Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Thursday, June 21, 2007

 

10 Q and A. με την....Αργυρώ Μαντόγλου

Και τυπικά και ουσιαστικά αυτό είναι το τελευταίο ποστ αφού κλείνει τη μοναδική (τελικά) εκκρεμότητα που είχα. Την ανάρτηση της διαδικτυακής συζήτησης με τη μεταφράστρια, συγγραφέα και κριτικό (η σειρά της παράθεσης είναι περίπου η σειρά με την οποία την ανακάλυψα) Αργυρώ Μαντόγλου. Είχα διαβάσει στο παρελθόν αρκετά βιβλία που είχε μεταφράσει και θα συμφωνήσω με ένα πρόσφατο ποστ του Librofilo ότι στις δύο δουλειές του Κάρει έχει κάνει εξαιρετική απόδοση. Συμπτωματικά και μέσω μιας καλής φίλης πριν μερικούς ανακάλυψα το Bodyland το τελευταίο της βιβλίο και ανέτρεξα προς τα πίσω σε όλη της την προηγούμενη συγγραφική δουλειά (πλην κάποιων ποιητικών συλλογών της που δεν μπόρεσα να ανακαλύψω στην αγορά). Και το Βιρτζίνια Γουλφ καφέ και τα Βλέφαρα με τατουάζ που διάβασα μου άρεσαν και δείχνουν ότι η συγγραφέας έχει πολύ δρόμο ακόμη στη λογοτεχνία. Απάντησε στις 10 ερωτήσεις με πολύ ήρεμο και νηφάλιο ύφος, ενδεικτικό νομίζω και της γραφής της που κρύβει πολλές ’’υποδόριες’’ και όχι ηχηρές εκπλήξεις. Λυπάμαι που τα σχόλια του μπλογκ έχουν ’’κλείσει’’ (μαζί με το μπλογκ) αφού στερώ τη δυνατότητα και από την ίδια να δει τις αντιδράσεις και την απήχηση των όσων λέει και από εσάς τον σχολιασμό αλλά επειδή δεν θα βρίσκομαι ’’εδώ γύρω’’ για να παρέμβω αν υπάρξει κάποιο κακόβουλο σχόλιο προτιμώ αυτή τη μέθοδο. Αν πάντως υπάρχουν κάποιες ερωτήσεις για την κ. Μαντόγλου ας μου αποσταλούν με μέιλ και θα φροντίσω να προωθηθούν στην ηλεκτρονική της διεύθυνση και να απαντήσει εκείνη απευθείας ώστε να μην κόψω εντελώς τη διαδικασία της επικοινωνίας. Κανονικά, υπήρχαν έτοιμες άλλες δύο συζητήσεις με ένα λογοτέχνη και ένα εκδότη αφού είχα στα χέρια μου τις απαντήσεις τους αλλά μου ζήτησαν να μην αναρτήσω τα σχετικά ποστ και είμαι υποχρεωμένος να το σεβαστώ. Δεν μου εξήγησαν τους λόγους (θέλω να πιστεύω ότι έχουν να κάνουν με την απενεργοποίηση του μπλογκ και όχι με κάτι άλλο) αλλά σε κάθε περίπτωση (επειδή δεν πρόλαβα να τους απαντήσω μια και υπάρχουν γύρω στα πενήντα ακόμη αναπάντητα μέιλ και ελάχιστος χρόνος από μέρους μου τους το γράφω σε δημόσια θέαση) όπως τόσους μήνες τώρα σεβάστηκα το απόρρητο της αλληλογραφίας μου ΄΄διέγραψα΄΄ και τις απαντήσεις τους που πάντως είχαν τεράστιο ενδιαφέρον και θα δημιουργούσαν αρκετές ’’αναταράξεις’’ στον κόσμο της λογοτεχνίας (ειδικά με τα όσα έλεγε και υποστήριζε ο εκδότης για την κατάσταση της λογοτεχνικής ’’βιομηχανίας΄΄). Προσωπικά βέβαια και παρά την απενεργοποίηση του μπλογκ δεν είχα κανένα πρόβλημα να τις αναρτήσω αλλά το όλο θέμα δεν με αφορά. Τυπικά και ουσιαστικά λοιπόν η αυλαία του μπλόγκ κατεβαίνει με τις 10 ερωτήσεις και τις ανάλογοες απαντήσεις από την κυρία Μαντόγλου.
1. Κριτικογράφος, συγγραφέας και μεταφράστρια. Τρεις διαφορετικές ιδιότητες που ενίοτε μπορεί να ’’εμπλακούν’’ μεταξύ τους. Έχουν γίνει μέσα σας οι διαχωρισμοί των ιδιοτήτων και πόσο εύκολη είναι η προσαρμογή κατά περίπτωση;

