Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Saturday, December 09, 2006

 

Λογοτεχνία και πολιτική

Εξαιρετικές ήταν και οι τρεις εισηγήσεις των συγγραφέων για ισάριθμα θέματα συζήτησης στην 4η συνάντηση εργασίας νέων συγγραφέων που έγινε πριν από μερικές μέρες στο Ναύπλιο. Επειδή, και τα τρία θέματα είναι γενικότερου ενδιαφέροντος και μπορούν να εγείρουν συζητήσεις και μεταξύ των επισκεπτών του blog είχα υποσχεθεί να τα αναρτήσω. Κάνω αρχή σήμερα με την εισήγηση της Μαρίας Σούμπερτ με θέμα το πολιτικό πρόσωπο του συγγραφέα. ’’Έχει σημασία να τοποθετείται ο απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του; Με αφορμή τη σιωπή της παγκόσμιας διανόησης για τον βομβαρδισμό του Λιβάνου και με την παραδοχή του Γκύντερ Γκρας ότι στα νιάτα του υπήρξε μέλος της ναζιστικής νεολαίας», είναι το ξεκίνημα της τοποθέτησης. Και το κείμενο της κ.Σούμπερτ συνεχίζει:
΄΄Όταν γράφοντας την εισήγηση αυτή, μιλώντας με μία φίλη μου στο τηλέφωνο, της ανακοίνωσα γεμάτη υπερηφάνεια τον τίτλο του θέματος, εκείνη με ρώτησε με καθαρή απορία και αφέλεια: «Γιατί, έχει πολιτικό πρόσωπο ο συγγραφέας;». Φυσικά δεν αναφερόταν στα πιστεύω του, αλλά στην γενικότερη εικόνα που θέλει σήμερα τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους, αποστασιοποιημένους από την καθημερινότητα και την πολιτική, τους θέλει φιγούρες μποέμ, φιγούρες βαριές, χαμένες πίσω από χοντρές τουλίπες καπνού, να συζητούν για θέματα διανόησης, και τι εννοούσε ο τάδε λογοτέχνης ή φιλόσοφος λέγοντας αυτό ή κάνοντας το άλλο. Άλλωστε από την περίοδο της μεταπολίτευσης, την εποχή όπου κάθε πτυχή της καθημερινότητας και της τέχνης εκφραζόταν με πολιτικούς όρους, με την άνοδο του πολιτικού λόγου και προσώπου, έχουμε καταλήξει σήμερα σε μια αναλόγως αντίστροφη κατάσταση, κατά την οποία ο συγγραφέας είναι το πλέον α-πολιτικό πρόσωπο. Τις περισσότερες φορές δεν έχει κανένα απολύτως πρόσωπο.
Για να μιλήσουμε όμως για την πολιτική, θα πρέπει πρώτα να την ορίσουμε. Με τον όρο πολιτική εννοείται το σύνολο των διαδικασιών, μέσω των οποίων ομάδες ανθρώπων οργανώνονται και λειτουργούν, προκειμένου να λαμβάνουν αποφάσεις και να παρέχουν κατευθύνσεις σε θέματα διοίκησης ή διακυβέρνησης σε διάφορους τομείς δραστηριοτήτων. Ή αλλιώς όπως έθεσε τον ορισμό ο Μακιαβέλι, περίπου στα 1515: «Πολιτική είναι το σύνολο των μέσων, τα οποία είναι απαραίτητα, προκειμένου να έρθει κανείς στην εξουσία, να κρατηθεί στην εξουσία και να χρησιμοποιήσει με τον ωφελιμότερο τρόπο την εξουσία». Οποιοσδήποτε λοιπόν ασχολείται με την πολιτική, έχει πολιτικό λόγο.
