Tuesday, June 17, 2008
(11+ 1 καλά) βιβλία για το καλοκαίρι
Κατά πως φαίνεται το μπλογκ το μετέτρεψα σε εποχική διαδικασία. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, καλοκαίρι, μόνο τότε έχω τη διάθεση να γράφω (πλέον) μαζεμένα για τα καλά βιβλία. Αφήνω λοιπόν ένα ποστ με ουκ ολίγα βιβλία για την….παραλία αλλά όχι βιβλία… παραλίας, αξιόλογα αναγνώσματα των τελευταίων μηνών που ενδεχόμενα μπορεί να σας κρατήσουν και καλή παρέα στις καλοκαιρινές διακοπές σας. Ελπίζω, ότι καλύπτουν όλο το λογοτεχνικό φάσμα αλλά και πολλούς πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς που όπως συνήθως θα αγνοηθούν από την mainstream κριτική.
Από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς το ένατο (παρά το νεαρό της ηλικίας του) του Νίκου Βλαντή η Λήθη (εκδόσεις Κέδρος). Μετά το αριστουργηματικό Writtersland, Το νησί των συγγραφέων (από τα καλύτερα βιβλία για το 2006) ο Βλαντής πατάει πάνω στα ίδια χνάρια και αξιοποιεί την αναμφισβήτητη συγγραφική ικανότητα που τον διακρίνει να ’’’ταξιδεύει’’’ τον αναγνώστη σε καθαρά δικής του έμπνευσης κόσμους. Αυτή τη φορά δεν είναι ένα νησί με συγγραφείς, εγκιβωτισμένα διηγήματα και ένας φόνος στο επίκεντρο αλλά ένας συγγραφέας έγκλειστος σε μια λίθινη πόλη υποχρεωμένος να γράφει ακατάπαυστα για να κρατάει ’’στη ζωή’’ τα φαντάσματα των λογοτεχνικών ηρώων του. Ο Βλαντής δημιουργεί με άψογο ρυθμό αφήγησης μια εξαιρετική αλληγορία κτισμένη γύρω από το αέναο παιχνίδι του λογοτεχνικού δημιουργού και των ηρώων του σε μια ατμόσφαιρα θρίλερ. Και χωρίς να καταφεύγει στον αρτηριοσκληρωτικό διάλογο με τη λογοτεχνική κοινότητα καταθέτει ένα βιβλίο εντυπωσιακής πλοκής αλλά και συγγραφικής άποψης.
Χωρίς τις λογοτεχνικές παραπομπές και επιρροές του Βλαντή αλλά εξίσου ατμοσφαιρικό το βιβλίο ενός καινούργιου συγγραφέα. Ο μόλις 25 ετών Χάρης Χριστοφορίδης πατάει πάνω σε επιρροές και χνάρια της νέας γενιάς και καταθέτει από τα Ελληνικά Γράμματα (παρά την πληθώρα μεταγραφών μεγάλων ονομάτων ο εκδοτικός οίκος μάλλον πέτυχε την αληθινή ’’φλέβα γραφής’’ στον νεαρό απόφοιτο του τμήματος Βιολογίας) το βιβλίο Raven City (οι ελληνικοί χαρακτήρες στον τίτλο νομίζω ότι του στερούν λίγη από την ’’μαγεία’΄ του για αυτό αυθαίρετα χρησιμοποίησα λατινικούς). Στην τελευταία πόλη του πλανήτη παίζεται ένα θρίλερ που κρατάει κομμένη την ανάσα του αναγνώστη. Το βιβλίο θα μπορούσε να αφορά μια λογοτεχνική Γκόθαμ Σίτι ( πόλη του Μπάτμαν), έχει σημάδια από κόμιξ λογική αλλά και κάτι από….Blade Runner, εξαιρετικά ατμοσφαιρικό με εμφανείς επιρροές από τον Πόε, έστω και αν η ορμή του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα το οδηγεί σε ορισμένες (όχι πάντως ενοχλητικές) αφηγηματικές ’’κοιλιές’’.
Σε διαφορετικό ύφος και σε μια πόλη που όλοι περπατάμε και ζούμε κινείται η Σταυρούλα Σκαλίδη. Δημοσιογράφος και μπλόγκερ στη νουβέλα της Προδοσία και εγκατάλειψη (εκδόσεις ΠΟΛΊΣ) περιγράφει μια ζοφερή Αθήνα και τις ακόμη πιο ζοφερές σχέσεις των χαρακτήρων της. Αν κάποιος επηρεαστεί από τον τίτλο και πιστέψει ότι έχει να κάνει με βιβλίο τσέπης, ροζ λογοτεχνία ή κάτι τέτοιο θα έχει πέσει έξω. Η Σκαλίδη καταθέτει ένα βιβλίο μικρό μεν σε μέγεθος αλλά γεμάτο από συναισθήματα και εικόνες με άξονα τις δύσκολες σχέσεις των σύγχρονων αστών και την ακόμη δυσκολότερη επικοινωνία στις μεγαλουπόλεις.
Χρειάσθηκε να εκδώσει πάνω από είκοσι βιβλία για να αρχίσει να συζητιέται αν και διατηρεί πολυεπίπεδη παρουσία και δραστηριότητα ως συγγραφέας, κριτικός αλλά και μπλόγκερ πλέον η Ελένη Γκίκα. Στα βιβλιοπωλεία το νέο της βιβλίο ’’Υγρός χρόνος’’ (εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ) που έρχεται ως συμπλήρωμα στα πρόσφατα ’’Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς’’ και ’’Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω’’. Ο Υγρός Χρόνος με το πολύ όμορφο εξώφυλλο αποτελεί ένα από τα συνηθισμένα παιχνίδια της συγγραφέως στο ταξίδι της εσωτερικής αναζήτησης και της ταυτότητας. Γύρω από το κορμί ενός πνιγμένου άντρα οι γυναίκες της ζωής του προσπαθούν να ισορροπήσουν και να βρουν τις δικές τους διαδρομές. Βιβλίο με προσωπική σφραγίδα και στιλ, χωρίς ηχηρές ανατροπές και εκπλήξεις αλλά όπως και όλα σχεδόν τα προηγούμενα βιβλία της Γκίκα απαιτεί την αναγνωστική προσοχή για όλα εκείνα τα μικρά ή μεγάλα που συμβαίνουν σιωπηλά και υποδόρια, για τις αληθινές ’’εντός μας’’ εκρήξεις. Εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι η συγγραφέας δανείζει ξανά σε ένα από τους χαρακτήρες της την ιδιότητα της κριτικού βιβλίων και εγκιβωτίζει στις σελίδες του Υγρού Χρόνου όλες τις κριτικές που έγραψε η ίδια (η Γκίκα) στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ μέσα στον προηγούμενο χρόνο κορυφώνοντας το παιχνίδι των προσωπείων και των κρυμμένων ταυτοτήτων. Αλλά αυτό όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας είναι μια ’’άλλη ιστορία’’!
Άλλος ένας ’’βετεράνος’’ της γραφής έριξε νέα δουλειά στην αγορά. Ο ’Αρης Μαραγκόπουλος κάνει –για όσους τον έχουν παρακολουθήσει σε βάθος χρόνου- την…έκπληξη με το True Love από τον νέο εκδοτικό οίκο Τόπο που δημιούργησαν τα στελέχη που αποχώρησαν από τα Ελληνικά Γράμματα το 2007 (μεταξύ αυτών και ο ίδιος o συγγραφέας). Ο Μαραγκόπουλος που για δεκαετίες ήταν αφοσιωμένος στην ’’στρατευμένη λογοτεχνία’’ καταθέτει το λιγότερο πολιτικό βιβλίο της σταδιοδρομίας με ένα έξοχης αισθητικής εξώφυλλο που ακουμπάει την αισθητική των κόμιξ. Το περιεχόμενο αποτελεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αφού από τον Σανιδόπουλο και τη Φλώρα του Τσίρκα ο συγγραφέας γράφει για ερωτικά παιχνίδια, ανεκπλήρωτες σχέσεις, και δεν διστάζει να φλερτάρει με τη ροζ αντρική λογοτεχνία, την οποία, όμως στην πραγματικότητα παρωδεί ανελέητα στις σελίδες του True Love. Κατά πως φαίνεται ο Μαραγκόπουλος διανύει μάλλον την πλέον εξωστρεφή συγγραφική του περίοδο και πλέον έχει ενστερνιστεί απόλυτα την κλασική φόρμα γραφής. Ίσως γιατί εσχάτως έχει βουτήξει βαθιά και στον κόσμο των μπλογκ και στο σήμερα .
Ευκαιρίας δοθείσης άλλο ένα βιβλίο που φέρνει τη σφραγίδα του ’’Τόπου’’: Ο Γιάγκος Ανδρεάδης που έχει πολυσχιδή παρουσία στη λογοτεχνία (μεταφράσεις, επιμέλειες σειράς ιστορικών βιβλίων, εκδόσεις για τα εικαστικά και τις παραστατικές τέχνες αλλά και μυθιστόρημα) μας παρουσιάζει τους Λαθρέμπορους. ’’Σκληρό’’ βιβλίο για το περιθώριο ενός διεφθαρμένου κράτους με καταστάσεις που οι περισσότεροι δεν έχουμε ζήσει αλλά τις διαβάζουμε στον τύπο ή τις βλέπουμε στην τηλεόραση. Λαθρέμποροι, χαφιέδες, πατροκτόνοι, πόρνες σε ένα πολύ γλαφυρό ’’λαθρεμπόριο συνειδήσεων’’.
Για τους λάτρεις των βιβλίων που ακουμπάνε πάνω σε ιστορικά γεγονότα η δεύτερη δουλειά του Θεσσαλονικιού Κωνσταντίνου Γουσίδη ’’Πέρσες΄’ από τις εκδόσεις Πατάκη. Η πρώτη του δουλειά ’’Δαναοί’’ είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη προ τριετίας με εξαίρεση το παρόν μπλογκ που είχε ανακαλύψει τη δουλειά του νεαρού. Ο Γουσίδης επιστρέφει με ένα ακόμη ογκώδη βιβλίο (σχεδόν 600 σελίδες) αλλά το μέγεθος δεν είναι αποτρεπτικό αφού διαβάζεται εύκολα και γρήγορα. Κυρίως γιατί και σ’ αυτή τη δουλειά του ο Γουσίδης κατορθώνει πατώντας πάνω σε αληθινά ιστορικά γεγονότα να κτίσει μια άριστη μυθοπλασία δίνοντας παράλληλα και τις δικές του εκδοχές για τα γεγονότα της Περσικής εισβολής στην Ελλάδα και την ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Το καλοκαίρι είναι για πολλούς συνυφασμένο με τους δύο τροχούς της μοτοσυκλέτας. Και ο Σπύρος Λαζαρίδης για δεύτερη φορά (η πρώτη το 1987), τώρα από τις εκδόσεις Ζήτρος συγκεντρώνει στον ίδιο τόμο όλες τις ιστορίες ’’σε δύο τροχούς’’ που έχουν εμφανιστεί σε βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας με τον τίτλο ’’Ενδοσκεληδόν, η ιστορία της μοτοσυκλέτας στην ελληνική λογοτεχνία’’. Προσεγμένη ανθολογία που κατορθώνει να συγκεντρώσει δίπλα-δίπλα μεγαθήρια της ελληνικής λογοτεχνίας αλλά και λιγότερο γνωστούς δημιουργούς με κοινό άξονα τις αναφορές του στη μοτοσυκλέτα αλλά και την ποιότητα των κειμένων. Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο δεν το πολυδιάβασα κυρίως γιατί αρκετά από τα συγκεντρωμένα κείμενα τα ήξερα από την πρωτότυπη μορφή τους αλλά διέκρινα τον ξεκάθαρο σεβασμό του Λαζαρίδη και την επιθυμία του να τα συγκεντρώσει στην ίδια ’’στέγη’’. Ποιήματα του Χριστιανόπουλου και του Ρίτσου δίπλα σε πεζά του Σκαμπαρδώνη, του Κουμανταρέα, του Μυριβήλη (από δική του έκφραση βαφτίστηκε και το βιβλίο) και του Ραπτόπουλου δίνουν εκτός των άλλων και συλλεκτική αξία στη συγκεκριμένη δουλειά.
Διαφορετικού ύφους και λογικής μερικές ακόμη δουλειές πρωτοεμφανιζόμενων που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον τους τελευταίους μήνες. Το ’’δίκτυο πληροφοριών’’ που δημιουργήθηκε παρέα μ’ αυτό το μπλόγκ από το χειμώνα του 2005 συνεχίζει να λειτουργεί παρά το γεγονός ότι το μπλογκ υπολειτουργεί και έτσι είμαι σε θέση να μαθαίνω (και να διαβάζω) μερικές ενδιαφέρουσες δουλειές νέων συγγραφέων. Σταχυολογώ λοιπόν τα καλύτερα από όσα έπεσαν στην αντίληψή μου και πρόλαβα να διαβάσω αυτούς τους τελευταίους μήνες:
-Πικρά κεράσια. Δημήτρης Αλεξίου (Εκδόσεις Διόπτρα): Πρώτη δουλειά του Αθηναίου δικηγόρου Δημήτρη Αλεξίου μια ιστορία που μοιάζει με ένα όμορφο παραμύθι, το οποίο καλύπτει μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας τα τελευταία 80 χρόνια της ελληνικής ιστορίας. Το όλο εύρημα δεν είναι πρωτότυπο αλλά το κομβικό σημείο της αφήγησης είναι ο ρόλος που παίζουν σε όλα αυτά τα…κεράσια! Παρά το γεγονός ότι το βιβλίο πλησιάζει τις 500 σελίδες δεν κουράζει αναγνωστικά αφού ο Αλεξίου χρησιμοποιεί στρωτή γραφή, προσεγμένη γλώσσα, γρήγορη αφηγηματική ροή και διαβάζεται ευχάριστα σαν ένα παραμύθι. Αυτό ακριβώς είναι άλλωστε. Στα συν ότι μαθαίνω πως το βιβλίο τυγχάνει και καλής εμπορικής αποδοχής ίσως γιατί ’’αγγίζει’’ θεματολογικά περισσότερο τις γυναίκες αναγνώστριες!