Κατ’ αρχήν όλα τα είδη έχουν την ιδιαιτερότητα τους αλλά θα έλεγα πως και οι τρεις δραστηριότητες είναι παραπληρωματικές της συγγραφικής ιδιότητας. Η μετάφραση, δηλαδή η απόδοση του έργου ενός άλλου συγγραφέα στη γλώσσα σου, είναι ιδανική άσκηση για όποιον καταπιάνεται με τη γραφή, καθώς η αναζήτηση της κατάλληλης λέξη ή φράσης προκειμένου να αποδοθεί πιστότερα η σκέψη ενός άλλου γραφιά αλλά και η «συμβίωση» με το πνευματικό προϊόν κάποιου άλλου μπορεί να αποβεί μια πολύτιμη εμπειρία. Η μετάφραση είναι η στενότερη δυνατή επαφή που μπορεί να έχει κανείς με το έργο κάποιου άλλου. Μέσα από αυτή μαθαίνεις πως αντιμετωπίστηκαν οι δυσκολίες που προέκυψαν, πως λύθηκαν ή ακόμα πως δεν λύθηκαν προβλήματα, μαθαίνεις να διακρίνεις τα φτηνά τεχνάσματα και τις επινοήσεις που δεν λειτούργησαν, με άλλα λόγια είναι ένας τρόπος διείσδυσης στο εργαστήρι ενός συγγραφέα που δεν είναι πάντα ορατό στην ανάγνωση.
Και μιλώντας για ανάγνωση θέλω να επισημάνω πως και οι τρεις ιδιότητες προϋποθέτουν την ικανότητα της ανάγνωσης αλλά παρά τις όποιες ομοιότητές τους απαιτείται διαφορετικής βαθμίδας ψυχική ετοιμότητα, πνευματική και συναισθηματική διαθεσιμότητα.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα όρια μέσα στα οποία να περιχαρακώνεται η κάθε ξεχωριστή ιδιότητα ούτε και υιοθετώ μια διαφορετική περσόνα κάθε φορά που καταγίνομαι με μια από αυτές τις ενασχολήσεις, καθώς όλα σχεδόν τα βιβλία που έχω μεταφράσει με ενδιέφεραν αφηγηματικά, όπως και τα βιβλία για τα οποία γράφω.
Αυτό που διαφέρει είναι ο βαθμός εμπλοκής. Στη μετάφραση αφήνομαι να με παρασύρει ο ρυθμός του πρωτότυπου, προσπαθώ να το υπηρετώ, απαλείφοντας τις δικές μου εμμονές και διεκδικήσεις, προσφέροντας στο κείμενο αυτά που χρειάζεται να αναδειχτεί με το μίνιμουμ της προσωπικής μου παρέμβασης. Η μετάφραση είναι και αυτή μια ανάγνωση, αλλά μια ανάγνωση που διακτινίζει το κείμενο και κατευθύνεται στην πριν από τις λέξεις διάστασή του, στη θεμελιώδη πρόθεση του συγγραφέα και για να γίνει αυτό πρέπει να λειτουργείς και λίγο διαισθητικά, να μαντεύεις τι ήθελε να πει ακόμα και και πριν το πει, και αυτό βέβαια είναι πολύ πιο πέρα από την απλή κατανόηση, είναι μια αδιαπραγμάτευτη αφομοίωση του σώματος του κειμένου προκειμένου να το μεταφέρεις στη δική σου γλώσσα. Επιπλέον επιλέγω συγγραφείς που νομίζω πως μπορώ να συγχρωτισθώ με τη φωνή τους, που η γλώσσα μου μπορεί να ντύσει το ρυθμό τους. Ξέρω πως μιλώ λιγάκι με όρους μουσικούς, αλλά όπως γνωρίζουμε η μουσικότητα είναι και αυτή μια ιδιότητα που κάνει μια γλώσσα ελκυστική, άλλη σκληρή κι άλλη αδιάφορη. Οι διακυμάνσεις της, οι μεταστροφές της, οι συνηχήσεις και οι παρηχήσεις της και πάνω από όλα οι σιωπές της. Ο μεταφραστής πρέπει να μάθει να ακούει τις σιωπές του κειμένου και να μην προσπαθεί οπωσδήποτε να τις κάνει λέξεις, να έχει την επινοητικότητα να της κάνει ό,τι το κείμενο του ζητάει.