Για να προχωρήσουμε έπειτα στην κατάληξη αν ένας συγγραφέας πρέπει να έχει πολιτικό πρόσωπο, πρέπει πρώτα να αναλογιστούμε ποιος είναι ο πρωταρχικός του ρόλος. Σημασία σε πρώτη φάση πρέπει να έχει το έργο του, αλλιώς δεν τον κρίνουμε ως δημιουργό, αλλά ως τον οποιονδήποτε που έχει κάποια άποψη. Μια συνηθισμένη παρεξήγηση είναι άλλωστε και η τάση να δίνουμε περισσότερη σημασία στο άτομο παρά στο έργο του· καλώς ή κακώς η τέχνη σήμερα περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον καλλιτέχνη.
Ο συγγραφέας είναι ο ενδιάμεσος της σκέψης και της γραφής. Είναι ο άνθρωπος που ναι μεν καταγράφει μια ιστορία, πόσο κινεί όμως ο ίδιος την ιστορία; Πόσο είναι ο ίδιος πάντα κυρίαρχος της εξέλιξης; Από ένα σημείο και έπειτα η πλοκή, η δράση παίρνει το δικό της δρόμο και εξελίσσεται μόνη της, άρα ο συγγραφέας γίνεται «γραφέας» -κατά τον Μπαρτ-, το μέσο ανάμεσα στην έμπνευση και την γραφή, χωρίς αυτό όμως να τον καταστρατηγεί σαν παρουσία, σαν οντότητα και σαν προσωπικότητα. Κάθε λογοτέχνης γράφει και ακολουθεί μια ιστορία βάση της δικής του εμπειρίας, άρα και της δικής του υπόστασης, αλλιώς όλοι θα μπορούσαν να γράψουν την ίδια ιστορία, με την ίδια αρχή, μέση και τέλος, με τους ίδιους ήρωες. Άρα, πόσο κυρίαρχος είναι σε αυτό το παιχνίδι; Γιατί πρέπει να έχει σημασία η οποιαδήποτε άποψη ενός τέτοιου ανθρώπου; Δεν θα έπρεπε αν έχει κάτι να πει, το εκφράζει μέσα από το έργο του; Γιατί να έχει σημασία ο λόγος του, όταν δεν πρόκειται για έργο; Ας μην εξιδανικεύουμε τη θέση του μετά το πέρας της συγγραφικής δραστηριότητας. Αφ’ ης στιγμής τελειώσει ένα έργο του, ότι είχε να πει το είπε. Σπανίως παραμένει απερίσπαστος από την επικαιρότητα, από την καθημερινότητα, ότι και να γράφει, ότι και να θέλει να πει. Το έργο του είναι αυτό που έχει σημασία. Αυτό που θα μείνει και θα μπορεί να επηρεάσει. Μια συνέντευξη, μία κουβέντα είναι λόγια που θα περάσουν, θα ξεχαστούν. Συνεπώς εάν έχει κάτι να πει για όσα συμβαίνουν, μπορεί να βρει τον τρόπο να τα γράψει· ακόμα κι όταν δεν προσπαθεί να περάσει κάποιο μήνυμα, αυτό συνήθως περνάει από μόνο του. Δεν έχει σημασία αν η ιστορία του είναι σύγχρονη ή αν πρόκειται για ένα ιστορικό αισθηματικό δράμα, με βουκολικές στιγμές. Σημασία έχει πως ως συγγραφέας μπορεί και πρέπει να εκφραστεί μέσα από το έργο του, όπως ο Picasso εκφράστηκε με τη Guernica και ο Beethoven με την Ηρωική Συμφωνία.

