Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Monday, December 04, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας....part 76

'Οσες Κυριακές η στήλη της κ.Αμάντας Μιχαλοπούλου καταπιάνεται με λογοτεχνικά θέματα στην Καθημερινή πάντοτε αποτελεί ''τροφή για τη σκέψη'' και δίνει αφορμή για προβληματισμούς (τουλάχιστον σε μένα). Αυτή την Κυριακή, καταπιάστηκε με το θέμα των λογοτεχνικών βραβείων που θεωρητικά μπορεί να απασχολεί μια μειονότητα συγγραφέων αλλά εικάζω ότι έχει και ένα ευρύτερο ενδιαφέρον. Αναδημοσιεύω, λοιπόν, το σχόλιο με τον τίτλο ''Περί βραβεύσεων'' ελπίζοντας ότι θα δώσει αφορμή για ένα γύρο συζητήσεων. Προσωπικά το θεωρώ εξαιρετικά ειλικρινές στα θέματα που αφορούν την ίδια την κ.Μιχαλοπούλου:
''Στα τέλη Οκτωβρίου η αγγλική εφημερίδα «Γκάρντιαν» δημοσίευσε τρισέλιδο ρεπορτάζ για το εκτόπισμα των βρετανικών λογοτεχνικών βραβείων στις πωλήσεις και στο προφίλ ενός συγγραφέα: Βραβεία όπως το Οραντζ, ή το Μπούκερ που συνήθως εκτοξεύουν στα ύψη τις πωλήσεις ενός βιβλίου και δημιουργούν αντίστοιχη έκρηξη στην ευρωπαϊκή, αν όχι στην παγκόσμια βιβλιοαγορά. Στη μικρή μας χώρα τα βραβεία αυξάνονται επίσης χωρίς αντίστοιχο εκτόπισμα. Ωστόσο, ο αριθμός τους δηλώνει κάτι. Την υποκίνηση του ενδιαφέροντος για τη λογοτεχνία που δεν είναι θεσμική, ούτε βασίζεται σε μεγάλους χορηγούς. Κι επίσης την υποκίνηση ενός διαλόγου.
Στην Αγγλία, τη Γερμανία και τις υπόλοιπες μεγάλες αγορές τα βραβεία έχουν εχθρούς και φίλους. Φίλοι των λογοτεχνικών βραβείων είναι συνήθως οι βραβευμένοι ή όσοι διακατέχονται από την ψυχολογία του πρώτου μαθητή. Εχθροί είναι όσοι δεν βραβεύτηκαν ποτέ (όπως ο Μάρτιν Εϊμις για παράδειγμα) και όσοι πιστεύουν ότι η λογοτεχνία βραβεύει ενδογενώς, άρα δεν έχει ανάγκη από συστήματα επιλογής.
Καθώς ανήκω στους συγγραφείς που έχουν βραβευτεί από περιοδικά, μπορώ να μιλήσω προσωπικά. Το βραβείο του περιοδικού Ρεύματα είχε διευκολύνει τη διαδικασία έκδοσης του πρώτου μου βιβλίου, πριν από δώδεκα χρόνια. Αποκόμισα επίσης μια πένα με ένα περιελισσόμενο φίδι με πολύ αστραφτερά μάτια (κάποιος πολύτιμος λίθος) και ένα χρόνιο αίσθημα δυσπιστίας. Κάποιοι είχαν ισχυριστεί τότε ότι οι διαγωνισμοί τέτοιου είδους είναι λίγο πολύ στημένοι. Δεν είχαμε ακόμη σχετική πείρα και κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία φάνταζε ύποπτη. Το βραβείο του Διαβάζω, αργότερα, ικανοποίησε το απωθημένο μου για τα βιβλία που κυκλοφορούν με μια κόκκινη ταινία με τις λεπτομέρειες της βράβευσης – κάτι που θύμιζε σημειολογικά το βραβείο Γκονκούρ με το οποίο εμείς, οι γαλλόπληκτοι, μεγαλώσαμε. Στη συνέχεια πράγματι μεγαλώσαμε. Δεν είχαμε ανάγκη τα βραβεία κι έτσι, ως γενιά, βρεθήκαμε στη θέση της κριτικής επιτροπής. Οσες φορές έκτοτε έφτασαν στα χέρια μου χειρόγραφα νέων συγγραφέων ένιωθα ότι ψαχουλεύω αδιάκριτα τον ιδιωτικό και κάπως ασυνάρτητο ακόμη κόσμο νέων που είχαν περισσότερες φιλοδοξίες από εμπειρίες. Ενιωθα ότι παρατηρώ τον μετεφηβικό εαυτό μου.