Με άλλα λόγια είναι και η μετάφραση μια δημιουργία, αλλά θα έλεγα οροθετημένη.
Τώρα όσον αφορά την κριτική, είναι και αυτή μια ανάγνωση, όπου όμως ο αναγνώστης καλείται να διαβάσει και πίσω από τις γραμμές, τις προθέσεις, τις εμμονές του συγγραφέα, το έργο σε σχέση με τα προηγούμενα αλλά και με άλλα έργα της εποχής του και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο παράγει.
Γράφοντας για ένα βιβλίο προσπαθώ να ελέγξω τη συγκίνηση που μπορεί να μου δημιουργεί, να περιορίσω το δικό μου φορτίο και φόρτιση προκειμένου να αναδείξω αυτό το ίδιο.
Συνήθως γράφω για βιβλία συγγραφέων που εκτιμώ και πιστεύω πως οι συγγραφείς είναι οι καταλληλότεροι για να μιλήσουν για βιβλία ομότεχνών τους.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία όπως και μέσα από τη μετάφραση μπορείς να διακρίνεις τη δυσκολία, την εξέλιξη των χαρακτήρων, το κτίσιμο μιας κατάστασης και την κορύφωσή της, την απόκλιση και τον τρόπο χειρισμού του υλικού τους. Το οποίο βέβαια διαφέρει από συγγραφέα σε συγγραφέα ακόμα και από βιβλίο σε βιβλίο του ίδιου συγγραφέα.
Τώρα όσον αφορά τη δική μου γραφή είναι και αυτή μια κάποιου είδους μετάφραση και ανάγνωση, μετάφραση και ανάγνωση του
κόσμου, των σημείων, των σιωπών , των παύσεων και των εξάρσεων, μια μεταφορά εντυπώσεων, εμπειριών, μια απόπειρα διαχείρισης των μυστηρίων μόνο που μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία όχι τόσο για να τα επιλύσεις αλλά για να τους συστηθείς, να τους πεις σας είδα, σας αναγνώρισα σας πρόσεξα...ο συγγραφέας γνωρίζεται και σχετίζεται με τον κόσμο, φέρνοντας τον στην επιφάνεια.
Θα έλεγα πως στη δική μου γραφή δοκιμάζω βιώνω το μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας αλλά και έντασης ταυτόχρονα. Είμαι ελεύθερη να κατασκευάσω έναν κόσμο αλλά ταυτόχρονα είμαι και υπεύθυνη για τη λειτουργία του.
Πρόκειται για μια ανάγνωση του κόσμου, διαφορετική, ανατρεπτική απροσδόκητη που μπορεί να τον αλλάξεις και ό,τι βλέπεις σε βλέπει κι αυτό, ό,τι γράφεις σε γράφει κι αυτό, ό,τι κατασκευάζεις σε κατασκευάζει, με άλλα λόγια πρέπει να αφεθείς και ταυτόχρονα να ελέγχεις. Διττή κατάσταση. Γι’ αυτό απαιτητική. Εγώ τουλάχιστον δεν αντέχω να το κάνω για μεγάλα διαστήματα εξαντλούμαι. Γράφω αυτό που έχω να γράψω και μετά το αφήνω και καταπιάνομαι με κάτι άλλο. Για μεγάλα διαστήματα δεν μπορώ να το αγγίξω, καίει. Το πιάνω αργότερα, όταν είναι απόμακρο και μπορώ να το χειραγωγήσω, να κόψω και να ράψω να αλλάξω, έχει παγώσει και δεν με απειλεί, τότε λειτουργώ ψυχρά, χειρουργικά. Τότε δίνω μορφή, και επεξεργάζομαι το αρχικό ύφος. Το ύφος παράγεται στην κάψα της γραφής, μετά ακολουθεί η επεξεργασία.
Γράφω εν θερμώ. Δεν μεταφράζω ούτε γράφω κριτικές εν θερμώ. Ελπίζω αυτό να μην αλλάξει. Θέλω να γράφω εν θερμώ και να σβήνω, ό,τι περισσεύει, με ψυχρή αποστασιοποίηση. Με παγωμένο χέρι. Παγερή αντικειμενικότητα.