- Χάρτινοι φίλοι, Χριστίνα Κόντη (Εκδόσεις Επιφανίου): Μια δουλειά που μας έρχεται από την Κύπρο και στην Ελλάδα τη διανομή του βιβλίου έχουν οι εκδόσεις Απόλλων. Δύσκολο να…βρεθεί στα βιβλιοπωλεία, ο τίτλος δεν υπάρχει καν στη data bank της Βιβλιονέτ αλλά όποιος το αναζητήσει θα αποζημιωθεί με την ιστορία της ’Ηρας μιας κοπέλας που ζει ταυτόχρονα στην πραγματικότητα και στη φαντασία της. Ο μεγάλος της στόχος είναι να αποκτήσει ένα αληθινό φίλο και να πάψει στην ουσία να εξομολογείται τις σκέψεις της σε ανύπαρκτους φίλους που γεννά η φαντασία της. Ομορφη γραφή, ευαισθησία χωρίς αχρείαστους λυρισμούς και μια καλή ευκαιρία να γνωρίσουμε μια λογοτέχνη από την Κύπρο. Επίσης, θα ενθουσιάσει γυναίκες αναγνώστριες ειδικά μικρότερες των 35 ετών.
- Τα παραμύθια της αγχόνης, Γιάννης Μουστάκας (εκδόσεις Magic Box): Η νεόδμητη εκδοτική εταιρεία του Νίκου Βλαντή συνεχίζει τις εκπλήξεις με εκδόσεις που ξεφεύγουν από την κοινή λογική και τον…μέσο όρο. Τα παραμύθια της αγχόνης του πρωτοεμφανιζόμενου Γ. Μουστάκα είναι ότι ακριβώς λέει ο τίτλος: Μια αγχόνη που ετοιμάζεται να χρησιμοποιήσει ένας υποψήφιος αυτόχειρας αρχίζει να του διηγείται ιστορίες όσων την….χρησιμοποίησαν στο παρελθόν. Πανέξυπνη ιδέα και πολύ καλό αισθητικά βιβλίο που κυκλοφορεί σε μορφή σχολικού….τετραδίου. Προσοχή: Μην το αγοράσετε για δώρο στο ανιψάκι ή στο βαφτιστήρι σας. Ο Μουστάκας το ξεκαθαρίζει στο λιτό βιογραφικό του: Γράφει παραμύθια για μεγάλα (πολύ μεγάλα σε ηλικία) παιδιά!
Υ.Γ. 1: Αν μέσα σ’ αυτή την ενδεκάδα βιβλίων κάποιος δεν μπορεί να βρει βιβλίο της αρεσκείας του τότε απλά δεν έχει τη διάθεση να περάσει τους καλοκαιρινούς μήνες διαβάζοντας. Εννοείται ότι υπάρχουν ορισμένες ’’αυτόματες επιλογές’’ από τη λίστα των ευπώλητων όπως ο πρώτος τόμος της αυτοβιογραφίας του Κωνσταντίνου Τζούμα ΄΄Ως εκ θαύματος’’ (εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ) που δεν χρειάζεται η δική μου ’’παρέμβαση’’ ή παραίνεση για να το αγοράσει κάποιος και να βουτήξει στην απολαυστική γραφή και στην ακόμη πιο απολαυστική ζωή μιας από τις πλέον cult φιγούρες της πόλης. Ανυπομονώ για την ολοκλήρωση της τριλογίας του Τζούμα.
Υ.Γ. 2 Για όσους πάντως η χάρτινη μορφή είναι ξεπερασμένη και προτιμούν την οθόνη ενός κομπιούτερ για την ανάγνωση κάποιου βιβλίου υπάρχει πλέον στο διαδίκτυο και η πρώτη μορφή ηλεκτρονικού (ηλεκτρονικών καλύτερα) μυθιστορημάτων. Πρωτοπόρος η συγγραφέας Νιόβη Λύρη που μετά από τρία βιβλία (Μαχαίρι στη μπότα, Οι εθελοντές, Πρωϊνό Ιντερσίτι) αποφάσισε να διαθέσει δωρεάν προς ανάγνωση όχι ένα αλλά δύο μυθιστορήματά της: Τη Μάσκα στη διεύθυνση niovi-lyri.blogspot.com και η Μέρα της Μελάνης στη διεύθυνση niovi-lyri2.blogspot.com. Δεν ξέρω που θα την οδηγήσει το τόλμημά της, ίσως ανοίξει συνολικά καινούργιους δρόμους στη λογοτεχνία αφού στο εξωτερικό ανάλογες προσπάθειες είναι ευρύτατα διαδεδομένες το σίγουρο είναι ότι η συγγραφέας θα εισπράξει σχόλια και εντυπώσεις από τη δουλειά της. Εχω διαβάσει τη Μάσκα και οι εντυπώσεις μου είναι καλές και περιμένω την ολοκληρωμένη ανάρτηση του έτερου πονήματος της Λύρη (ανεβαίνει σταδιακά και κεφάλαιο κεφάλαιο) που νομίζω ότι μυθοπλαστικά έχει ακόμη μεγαλύτερ ο ενδιαφέρον.
Αυτά και καλό καλοκαίρι σε όλους…
Friday, April 18, 2008
Οι λίστες των 120 ευρώ και μερικές δωρεάν επιλογές βιβλίων!
Κάτι το Πάσχα που η αγορά του βιβλίου παίρνει τα πάνω της, κάτι η παγκόσμια ημέρα βιβλίου και ετοιμαζόμαστε για μπαράζ από…λίστες με προτάσεις! Φυσικά και για να μην βγαίνουν λανθασμένα συμπεράσματα δεν γράφω εδώ για λίστες όπως αυτή της τελευταίας Lifo που ήταν εξαιρετική σε έμπνευση ή άλλες λίστες στα υπόλοιπα free press. Στη Lifo κλήθηκαν 24 εκδότες να μιλήσουν για τα αγαπημένα τους βιβλία ή τα καλύτερα που έχουν εκδώσει. Και πολύ χάρηκα ιδιαίτερα εκείνους τους εκδότες που συμπεριέλαβαν και βιβλία που δεν εξέδωσαν οι ίδιοι.
Δυστυχώς και αυτό το γράφω για πρώτη φορά από τότε που άνοιξε (και μέχρι που έκλεισε το παρόν blog) η βιβλιοπαραγωγή των τελευταίων μηνών όσον αφορά τους έλληνες συγγραφείς ήταν η πιο φτωχή ποιοτικά ίσως και της τελευταίας δεκαετίας. Ακόμη και ένας ’’αιρετικός υποστηρικτής’’ σαν την αφεντιά μου των ελλήνων δημιουργών δεν μπορεί να υπερθεματίσει αυτή τη φορά. Μετά από τέσσερις αναγνωστικούς μήνες μέσα στο 2008 και μια δωδεκάδα φρέσκων ελληνικών βιβλίων που τελείωσα βρήκα μόλις δύο αξιόλογα και πολύ πάνω του μέσου όρου. Πριν αναφερθώ σ΄ αυτά τα δύο βιβλία να υπενθυμίσω ότι αρκετά καλά βιβλία κυκλοφόρησαν μαζικά τον Δεκέμβριο και είχα γράψει γι΄ αυτά (παράδειγμα τα Μπλέ καστόρινα παπούτσια του Σκρουμπέλου που σιγά-.σιγά τα ανακαλύπτει πλέον και η κριτικογραφία) στο προηγούμενο post. Αν κάποιος ψάχνει κάτι καλό ας δώσει μια ευκαιρία σε βιβλία που εκδόθηκαν τον Δεκέμβριο και δεν τα έχει διαβάσει ακόμη. Εννοείται ότι δεν μπαίνουν σε σύγκριση όσα κυκλοφόρησαν την τελευταία εβδομάδα και δεν τα έχω διαβάσει (η αγοράσει ακόμη). Σε πείσμα λοιπόν των ημερών και του βομβαρδισμού με προτάσεις σ΄αυτή την ’’εκτός προγράμματος’’ αναφορά μου γράφω μόνο για δύο βιβλία που μ’ ενθουσίασαν.
Υ.Γ. 1: Δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος που ξανάγραψα. Είχα ξαναγράψει τα Χριστούγεννα, τώρα πλησιάζει Πάσχα, άρα μάλλον κάπου κατά το καλοκαίρι θα θελήσω να ξεσκουριάσω (πάλι) για λίγο! Ευχαριστώ πάντως (μια και μου δόθηκε η ευκαιρία να το γράψω) για τα μέιλ που συνεχίζουν να έρχονται με την ’’απαίτηση’’ να ξαναγράψω στο μπλογκ. Αφού δεν με ξεχνάτε δεν σας ξεχνάω αλλά τα δεδομένα που οδήγησαν στην απενεργοποίηση του μπλογκ δεν έχουν αλλάξει.
Υ.Γ. 2: Περίμενα ότι η εισαγγελική απόφαση για την απόσυρση του ’’Ζιγκ ζαγκ στις κερασιές’’ από τις σχολικές βιβλιοθήκες θα ξεσήκωνε σάλο στον ακαδημαϊκό κόσμο. Προφανώς έχουμε μπει για τα καλά σε ’’λογοτεχνικό μεσαίωνα’’ χωρίς ορατή αναγέννηση στο βάθος και ο πνευματικός κόσμος της χώρας περί άλλων τυρβάζει…Αντε να τα καίμε και στο Σύνταγμα.
Tuesday, March 18, 2008
Η συνέντευξη στο ’’Διαβάζω’’
O Reader;s Diggest ανοίγει τα χαρτιά του. Ο πιο συζητημένος έλληνας μπλόγκερ σε μια εκ βαθέων συζήτηση.
Ήταν ο μπλόγκερ με τη μεγαλύτερη απήχηση. 500-1000 άνθρωποι την ημέρα έμπαιναν στο μπλογκ του (diavazo.blogspot.com) για να διαβάσουν τα σχόλια του. Για πολλούς ήταν ένας ’’Ρομπέν των βιβλίων’’. Έδινε προσοχή σε βιβλία που περνούσαν απαρατήρητα και επέκρινε βιβλία επωνύμων που η επίσημη κριτική απέφευγε να θίξει. Οι επιλογές του δεν θα μπορούσαν να τους αφήνουν όλους ικανοποιημένους, αλλά εκείνο που μέτραγε κυρίως ήταν η αδέσμευτη φωνή του και ένας καλώς εννοούμενος ’’ερασιτεχνισμός’’. Ξαφνικά διέκοψε το μπλογκ και όλοι έμειναν με την απορία: γιατί; Κρατώντας την ανωνυμία του, δέχτηκε να μας μιλήσει και να εξηγήσει το ’’τι’’ και το ’’πως’’.
1) Τι ήταν αυτό που σας ώθησε τον Δεκέμβριο του 2005 να γίνετε, τελικά, reader’s diggest? Ως τότε δεν υπήρχαν καν βιβλιοφιλικά blogs, αλλά και blogs γενικά υπήρχαν ελάχιστα, έτσι δεν είναι?
Όλα ξεκίνησαν από ένα άτυπο στοίχημα, εντελώς προσωπικό και από μια διαφωνία με κάποιους (από τους ελάχιστους που έχω) φίλους μου στο λογοτεχνικό χώρο. Η διαφωνία είχε να κάνει με το αν υπάρχουν καλοί σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς και αν υπάρχουν τι φταίει και δεν αναδεικνύονται. Σκέφθηκα να γράψω μια επιστολή σχετική με το θέμα σε ένα γνωστό κριτικό αλλά αντιλήφθηκα ότι ουδέποτε περισσεύει χώρος στις εφημερίδες για την διατύπωση τέτοιων απόψεων. Την ίδια εποχή, στο εξωτερικό είχε ήδη συντελεστεί η έκρηξη των μπλογκς. Στην Ελλάδα, είναι ζήτημα αν υπήρχαν πεντακόσια ενεργά μπλογκ και το μοναδικό που είχε κοντινή σχέση με το βιβλίο ήταν του Αλέξη Σταμάτη, με μεγαλύτερο θεματολογικό βεληνεκές αφού έθιγε εύστοχα γενικότερα κοινωνικά θέματα ή κατέθετε και κάποιους μη συγγραφικούς προσωπικούς προβληματισμούς. Ήθελα να αποδείξω ότι αρκούσε ένα μπλογκ, σε κάποιον χωρίς ιδιαίτερες διασυνδέσεις με τον εκδοτικό χώρο, που δεν πάει σε παρουσιάσεις βιβλίων, επιχορηγούμενες εκδηλώσεις και η καθημερινότητα του δεν περιλαμβάνει συγγραφείς, εκδότες, βιβλιοπώλες ή κριτικούς για να εκφέρει δημόσιο (αναγνωστικό) λόγο και άποψη. Και το σπουδαιότερο: Κάποιοι να διαβάζουν όσα γράφει.
2) Τρία χρόνια μετά βρίσκετε να έχει αλλάξει κάτι? Εκτός από την πληθώρα των blogs και δη των βιβλιοφιλικών, δεν περνούν πια «απαρατήρητα πολλά καλά βιβλία και νέοι συγγραφείς?»
Δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτε στον πυρήνα του λογοτεχνικού κόσμου. Και δεν αναφέρομαι στις εξαιρέσεις του κανόνα. Οι κριτικοί είδαν τους μπλόγκερ ως εν δυνάμει αντιπάλους επειδή η δωρεάν εκφορά άποψης αποδυναμώνει τη δική τους επαγγελματική θέση, οι εφημερίδες αδυνατούν να προσεγγίσουν σωστά το φαινόμενο, όπως παλαιότερα αντέδρασαν με λάθος συγχρονισμό και τρόπο στην κυριαρχική λαίλαπα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η αλλαγή συντελέσθηκε μόνο εντός του δικτύου, στην εικονική πραγματικότητα. Οι εκδότες σιγά-σιγά αντιλαμβάνονται ότι αν ένα βιβλίο κυκλοφορήσει από μπλογκ σε μπλογκ (όπως παλαιότερα από στόμα σε στόμα) έχει σοβαρές πιθανότητες εμπορικής επιτυχίας. Προσπαθούν διάφοροι να ερμηνεύσουν την εμπορική επιτυχία της κ. Μαντά. Αν κτυπήσουν στο blogsearch το όνομα της θα δουν σε πόσα μπλογκ έγινε αναφορά του βιβλίου της τους τελευταίους μήνες και θα λυθούν οι απορίες τους. Το αντιλήφθηκαν έγκαιρα αρκετοί συγγραφείς που έγιναν και bloggers και απάντησαν με τη δημιουργία ενός διαδικτυακού κατεστημένου στο κατεστημένο των εντύπων. Νομίζω ότι ο χρόνος ζωής είναι σύντομος και η επιτυχία της επανάστασης των μπλογκ αμφίβολη, αφού σύντομα το φαινόμενο θα εκφυλλιστεί μια και θα χρησιμοποιηθεί προς ’’άγρα πελατών-αγοραστών’’. Και επειδή η τεχνολογία προχωράει με ταχύτατα άλματα, έστω και με καθυστέρηση η εγχώρια λογοτεχνική κοινότητα θα μάθει τις εξελίξεις και θα δούμε βιντεάκια προβολής βιβλίων ή συγγραφέων στο youtube ή γκρουπ βιβλιόφιλων στο Facebook, κινήσεις που ήδη γίνονται μαζικά στο εξωτερικό. Το όλο θέμα θυμίζει λίγο τη σεξουαλική επανάσταση των σέβεντις. Στην Ελλάδα κανείς δεν την πρόλαβε ή δεν την έζησε γιατί παραδόξως ήταν ή πολύ νέος ή πολύ γέρος!