Σήμερα τα βραβεία δεν επιβραβεύουν μόνο πρωτοεμφανιζόμενους. Απονέμονται σε βιβλία που έχουν ήδη κυκλοφορήσει. Ορισμένα μάλιστα προτείνονται από τους ίδιους τους εκδότες (όπως εκείνο του περιοδικού (Δε)κατα») που ξανακερδίζουν έτσι κάτι από την υπόληψη του παλιού εκδότη, ο οποίος υπερασπιζόταν τις επιλογές του πληρώνοντας κυριολεκτικά και συμβολικά γι’ αυτές. Ο Ντίνος Σιώτης υποχρέωσε τους εκδότες να πληρώνουν τριάντα ευρώ για κάθε πρόταση που υποβάλλουν στην κριτική επιτροπή. Βρήκε κι έναν έξυπνο τρόπο να πληρώσει με το ποσό που θα συγκεντρώσει τους κριτές του βραβείου που συνήθως στην Ελλάδα κάνουν αυτή την τόσο κοπιαστική δουλειά για την τιμή των όπλων και της λογοτεχνίας του μέλλοντος.
Η σημειολογία των βραβείων έχει λοιπόν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα ίδια τα βραβεία. Το «Να ένα μήλο» προκρίνοντας μια αβάσταχτη δημοκρατία ζητάει σε όλους εμάς τους ευκαιριακούς ή συστηματικούς συνεργάτες του να επιλέξουν ένα βιβλίο από την παραγωγή του 2006. Το «Διαβάζω» ανανεώνει τα μέλη της κριτικής του επιτροπής. Το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ και του ΣΚΑΪ ουσιαστικά επισημοποιεί τη σχέση αναγνωστών και (κυρίως) μπεστ σέλερ, αναγορεύοντας τους αναγνώστες σε ερασιτέχνες κριτικούς. Ολες οι ιδέες είναι καλές και πρωτότυπες και όλα τα βραβεία, αν το προσέξουμε, ενσαρκώνουν μια επιθυμία δημοκρατικής ζωής. Από αυτή την άποψη εναντιώνονται στα κρατικά βραβεία που δεν βραβεύουν πρωτοεμφανιζόμενους, για παράδειγμα. Το κύρος σχετίζεται με την ηλικία – κατά τη γνώμη του υπουργείου Πολιτισμού.
Ακόμη κι αν τα βραβεία είναι μια ουτοπία έχουμε ανάγκη από την ανύψωση ηθικού που προσφέρουν, από τη συζήτηση που ανοίγουν. Κι επειδή όπως φαίνεται τα περιοδικά θα είναι οι κύριοι μέτοχοι σε αυτό το παιχνίδι για αρκετά ακόμη χρόνια καλό θα ήταν να μη μιμηθούν τις μεγάλες αγορές βραβεύοντας τα βιβλία που σοκάρουν ή ανοίγουν απλώς ένα θεματολογικό ορίζοντα που προσφέρεται για ψιλοκουβέντα. Οπως είπε ο Παμούκ, ανοίγοντας την 18η Ευρωπαϊκή Συνάντηση Πολιτιστικών Περιοδικών, μιλώντας εκ μέρους της Τουρκίας: «Ας αγαπάμε τους γείτονές μας, την Ελλάδα, το Ιράν, τη Συρία. Αλλά ας μην εγκαταλείψουμε τους δικούς μας προβληματισμούς ανησυχώντας για το τι θα σκεφτούν οι γείτονες». Το γράφω αυτό επειδή είμαστε ιδιαίτερα επιρρεπείς στα σχόλια κάθε γείτονα, και κυρίως κάθε αγοράς που μας ξεπερνά''.
Comments:
Γράφω χωρίς να το επεξεργαστώ καθόλου….