Επίσης, θέλω να προσθέσω πως η γραφή είναι και ευθύνη. Διαχείριση του υλικού που έχεις συσσωρεύσει, αλλά και ετοιμότητα σε σχέση με το αναπάντεχο, αυτό που αναδύεται γράφοντας και που δεν είμαστε πάντα σε θέση να κατανοήσουμε. Απαιτεί ετοιμότητα, ευελιξία, συνεχή παρατήρηση και διαθεσιμότητα αλλά πάνω από όλα την πίστη πως αυτό που κάνεις θα ολοκληρωθεί. Σίγουρα είναι η απαιτητικότερη ενασχόληση και όταν κάνω αυτό, όταν γράφω δηλαδή, δεν είμαι σε θέση να ασχοληθώ με τα υπόλοιπα. Ούτε καν με τα καθημερινά. Είναι ο αποκλειστικός χρόνος της γραφής.

2. Στα δύο τελευταία σας βιβλία (Βλέφαρα με τατουάζ, Bodyland) έρχονται στο προσκήνιο πολλές φορές και στιγμές μοναχικές γυναίκες εγκλωβισμένες σε συναισθηματικά αδιέξοδα και στο απρόσωπο των πόλεων. Αυτή είναι η αληθινή εικόνα της σύγχρονης ελληνίδας πίσω από την ενδεχόμενα αστραφτερή βιτρίνα που προβάλλει καθημερινά το life style;


Τα περί εγκλωβισμού και ασφυξίας το έγραψαν κάποιοι που σχολίασαν το βιβλίο. Εγώ δεν θεωρούσα τις ηρωίδες μου εγκλωβισμένες, τουλάχιστον όταν έγραφα για αυτές, αντιθέτως τις ένιωθα αποφασισμένες να δράσουν. Αλλά μπορεί για να συμβεί αυτό, ο εγκλωβισμός να είναι απαραίτητος, γιατί αναγκάζεσαι να αντιδράσεις.
Επίσης, όλοι είμαστε κατά κάποιο τρόπο εγκλωβισμένοι: σε ένα σώμα, σε μια ταυτότητα, σε ένα φύλο, σε μια κατάσταση ύπαρξης. Οι ηρωίδες μου αναζητούσαν μια κάποιου είδους μετατόπιση και για να γίνει αυτό, έπρεπε να συνειδητοποιήσουν τον περιορισμό και να υπερβούν όρια – κι αυτό κάνουν.