3) Οι επιλογές σας πολλές φορές μοιάζουν αιρετικές, πιστεύετε ότι οι νέοι συγγραφείς αγνοούνται από την καθεστηκυία κριτική?
Αιρετικό είναι ότι σε ένα χώρο που διέπεται από νόμους, κανόνες και λογική της δεκαετίας του ’70 βρέθηκε κάποιος και μίλησε ευθέως και ευθαρσώς για το βιβλίο ως εμπορικό προϊόν και όχι μόνο ως αγαθό που προάγει τον πολιτισμό; Αιρετικό είναι ότι μίλησα για συγγραφείς που πρέπει να εκφέρουν άποψη για κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα όπως γίνεται παντού στον κόσμο; Αιρετικό είναι ότι έγραψα για προώθηση του βιβλίου στην τηλεόραση; Αιρετικό είναι τελικά το απολύτως ειλικρινές ’’μου αρέσει-δεν μου αρέσει;’’. Κατέθεσα απλές αναγνωστικές απόψεις χωρίς να τις ντύσω με το λούστρο του ειδικού, χωρίς να παριστάνω (γιατί απλά δεν είμαι) τον γνώστη της ιστορίας της λογοτεχνίας. Δεν έχω στο βιογραφικό μου φιλολογικές σπουδές, κάνω το απλούστερο τελειώνοντας την ανάγνωση ενός βιβλίου, το αξιολογώ, το ίδιο με εκατομμύρια άλλους ανθρώπους στον πλανήτη. Γιατί δεν ρωτάτε τους νέους συγγραφείς να σας καταθέσουν την άποψή τους; Μέσα στα δύο σχεδόν χρόνια λειτουργίας του μπλογκ πήρα πάνω από σαράντα μέιλ που μ’ ευχαριστούσαν γιατί διάβασα το βιβλίο τους και κατέγραψα την άποψή μου για τη δουλειά τους. Ακριβώς αυτό είχαν και έχουν ανάγκη. Να καταλάβουν αν αυτό που κάνουν αξίζει τον κόπο, όχι όμως από τον μικρόκοσμό φίλων και γνωστών που τους περιβάλλει και τους κανακεύει. Καταλήγουν ικέτες της κριτικής της δουλειάς τους, το ακριβώς αντίθετο απ΄ αυτό που προ μηνών έγραψε η κυρία Σχοινά (τεύχος Βιβλιοθήκης, Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007, σελίδα 2): ’’Κι ακόμη οι εκδότες και συγγραφείς (ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος τους) τρέμουν τόσο την κριτική, ώστε τείνουν να συμφωνήσουν πως ’’αν είναι να γράψει κανείς έστω και αρνητικά, καλύτερα να μη γράψει καθόλου’’.
4) Υπάρχει μια εμμονή ή προσήλωσή σας στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία ή είναι λάθος δική μας εντύπωση;
Δεν διαβάζω μόνο έλληνες συγγραφείς. Η αναγνωστική εμμονή μου είναι ο Πίντσον. Αλλά τι ακριβώς θα πρόσφερε μια (ακόμη) αναγνωστική άποψη για τον Πίντσον που έχει διχάσει τους μεγαλύτερους κριτικούς παγκοσμίως εδώ και δεκαετίες; Τι θα πρόσφερε ένα μπλογκ που θα ανακάλυπτε τη δουλειά ενός αξιόλογου Ινδού ή Μολδαβού συγγραφέα; Εδώ, κυρία Γκίκα, δεν γνωρίζουμε τα του οίκου μας, αξιόλογοι έλληνες συγγραφείς αναγνωρίζονται μετά θάνατο ή πεθαίνουν πένητες και κηδεύονται δημοσία δαπάνη άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη λογοτεχνία. Γιατί κανείς δεν έκανε τον κόπο να ασχοληθεί με τη δουλειά τους όταν ακόμη ζούσαν. Πολύ εύστοχα σατίρισε την όλη κατάσταση προ ετών στο ’’Τιμής ένεκεν’’ ο Πέτρος Τατσόπουλος. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω συνολικά αλλά διατηρώ μερικές απλές λογικές απορίες. Γιατί έπρεπε να φτάσει το 2003 για να τιμηθεί για το σύνολο της δουλειάς του ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης ή το 2005 λίγο πριν το θάνατο του ο Τηλέμαχος Αλαβέρας; Δεν μπορούσαν να έχουν βραβευτεί προ δεκαετίας ή δεκαπενταετίας; Δεν θα ανακάλυπταν τη δουλειά τους, το έργο, τη διαδρομή τους πολλοί περισσότεροι αναγνώστες; Προφανώς και χωρίς να γίνομαι μακάβριος στην Ελλάδα οι νεκροί λογοτέχνες είναι πολυτιμότεροι των ζωντανών.
6) «Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνον εξαιρετικά βιβλία», συμφωνούμε απολύτως και με τον Τίμπορ Φίσερ και με σας που τον κάνατε μότο, πόσο εύκολο όμως είναι να επιλέγει κάποιος «εξαιρετικά βιβλία»? Μήπως χαμηλώνετε τα κριτήρια και έτσι η παραγωγή «βαφτίζεται» πολύ θετικά;
Αγαπητέ κύριε Μπασκόζο δεν θεσπίζω κριτήρια στην ανάγνωση, δεν βάζω όρους στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, επιτρέπω στον συγγραφέα να με εκπλήξει, του δίνω ως αναγνώστης το δικαίωμα να το κάνει ακόμη και στην τελευταία σελίδα. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει συγγραφέας που βάζοντας τη λέξη Τέλος στο βιβλίο του πιστεύει βαθιά μέσα ότι έγραψε ένα κακό βιβλίο. Όλοι πιστεύουν ότι έχουν γράψει κάτι καλό. Συνεπώς, ποιος θέτει τα κριτήρια ποιότητας; Ο συγγραφέας; Ο εκδότης; Ας βγει να ομολογήσει κάποιος ότι εν γνώσει του εξέδωσε ένα ’’κακό βιβλίο’’. Οι κριτικοί; Μα, ακόμη και το χειρότερο βιβλίο του κόσμου να πάρουμε ως υποθετικό παράδειγμα είναι ανώτερο της κριτικής που γράφτηκε γι’ αυτό. Υπάρχει μια μόνιμη γκρίνια για έλλειψη αναγνωστών. Μα, τους αναγνώστες πέρα από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις (έλλειψη χρόνου και αναγνωστικής παιδείας, εισβολή τηλεόρασης και διαδικτύου κλπ.) τους απομακρύνουν από τα βιβλιοπωλεία οι ίδιοι οι άνθρωποι του χώρου. Γιατί να πάω να αγοράσω ένα βιβλίο ή να ψάξω αν υπάρχει καλό βιβλίο όταν διαβάζω ότι το σύνολο της παραγωγής είναι μέτριο, δεν υπάρχουν εμπνευσμένοι έλληνες συγγραφείς και εισπράττω μια μιζέρια. Το βιβλίο εφόσον έχει τιμή πώλησης πάνω του είναι ένα προϊόν προς πώληση που αναζητά απεγνωσμένα αγοραστές-αναγνώστες. Ποιος και με ποια κριτήρια καθορίζει την ποιότητα, κύριε Μπασκόζο; Οι κριτικοί με τα 30-40 βιβλία ελλήνων συγγραφέων που διαβάζουν σε ετήσια βάση από ένα σύνολο 300-350 που εκδίδονται; Οι αναγνώστες καθορίζουν με τα δικά τους υποκειμενικά κριτήρια την βιβλιοπαραγωγή. Και σε τελική ανάλυση, η ανάγνωση εκτός από μοναχική διαδικασία εμπεριέχει και το απόλυτα υποκειμενικό στοιχείο, συνεπώς δεν πιστεύω σε ’’κριτήρια ειδικών’’ και σε…ISO ποιότητας βιβλίων. Προτιμώ να τα ανακαλύπτω.
7) Εσείς, αυτά τα χρόνια που είχατε το μπλογκ, διαβάσατε τέτοια «εξαιρετικά βιβλία»?
Θα μιλήσω μόνο για την προηγούμενη ημερολογιακά χρονιά. Διάβασα εξαιρετικά βιβλία, πολύ καλά βιβλία, καλά βιβλία και κάκιστα βιβλία. Ανακάλυψα μαζί με αρκετούς ακόμη καθυστερημένα μια σπουδαία ελληνίδα συγγραφέα, την Ιωάννα Μπουραζοπούλου, η οποία με υποχρέωσε να αναζητήσω και τα προηγούμενα βιβλία της και πείσθηκα αναγνωστικά ότι είναι εξαιρετική, το Live wire των Οιχαλιώτη, Στεφανέα που δυστυχώς πέρασε μάλλον απαρατήρητο από το αναγνωστικό κοινό, τα Μελένια λεμόνια του Τριαρίδη, βιβλίο που δύσκολα προσπερνάει ασχολίαστο κάποιος, είτε το δει θετικά, είτε αρνητικά και έμεινα εντυπωσιασμένος από τη χρήση της ελληνικής γλώσσας από την ηθοποιό Αφροδίτη Αλ Σάλεχ στον ’’Βεσάρο’’. Είναι γλωσσικά το πιο άρτιο βιβλίο που διάβασα τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς, δεν ξέρω πόσοι άλλοι τα διάβασαν γιατί δεν τα είδα σε κανένα πίνακα ευπωλήτων.
8) Στον απολογισμό χρονιάς που κάνατε αναφερθήκατε στην προσφιλή σας σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, και κόντρα στην μεμψιμοιρία των απολογισμών, βρίσκατε την χρονιά άκρως ενδιαφέρουσα. Θα θέλατε να αναφερθείτε σ’ αυτό;
Νομίζω ότι κάλυψε την ερώτηση με την προηγούμενη απάντηση και δεν χρειάζεται να επεκταθώ. Ούτως ή άλλως, θεωρώ λάθος αυτή τη συνέντευξη αφού στον ίδιο χώρο θα μπορούσε αντί των ασήμαντων απόψεων μου να προβληθούν τρία τέσσερα βιβλία.
9) Και παρ’ ότι το εξηγείτε στο μπλογκ, θα θέλατε να αναφερθείτε και στην απόφασή σας να επιστρέψετε γι’ αυτόν ακριβώς τον απολογισμό?
Απόφαση της στιγμής. Δεν ήθελα να αφήσω να πάνε χαμένα και χωρίς μια , έστω, απλή τυπική αναφορά μερικά καλά βιβλία. Θα ήταν αδικία για τους συγγραφείς τους και τις ευχάριστες ώρες που μου πρόσφεραν τους τελευταίους μήνες.
10) Έχω τη γνώμη ότι κινούμενος στα πλαίσια της «νέας δημοσιογραφίας» κάπου προσπαθήσατε να υποκαταστήσατε τον έντυπο δημοσιογραφικό λόγο. Τι νόημα είχαν οι συνεντεύξεις, τα ευπώλητα κ.τ.λ. σε ένα μπλογκ; Μήπως έτσι απομακρυνθήκατε από τα χαρακτηριστικά του «ερασιτέχνη» και μπήκατε στα χωράφια των επαγγελματιών, δημιουργώντας άθελα σας αποτελέσματα που δεν θα θέλατε;
Δεν υπάρχει, κύριε Μπασκόζο, παλιά και νέα δημοσιογραφία. Υπάρχει μια ενιαία δημοσιογραφία με βασικές αρχές. Ουδείς μπλόγκερ μπορεί να υποκαταστήσει τους δημοσιογράφους. Δεν έχει πρόσβαση στην πρωτογενή πληροφορία, στην είδηση. Πρέπει κάπου να διαβάσει, να δει, να ενημερωθεί για τα γεγονότα και μετά να τα σχολιάσει προσθέτοντας το (όποιο) προσωπικό του στοιχείο. Μόνο οι δημοσιογράφοι που διατηρούν μπλογκ έχουν πρόσβαση (λόγω θέσης και ρόλου) στην πρωτογενή ενημέρωση, στην πηγή των ειδήσεων. Τα βιβλιοφιλικά μπλογκ είναι η εξαίρεση γιατί το πρωτογενές υλικό είναι το βιβλίο στο οποίο μπορεί να έχει ο καθένας μας πρόσβαση. Με τα ευπώλητα δεν ασχολήθηκα ποτέ, τις σχετικές λίστες τις βλέπω στο περιοδικό σας ή στον τύπο. Οι συνεντεύξεις έγιναν με ανθρώπους που θα με ενδιέφερε να συνομιλήσω και δια ζώσης. Να μάθω ποιοι είναι πίσω από τα βιβλία τους ή πίσω από τις κριτικές που γράφουν. Διαισθάνομαι ότι κάποιοι ενοχλήθηκαν. Απόδειξη, ότι μετά τη ’’σιγή’’ του μπλογκ σταμάτησαν και διάφορα σχόλια στον τύπο για τη χρησιμότητα ή την αξία των μπλογκ. Λυπάμαι ειλικρινά που ορισμένοι δεν μπορούν να αντιληφθούν το πνεύμα των καιρών. Αν για κάποιο λόγο, ένα μπλογκ ήταν δελεαστικό για το βιβλιοφιλικό κοινό θα έπρεπε να τους προβληματίσει θετικά και όχι αρνητικά. Ήταν ένα κριτήριο για το τι θέλει να διαβάζει ο κόσμος που έχει κουραστεί από τον απωθητικό συντεχνιακό διάλογο ή από ασθματικές εξεζητημένες κριτικές που αναδεικνύουν τις γνώσεις του κρίνοντος και όχι τη δουλειά του κρινόμενου.
11) Τι ήταν αυτό που σας έκανε να θελήσετε να κλείσετε το μπλογκ? Οι αιτιολογίες σας δεν θεωρήθηκαν από όλους πειστικές και δημιούργησαν μια μυθολογία, ότι κάτι κρύβετε….
