον προσεγγίζω διαφορετικά.
3) Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς?
Δεν χωράνε εδώ.
4) Οι νεοέλληνες συγγραφείς που ξεχωρίζετε?
Ούτε αυτό χωράει εδώ. Χρειάστηκαν 250 κείμενα στο μπλογκ αν αναφερθώ σε τρία τέσσερα ονόματα θα είναι σαν να αποκηρύσσω τους υπόλοιπους. Σίγουρα πάντως θα αγοράσω ότι γράψουν Σταμάτης, Σώτη, Χωμενίδης, Ραπτόπουλος αν και με εξαίρεση τον πρώτο οι τελευταίες δουλειές των υπολοίπων δεν με έχουν ικανοποιήσει αναγνωστικά και διακρίνω ’’κρίση μέσης συγγραφικής ηλικίας’’.
5) Τι πρέπει να έχει ένα βιβλίο ή ένας συγγραφέας για να σας κάνει να τον διαβάσετε? Να είναι page turner. Να με υποχρεώνει στο τέλος μιας κουραστικής μέρας να κοιμηθώ μια ώρα λιγότερη για να διαβάσω ’’λίγο παραπάνω’’.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?