Ιδιαίτερα στο Bodyland που έχει και ως υπότιτλο «Ιστορίες δρόμου και τρόμου» οι ηρωίδες που τις συναντάμε σε σύγχρονους τόπους καταστολής , τις «επαρχίες» και τις περιφέρειες μιας χαώδους πραγματικότητας όπου το Lifestyle θέτει όρια, κανόνες και απαγορεύσεις –τηλεοπτικούς τόπους, ριάλιτι, καζίνο, γυμναστήρια, μπαρ, πλατείες- νιώθουν πως βρίσκονται υπό περιορισμό γιατί διαθέτουν ακόμα «ψήγματα υγείας». Στη χώρα αυτή για να την κατοικήσεις για να είσαι πολίτης της χρειάζεσαι διαβατήρια και εχέγγυα για να εισέλθεις και άπαξ και το κάνεις υπόκεισαι σε νόμους. Οι νόμοι αυτοί ασκούνται πάνω στο σώμα και κυρίως στο γυναικείο σώμα που είναι φορέας και δέκτης ιδεολογιών.
Το Bodyland είναι ένας ου τόπος που καλούμαστε να κατοικήσουμε σήμερα που οτιδήποτε πνευματικό είναι υπό διωγμό. Η Χώρασωμάτων είναι μια αόρατη αλλά πανταχού παρούσα χώρα, πιο πραγματική από την πραγματικότητα, προβάλλει παντού τη γεωγραφία της και είναι από όλες αναγνωρίσιμη.
Οι κάτοικοι του Bodyland νιώθουν ασφυκτικά γιατί αντιστέκονται στη γενικευμένη νόσο του Lifestyle. Στις έκρυθμες στιγμές τους το συνειδητοποιούν και βγαίνουν στο δρόμο να βρουν λύσεις, κι αν όχι λύσεις, μέσα από τη συνάντησή τους με έναν άγνωστο να συναντήσουν τον μεγάλο άγνωστο: τον εαυτό τους. Και αυτές είναι οι στιγμές τρόμου: όταν αντιλαμβάνονται το τι είναι πράγματι ικανοί να κάνουν. Συχνά βέβαια ο τρόμος προκαλείται και από μια απροσδόκητη και μάλλον ανεπιθύμητη εγγύτητα.
Θα έλεγα πως το βιβλίο παρουσιάζει ομοιότητες με ένα παλιότερο βιβλίο μου τη «Νύφη από Πολυεστέρα» μόνο που εκεί είναι εγκλωβισμένοι στα νύχια της Βελτίωσής τους. Οι ήρωες, άντρες και γυναίκες, των οποίων τα πρόσωπα είναι παρμένα από νεκρούς είναι θύματα της αισθητικής της μετα- τεχνολογικής, μετα- δικτυακής εποχής όπου το κυρίαρχο σύμπτωμα είναι η εμμονή με την τελειότητα, τη νεότητα και που έχει εξελιχτεί σε μια ομαδική υστερία «τελειότητας». Στο τοπίο αυτό πλανιέται στο χρόνο η φωνή μια νεκρής, συναντά το βελτιωμένο αντίγραφο της, την τέλεια εκδοχή του εαυτού της και ανατρέπει την εικονική της ευδαιμονία.
Βέβαια δίνω λύση: σε αυτό το ασφυκτικό τοπίο οι ανατρεπτικές δυνάμεις του έρωτα και της τέχνης κατορθώνουν να αγγίξουν κάποιους από τους βελτιωμένους οι οποίοι αρχίζουν ξανά να επιθυμούν, δηλαδή γίνονται ξανά ανθρώπινοι.
Και στο Bodyland το ίδιο συμβαίνει η επιθυμία βγάζει τις ηρωίδες από τον περιχαρακωμένο περίγυρο και τις ωθεί στην περιπλάνηση, στην εξάντληση της εμπειρίας.
Ηθικόν δίδαγμα: τροφοδοτείστε την επιθυμία!


3. Τα τοπία σας, οι πόλεις, οι χαρακτήρες σας ασφυκτιούν. Να υποθέσω αυθαίρετα ότι αυτό κρύβει μια προσωπική εμμονή φυγής από τη στερεοτυπική αστική πραγματικότητα; Η είναι απλά ότι βλέπετε γύρω σας, στην καθημερινότητά σας και μεταφέρεται στις σελίδες σας;

Βλέπουμε αυτό που είμαστε, το βλέμμα μας είναι κι ένας τρόπος, ένας τρόπος αποκωδικοποίησης του κόσμου. Αυτό που βλέπω ως ένα σημείο είναι αυτό που είμαι αλλά ταυτόχρονα αυτό που είμαι επηρεάζεται και από αυτό που κάνω: τη μετάφραση του κόσμου.
Αυτό που εσύ αποκαλείς «ασφυκτικό», εγώ το αποκαλώ «φυλακή των βεβαιοτήτων», όπου στην Ελλάδα ως συντηρητική χώρα, η βεβαιότητα θεωρείται καλό πράγμα, κάτι για το οποίο πρέπει να προσπαθήσεις. Εγώ δεν μάχομαι ούτε προσπαθώ για τη βεβαιότητα αλλά για τη διαχείριση των πολλαπλών αβεβαιοτήτων. Είμαι ανήσυχη, όπως και οι ηρωίδες μου.
Όσον αφορά την «εμμονή φυγής», θα έλεγα είναι η εμμονή μιας συνέχειας, μιας εξερεύνησης, να δουν και να βρουν το παρακάτω, το αλλότριο, να συνδιαλλαγούν με το «άλλο», να ανακαλύψουν έναν τρόπο συνύπαρξης της ευαισθησίας τους με τη σκληρότητα της ζωής τους, χωρίς να την εξορίσουν. Και κυρίως να κάνουν κάτι με τα βιώματά τους. Να τα δουν και ως ένα σύμπτωμα ανάλογο της εποχής τους, μια «αρρώστια» από την οποία πάσχουν κι άλλοι: ένας τρόπος να καταλάβεις τους άλλους είναι να παίρνεις τα ίδια φάρμακα, μετά περνάς και στους λόγους της συνταγογράφησής τους από τους ειδικούς. Είναι κι αυτός ένας τρόπος απόκτησης πολιτικής συνείδησης, ίσως λίγο αντίστροφος, κάπως ασύμβατος, αλλά παραμένει ένας τρόπος.