Δεν υπάρχει κανενός είδους παρασκήνιο. Είναι όπως ακριβώς τα έγραψα τον περασμένο Ιούλιο και εκεί θα σας παραπέμψω…Δεν βιοπορίζομαι εντός του λογοτεχνικού χώρου, δεν προσλήφθηκα σε εκδοτική εταιρεία και παρά τις προτάσεις που μου έγιναν δεν κυκλοφόρησα κανένα βιβλίο με την υπογραφή reader diggest για να εκμεταλλευτώ τη δημοφιλία του μπλογκ, όπου εμφανίστηκαν κείμενα μου εκτός μπλογκ ήταν ’’φιλικές συμμετοχές΄΄ χωρίς οικονομική δοσοληψία. Δεν ήταν αυτοί οι στόχοι μου και δεν άλλαξε κάτι στη διαδρομή. Δεν πήρα ούτε ένα δωρεάν αντίτυπο από εκδοτικό οίκο ή συγγραφέα, αντίθετα μέχρι σήμερα όταν κάποιος μου γράφει ’’διάβασε αυτό το βιβλίο, αξίζει τον κόπο’’ πηγαίνω και το αγοράζω.
(12)Πιστεύετε ότι κάνατε φίλους ή εχθρούς μέσα απ’ το μπλογκ σας;
Θα απαντήσω αντίστροφα. Μόνο δύο άνθρωποι με υποχρέωσαν να ανασκευάσω κάτι που έγραψα και στη μια περίπτωση να ζητήσω δημόσια συγνώμη. Στην πρώτη διαφωνία το θέμα λύθηκε δι’ αλληλογραφίας και ιδιωτικά. ’’Γνώρισα’’ υπέροχους ανθρώπους, δημιούργησα μια τουλάχιστον ’’φιλία ζωής’’, συζήτησα μέσω αλληλογραφίας με συγγραφείς ή εκδότες που είναι ως άνθρωποι σημαντικότεροι του σπουδαίου έργου τους, με τίμησαν με την εμπιστοσύνη άτομα που πιθανώς δεν θα συναντήσω ποτέ, ακόμη και άσχετοι με το λογοτεχνικό χώρο, επιστήμονες, ακαδημαϊκοί, απλοί αναγνώστες που δεν τους ενδιέφερε η δημόσια εκφορά λόγου αλλά μια γόνιμη ανταλλαγή απόψεων. Μου έστειλαν ανέκδοτα χειρόγραφα απλά για να πω τη γνώμη μου, ακόμη και τώρα συνεχίζεται, έχω στα χέρια μου δύο βιβλία υπό έκδοση για να τα διαβάσω και να πω τη γνώμη μου στους συγγραφείς. Όλα αυτά αποτέλεσαν μια μοναδική εμπειρία. Από την άλλη υπήρξαν κάποιοι που μου έστειλαν λιγοστά ανώνυμα υβριστικά μέιλ ειδικά τους πρώτους μήνες του μπλόγκ, λυπάμαι που δεν μου έδωσαν ποτέ την ευκαιρία να το συζητήσουμε. Δεν με ενόχλησε γιατί το περίμενα, με ενόχλησε όταν κατάλαβα ότι κάποιος, το περασμένο καλοκαίρι θεώρησε ότι είμαι επιζήμιος για τη δουλειά του. Αυτό ούτε το ήθελα και ούτε το επεδίωξα.
13) Ο τρομακτικά μεγάλος αριθμός επισκεψιμότητας επηρέασε σε κάποιο σημείο τις επιλογές σας? Μπορείτε να αναφερθείτε σ’ αυτούς τους αριθμούς; Στο απολογιστικό σας ποστ γράφετε ότι υπήρχαν ήδη πολλές επισκέψεις σε ένα μπλογκ εκτός λειτουργίας, εκατό επισκέψεις καθημερινά…
Κάποια στιγμή, τον Σεπτέμβριο του 2006, αντιλήφθηκα ότι το μπλογκ είχε μετατραπεί σε ένα ανεξέλεγκτο ’’θηρίο’’. Έπρεπε να είμαι σε συνεχή εγρήγορση γιατί οι επισκέψεις είχαν φτάσει τις 500-600 τη μέρα και δεν ήξερα τι σχόλια θα άφηνε ο καθένας, ποιόν μπορούσε να προσβάλλει. Απαγόρευσα τα ανώνυμα σχόλια με βαριά καρδιά γιατί πιστεύω στην χωρίς περιορισμούς και κανόνες επικοινωνία αλλά αυτό έκανε τελικά καλό γιατί διασώθηκε η ποιότητα του χώρου. Η συνέντευξη της Λώρης Κέζα λίγες μέρες πριν σιγήσει το μπλογκ έφτασε τις 1200-1300 επισκέψεις σε μια μέρα, η συνέντευξη του Νίκου Βλαντή λίγο νωρίτερα είχε ξεπεράσει τις 1000 επισκέψεις σε μια μέρα. Με εξαίρεση τους πρώτους πέντε μήνες που οι επισκέψεις ήταν ελάχιστες από τον Μάιο του 2006 μέχρι τον Ιούλιο του 2007 μπήκαν στο μπλογκ (υπάρχει και ο σχετικός μετρητής σε κοινή θέα) 100.000 άνθρωποι παρότι μεσολάβησαν και καλοκαιρινοί μήνες που δεν υπήρχε ενημέρωση. Προ ημερών διαπίστωσα ότι ακόμη και σήμερα μπαίνουν καθημερινά 80-100 άνθρωποι που προφανώς ψάχνουν τα αρχεία του μπλογκ και παλαιότερα κείμενα. Το τελευταίο ποστ του 2007 το επισκέφτηκαν την επόμενη μέρα 400-500 άνθρωποι, παρότι δεν είχα ενημερώσει ότι σκόπευα να ξαναγράψω.
Οι επιλογές μου ουδέποτε επηρεάστηκαν. Συνέχισα να κρίνω τα βιβλία το ίδιο υποκειμενικά, συνεχίζω να συμπαθώ τους ίδιους συγγραφείς που συμπαθούσα και πριν ανεξάρτητα αν μου έστειλαν σ’ αυτά τα δύο χρόνια ένα μέιλ ή όχι. Επηρεάστηκαν μόνο οι αναγνωστικές επιλογές μου γιατί ήταν δύσκολο να διαβάσω δοκίμια ή ποίηση. Υποχρεώθηκα να διαβάζω μόνο βιβλία για τα οποία θα έγραφα τη γνώμη μου στη συνέχεια. Και αυτό με έκανε να γίνω πιο επιεικής στην άποψή μου για τους κριτικούς. Ειδικά, εκείνους που φαίνεται ότι δεν διαβάζουν με αγάπη για το βιβλίο αλλά από επαγγελματική υποχρέωση.
14) Γιατί επιμένετε τόσο πολύ στην ανωνυμία; Και αυτό τι μπορεί να σημαίνει, ότι είστε ήδη πολύ γνωστός, άγνωστος κατά συνέπεια δεν έχει και σημασία… Υπάρχουν άνθρωποι που σας ξέρουν?
Κατ΄ αρχήν, βασική αρχή του μπλόγκινγκ είναι η ανωνυμία. Πέραν όμως αυτού υπήρχε ουσιαστικός λόγος. Η λογοτεχνία στην Ελλάδα είναι….ανάδελφη! Θα το έθετα σε μορφή παρομοίωσης ως εξής. Η ελληνική λογοτεχνία μοιάζει με ανελκυστήρα σε κίνηση. Απέξω περιμένουν κάποιοι να επιβιβαστούν με χειρόγραφα στα χέρια και πιέζουν τους ’’μέσα’’ να κάνουν χώρο. Οι ’’μέσα’’ , με βιβλία στο χέρι, επειδή δυστυχώς οι διαστάσεις του χώρου είναι μικρές, φωνάζουν ’’δεν χωράει άλλος’’. Αν μπορούν να πετάξουν και κάποιον έξω δεν θα στεναχωρηθούν. Οι καταξιωμένοι έλληνες συγγραφείς δεν είναι γενναιόδωροι προς τους νεότερους. Σπάνια θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε ένα καλό σχόλιο συγγραφέα για δουλειά νεότερου ομότεχνου του. Και οι εντός και οι εκτός του ανελκυστήρα αρέσκονται στη διαπλοκολογία και στην δημοσιοποίηση παραπόνων ή θεωριών συνωμοσιών. Καλώς η κακώς, διατηρώ φιλίες, λιγοστές αλλά υπαρκτές εντός του λογοτεχνικού χώρου. Και θέλω να τις προστατεύσω γιατί είναι ανεξάρτητες των βιβλίων και της λογοτεχνίας, ισχυρότερες αυτών. Δεν ήταν υποχρεωμένοι οι φίλοι μου να χρεώνονται αυτά που έγραφα. Δεν κινούμαι σε λογοτεχνικούς χώρους, για δύο χρόνια πήγα σε τρεις παρουσιάσεις βιβλίων ή λογοτεχνικές εκδηλώσεις που θα πήγαινα ούτως ή άλλως και δεν είχαν σχέση με το μπλογκ. Μόνο η ανωνυμία εξασφάλιζε ότι αφενός δεν θα έμπαινα σε ένα αλισβερίσι δημοσίων σχέσεων, τηλεφώνων, έκφρασης ευχαριστιών ή παραπόνων και αφετέρου ότι δεν θα μου καταλογιζόταν εξ’ αρχής κακή πρόθεση, συμμετοχή σε ’’λογοτεχνικά λόμπι’’ ή μη τήρηση των ίσων αποστάσεων. Χρειάσθηκαν μήνες για να πείσω ότι δεν…διαπλέκομαι, ότι δεν είμαι μαριονέτα κάποιου εκδότη ή κατ’ εντολή αβανταδόρος συγγραφέων και ότι απλά ανθρώπινα τυχαίνει να συμπαθώ συγγραφείς για τη δουλειά τους και όχι γιατί τα πίνουμε παρέα. Ουδείς με ενόχλησε ποτέ προσωπικά αλλά σε δύο άτομα που ευθέως με ρώτησαν για την ταυτότητα μου δεν είπα ψέματα. Το ίδιο θα κάνω και στο μέλλον αν κάποιος με ρωτήσει ’’’εσύ είσαι ο reader;’’. Τους υπόλοιπους τους αφήνω να εικάζουν αν είμαι συγγραφέας, εκδότης, κριτικός και ακόμη και σήμερα να με ’’βαφτίζουν’’ κατά το δοκούν με διάφορα ονόματα κάνοντας απλοϊκούς και λανθασμένους συνδυασμούς στο μυαλό τους. Σε τελική ανάλυση, οι ΄΄μάσκες’’ δεν ήταν ανέκαθεν κάτι συνηθισμένο στη λογοτεχνία; Ο Πεσόα είχε 72 βεβαιωμένα ’’ετερώνυμα’’ και οι μάσκες έκρυβαν κάτι αληθινά σημαντικό. Είναι αδιάφορη και άνευ σημασίας η μάσκα που καλύπτει ένα ετερώνυμο μπλόγκερ.
15) Θα επιστρέψει ο Reader’s digest, τελικά? Θα μπορούσαμε να πάρουμε το απολογιστικό άρθρο και ως την επιστροφή σας ή όχι?
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα αυτή τη στιγμή. Αν αλλάξει ο ψυχισμός μου σχετικά με το μπλογκ και τη χρησιμότητα του και είμαι βέβαιος ότι δεν θα κάνω τα λάθη του παρελθόντος ίσως να επιστρέψω και αύριο το πρωί. Ούτως ή άλλως υπάρχουν πλέον πολλά και καλά βιβλιοφιλικά μπλογκ.
16) Και εν τοιαύτη περιπτώσει (αν δεν επιστέψετε) τι θα γίνουν «οι αδικημένοι σας συγγραφείς»? «Τα καλά βιβλία» που από την κριτική ή το αναγνωστικό κοινό «αδικούνται»?
Προϋπήρχαν του μπλογκ και θα υπάρχουν στο διηνεκές. Δεν νομίζω ότι αυτό το μπλόγκ άλλαξε ουσιαστικά τον τρόπο που κάποιοι βλέπουν και αξιολογούν τους συγγραφείς, ούτε ανέδειξε ή διαφοροποίησε τη διαδρομή ενός συγγραφέα ή ενός βιβλίου. Οι κριτικοί θα συνεχίσουν να διαβάζουν τους ίδιους 30-40 συγγραφείς σε ετήσια βάση, οι ανέκδοτοι να ψάχνουν για εκδότη και οι μη αναγνωρισμένοι να παραπονιούνται για την έλλειψη αναγνώρισης της δουλειάς τους ή αναγνωστών. Τείνω να συμφωνήσω με αυτό που γράφτηκε στο Lifo ότι το συγκεκριμένο μπλογκ πέτυχε γιατί αποτέλεσε τη βαλβίδα εκτόνωσης της λογοτεχνικής κοινότητας σε εποχές που ασφυκτιούσε. Δεν πρόσφερε τίποτε παραπάνω, όπως θα επαναλάβω ότι δεν προσφέρει τίποτε ουσιαστικό αυτή η συνέντευξη.
Πέντε ερωτήσεις αποκλειστικά για τον αναγνώστη reader’s diggest:
1) Το πρώτο ανάγνωσμα της ζωής σας?
Το αναγνωστικό της πρώτης Δημοτικού.
2) Το βιβλίο που σας άλλαξε τη ζωή? Πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει στη ζωή μας ένα τέτοιο βιβλίο?
Όχι δεν υπάρχει. Υπάρχουν όμως βιβλία διαχρονικά για τον καθένα μας. Για μένα είναι ο ’’Πεζός λόγος’’ του Βάρναλη που τον έχω διαβάσει πέντε έξι φορές και πάντοτε τον προσεγγίζω διαφορετικά.
3) Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς?
Δεν χωράνε εδώ.
4) Οι νεοέλληνες συγγραφείς που ξεχωρίζετε?
Ούτε αυτό χωράει εδώ. Χρειάστηκαν 250 κείμενα στο μπλογκ αν αναφερθώ σε τρία τέσσερα ονόματα θα είναι σαν να αποκηρύσσω τους υπόλοιπους. Σίγουρα πάντως θα αγοράσω ότι γράψουν Σταμάτης, Σώτη, Χωμενίδης, Ραπτόπουλος αν και με εξαίρεση τον πρώτο οι τελευταίες δουλειές των υπολοίπων δεν με έχουν ικανοποιήσει αναγνωστικά και διακρίνω ’’κρίση μέσης συγγραφικής ηλικίας’’.
5) Τι πρέπει να έχει ένα βιβλίο ή ένας συγγραφέας για να σας κάνει να τον διαβάσετε? Να είναι page turner. Να με υποχρεώνει στο τέλος μιας κουραστικής μέρας να κοιμηθώ μια ώρα λιγότερη για να διαβάσω ’’λίγο παραπάνω’’.