Έχεις υποστηρίξει κατά καιρούς ότι αρκετά καλά βιβλία μένουν στην αφάνεια.
Γιατί δεν καθιερώνεις μια λίστα ή ένα βραβείο γι αυτά τα βιβλία(πχ μια φορά το χρόνο). Η κριτική επιτροπή μπορεί να καταρτιστεί από καταξιωμενους bloger-λογοτέχνες.
Κι ας είναι το βραβείο ή λίστα αυτή (που θα προκύπτει από το νέο μηντιακό φρούτο, τα blog)

όχι ως μια απλή πιστοποίηση, ενός καλού βιβλίου

αλλά κάτι σαν τα ανεξάρτητα κινηματογραφικά φεστιβάλ

που επιδιώκουν να βγάλουν καλές ταινίες απ την αφάνεια…

Σλόγκαν:
«Βγάλτε τα καλά βιβλία απ την αφάνεια!»

Ήταν μια συνειρμική ιδέα της στιγμής που μπορεί να είναι και μεγάλη βλακεία αλλά τσάμπα είναι και γι αυτό την πέταξα στον πάγκο με τα ζάρια…
 
Καλημέρα Αναγνώστη,
Καλά είναι τα βραβεία.
Ωστόσο δεν ξεχωρίζουν τα καλά βιβλία, αλλά τα τυχερά βιβλία.
Δηλαδή αυτά που κατά τύχη έφτασαν στα χέρια κάποιου, που ανήκει στο κύκλωμα του βιβλίου. Κανονικά εμάς τους κοινούς αναγνώστες δεν θα πρέπει να μας αγγίζουν ούτε να μας επηρεάζουν. Εμείς θα πρέπει ακάθεκτοι να αγοράζουμε και να διαβάζουμε βιβλία ανεξάρτητα από τους επαΐοντες, γιατί τότε μόνο θα δίνουμε την ευκαιρία σε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν.
Μας λέει η κ. Μιχαλοπούλου: «Το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ και του ΣΚΑΪ ουσιαστικά επισημοποιεί τη σχέση αναγνωστών και (κυρίως) μπεστ σέλερ, αναγορεύοντας τους αναγνώστες σε ερασιτέχνες κριτικούς», εμένα μου φτάνει στα αυτιά μου, σαν η κριτική ενός βιβλίου από τον επαγγελματία κριτικό να είναι ο αυτοσκοπός, ενώ αντίθετα εμείς οι Αναγνώστες, σαν να είμαστε ανίκανοι να έχουμε δική άποψη ανεξάρτητη από το σινάφι των απανταχού κριτικών.
Κατά την γνώμη μου, για να αποκτήσουν τα κάθε είδους βραβεία, κάποια αξία, θα πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των βιβλίων από το οποίο το βραβευμένο βιβλίο επιλέχθηκε. Διότι αν γράφονται 1000 βιβλία το χρόνο, αναγιγνώσκονται από τους κριτικούς τα 100 και βραβεύονται τα 5, Τι αντιπροσωπεύουν τα 100 μπρός τα 1000? Μπορεί η σχέση να είναι ακόμη χειρότερη. Άδικο έχω?
Ο vita mi ρίχνει στο πάγκο με τα ζάρια ένα καλό σλόγκαν. Βγάλτε τα καλά βιβλία από την αφάνεια. Ομως μου μοιάζει πολύ δύσκολο, γιατί τα βιβλία είναι τόοοοοσα πολλά και αυτό είναι καλό!! Οχι κακό, όπως λ.χ. το σλόγκαν "έχουμε πολλούς γιατρούς, ας τους βάζουμε να δουλεύουν νύχτα-μέρα, άλλη επιλλογή δεν έχουν".
 
Θα ήθελα να θίξω ένα άλλο θέμα,που έχει σχέση με το νέο (;) -καθώς κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη- τελευταίο, έστω, βιβλίο της συγγραφέως Ιωάννας Καρυστιάνη "Σουέλ". δεν έχω προσέξει κάποια αναφορά στο blog για το εν λόγω βιβλίο και μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι από μερίδα κριτικών, ελάχιστοι έχουν γράψει κάτι γι΄αυτό, έχουν αδικήσει την κυρία Καρυστιάνη. το βιβλίο ξεκίνησα να το διαβάζω χθες και δε μπορώ να εκφέρω ολοκληρωμένη άποψη.
Θεωρώ ότι η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη είναι η συγγραφέας των τελευταίων μας χρόνων. Είναι η κυρία, που μας ξαναγύρισε στη λογοτεχνία, μαζί με κάποιες άλλες ομοτέχνους της, για να μας επανασυνδέσει μαζί της και, κυρίως, να μας υπενθυμίσει ότι οι απολαύσεις από την καλή λογοτεχνία ήταν και είναι πάντοτε υψηλές.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη, που δεν αγαπά τις δημόσιες εμφανίσεις και αρκείται σε ελάχιστες επί της ουσίας συνεντεύξεις είναι η συγγραφέας -για όσους δε γνωρίζουν και θα ήθελαν να μάθουν-και των βιβλίων «Η κυρία Κατάκη», «Η Μικρά Αγγλία»,«Κοστούμι στο χώμα», "Ο Άγιος της Μοναξιάς" και του κινηματογραφικού σεναριού "Νύφες".