4. Βλέφαρα με τατουάζ. Οι ερωτευμένες γυναίκες τυφλώνονται από την προσωπικότητα του Ομέγα ή από έρωτα; Και γιατί Ομέγα, το τέλος όλων, το τέλος της αλφαβήτου;

Το βιβλίο γράφτηκε στο τέλος του αιώνα, όπου κυριαρχούσε η εσχατολογική διάθεση και όλη εκείνη η εμμονή με τη συντέλεια του κόσμου, το τέλος, το τέλος της ιστορίας, των αφηγήσεων, των βεβαιοτήτων, του πολιτισμού, και ό,τι άλλο. Ο αφηγητής μου είναι ο αφηγητής του τέλους και μοιραία ο αντρικός χαρακτήρας βαφτίστηκε συμβολικά με το τελευταίο γράμμα του αλφαβήτου. Νομίζω πως ήθελα να παρωδήσω την έννοια του απόλυτου, της απόλυτης γνώσης, της μιας και μοναδικής αλήθειας, ο Ομέγας, ο άντρας φορέας μιας ψευδο- εξουσίας και συνείδησης. Και φυσικά όσες τον συναντούν και τον ερωτεύονται τυφλώνονται. Γιατί μόνο ως τυφλή μπορεί να συνυπάρξεις με ένα τέτοιο ψεύδος, μια τόσο ετοιμόρροπη κατασκευή. Βέβαια, οι ηρωίδες μου δεν είναι πραγματικά τυφλές, κάνουν τις τυφλές, και κάποια στιγμή αναγκάζονται να ανοίξουν τα μάτια και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των ψευδαισθήσεών τους.
Η τύφλωση που επέρχεται από τον έρωτα είναι βέβαια και ένα μυητικό στάδιο για την επαφή με το μέσα, τον κρυμμένο εαυτό: σφαλίζεις τα μάτια και αφήνεσαι στην φαντασίωσή σου, τα ανοίγεις και περπατάς πια αλλιώς μετά την προπόνηση σου στον κόσμο των τυφλών έχεις πια αποκτήσει άλλες δεξιότητες.
Αυτά είναι και τα τατουάζ στα βλέφαρά τους: η μύηση στην εκούσια τυφλότητα, στο σβήσιμο του εγώ μέσα από τον έρωτα.


5. Ποιο νούμερο θα μπορούσε να καλέσει μια γυναίκα σήμερα και να μιλήσει σε ένα άγνωστο; Ποιο θα μπορούσε να είναι το αντίστοιχο του 69 Bodyland στη σύγχρονη Αθήνα; Μήπως το αντίστοιχο 69 bodyland βρίσκεται πλέον στα βάθη των υπολογιστών και του Internet;