Monday, February 11, 2008
Δύο κουβέντες και ένα ανέκδοτο περί ευτυχίας (παραγγελιά του Alef)
Δύο φράσεις που μου ήρθαν στα γρήγορα...
''Αγαπάμε πάρα πολύ τη ζωή για να θέλουμε να είμαστε μόνιμα ευτυχισμένοι'' Από την Αέναη ευφορία του
Saturday, December 29, 2007
Τα καλύτερα του 2007
Αρχίζω από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς σε αντίστροφη σειρά και με ένα πολύ μικρό σχόλιο για κάθε βιβλίο ξεχωριστά:
10- Ο δαιμονιστής, Αύγουστος Κορτώ (εκδόσεις Καστανιώτη): Δεν θα έλεγα τυπικός Κορτώ αλλά ο καλύτερος Κορτώ των τελευταίων ετών σε ένα προκλητικό βιβλίο.
9. Μικρός δακτύλιος Κώστας Κατσουλάρης (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα): Με διαφορετικό ύφος και θέμα από τον εξαιρετικό ’’Αντίπαλο’’ (την προηγούμενη δουλειά του) αλλά και μια ’’διαφορετική’’ ματιά στην πόλη και τους ανθρώπους της.
8. Πυθαγόρεια εγκλήματα, Τεύκρος Μιχαηλίδης (εκδόσεις Πόλις): Είναι βιβλίο που εκδόθηκε το 2006 αλλά το διάβασα και το σχολίασα στο μπλογκ μέσα στο 2007.
7. Η μανία με την άνοιξη, Άρης Μαραγκόπουλος (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα): Το πιο πολιτικό βιβλίο της χρονιάς με τον Μαραγκόπουλο να επιστρέφει στις κλασικές φόρμες γραφής. Η παρουσία της Φλώρας (του Τσίρκα) δημιούργησε ποικίλες αντιδράσεις.
6. Του φιδιού το γάλα, Γιάννης Ξανθούλης (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα): Είμαι σταθερός αναγνώστης του Ξανθούλη. Δεν είναι το καλύτερο του αλλά είναι Ξανθούλης και για μένα αυτό τα λέει όλα.
5. Η γυναίκα που πετάει. Μένης Κουμανταρέας (εκδόσεις Κέδρος): Κλασικός Κουμανταρέας με όλη τη μαστοριά του στη σύντομη γραφή.
4. Ουαλικό λεξικό του σεξ, Νίκος Πλατής (εκδόσεις Κέδρος): Το ξέρω ότι δεν είναι μυθιστόρημα ή διήγημα αλλά διαβάζεται σαν….μυθιστόρημα και όχι σαν λεξικό. Απολαυστική γραφή, απίστευτης έκτασης έρευνα και γενικά μια δουλειά που αξίζει κάποιας επιβράβευσης για την πρωτοτυπία της!
3. μ.Χ., Βασίλης Αλεξάκης (εκδόσεις Εξάντας): Βραβευμένος στη Γαλλία τολμάει να αγγίξει το θρησκευτικό άβατο χωρίς όμως τις συνήθειες συγγραφικές παρωπίδες η εμμονές.
2. Το μονοπάτι στη θάλασσα, Αντώνης Σουρούνης (εκδόσεις Καστανιώτη): Το μοναδικό βιβλίο που συμφώνησαν σχεδόν όλα τα βραβεία και όλες οι επιτροπές. Κατάθεση ψυχής υμνήθηκε δίκαια.
1. Τι είδε η γυναίκα του Λωτ; Ιωάννα Μπουραζοπούλου (εκδόσεις Καστανιώτη): Την μάθαμε χάρη στην επιμονή της Λώρης Κέζα και αν δεν είχε συμβεί αυτό ίσως περνούσε απαρατήρητη για πολλά ακόμη βιβλία. Από τις σπάνιες περιπτώσεις συγγραφέων που δημιουργεί δικό της σύμπαν και δεν το έκανε μόνο στο συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και στα δύο προηγούμενα της (όποιος τα διαβάσει θα το διαπιστώσει)! Ότι καλύτερο έχει να επιδείξει σήμερα το ’’νέο αίμα’’ της γραφής και η τρανή απόδειξη ότι κυκλοφορούν ταλέντα γραφής στην Ελλάδα.
Θυμίζω ότι πέρυσι στην πρώτη θέση για τα καλύτερα βιβλία του 2006 υπήρχαν τέσσερα βιβλία: ’’Writtersland, το νησί των συγγραφέων’’ (Νίκος Βλαντής, εκδόσεις Κέδρος), Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου (Γιώργος Σκαμπαρδώνης, εκδόσεις Κέδρος), Φάδερ ημών (Μάνος Βουράκης, εκδόσεις Ωκεανίδα), Ταξίδι στη λευκή θάλασσα (Βλάσης Τρεχλής, εκδόσεις Αρμός).
Δέκα βιβλία που δεν θα βρείτε στα ευπώλητα αλλά αξίζουν τον κόπο (Τα αδικημένα βιβλία του 2007, με την επιφύλαξη ότι ορισμένα βιβλία κυκλοφόρησαν τους τελευταίους 2-3 μήνες άρα έχουν πιθανότητες να διαγράψουν μια καλή πορεία):
10. Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες, Γιάννης Παλαβός (Intro Books). Τον ανακαλύψαμε χάρη σε μια νουβέλα του που υπήρχε σε μπλογκ πριν από μερικούς μήνες. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του έδειξε ότι διαθέτει τα προσόντα να κάνει μια καλή λογοτεχνική πορεία.
9. Ο διστιχηζμένος κομονιστής, Δημήτρης Μπατσιούλας (εκδόσεις Μπατσιούλας Ν. και Σ.): Χαρτογραφημένη ιστορία της Μακεδονίας την εποχή της Βουλγαρικής κατοχής και ένα έντιμο (πολιτικά) βιβλίο που αποδίδει ισόποσα και ισομερώς ιστορικές ευθύνες. Προϊόν σημαντικής έρευνας αλλά και με υπόθυεση που διαβάζεται αυτόνομα.
8. Το συγκρότημα, Αντώνης Τουρκογιώργης (εκδόσεις Ιανός): Δεν αξίζει μόνο για όσους μεγαλώσαμε με τους Socrates drunk the conium αλλά και γιατί ένας από τους καλύτερους έλληνες ροκ κιθαρίστες αποδεικνύεται ταλέντο γραφής και ύφους.
7. Η νύχτα της λευκής παπαρούνας, Κώστας Μίσσιος (εκδόσεις Διόπτρα): Κι’ όμως και στην Ελλάδα γράφονται αξιοπρόσεκτες ιστορίες μυστηρίου και μάλιστα από ένα πρωτοεμφανιζόμενο. Παράλληλα και η καλύτερη δουλειά πρωτοεμφανιζόμενου για τη χρονιά που τελειώνει.
6. Το άλλο μισό μου πορτοκάλι, Λευτέρης Μαυρόπουλος (εκδόσεις ’Ινδικτος). Ο βορειοελλαδίτης συγγραφέας καταγράφει με υπέροχο τρόπο ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Δεν τον είχα ανακαλύψει αλλά διαβάζοντας την πρόσφατη δουλειά του ανέτρεξα και στην προηγούμενη (Ο θανατοναύτης) που επίσης είναι δυνατό δείγμα γραφής.
5. Αυτό που σου ξεφεύγει, Πολυχρόνης Κουτσάκης (εκδόσεις Μίνωας): Οι κριτικοί συνεχίζουν να τον…αγνοούν. Βραβεύτηκε πρόσφατα για θεατρικό του έργο, διαπρέπει στο εξωτερικό αλλά οι ντόπιοι λογοτεχνικοί κύκλοι τον γνωρίζουν ελάχιστα για να μην πω καθόλου. Πέραν των υπολοίπων η νέα του δουλειά διαθέτει κάτι που...ξεφεύγει ή λείπει από την πλειοψηφία των ελλήνων συγγραφέων: Απλό ατόφιο χιούμορ.
4. Αμανίτα Μουσκάρια, Παύλος Μεθενίτης (εκδόσεις Καστανιώτης): Δειλά-δειλά τον ανακάλυψαν οι κριτικοί αλλά όχι και η μεγάλη μάζα των αναγνωστών. Στο δεύτερο βιβλίο του (παρότι δεν ξεπέρασε τον αριστουργηματικό πρωτόλειο ΄’Άλλο’’ του) καταθέτει μια δουλειά με ξεχωριστό ύφος γραφής, εξαιρετική χρήση της ελληνικής γλώσσας και ξεδιπλώνει μια παράξενη ιστορία από την εποχή του εμφυλίου.
3. Μπλε καστόρινα παπούτσια, Θανάσης Σκρουμπέλος (εκδόσεις Τόπος). Ο συγγραφέας γνωστός, ο εκδοτικός οίκος καινούργιος. Βιβλίο ατμοσφαιρικό με καλό γράψιμο και ύφος που κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη αράδα. Μια από τις καλύτερες λογοτεχνικές αποτυπώσεις των ’’βρώμικων χρόνων’’ και των γεγονότων (κόκκινη προβιά, προβοκάτσια στον Γοργοπόταμο) που άνοιξαν την πόρτα στη δικτατορία με soundtrack το ροκ του Πρίσλεϊ. Αν δεν είχε προηγηθεί το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη θα ήταν η καλύτερη ίσως ’’εικονογράφηση’’ του λούμπεν παρακράτους. Παρότι ο Σκρουμπέλος τείνει να γίνει ’’μονοθεματικός’’ είναι ένα θέμα που το χειρίζεται και το παρουσιάζει άψογα.
2. Live wire, Η ευαγής επανόρθωση, Ρέννος Οιχαλιώτης, Πέτρος Στεφανέας (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Άλλο ένα βιβλίο του 2006 που πέρασε απαρατήρητο. Απάντηση σε όσους γκρινιάζουν ότι η ελληνική λογοτεχνία είναι εγκιβωτισμένη στο τρίγωνο Ομόνοια-Σύνταγμα-Κολωνάκι! Παγκοσμιοποίηση, ακτιβισμός, μοντέρνες τεχνολογίες σε ένα μυθιστόρημα που τυπικά φέρνει πάνω του την ετικέτα του αστυνομικού αλλά είναι πολύ περισσότερα. Γραμμένο σε άλλη γλώσσα θα ήταν πανευρωπαϊκό μπεστ σέλερ.
1. Τα μελένια λεμόνια, Η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων, Θανάσης Τριαρίδης (εκδόσεις Τυπωθήτω): Ήταν αναμενόμενο ότι οι κριτικοί θα έδειχναν μουδιασμένοι απέναντι στην εικονοκλαστική δουλειά του ακτιβιστή από τη Θεσσαλονίκη και προτίμησαν τη λύση της....σιωπής. Έργο που σε άλλη χώρα θα τροφοδοτούσε συζητήσεις, αναλύσεις, διαφωνίες. Στην Ελλάδα καταδικασμένο θύμα του μεσαιωνικού λογοτεχνικού σκοταδισμού. Παρότι υπάρχουν δεκάδες σημεία του που διαφωνώ είναι μια σπάνια δουλειά.
Θυμίζω ότι τα αντίστοιχα ’’αδικημένα βιβλία ήταν για το 2006 το ’’Ταξίδι στη λευκή θάλασσα’’ του Βλάση Τρεχλή (εκδόσεις Αρμός) και για το 2005 οι ΄΄’Ακροβάτες του χρόνου’’ του Πολυχρόνη Κουτσάκη.
Υπάρχει και η λίστα με τα ευπώλητα της χρονιάς που ήταν κατώτερα του θορύβου που δημιούργησαν. Διάλεξα πέντε βιβλία και εξηγώ τους λόγους:
5. Πάρτι γενεθλίων, Πάνος Καρνέζης (εκδόσεις Λιβάνη): Δημιούργησε τεράστιες προσδοκίες με τις υποδειγματικές ’’Μικρές Ατιμίες’’ πριν από μερικά χρόνια αλλά ούτε ο Λαβύρινθος, ούτε η συγκεκριμένη δουλειά του τις επιβεβαίωσαν.
4. Κινέζικα κουτιά, Σώτη Τριανταφύλλου (εκδόσεις Πατάκη): Η Σώτη σε ελεύθερη πτώση έμπνευσης. Ένα βιβλίο που θα μπορούσε να είναι σπουδαίο αλλά τελικά αποδείχθηκε ’’κινέζικο κουτί’’.
3. Αλδεβαράν, Παύλος Μάτεσις (εκδόσεις Καστανιώτη): Μουδιασμένη συνέχεια του ’’Μύρτου’’. Τη διασώζει μόνο η υποδειγματική ικανότητα γραφής του συγγραφέα αλλά δεν φτάνει.
2. Σουέλ, Ιωάννα Καρυστιάνη (εκδόσεις Καστανιώτη): Δεν θυμάμαι τα τελευταία χρόνια ένα βιβλίο που πήρε κρατικό βιβλίο λογοτεχνίας να δημιούργησε τόσες αντιδράσεις. Τις δικές μου ενστάσεις (που είχαν δημιουργήσει πολλές συζητήσεις) τις είχα καταθέσει προ μηνών στο μπλογκ και υπάρχουν στα σχετικά αρχεία.
1. Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, Λένα Μαντά (εκδόσεις Ψυχογιός): Ξέρω ότι πάνω από 80.000 άνθρωποι που τίμησαν το βιβλίο ως το απόλυτο μπεστ σέλερ της χρονιάς θα διαφωνήσουν. Λυπάμαι ειλικρινά (και λυπάμαι διπλά γιατί μου έχουν πει ότι η συγγραφέας είναι ένας υπέροχος άνθρωπος) αλλά μετά τις 40-50 πρώτες σελίδες είχα την αίσθηση ότι διάβαζα κάτι απόλυτα προβλέψιμο. Φυσικά όταν υπάρχει η ετυμηγορία της αγοράς η άποψη ενός μπλόγκερ πάει…περίπατο.
Στην αντίστοιχες πρώτες θέσεις των απογοητεύσεων της χρονιάς είχαν τοποθετηθεί το 2005 το ’’Δύο μέρες μόνο’’ του Χριστόφορου Παπακαλιάτη και το 2006 Ο Κυρίαρχος των οκτώ της Άννας Παναγιωταρέα.
Δεν τελειώσαμε….