Σουέλ είναι το βουβό κυμάτισμα του ωκεανού. Εκεί που δεν υπάρχει στεριά και μπορείς να κρύψεις καλά τα μυστικά σου. είναι ένα μυθιστόρημα για έναν άνθρωπο που επί δώδεκα χρόνια ζει σ’ ένα πλοίο, μακριά από την οικογένειά του, και βλέπει τη ζωή του να χαράσσεται ερήμην του.
θα ρουφήξω και τις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου και θα επανέλθω...
 
Θα ήθελα να θίξω ένα άλλο θέμα,που έχει σχέση με το νέο (;) -καθώς κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη- τελευταίο, έστω, βιβλίο της συγγραφέως Ιωάννας Καρυστιάνη "Σουέλ". δεν έχω προσέξει κάποια αναφορά στο blog για το εν λόγω βιβλίο και μου έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι από μερίδα κριτικών, ελάχιστοι έχουν γράψει κάτι γι΄αυτό, έχουν αδικήσει την κυρία Καρυστιάνη. το βιβλίο ξεκίνησα να το διαβάζω χθες και δε μπορώ να εκφέρω ολοκληρωμένη άποψη.
Θεωρώ ότι η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη είναι η συγγραφέας των τελευταίων μας χρόνων. Είναι η κυρία, που μας ξαναγύρισε στη λογοτεχνία, μαζί με κάποιες άλλες ομοτέχνους της, για να μας επανασυνδέσει μαζί της και, κυρίως, να μας υπενθυμίσει ότι οι απολαύσεις από την καλή λογοτεχνία ήταν και είναι πάντοτε υψηλές.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη, που δεν αγαπά τις δημόσιες εμφανίσεις και αρκείται σε ελάχιστες επί της ουσίας συνεντεύξεις είναι η συγγραφέας -για όσους δε γνωρίζουν και θα ήθελαν να μάθουν-και των βιβλίων «Η κυρία Κατάκη», «Η Μικρά Αγγλία»,«Κοστούμι στο χώμα», "Ο Άγιος της Μοναξιάς" και του κινηματογραφικού σεναριού "Νύφες".

Σουέλ είναι το βουβό κυμάτισμα του ωκεανού. Εκεί που δεν υπάρχει στεριά και μπορείς να κρύψεις καλά τα μυστικά σου. είναι ένα μυθιστόρημα για έναν άνθρωπο που επί δώδεκα χρόνια ζει σ’ ένα πλοίο, μακριά από την οικογένειά του, και βλέπει τη ζωή του να χαράσσεται ερήμην του.
θα ρουφήξω και τις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου και θα επανέλθω...
 
Μικρέ πρίγκηπα, μάλλον δεν περιηγηθήκατε αρκετά στην μπλογκόσφαιρα. Στα μπλογκς -εκτός από το δικό μου, για να μην περιαυτολογώ και έχουμε διαμαρτυρίες στο μπλογκ του reader αναίτιες- του Αθήναιου, της Αναγνώστριας, του Νίκου Ξυδάκη έχουν αναρτηθεί σχετικά ποστ μπορείτε να τα αναζητήσετε αφού ενδιαφέρεστε.
 