Το νούμερο που θα μπορούσε να καλέσει είναι το δικό της και να μιλήσει στον εαυτό της. Και κατά κάποιο αυτό κάνει και όταν επικοινωνεί με αγνώστους στο ιντερνέτ: Μια προβολή των φαντασιώσεων της.
Ναι το ιντερνέτ λειτουργεί και ως μια «Πύλη για το Άγνωστο», αλλά αυτό το «Άγνωστο» είναι συνήθως ανάλογο και του Γνώριμου του καθενός και της καθεμιάς. Μια καθ’ ομοίωση προβολή. Ο καθένας διαβάζει αυτό που είναι και το αξιοποιεί ανάλογα με αυτό που είναι, ο κυβερνοχώρος είναι ένας ιδανικός τόπος προβολών, και τροφοδότησης του φαντασιακού. Νομίζω πως ναι λειτουργεί διεγερτικά γιατί υπάρχει ένας βαθμός ασφάλειας πίσω από την ανωνυμία και μπορείς να υποδυθείς όποιο ρόλο ή περσόνα γουστάρεις και παρά τα τρωτά της ψηφιακής επικοινωνίας με πολλούς και πολλαπλούς τρόπους σε βοηθάει να ακούσεις τον εαυτό σου μιλώντας σε αγνώστους. Σε ένα μετέπειτα στάδιο φυσικά σε εκδικούνται αυτά που η ψηφιακή επικοινωνία αποκλείει: οι αισθήσεις. Οι διαδικτυακές γνωριμίες είναι ένα παιχνίδι ανταλλαγής παραισθήσεων, οι προβολές είναι αναπόφευκτες και μοιραία θα υποστείς τις συνέπειες: την αποκαθήλωση των επινοήσεών σου.
Ποτέ κανένα πλάσμα της φαντασίας σου δεν βγήκε να σε συναντήσει, ποτέ κάποιος δεν προηγήθηκε της δικής σου έξαρσης, εκτός βέβαια από το Πλάσμα του Πλαστογράφου του Κάρει. Είναι φυσικό λοιπόν τα πλάσματα που συναντάς μέσα από ένα τέτοιο μέσον πάντα να υπολείπονται γιατί δεν είναι τα δικά σου, όσο αλληλογραφούσες ταυτίστηκες, έκανες τις προβολές σου και περίμενες αλλά αυτό που περίμενες δεν υπάρχει για αυτό και η απογοήτευση. Είναι όμως κι αυτή μια άκρως ενδιαφέρουσα εμπειρία και είναι και το θέμα ενός μελλοντικού μου βιβλίου, όπου το internet θα λειτουργεί και ως devilnet –κυριολεκτικά και μεταφορικά: Οι δαίμονες χωρίς πρόσωπο δεν είναι και τόσο τρομακτικοί και ασκούν έλξη σε ανύποπτα πλάσματα αλλά βέβαια αποδεικνύεται τρομακτική η συνάντηση εκτός της οθόνης, όλα διαλύονται, ίσως για το καλύτερο. Η βία είναι η μαμή της γνωριμίας με το πραγματικό. Αυτό είναι το θέμα μου.

6. Ποιος από τους συγγραφείς που μεταφράσατε είναι εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στη συγγραφική σας διαδρομή και για ποιους λόγους;

Νομίζω το Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ γιατί το κείμενο ήταν απαιτητικό και με έβαλε σε διαδικασία ανακάλυψης πηγών και τρόπων απόδοσης που δεν ήταν εύκαιρες και διαθέσιμες σε μένα, μεταφοράς δύσκολων και ανείπωτων εννοιών και καταστάσεων. Το βιβλίο μου ζητούσε περισσότερα από όσα μπορούσα να προσφέρω και επιπλέον τα διεκδικούσε. Χρειάστηκε να υπερβώ κάποια όρια και να δοκιμαστώ ποικιλοτρόπως καθώς άρχισα να βιώνω τη δυσκολία ως χρέος. Γι’ αυτό και νομίζω πως με επηρέασε, όπως και η Ματωμένη Κάμαρα της Άντζελα Κάρτερ.
Αυτά τα δυο βιβλία με επηρέασαν και με άλλαξαν γιατί με δυσκόλεψαν και η συγκατοίκηση μαζί τους ήταν μια κατάσταση πολιορκίας και δοκιμασίας.


7. Μεταφράσατε δύο βιβλία του Πίτερ Κάρεϊ. Ειδικά ο Πλαστογράφος έμοιαζε δαιδαλώδης στα νοήματα του και πολύπλοκος όσον αφορά τη γραφή. Βάλατε κάποια προσωπικά στοιχεία στη μετάφραση ή μείνατε εντελώς πιστή στη γραμμή του αρχικού κειμένου;

Όχι ο Κάρεϊ δεν απαίτησε από μένα αυτά που διεκδίκησαν οι δυο κυρίες που προανέφερα και ούτε νομίζω πως έβαλα προσωπικά στοιχεία στη μετάφραση. Η γραφή του Κάρεϊ είναι μια σύγχρονη γραφή που έχει μεν το ύφος της αλλά δεν αγγίζει το άρρητο όπως η μεγάλη λογοτεχνία.