Το γεγονός ότι εδώ και αρκετούς μήνες διάβαζα χωρίς την υποχρέωση να γράφω παράλληλα τις εντυπώσεις μου είχε και ένα καλό. Ανακάλυψα μερικά αξιόλογα βιβλία πέραν από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα. Μελέτες ή δοκίμια ειδικού ενδιαφέροντος τα οποία καταγράφω χωρίς σειρά αξιολόγησης και με ένα μικρό συνοδευτικό σχόλιο: Οι μάγοι του καιρού (Tim Flannery, εκδόσεις Ισόρροπον): Δεν ασχολήθηκε μόνο ο….Γκορ με το κλίμα και στο συγκεκριμένο βιβλίο ο αναγνώστης ανακαλύπτει σε μια σχεδόν φρικιαστική απαρίθμηση γιατί ο πλανήτης είναι καταδικασμένος σε οικολογική καταστροφή. Σχέσεις νερού (Σοφία Ριζοπούλου, εκδόσεις Δίαυλος): Τα πάντα για το νερό που πίνουμε γραμμένα με ένα πολύ έξυπνο τρόπο. Επειδή ο επόμενος μεγάλος πόλεμος θα γίνει για το νερό. Ροκ παγκοσμιοποίηση και ελληνική πραγματικότητα (Νίκος Μποζίνης, εκδόσεις Νεφέλη): 573 σελίδες όπου και ο πιο απαιτητικός ή ενημερωμένος μουσικά αναγνώστης θα ανακαλύψει πράγματα που δεν ξέρει για τους λόγους που η ροκ μουσική είναι κάτι παραπάνω από μουσικό κίνημα. Έξοχη δουλειά. Α όπως Αμερική (Συλλογικό έργο, εκδόσεις Μαγικό Κουτί): Το πρώτο βιβλίο του νεότευκτου εκδοτικού οίκου του Νίκου Βλαντή πετυχαίνει μια πρωτότυπη καταγραφή της αμερικάνικης ιστορίας μέσα από την ’’αναθεώρηση’’ εννέα γνωστών κινηματογραφικών ταινιών. Ξεκίνημα έκπληξη για ένα φιλόδοξο εκδοτικό οίκο με απρόσμενα φρέσκα κείμενα γραμμένα όχι μόνο από λογοτέχνες αλλά και από ανθρώπους του κινηματογράφου ή των τεχνών.
Επίσης δεν τελειώσαμε ακόμη…
Δύο βιβλία ξένων συγγραφέων μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα έγραφα (ή θα διάβαζα) ένα βιβλίο σχεδόν 1000 σελίδων που ΔΕΝ ΘΑ είχε την υπογραφή του Πίντσον. Κι’ όμως συνέβη και συνέβη μέσα σε χρονιά που υπήρχε ΚΑΙ βιβλίο του Πίντσον (το εξαιρετικό Against the day). Αναφέρομαι στο υπέροχο Σανταράμ που κυκλοφόρησε το 2003 αλλά στη χώρα μας έφτασε μόλις φέτος από τις εκδόσεις Διήγηση και παρότι βρίσκεται γύρω στο εξάμηνο στα βιβλιοπωλεία έχει περάσει απαρατήρητο! Η παραληρηματική αφήγηση μιας ζωής που δεν μπήκε σε καλούπια γραμμένη αριστουργηματικά από τον Γκρέγκορι Ντέιβιντ Ρόμπερτς. Διαβάστε το πριν γίνει…μόδα αφού σύντομα θα κυκλοφορήσει η ταινία που βασίζεται στο βιβλίο με τον Τζόνι Ντεπ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρότι είναι αδύνατο να το κουβαλήσει κάποιος μαζί του σε ταξίδι (πολύ βαρύ!) είναι ευκολοδιάβαστο (για βιβλίο 1000 σελίδων) και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση άσκηση αναγνωστικής αντοχής. Και ένα ακόμη ογκώδες βιβλίο (+600 σελίδες) το Tree of smoke (δεν έψαξα για ελληνική μετάφραση, το διάβασα στα αγγλικά) του Ντένις Τζόνσον. Δεν είναι ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΒΙΒΛΙΟ για το Βιετνάμ. Είναι ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ που κατορθώνει να πει όσα δεν έχουν πει όλα τα προηγούμενα (και δεν είναι λίγα) 35 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου-στίγμα στην αμερικάνικη ιστορία. Αν δεν έχει ήδη μεταφραστεί θα μεταφραστεί κάποια στιγμή σύντομα.
Εδώ κλείνουμε…Η χρονιά ήταν καλή για τη λογοτεχνική παραγωγή και για όσους μπορούν να δουν πέρα από τα δάκτυλό τους και πέρα από τους λογοτεχνικούς καβγάδες, διαφωνίες και τη μόνιμη μιζέρια του χώρου ήταν ακόμη καλύτερη. Σε πείσμα όσων θέλουν να εγκλωβίσουν την ελληνική λογοτεχνία στα όρια μιας μικρής αγοράς ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης βρέθηκε υποψήφιος για ένα μεγάλο λογοτεχνικό βραβείο στην Αγγλία, ο Αλέξης Σταμάτης και η Αμάντα Μιχαλοπούλου μεταφράσθηκαν και εκδίδονται στην Αμερική και για όσους πιστεύουν ή προσπαθούν υπάρχει μέλλον. Για να υπάρχει μέλλον πρέπει να υπάρχουν και αναγνώστες οπότε κλείνω με τη μόνιμη ευχή μότο του μπλογκ για το 2008: Με υγεία, ευτυχία και ειρήνη να διαβάσουμε ΕΝΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ βιβλίο ο καθένας μας από όσα διαβάσαμε το 2007. Καλή χρονιά σε όλους….Ειδικά σ’ αυτούς που ΔΕΝ μας αγαπάνε.
Thursday, October 11, 2007
The Reader Lives (η LIFO το γράφει...)
The Reader lives…
Ποιος είναι ο Reader; Ποιος κρύβεται πίσω από τη μυστηριώδη περσόνα της μπλογκόσφαιρας που κατάφερε να στρέψει το ενδιαφέρον επάνω της για παραπάνω από ένα χρόνο; Γιατί έκλεισε ξάφνου το μπλογκ του τον περασμένο Ιούνιο και σταμάτησε να εκπέμπει;
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΤΗΣ LIFO
Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα, εκτός από το τελευταίο. Διότι, όπως έχει γράψει και ο Πρεβέρ σχολιάζοντας τη διά βίου σιωπή του Ρεμπώ σε όσους ρωτούν γιατί σταμάτησε να γράφει, η απάντηση μάλλον είναι: «Μήπως ξέρουμε γιατί άρχισε;»
To http://www.diavazo.blogspot.com/ άρχισε να εκπέμπει τον Ιανουάριο του 2006, ως ένα μπλογκ που ασχολείτο με την ελληνική λογοτεχνία, και το οποίο υπέγραφε ένας μπλόγκερ ονόματι «Reader». O Reader ξεκίνησε το έργο του αθόρυβα, χωρίς να το γνωστοποιήσει σε ανθρώπους του βιβλίου. Άρχισε να ανεβάζει ποστ με κριτικές, τις απόψεις του για τη βιβλιοπαραγωγή, κ.λπ. Άθελά του, η δουλειά του άρχισε να προκαλεί θόρυβο. Δημοσιογράφοι όπως η Λώρη Κέζα στη γνωστή στήλη της «Βιβλιογραφίες» (ήδη από τους πρώτους μήνες της λειτουργίας του μπλογκ) αναφέρθηκαν στον Reader και έστρεψαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων του βιβλίου στο έργο του. Καθώς περνούσε ο καιρός, οι άνθρωποι του βιβλίου άρχισαν να διαβάζουν συστηματικά όσα έγραφε. Η καθημερινή επίσκεψη στο μπλογκ του έγινε για όλους ομολογημένη (για κάποιους ανομολόγητη) συνήθεια. Τα ποστ του είχαν πάντα ενδιαφέρον: είτε επρόκειτο για τη γνώμη του για κάποιο βιβλίο είτε για εκ των έσω πληροφορίες των εκδοτών είτε για σχολιασμό των «ειδήσεων» που απασχολούν το μικρόκοσμο όσων βιοπορίζονται ή απλώς ενδιαφέρονται για τα εκδοτικά...
Βαθμηδόν, διάφοροι άρχισαν να αφήνουν σχόλια στα ποστ του. Σε όποιον παρακολουθούσε το εν εξελίξει έργο του γινόταν ολοένα και περισσότερο σαφές πως επώνυμοι άνθρωποι του χώρου άρχισαν να παρεμβαίνουν και να σχολιάζουν προκλητικά ή απροκάλυπτα. Χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, εξέφραζαν απόψεις που δεν θα είχαν το θάρρος να εκφράσουν δημόσια. Μαζί μ' αυτούς και διάφοροι άλλοι «πικραμένοι», που δεν έχουν εκδώσει βιβλίο και υιοθετούν γενικευτικές και συνομωσιολογικές θεωρίες οι οποίες ερμηνεύουν την όποια «απόρριψή» τους από έναν κοινωνικό κύκλο στον οποίο τις περισσότερες φορές δεν έχουν καν επιδιώξει να μπουν, έσερναν το χορό των αρνητικών και καυστικών σχολίων. Κατά κάποιον τρόπο, το μπλογκ του Reader έγινε άθελά του η βαλβίδα εκτόνωσης των ενίοτε ασφυκτικών κοινωνικών σχέσεων που επικρατούν στο σινάφι συγγραφέων/ δημοσιογράφων/εκδοτών, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο κοινωνικο-επαγγελματικό σινάφι.
Παράλληλα, εκείνος συνέχιζε απτόητος το κριτικό του έργο. Δημοσίευσε ενδιαφέρουσες απόψεις για βιβλία που αδικήθηκαν, αντιπαρατέθηκε ευθέως με κριτικούς, δεν δίστασε να καταθέσει αρνητική γνώμη για βιβλία καθιερωμένων συγγραφέων και να την εκφράσει ευθαρσώς, να καταθέσει την άποψή του για τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς και να διοργανώνει διαρκώς ψηφοφορίες για τα καλύτερα κάθε μήνα, οι οποίες είχαν ενδιαφέρον αν αναλογιστεί κανείς ποιοι ήταν (μάλλον!) αυτοί που ψήφιζαν. Μέσα από τα γραπτά του, αναδυόταν βαθμηδόν η προσωπικότητά του: Ένας άνθρωπος με μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία και τα βιβλία, με κριτικό πνεύμα, οξεία και διεισδυτική ματιά και άποψη θεμελιωμένη, που ήξερε να την εκφράζει καλοπροαίρετα και πειστικά.
Όσο αυτή η προσωπικότητα έβγαινε προς τα έξω, τόσο οι φήμες και οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν: ποιος ήταν επιτέλους ο Reader; Η ανακατωσούρα που προκαλούσε στην εκδοτική, τη συγγραφική και τη δημοσιογραφική κοινότητα ήταν μεγάλη. Μήπως επρόκειτο για έναν άνθρωπο υψηλά ιστάμενο, εκδότη ή κριτικό, που αποφάσισε να υιοθετήσει ψευδώνυμο για να μιλήσει επιτέλους ευθέως; Μήπως επρόκειτο για κάποιον «αδικημένο» συγγραφέα, που είχε σχεδιάσει και υλοποιούσε τρόπον τινά την εκδίκησή του; Μήπως ήταν αντιθέτως κάποιος συγγραφέας πετυχημένος και γνωστός, που είχε ανεχτεί πολλά για να ανέβει στο λογοτεχνικό στερέωμα, και επιτέλους αποφάσισε να πει τα πράγματα με το όνομά τους, πάλι με εκδικητική διάθεση και κίνητρο;
Διάφοροι επιτήδειοι προσπάθησαν να «ψαρώσουν» τον Reader για να αποκαλυφθεί. Σύμφωνα με ποστ του, κάποτε ένας εκδότης του ζήτησε συνεργασία, να εκδώσει τα κείμενά του. Ο Reader δεν πτοήθηκε, έφερε το θέμα στην επιφάνεια. Στο τέλος, λίγο πριν σταματήσει να εκπέμπει, είχε αρχίσει μια σειρά συνεντεύξεων με συγγραφείς και δημοσιογράφους. Ξάφνου, το μπλογκ έκλεισε απότομα. Σύμφωνα με το προτελευταίο ποστ, κάποιος (δεν μάθαμε ποτέ ποιος) του έστειλε μέιλ κατηγορώντας τον ότι μείωνε τη δουλειά του, και αφήνοντας αιχμές ότι γνώριζε την πραγματική του ταυτότητα. Σύμφωνα με τα (δημοσιευμένα) λεγόμενά του, ο Reader του αποκάλυψε ευθέως ποιος είναι, του έδωσε και το τηλέφωνό του και αμέσως σταμάτησε το μπλόγκινγκ. Με την (αναμφίβολα πειστική) δικαιολογία πως δεν ήθελε να αυτολογοκρίνεται γι' αυτά που θα έγραφε εφεξής.
Μήπως φοβήθηκε πως θα τον αποκαλύψουν; Όποιος κι αν έμαθε το «μυστικό» της ταυτότητάς του, πάντως, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, το κράτησε για τον εαυτό του. Ή, τουλάχιστον, αν μαθεύτηκε από κάποιους η ταυτότητά του, επικρατεί πλέον κώδικας σιωπής ανάμεσά τους. Ο Reader σταμάτησε να δημοσιεύει κείμενα, αν και το σύνολο της δουλειάς του (συν τα σχόλια των διαφόρων επισκεπτών) παραμένει αναρτημένο στο http://www.diavazo.blogspot.com/. Το ένα μετά το άλλο, τα ποστ του Reader ίσως πράγματι στοιχειοθετούν το εναλλακτικό όνομα που ο ίδιος έδωσε στο μπλογκ του: Η εκδίκηση του αναγνώστη.
Η εκδοτική χρονιά ξεκινάει, καινούρια βιβλία βγαίνουν, οι συζητήσεις γι' αυτά δίνουν και παίρνουν, όπως και τα θερμά συγχαρητήρια ανάμεσα στους δημιουργούς για το μοίρασμα της πίτας της αγοράς, των βιβλιοκριτικών και παρουσιάσεων σε εφημερίδες κ.λπ. Μέσα σ' αυτό το θολό και στάσιμο τοπίο, Reader, όποιος και να 'σαι, να ξέρεις πως μας λείπεις...