Τώρα μπορούμε πια να αναρωτηθούμε, αν και γιατί πρέπει να έχει ένας συγγραφέας πολιτικό πρόσωπο. Για το θέμα αυτό μπορούν να τεθούν περισσότερα ερωτήματα παρά να δοθούν αρκετές απαντήσεις. Αφενός εξαρτάται από την ίδια την κοινωνία και τη φιλοσοφία της, το αν αντιμετωπίζεται η τέχνη με όρους ηθικούς ή με όρους φαντασίας. Στην περίπτωση της λογοτεχνίας, τέχνη θεωρείται το αποτέλεσμα μίας δημιουργίας με λογοτεχνικούς και ποιητικούς όρους. Χωράει λοιπόν η πολιτική στην τέχνη; Και εάν χωράει ποιος θέτει το όριο, μέχρι ποιο σημείο είναι αυτόνομη και που γίνεται στρατευμένη; Είναι η πολιτική σκοπός της συγγραφής και της τέχνης;

Η πολιτική θέση και άποψη ενός ανθρώπου της τέχνης και της διανόησης είναι ένα θέμα σε πρώτο επίπεδο αυστηρά προσωπικό, όπως και κάθε άλλη άποψή του. Το δημόσιο κομμάτι της «ύπαρξης» και του έργου του είναι η ίδια η δουλειά του. Άρα πρέπει μέσα από αυτήν να παρουσιάζει την πολιτική του θέση. Το αν θα κάνει κάποια δήλωση, έγκειται στο δικαίωμά του ως ανθρώπινης ύπαρξης, και άρα ως εκ φύσεως πολιτικού όντος. Αυτό το δικαίωμα όμως το έχουν όλοι.
Πρέπει τότε, να εκφράζεται πολιτικά στα διάφορα μέσα, όταν υπάρχει αφορμή; Από τη μία περιμένουμε από ένα δημόσιο πρόσωπο, και δη του καλλιτεχνικού χώρου, να πάρει θέση απέναντι στα γεγονότα. Πρέπει να αναρωτηθούμε όμως τι περιμένουμε κι εμείς να ακούσουμε. Θα δώσουμε την ίδια σημασία αν μιλήσει για κάποιο πόλεμο, ή αν μιλήσει για το ΙΚΑ, την εφορία και το ΦΠΑ; Και αυτά είναι θέματα πολιτικής, όμως πιστεύω πως θα βαρεθούμε αφόρητα αν κάποιος συγγραφέας αρχίσει να μιλάει για αυτά. Αυτό που ζητάμε τότε είναι κάποιος να πάρει θέση σε θέματα κυρίως ηθικά και λιγότερο καθημερινά και κοντινά σε εμάς. Καλώς ή κακώς ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στο Λίβανο μας σοκάρει, μας τρομάζει και μας εξοργίζει, αλλά δεν το νιώθουμε τόσο καθημερινό και κοντινό όσο το λογαριασμό που θα πρέπει να πληρώσουμε αύριο στην εφορία.
Από την άλλη πλευρά τίθεται βέβαια και το εξής ερώτημα: βρισκόμαστε σε μια εποχή στην οποία έχει σημασία η πολιτική άποψη του συγγραφέα; Δεχόμαστε ότι περνούμε μια φάση παρακμής, είμαστε σε αναμονή για το γεγονός εκείνο που θα προκαλέσει τις πολιτικοκοινωνικές εκείνες καταστάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα προκαλέσουν προβληματισμούς νέους, άρα και άνοδο στην τέχνη και τη διανόηση. Σε αυτή τη φάση λοιπόν, στο «τέλμα», έχει νόημα να προσδιορίζεται κάποιος – ο οποιοσδήποτε- πολιτικά; Υπάρχει πολιτική θέση και τι δύναμη έχει; Θέλω να πιστεύω πως και στις χειρότερες δυνατές καταστάσεις κάθε άνθρωπος θα έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να εκφράζεται πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά. Και ο καλλιτέχνης- λογοτέχνης- διανοούμενος –όπως προαναφέραμε- τοποθετείται στην κατηγορία όλων των ανθρώπων. Δεν μιλάμε για αυτούς ξεχωριστά, παρά μονάχα αν απευθυνόμαστε τους πέντε-δέκα που μπορούν πράγματι να ζουν από το έργο τους και να επηρεάζουν το ευρύ κοινό με το έργο τους. Οι υπόλοιποι κάνουμε το χόμπυ μας, άρα έχουμε τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα όπως κάθε άλλος «κοινός θνητός».