@vita
Tα ζάρια έχουν πέσει προ καιρού αγαπητέ μου. Τον περασμένο Ιανουάριο ακριβώς στη λογική που γράφεις ’’Βγάλτε τα βιβλία από την αφάνεια’’ είχα ανεβάσει μια λίστα με τα δέκα πιο αδικημένα βιβλία του 2004 (δυστυχώς το ποστ χάθηκε μαζί με 6-7 άλλα όταν είχα αποφασίσει να διαγράψω το μπλογκ αργότερα) με νούμερο 1 αδικημένο βιβλίο τους Ακριβάτες του χρόνου (Πολυχρόνης Κουτσάκης, εκδόσεις Μίνωας) που νομίζω -χωρίς διάθεση να περιαυτολογήσω- ότι ξαναβγήκε στην επιφάνεια χάρη στην επιμονή μου και τις συχνές αναφορές. Παράλληλα, υπήρχαν και τα...χρυσά βατόμουρα, τα πέντε βιβλία που έτυχαν μεγάλης εμπορικής αποδοχής και κατά την προσωπική μου άποψη άξιζαν λιγότερα (στο νούμερο ένα το Δύο μέρες του ξαφνικά ΚΑΙ συγγραφέα Χρ. Παπακαλιάτη). Τα ίδια θα επαναληφθούν με μεγαλύτερες λίστες και φέτος. Θα ξεκινήσω σε λίγες μέρες τη δημοσίευση των πιο αδικημένων βιβλίων της χρονιάς και αντίστοιχα των πιο υπερτιμημένων.
Επίσης τα ζάρια έχουν πέσει αφού εδώ και αρκετούς μήνες υπάρχουν οι ψηφοφορίες των επισκεπτών του μπλογκ για τα καλύτερα βιβλία κάθε μήνα. Νομίζω ότι τα βιβλία που έχουν μπει σ’ αυτές τις ψηφοφορίες κατά διαστήματα είναι αρκετά ενδεικτικά όλων των τάσεων στην αγορά βιβλίου. Και φυσικά μόλις ολοκληρωθούν οι τρέχουσες ψηφοφορίες με βάση τα συνολικά αποτελέσματα θα υπάρχει και το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς ψηφισμένο από τους επισκέπτες του μπλογκ. Αν προσθέσεις ότι κάποια στιγμή με βάση και τις δικές μου κριτικές θα κάνω και ένα προσωπικό ΤΟΠ για το 2005 νομίζω ότι όλα αυτά αρκούν...Γιορτή να κάνω για να απονεμηθούν βραβεία δε νομίζω, άσε που δεν διαθέτω χορηγό και προτιμώ να...επιχορηγώ συγγραφείς με την αγορά των βιβλίων τους. Σε κάλυψα;
 
@ange-ta
Ο προβληματισμός αυτός ήταν ακριβώς ο λόγος που οδήγησε στη δημιουργία του συγκεκριμένου μπλογκ πριν από ένα χρόνο. Για πολύ καιρό διάβαζα βιβλία τα οποία ποτέ και για κανένα λόγο δεν τύγχαναν αναφοράς στον τύπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις αναζητώντας κάποια βιβλία σε βιβλιοπωλεία αισθανόμουν σαν να τα ήξερα εγώ και ο...δημιουργός τους! Και κανείς άλλος...
Σέβομαι απεριόριστα τους ειλικρινείς κριτικούς που γράφουν ’’λυπάμαι τόσα βιβλία προλαβαίνω να διαβάσω’’. Δεν σέβομαι τους όχι και λίγους που γράφουν διαβάζοντας διαγώνια ή κάνοντας τη λεγόμενη power ανάγνωση και ακόμη περισσότερο δεν σέβομαι εκείνους που διαβάζουν ΜΟΝΟ συγκεκριμένους συγγραφείς είτε γιατί ανήκουν στον κύκλο τους, είτε γιατί εκδίδουν τις δουλειές τους στον εκδοτικό οίκο που συνεργάζεται και ο(η) κριτικός! Και δυστυχώς η πρώτη κατηγορία έχει ελάχιστα μέλη ενώ το δεύτερο κλαμπ είναι πολυπληθές. Γι’ αυτό κατέληξα να σέβομαι την άποψη όλων κι όλων 2-3 κριτικών.
 