Ποιός είναι ο Reader;
Ποιος είναι ο Reader; Τα μόνα που είναι γνωστά (από το μπλογκ) γι' αυτόν είναι πως είναι άνδρας, 47 χρονών, μανιώδης αναγνώστης ελληνικής λογοτεχνίας. Από κει και πέρα το χάος... Κάποιοι λένε πως είναι πετυχημένος συγγραφέας που εκδίδεται σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, άλλοι τον σκιαγραφούν ως αποτυχημένο συγγραφέα τού ενός βιβλίου, για άλλους είναι μια τόσο γνωστή και ισχυρή περσόνα του εκδοτικού χώρου, που η αποκάλυψή του θα προκαλέσει σοκ... Η πιο νηφάλια άποψη, δε, που προέρχεται και από τα ποστ του, είναι πως πρόκειται για άνθρωπο με επάγγελμα άσχετο των εκδόσεων, που ασχολείται ερασιτεχνικά με τα βιβλία και το διάβασμα. Στην αρχή πας να το πιστέψεις. Στη συνέχεια, όσο το γυροφέρνεις στο νου σου, αναρωτιέσαι δικαίως: «Μα είναι δυνατόν;».
Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις του mpouligator.com, που έχει τις σχετικές λίστες, το www.diavazo.blogspot.com παραμένει μέσα στα 50 πρώτα σε επισκεψιμότητα blog ανάμεσα στα χιλιάδες -πλέον- που υπάρχουν στην Ελλάδα, αν και κλειστό εδώ και τρεις μήνες.
Thursday, June 21, 2007
10 Q and A. με την....Αργυρώ Μαντόγλου
Κατ’ αρχήν όλα τα είδη έχουν την ιδιαιτερότητα τους αλλά θα έλεγα πως και οι τρεις δραστηριότητες είναι παραπληρωματικές της συγγραφικής ιδιότητας. Η μετάφραση, δηλαδή η απόδοση του έργου ενός άλλου συγγραφέα στη γλώσσα σου, είναι ιδανική άσκηση για όποιον καταπιάνεται με τη γραφή, καθώς η αναζήτηση της κατάλληλης λέξη ή φράσης προκειμένου να αποδοθεί πιστότερα η σκέψη ενός άλλου γραφιά αλλά και η «συμβίωση» με το πνευματικό προϊόν κάποιου άλλου μπορεί να αποβεί μια πολύτιμη εμπειρία. Η μετάφραση είναι η στενότερη δυνατή επαφή που μπορεί να έχει κανείς με το έργο κάποιου άλλου. Μέσα από αυτή μαθαίνεις πως αντιμετωπίστηκαν οι δυσκολίες που προέκυψαν, πως λύθηκαν ή ακόμα πως δεν λύθηκαν προβλήματα, μαθαίνεις να διακρίνεις τα φτηνά τεχνάσματα και τις επινοήσεις που δεν λειτούργησαν, με άλλα λόγια είναι ένας τρόπος διείσδυσης στο εργαστήρι ενός συγγραφέα που δεν είναι πάντα ορατό στην ανάγνωση.
Και μιλώντας για ανάγνωση θέλω να επισημάνω πως και οι τρεις ιδιότητες προϋποθέτουν την ικανότητα της ανάγνωσης αλλά παρά τις όποιες ομοιότητές τους απαιτείται διαφορετικής βαθμίδας ψυχική ετοιμότητα, πνευματική και συναισθηματική διαθεσιμότητα.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα όρια μέσα στα οποία να περιχαρακώνεται η κάθε ξεχωριστή ιδιότητα ούτε και υιοθετώ μια διαφορετική περσόνα κάθε φορά που καταγίνομαι με μια από αυτές τις ενασχολήσεις, καθώς όλα σχεδόν τα βιβλία που έχω μεταφράσει με ενδιέφεραν αφηγηματικά, όπως και τα βιβλία για τα οποία γράφω.
Αυτό που διαφέρει είναι ο βαθμός εμπλοκής. Στη μετάφραση αφήνομαι να με παρασύρει ο ρυθμός του πρωτότυπου, προσπαθώ να το υπηρετώ, απαλείφοντας τις δικές μου εμμονές και διεκδικήσεις, προσφέροντας στο κείμενο αυτά που χρειάζεται να αναδειχτεί με το μίνιμουμ της προσωπικής μου παρέμβασης. Η μετάφραση είναι και αυτή μια ανάγνωση, αλλά μια ανάγνωση που διακτινίζει το κείμενο και κατευθύνεται στην πριν από τις λέξεις διάστασή του, στη θεμελιώδη πρόθεση του συγγραφέα και για να γίνει αυτό πρέπει να λειτουργείς και λίγο διαισθητικά, να μαντεύεις τι ήθελε να πει ακόμα και και πριν το πει, και αυτό βέβαια είναι πολύ πιο πέρα από την απλή κατανόηση, είναι μια αδιαπραγμάτευτη αφομοίωση του σώματος του κειμένου προκειμένου να το μεταφέρεις στη δική σου γλώσσα. Επιπλέον επιλέγω συγγραφείς που νομίζω πως μπορώ να συγχρωτισθώ με τη φωνή τους, που η γλώσσα μου μπορεί να ντύσει το ρυθμό τους. Ξέρω πως μιλώ λιγάκι με όρους μουσικούς, αλλά όπως γνωρίζουμε η μουσικότητα είναι και αυτή μια ιδιότητα που κάνει μια γλώσσα ελκυστική, άλλη σκληρή κι άλλη αδιάφορη. Οι διακυμάνσεις της, οι μεταστροφές της, οι συνηχήσεις και οι παρηχήσεις της και πάνω από όλα οι σιωπές της. Ο μεταφραστής πρέπει να μάθει να ακούει τις σιωπές του κειμένου και να μην προσπαθεί οπωσδήποτε να τις κάνει λέξεις, να έχει την επινοητικότητα να της κάνει ό,τι το κείμενο του ζητάει.
Με άλλα λόγια είναι και η μετάφραση μια δημιουργία, αλλά θα έλεγα οροθετημένη.
Τώρα όσον αφορά την κριτική, είναι και αυτή μια ανάγνωση, όπου όμως ο αναγνώστης καλείται να διαβάσει και πίσω από τις γραμμές, τις προθέσεις, τις εμμονές του συγγραφέα, το έργο σε σχέση με τα προηγούμενα αλλά και με άλλα έργα της εποχής του και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο παράγει.
Γράφοντας για ένα βιβλίο προσπαθώ να ελέγξω τη συγκίνηση που μπορεί να μου δημιουργεί, να περιορίσω το δικό μου φορτίο και φόρτιση προκειμένου να αναδείξω αυτό το ίδιο.
Συνήθως γράφω για βιβλία συγγραφέων που εκτιμώ και πιστεύω πως οι συγγραφείς είναι οι καταλληλότεροι για να μιλήσουν για βιβλία ομότεχνών τους.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία όπως και μέσα από τη μετάφραση μπορείς να διακρίνεις τη δυσκολία, την εξέλιξη των χαρακτήρων, το κτίσιμο μιας κατάστασης και την κορύφωσή της, την απόκλιση και τον τρόπο χειρισμού του υλικού τους. Το οποίο βέβαια διαφέρει από συγγραφέα σε συγγραφέα ακόμα και από βιβλίο σε βιβλίο του ίδιου συγγραφέα.
Τώρα όσον αφορά τη δική μου γραφή είναι και αυτή μια κάποιου είδους μετάφραση και ανάγνωση, μετάφραση και ανάγνωση του κόσμου, των σημείων, των σιωπών , των παύσεων και των εξάρσεων, μια μεταφορά εντυπώσεων, εμπειριών, μια απόπειρα διαχείρισης των μυστηρίων μόνο που μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία όχι τόσο για να τα επιλύσεις αλλά για να τους συστηθείς, να τους πεις σας είδα, σας αναγνώρισα σας πρόσεξα...ο συγγραφέας γνωρίζεται και σχετίζεται με τον κόσμο, φέρνοντας τον στην επιφάνεια.
Θα έλεγα πως στη δική μου γραφή δοκιμάζω βιώνω το μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας αλλά και έντασης ταυτόχρονα. Είμαι ελεύθερη να κατασκευάσω έναν κόσμο αλλά ταυτόχρονα είμαι και υπεύθυνη για τη λειτουργία του.
Πρόκειται για μια ανάγνωση του κόσμου, διαφορετική, ανατρεπτική απροσδόκητη που μπορεί να τον αλλάξεις και ό,τι βλέπεις σε βλέπει κι αυτό, ό,τι γράφεις σε γράφει κι αυτό, ό,τι κατασκευάζεις σε κατασκευάζει, με άλλα λόγια πρέπει να αφεθείς και ταυτόχρονα να ελέγχεις. Διττή κατάσταση. Γι’ αυτό απαιτητική. Εγώ τουλάχιστον δεν αντέχω να το κάνω για μεγάλα διαστήματα εξαντλούμαι. Γράφω αυτό που έχω να γράψω και μετά το αφήνω και καταπιάνομαι με κάτι άλλο. Για μεγάλα διαστήματα δεν μπορώ να το αγγίξω, καίει. Το πιάνω αργότερα, όταν είναι απόμακρο και μπορώ να το χειραγωγήσω, να κόψω και να ράψω να αλλάξω, έχει παγώσει και δεν με απειλεί, τότε λειτουργώ ψυχρά, χειρουργικά. Τότε δίνω μορφή, και επεξεργάζομαι το αρχικό ύφος. Το ύφος παράγεται στην κάψα της γραφής, μετά ακολουθεί η επεξεργασία.
Γράφω εν θερμώ. Δεν μεταφράζω ούτε γράφω κριτικές εν θερμώ. Ελπίζω αυτό να μην αλλάξει. Θέλω να γράφω εν θερμώ και να σβήνω, ό,τι περισσεύει, με ψυχρή αποστασιοποίηση. Με παγωμένο χέρι. Παγερή αντικειμενικότητα.
Επίσης, θέλω να προσθέσω πως η γραφή είναι και ευθύνη. Διαχείριση του υλικού που έχεις συσσωρεύσει, αλλά και ετοιμότητα σε σχέση με το αναπάντεχο, αυτό που αναδύεται γράφοντας και που δεν είμαστε πάντα σε θέση να κατανοήσουμε. Απαιτεί ετοιμότητα, ευελιξία, συνεχή παρατήρηση και διαθεσιμότητα αλλά πάνω από όλα την πίστη πως αυτό που κάνεις θα ολοκληρωθεί. Σίγουρα είναι η απαιτητικότερη ενασχόληση και όταν κάνω αυτό, όταν γράφω δηλαδή, δεν είμαι σε θέση να ασχοληθώ με τα υπόλοιπα. Ούτε καν με τα καθημερινά. Είναι ο αποκλειστικός χρόνος της γραφής.
2. Στα δύο τελευταία σας βιβλία (Βλέφαρα με τατουάζ, Bodyland) έρχονται στο προσκήνιο πολλές φορές και στιγμές μοναχικές γυναίκες εγκλωβισμένες σε συναισθηματικά αδιέξοδα και στο απρόσωπο των πόλεων. Αυτή είναι η αληθινή εικόνα της σύγχρονης ελληνίδας πίσω από την ενδεχόμενα αστραφτερή βιτρίνα που προβάλλει καθημερινά το life style;
Τα περί εγκλωβισμού και ασφυξίας το έγραψαν κάποιοι που σχολίασαν το βιβλίο. Εγώ δεν θεωρούσα τις ηρωίδες μου εγκλωβισμένες, τουλάχιστον όταν έγραφα για αυτές, αντιθέτως τις ένιωθα αποφασισμένες να δράσουν. Αλλά μπορεί για να συμβεί αυτό, ο εγκλωβισμός να είναι απαραίτητος, γιατί αναγκάζεσαι να αντιδράσεις.
Επίσης, όλοι είμαστε κατά κάποιο τρόπο εγκλωβισμένοι: σε ένα σώμα, σε μια ταυτότητα, σε ένα φύλο, σε μια κατάσταση ύπαρξης. Οι ηρωίδες μου αναζητούσαν μια κάποιου είδους μετατόπιση και για να γίνει αυτό, έπρεπε να συνειδητοποιήσουν τον περιορισμό και να υπερβούν όρια – κι αυτό κάνουν.
Ιδιαίτερα στο Bodyland που έχει και ως υπότιτλο «Ιστορίες δρόμου και τρόμου» οι ηρωίδες που τις συναντάμε σε σύγχρονους τόπους καταστολής , τις «επαρχίες» και τις περιφέρειες μιας χαώδους πραγματικότητας όπου το Lifestyle θέτει όρια, κανόνες και απαγορεύσεις –τηλεοπτικούς τόπους, ριάλιτι, καζίνο, γυμναστήρια, μπαρ, πλατείες- νιώθουν πως βρίσκονται υπό περιορισμό γιατί διαθέτουν ακόμα «ψήγματα υγείας». Στη χώρα αυτή για να την κατοικήσεις για να είσαι πολίτης της χρειάζεσαι διαβατήρια και εχέγγυα για να εισέλθεις και άπαξ και το κάνεις υπόκεισαι σε νόμους. Οι νόμοι αυτοί ασκούνται πάνω στο σώμα και κυρίως στο γυναικείο σώμα που είναι φορέας και δέκτης ιδεολογιών.
Το Bodyland είναι ένας ου τόπος που καλούμαστε να κατοικήσουμε σήμερα που οτιδήποτε πνευματικό είναι υπό διωγμό. Η Χώρασωμάτων είναι μια αόρατη αλλά πανταχού παρούσα χώρα, πιο πραγματική από την πραγματικότητα, προβάλλει παντού τη γεωγραφία της και είναι από όλες αναγνωρίσιμη.
Οι κάτοικοι του Bodyland νιώθουν ασφυκτικά γιατί αντιστέκονται στη γενικευμένη νόσο του Lifestyle. Στις έκρυθμες στιγμές τους το συνειδητοποιούν και βγαίνουν στο δρόμο να βρουν λύσεις, κι αν όχι λύσεις, μέσα από τη συνάντησή τους με έναν άγνωστο να συναντήσουν τον μεγάλο άγνωστο: τον εαυτό τους. Και αυτές είναι οι στιγμές τρόμου: όταν αντιλαμβάνονται το τι είναι πράγματι ικανοί να κάνουν. Συχνά βέβαια ο τρόμος προκαλείται και από μια απροσδόκητη και μάλλον ανεπιθύμητη εγγύτητα.