8. Σε εορταστικό ένθετο του ΕΘΝΟΥΣ τον Ιανουάριο δημοσιεύθηκε μια σύντομη ιστορία σας. Η βάση της ήταν ένα ’’τυφλό ραντεβού΄΄ μέσω διαδικτύου και η τρομοκρατία. Θέματα σύγχρονα που όμως δυσκολεύονται να προσεγγίσουν οι έλληνες δημιουργοί. Γιατί η διηγηματογραφία μας σπάνια συμβαδίζει με τα μηνύματα και τις εξελίξεις των καιρών;

Αυτό είναι ένα γενικότερο θέμα που δεν είμαι σε θέση να απαντήσω, γιατί πρόκειται για ένα νεοελληνικό φαινόμενο. Θα πρέπει να εξετάσουμε το γιατί η Ελλάδα είναι συντηρητική, γιατί οι εξελίξεις αργούν να μας επηρεάσουν και γιατί σε θέματα τέχνης είμαστε κακοί αντιγραφείς, λάτρεις των κλισέ με κυρίαρχη νοοτροπία αυτή του ελάχιστου κόπου και του μεγίστου κέρδους. Η τρομοκρατία και το ιντερνέτ δεν είναι θέματα προκλητικά είναι καθημερινά. Ίσως υπάρχει και ο φόβος ενασχόλησης με το καθημερινό, το τετριμμένο, το απτό και η μετατροπή του σε κάτι άλλο, κάτι το οικουμενικό, ίσως να ψάχνουν για κάτι που να μοιάζει με πιο υψιπετές. Εικασίες μόνο μπορώ να κάνω. Γιατί δεν ρωτάς και κάποιον άλλο;

9. Το γεγονός της εμπλοκής σας με ποικίλες μορφές στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας, της συνεργασίας σας με πολλούς εκδοτικούς οίκους σας δίνει ένα πλεονέκτημα έναντι κάποιων συναδέλφων σας με τους οποίους ενδεχόμενα ξεκινήσατε από την ίδια περίπου αφετηρία την πορεία σας;
Δεν καταλαβαίνω σε τι είδους πλεονεκτήματα αναφέρεσαι. Εργάζομαι σκληρά και συνειδητά κι αυτό δεν έχει σχέση ούτε με εκδότες ούτε με ομάδες. Εργάζομαι για να επιβιώσω και μιλάω τόσο για τη βιολογική όσο και για τη συναισθηματική και πνευματική επιβίωσή μου.

10. Συμφωνείτε με την άποψη που ακούγεται ή γράφεται συχνά τον τελευταίο καιρό ότι παρά το εύρος της παραγωγής της τα τελευταία χρόνια η ελληνική λογοτεχνία είναι στην πραγματικότητα φτωχή σε ταλέντο και στείρα σε έμπνευση;

Όχι δεν συμφωνώ. Απλώς είναι λίγα τα καλά βιβλία της παραγωγής, αλλά αυτό συνέβαινε πάντοτε. Οι έλληνες συγγραφείς πρέπει να απεγκλωβιστούν από την πίεση των εκδοτών για υψηλές πωλήσεις και να τολμήσουν να εκτεθούν περισσότερο. Να ρισκάρουν και να δοκιμαστούν και φυσικά να δουλέψουν σκληρότερα, να απομακρύνουν το άγχος της «τακτής παρουσίας» και του νόμου της αγοράς. Ένα καλό βιβλίο μπορεί να πάρει και χρόνια να γραφεί, δεν είναι είδος άμεσης κατανάλωσης και απόσβεσης. Χρειάζεται η ψυχική και υλική συνδρομή ενός επιδέξιου και έμπειρου «πληρώματος»- πίστη, αντοχή, ευαισθησία, σθένος, ρίσκο, αυτοθυσία- και φυσικά εμπιστοσύνη ...στο πλήρωμα του χρόνου. Αυτά.





<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?