@mikros prigipas
Θα με κάνεις να απολογηθώ λες και είμαι...κριτικός! Παρότι με την απάντησή της με καλύπτει απόλυτα η κυρία Σταυρούλα Σκαλίδη να σου γράψω ότι έχω μπροστά μου μια στοίβα με καινούγια βιβλία. Καινούργια Σώτη, καινούργιο Κουμανταρέα, καινούργιο Σουρούνη, δύο τρεις λιγότερο γνωστούς που τους φυλάω για έκπληξη, 3-4 αξιόλογα βιβλία ξένων συγγραφέων (μπορεί να μην γράφω για αλλοδαπούς δημιουργούς στο μπλόγκ αλλά δεν σημαίνει ότι δεν τους διαβάζω κιόλας) συν 4-5 βιβλία που μου έχουν ξεμείνει και θέλω να τα διαβάσω οπωσδήποτε. Σημείωσε ότι ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ επαγγελματίας κριτικός, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να κάνω και κάτι για να ζω, ότι έχω και κοινωνική ζωή κλπ κλπ. Επίσης και αυτό είναι το σημαντικότερο απ΄ όλα ΔΕΝ ΣΚΟΠΕΥΩ μετά από μια ολόκληρη ζωή να απεμπολήσω το δικαίωμα της απόλαυσης που μου προσφέρει η ανάγνωση για να προλαβαίνω να γράψω στο μπλογκ. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν ουκ ολίγα βιβλιοφιλικά μπλογκ (πριν από ένα χρόνο υπήρχε μόνο ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής που γράφει σπάνια και ο Αλέξης Σταμάτης που ασχολείται με δεκάδες θέματα πέραν των λογοτεχνικών αναζητήσεων και προβληματισμών) και επειδή δεν λειτουργώ ανταγωνιστικά με κανένα συν-μπλογκερ κάπου αλλού θα βρεις γνώμη για το Σουέλ. Στο μέλλον ίσως ασχοληθώ. Επίσης, και αυτό αποτελεί πρόταση όχι μόνο σε σένα αλλά και σε οποιονδήποτε άλλο το μπλογκ είναι ανοικτό για να εμφανιστούν κριτικές (αρκεί ένα μέιλ) αναγνωστών πέραν των δικών μου.
 
@scalidi
Thanx κυρία μου με καλύψατε απόλυτα για μια ακόμη φορά.
 
Βεβάιως, βεβαίως...
 
To σχόλιο δεν είναι δικό μου. Εφτασε σε μένα μέσω mail από τον κύριο Γιάννη Κ. που δεν είναι blogger αλλά από ότι μου γράφει παρακολουθεί τακτικά το blog μου και ήθελε να τοποθετηθεί στο σχόλιο της Αμάντας Μιχαλοπούλου περί βραβείων. Ιδού η ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του:
΄΄Φίλτατε αναγνώστη,

Είχα διαβάσει κάπου-κάποτε για ένα
βραβείο λογοτεχνίας στην Αγγλία (αν δεν
απατώμαι) που δίνεται στο καλύτερο
ΔΕΥΤΕΡΟ μυθιστόρημα τον συγγραφέων !!! Η
αιτιολογία ήταν ότι το πρώτο το γράφεις από
την γέννηση μέχρι την πόρτα του εκδότη
(δηλαδή τουλάχιστον 20 - 30 - 40 χρόνια και
βάλε...) ενώ το δεύτερο γράφεται από την
στιγμή που ολοκληρώνεις το πρώτο και
πας για άλλα (δηλαδή μήνες έως λίγα
χρόνια .....)

Την βρήκα ενδιαφέρουσα σαν ιδέα και
μάλλον αν τα βραβεία αποτελούν και
δείκτη των συγγραφέων στο λογοτεχνικό
σύμπαν που 'θα πρωταγωνιστήσουν' στο μέλλον
(τι άχαρο ρήμα μιλώντας για την γραφή...),
μάλλον θα τολμούσα να πω και πιο
έγκυρη...

Αφήνω στην κρίση του καθενός, με χρήση
παραδειγμάτων από ντόπια και πρόσφατη
λογοτεχνική παραγωγή, να σκεφτεί
παραδείγματα και αντι-παραδείγματα...

Χαιρετώ / Γιάννης Κ.’’
 
Και ένα δεύτερο σχόλιο του ιδίου (Γιάννης Κ.) σχετικά με το θέμα: Πολλοί κρύφο-λογοτέχνες (το κρυφό χωρίς
καμία αρνητική χροιά) διακατέχονται από μια αγωνία έκδοσης (ή και βράβευσης)
- απόλυτα θεμιτό και κατανοητό - χωρίς όμως να διακρίνουν ότι το γράψιμο αποτελεί
στάση ζωής και διαδρομή, και η εμφάνιση διάτοντων αστέρων αφήνει πάντα μια
γλυκόπικρη γεύση στο στόμα....
 
Post a Comment



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?