Θα έλεγα πως το βιβλίο παρουσιάζει ομοιότητες με ένα παλιότερο βιβλίο μου τη «Νύφη από Πολυεστέρα» μόνο που εκεί είναι εγκλωβισμένοι στα νύχια της Βελτίωσής τους. Οι ήρωες, άντρες και γυναίκες, των οποίων τα πρόσωπα είναι παρμένα από νεκρούς είναι θύματα της αισθητικής της μετα- τεχνολογικής, μετα- δικτυακής εποχής όπου το κυρίαρχο σύμπτωμα είναι η εμμονή με την τελειότητα, τη νεότητα και που έχει εξελιχτεί σε μια ομαδική υστερία «τελειότητας». Στο τοπίο αυτό πλανιέται στο χρόνο η φωνή μια νεκρής, συναντά το βελτιωμένο αντίγραφο της, την τέλεια εκδοχή του εαυτού της και ανατρέπει την εικονική της ευδαιμονία.
Βέβαια δίνω λύση: σε αυτό το ασφυκτικό τοπίο οι ανατρεπτικές δυνάμεις του έρωτα και της τέχνης κατορθώνουν να αγγίξουν κάποιους από τους βελτιωμένους οι οποίοι αρχίζουν ξανά να επιθυμούν, δηλαδή γίνονται ξανά ανθρώπινοι.
Και στο Bodyland το ίδιο συμβαίνει η επιθυμία βγάζει τις ηρωίδες από τον περιχαρακωμένο περίγυρο και τις ωθεί στην περιπλάνηση, στην εξάντληση της εμπειρίας.
Ηθικόν δίδαγμα: τροφοδοτείστε την επιθυμία!
3. Τα τοπία σας, οι πόλεις, οι χαρακτήρες σας ασφυκτιούν. Να υποθέσω αυθαίρετα ότι αυτό κρύβει μια προσωπική εμμονή φυγής από τη στερεοτυπική αστική πραγματικότητα; Η είναι απλά ότι βλέπετε γύρω σας, στην καθημερινότητά σας και μεταφέρεται στις σελίδες σας;
Βλέπουμε αυτό που είμαστε, το βλέμμα μας είναι κι ένας τρόπος, ένας τρόπος αποκωδικοποίησης του κόσμου. Αυτό που βλέπω ως ένα σημείο είναι αυτό που είμαι αλλά ταυτόχρονα αυτό που είμαι επηρεάζεται και από αυτό που κάνω: τη μετάφραση του κόσμου.
Αυτό που εσύ αποκαλείς «ασφυκτικό», εγώ το αποκαλώ «φυλακή των βεβαιοτήτων», όπου στην Ελλάδα ως συντηρητική χώρα, η βεβαιότητα θεωρείται καλό πράγμα, κάτι για το οποίο πρέπει να προσπαθήσεις. Εγώ δεν μάχομαι ούτε προσπαθώ για τη βεβαιότητα αλλά για τη διαχείριση των πολλαπλών αβεβαιοτήτων. Είμαι ανήσυχη, όπως και οι ηρωίδες μου.
Όσον αφορά την «εμμονή φυγής», θα έλεγα είναι η εμμονή μιας συνέχειας, μιας εξερεύνησης, να δουν και να βρουν το παρακάτω, το αλλότριο, να συνδιαλλαγούν με το «άλλο», να ανακαλύψουν έναν τρόπο συνύπαρξης της ευαισθησίας τους με τη σκληρότητα της ζωής τους, χωρίς να την εξορίσουν. Και κυρίως να κάνουν κάτι με τα βιώματά τους. Να τα δουν και ως ένα σύμπτωμα ανάλογο της εποχής τους, μια «αρρώστια» από την οποία πάσχουν κι άλλοι: ένας τρόπος να καταλάβεις τους άλλους είναι να παίρνεις τα ίδια φάρμακα, μετά περνάς και στους λόγους της συνταγογράφησής τους από τους ειδικούς. Είναι κι αυτός ένας τρόπος απόκτησης πολιτικής συνείδησης, ίσως λίγο αντίστροφος, κάπως ασύμβατος, αλλά παραμένει ένας τρόπος.
4. Βλέφαρα με τατουάζ. Οι ερωτευμένες γυναίκες τυφλώνονται από την προσωπικότητα του Ομέγα ή από έρωτα; Και γιατί Ομέγα, το τέλος όλων, το τέλος της αλφαβήτου;
Το βιβλίο γράφτηκε στο τέλος του αιώνα, όπου κυριαρχούσε η εσχατολογική διάθεση και όλη εκείνη η εμμονή με τη συντέλεια του κόσμου, το τέλος, το τέλος της ιστορίας, των αφηγήσεων, των βεβαιοτήτων, του πολιτισμού, και ό,τι άλλο. Ο αφηγητής μου είναι ο αφηγητής του τέλους και μοιραία ο αντρικός χαρακτήρας βαφτίστηκε συμβολικά με το τελευταίο γράμμα του αλφαβήτου. Νομίζω πως ήθελα να παρωδήσω την έννοια του απόλυτου, της απόλυτης γνώσης, της μιας και μοναδικής αλήθειας, ο Ομέγας, ο άντρας φορέας μιας ψευδο- εξουσίας και συνείδησης. Και φυσικά όσες τον συναντούν και τον ερωτεύονται τυφλώνονται. Γιατί μόνο ως τυφλή μπορεί να συνυπάρξεις με ένα τέτοιο ψεύδος, μια τόσο ετοιμόρροπη κατασκευή. Βέβαια, οι ηρωίδες μου δεν είναι πραγματικά τυφλές, κάνουν τις τυφλές, και κάποια στιγμή αναγκάζονται να ανοίξουν τα μάτια και να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των ψευδαισθήσεών τους.
Η τύφλωση που επέρχεται από τον έρωτα είναι βέβαια και ένα μυητικό στάδιο για την επαφή με το μέσα, τον κρυμμένο εαυτό: σφαλίζεις τα μάτια και αφήνεσαι στην φαντασίωσή σου, τα ανοίγεις και περπατάς πια αλλιώς μετά την προπόνηση σου στον κόσμο των τυφλών έχεις πια αποκτήσει άλλες δεξιότητες.
Αυτά είναι και τα τατουάζ στα βλέφαρά τους: η μύηση στην εκούσια τυφλότητα, στο σβήσιμο του εγώ μέσα από τον έρωτα.
5. Ποιο νούμερο θα μπορούσε να καλέσει μια γυναίκα σήμερα και να μιλήσει σε ένα άγνωστο; Ποιο θα μπορούσε να είναι το αντίστοιχο του 69 Bodyland στη σύγχρονη Αθήνα; Μήπως το αντίστοιχο 69 bodyland βρίσκεται πλέον στα βάθη των υπολογιστών και του Internet;
Το νούμερο που θα μπορούσε να καλέσει είναι το δικό της και να μιλήσει στον εαυτό της. Και κατά κάποιο αυτό κάνει και όταν επικοινωνεί με αγνώστους στο ιντερνέτ: Μια προβολή των φαντασιώσεων της.
Ναι το ιντερνέτ λειτουργεί και ως μια «Πύλη για το Άγνωστο», αλλά αυτό το «Άγνωστο» είναι συνήθως ανάλογο και του Γνώριμου του καθενός και της καθεμιάς. Μια καθ’ ομοίωση προβολή. Ο καθένας διαβάζει αυτό που είναι και το αξιοποιεί ανάλογα με αυτό που είναι, ο κυβερνοχώρος είναι ένας ιδανικός τόπος προβολών, και τροφοδότησης του φαντασιακού. Νομίζω πως ναι λειτουργεί διεγερτικά γιατί υπάρχει ένας βαθμός ασφάλειας πίσω από την ανωνυμία και μπορείς να υποδυθείς όποιο ρόλο ή περσόνα γουστάρεις και παρά τα τρωτά της ψηφιακής επικοινωνίας με πολλούς και πολλαπλούς τρόπους σε βοηθάει να ακούσεις τον εαυτό σου μιλώντας σε αγνώστους. Σε ένα μετέπειτα στάδιο φυσικά σε εκδικούνται αυτά που η ψηφιακή επικοινωνία αποκλείει: οι αισθήσεις. Οι διαδικτυακές γνωριμίες είναι ένα παιχνίδι ανταλλαγής παραισθήσεων, οι προβολές είναι αναπόφευκτες και μοιραία θα υποστείς τις συνέπειες: την αποκαθήλωση των επινοήσεών σου.
Ποτέ κανένα πλάσμα της φαντασίας σου δεν βγήκε να σε συναντήσει, ποτέ κάποιος δεν προηγήθηκε της δικής σου έξαρσης, εκτός βέβαια από το Πλάσμα του Πλαστογράφου του Κάρει. Είναι φυσικό λοιπόν τα πλάσματα που συναντάς μέσα από ένα τέτοιο μέσον πάντα να υπολείπονται γιατί δεν είναι τα δικά σου, όσο αλληλογραφούσες ταυτίστηκες, έκανες τις προβολές σου και περίμενες αλλά αυτό που περίμενες δεν υπάρχει για αυτό και η απογοήτευση. Είναι όμως κι αυτή μια άκρως ενδιαφέρουσα εμπειρία και είναι και το θέμα ενός μελλοντικού μου βιβλίου, όπου το internet θα λειτουργεί και ως devilnet –κυριολεκτικά και μεταφορικά: Οι δαίμονες χωρίς πρόσωπο δεν είναι και τόσο τρομακτικοί και ασκούν έλξη σε ανύποπτα πλάσματα αλλά βέβαια αποδεικνύεται τρομακτική η συνάντηση εκτός της οθόνης, όλα διαλύονται, ίσως για το καλύτερο. Η βία είναι η μαμή της γνωριμίας με το πραγματικό. Αυτό είναι το θέμα μου.
6. Ποιος από τους συγγραφείς που μεταφράσατε είναι εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στη συγγραφική σας διαδρομή και για ποιους λόγους;
Νομίζω το Ορλάντο της Βιρτζίνια Γουλφ γιατί το κείμενο ήταν απαιτητικό και με έβαλε σε διαδικασία ανακάλυψης πηγών και τρόπων απόδοσης που δεν ήταν εύκαιρες και διαθέσιμες σε μένα, μεταφοράς δύσκολων και ανείπωτων εννοιών και καταστάσεων. Το βιβλίο μου ζητούσε περισσότερα από όσα μπορούσα να προσφέρω και επιπλέον τα διεκδικούσε. Χρειάστηκε να υπερβώ κάποια όρια και να δοκιμαστώ ποικιλοτρόπως καθώς άρχισα να βιώνω τη δυσκολία ως χρέος. Γι’ αυτό και νομίζω πως με επηρέασε, όπως και η Ματωμένη Κάμαρα της Άντζελα Κάρτερ.
Αυτά τα δυο βιβλία με επηρέασαν και με άλλαξαν γιατί με δυσκόλεψαν και η συγκατοίκηση μαζί τους ήταν μια κατάσταση πολιορκίας και δοκιμασίας.
7. Μεταφράσατε δύο βιβλία του Πίτερ Κάρεϊ. Ειδικά ο Πλαστογράφος έμοιαζε δαιδαλώδης στα νοήματα του και πολύπλοκος όσον αφορά τη γραφή. Βάλατε κάποια προσωπικά στοιχεία στη μετάφραση ή μείνατε εντελώς πιστή στη γραμμή του αρχικού κειμένου;
Όχι ο Κάρεϊ δεν απαίτησε από μένα αυτά που διεκδίκησαν οι δυο κυρίες που προανέφερα και ούτε νομίζω πως έβαλα προσωπικά στοιχεία στη μετάφραση. Η γραφή του Κάρεϊ είναι μια σύγχρονη γραφή που έχει μεν το ύφος της αλλά δεν αγγίζει το άρρητο όπως η μεγάλη λογοτεχνία.
Αυτό είναι ένα γενικότερο θέμα που δεν είμαι σε θέση να απαντήσω, γιατί πρόκειται για ένα νεοελληνικό φαινόμενο. Θα πρέπει να εξετάσουμε το γιατί η Ελλάδα είναι συντηρητική, γιατί οι εξελίξεις αργούν να μας επηρεάσουν και γιατί σε θέματα τέχνης είμαστε κακοί αντιγραφείς, λάτρεις των κλισέ με κυρίαρχη νοοτροπία αυτή του ελάχιστου κόπου και του μεγίστου κέρδους. Η τρομοκρατία και το ιντερνέτ δεν είναι θέματα προκλητικά είναι καθημερινά. Ίσως υπάρχει και ο φόβος ενασχόλησης με το καθημερινό, το τετριμμένο, το απτό και η μετατροπή του σε κάτι άλλο, κάτι το οικουμενικό, ίσως να ψάχνουν για κάτι που να μοιάζει με πιο υψιπετές. Εικασίες μόνο μπορώ να κάνω. Γιατί δεν ρωτάς και κάποιον άλλο;
9. Το γεγονός της εμπλοκής σας με ποικίλες μορφές στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας, της συνεργασίας σας με πολλούς εκδοτικούς οίκους σας δίνει ένα πλεονέκτημα έναντι κάποιων συναδέλφων σας με τους οποίους ενδεχόμενα ξεκινήσατε από την ίδια περίπου αφετηρία την πορεία σας;
Δεν καταλαβαίνω σε τι είδους πλεονεκτήματα αναφέρεσαι. Εργάζομαι σκληρά και συνειδητά κι αυτό δεν έχει σχέση ούτε με εκδότες ούτε με ομάδες. Εργάζομαι για να επιβιώσω και μιλάω τόσο για τη βιολογική όσο και για τη συναισθηματική και πνευματική επιβίωσή μου.
10. Συμφωνείτε με την άποψη που ακούγεται ή γράφεται συχνά τον τελευταίο καιρό ότι παρά το εύρος της παραγωγής της τα τελευταία χρόνια η ελληνική λογοτεχνία είναι στην πραγματικότητα φτωχή σε ταλέντο και στείρα σε έμπνευση;
Όχι δεν συμφωνώ. Απλώς είναι λίγα τα καλά βιβλία της παραγωγής, αλλά αυτό συνέβαινε πάντοτε. Οι έλληνες συγγραφείς πρέπει να απεγκλωβιστούν από την πίεση των εκδοτών για υψηλές πωλήσεις και να τολμήσουν να εκτεθούν περισσότερο. Να ρισκάρουν και να δοκιμαστούν και φυσικά να δουλέψουν σκληρότερα, να απομακρύνουν το άγχος της «τακτής παρουσίας» και του νόμου της αγοράς. Ένα καλό βιβλίο μπορεί να πάρει και χρόνια να γραφεί, δεν είναι είδος άμεσης κατανάλωσης και απόσβεσης. Χρειάζεται η ψυχική και υλική συνδρομή ενός επιδέξιου και έμπειρου «πληρώματος»- πίστη, αντοχή, ευαισθησία, σθένος, ρίσκο, αυτοθυσία- και φυσικά εμπιστοσύνη ...στο πλήρωμα του χρόνου. Αυτά.