Μπορεί κανείς να πει πως θεωρείται απαραίτητο από έναν συγγραφέα με έντονα πολιτική διάθεση στο έργο του να τοποθετηθεί και δημόσια απέναντι στα πολιτικά γεγονότα. Δεν μπορεί όμως να το απαιτήσει κανείς από κάποιον που ουδέποτε έχει θέσει κάποια πολιτική άποψη. Δεν μας αφορά άλλωστε η άποψη ενός ανθρώπου που δεν έχει ασχοληθεί ποτέ με κάποιο θέμα της πολιτικής και της επικαιρότητας, παρά μονάχα όσο μας αφορά και η άποψη της νοικοκυράς που της παίρνουν συνέντευξη στη λαϊκή για τα θέματα ακρίβειας, του πολιτικού μηχανικού που βρίσκεται ανάμεσα σε μπετά και σκαλωσιές –και βρίζει για την μεταναστευτική πολιτική- και φυσικά των ταξιτζήδων που έχουν άποψη για όλα. Αν μη τι άλλο το τι λέει έκαστος είναι αποκλειστικά και μόνο δική του επιλογή και ευθύνη. Οι λόγοι άλλωστε δημόσιας έκφρασης θα μπορούσαν να είναι πολλοί και διφορούμενοι: οργή και θυμός, αίσθημα αδικίας, ανάγκη κινητοποίησης, ή απλώς επαναφορά στη δημοσιότητα, διαφήμιση.
Από εκεί κι έπειτα, πότε πρέπει να εκφράζεται ένας συγγραφέας; Πρέπει να βγαίνει ξαφνικά και να μιλάει όταν υπάρχει μια κρίση; Όταν συμβαίνουν τα αίσχη; Όταν ένα θέμα αρχίσει να παίρνει τρομακτικές διαστάσεις από τα ΜΜΕ ή θα πρέπει να είναι ενήμερος για την επικαιρότητα κάθε στιγμή, να είναι συνεπής κάθε φορά στις θέσεις του, να είναι γνώστης της πολιτικής και της καθημερινότητας; Και αν έλεγε τα αντίθετα απ’ όσα –θέλω να πιστεύω- εκπροσωπούμε, πως καλά κάνουν και βομβαρδίζουν, πως καιρός ήταν να δοθεί ένα πλήγμα στο Ισλάμ, πώς θα το κρίναμε; Θα είχε τοποθετήσει και πάλι την άποψή του και την πολιτική του θέση. Άρα γιατί δε θα ήμασταν ευχαριστημένοι;
Μήπως αυτό που τελικά περιμένουμε είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων, με αναγνωρισμένο κύρος, απλώς να πει αυτό που δεν μπορούμε να φωνάξουμε όλοι οι υπόλοιποι, γιατί εμάς τους υπόλοιπους κανείς δε μας ακούει;


Φτάνουμε επομένως και στο τελευταίο ερώτημα, το οποίο συνδέεται άμεσα και με το θέμα του Guenter Grass, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου. Επηρεάζει η πολιτική θέση ενός καλλιτέχνη την ποιότητα του έργου του; Το ακυρώνει; Όταν δημιουργείται ξαφνικά ένα θέμα γύρω από το αν ένας συγγραφέας υπήρξε στα νιάτα του μέλος της ναζιστικής νεολαίας και αυτό δημιουργεί σκάνδαλο, οι αιτίες είναι πολλές. Φυσικά δεν μπορεί να έχει σημασία αν ένα παιδί 16 χρονών πήγε στη Waffen SS. Δεν έχει σημασία αν το ίδιο το παιδί πίστευε στα ναζιστικά ιδεώδη ή όχι.
Δεν θα μπορούσα επ’ ουδενί να ταχθώ υπέρ της κατάστασης εκείνης. Σίγουρα όμως θα πρέπει να την αναλύσουμε με βάση τα ιστορικά γεγονότα προκειμένου να την κρίνουμε και να την κατακρίνουμε και να μην παρασυρόμαστε εύκολα από το συναίσθημα. Σίγουρα είναι μεγάλο πλήγμα για όσους είχαν εξιδανικεύσει τον Grass, το γεγονός πως ως έφηβος ανήκε σε μια πραγματικότητα κατακριτέα. Τότε όμως θα πρέπει οι περισσότεροι να είμαστε κατακριτέοι για όσα έχουμε πει και έχουμε κάνει –άλλοι με μεγαλύτερες συνέπειες από άλλους- κατά την εφηβεία μας. Από την άλλη αυτό που μπορούμε να αρνηθούμε άμεσα και κατηγορηματικά είναι η ίδια η διαφημιστική θύελλα που ξεκίνησε το «σκάνδαλο» της ναζιστικής εφηβείας του Grass. Το να χρησιμοποιηθεί το γεγονός αυτό ξαφνικά και τόσο έντονα –με ευθύνη όχι μόνο του συγγραφέα και του εκδοτικού του οίκου, αλλά και των ίδιων των μέσων- είναι εξωφρενικό. Δεν είναι όμως πιο εξωφρενικό από κάθε άλλη προσπάθεια διαφήμισης ενός προϊόντος, το οποίο καλώς ή κακώς δεν απευθύνεται και στο μεγαλύτερο ποσοστό των καταναλωτών. Τότε όμως μιλάμε με όρους οικομονικούς, με όρους αγοράς. Μιλάμε για προϊόν και καταναλωτή και παρ’ ότι αυτή είναι η πραγματικότητα της εκδοτικής –και συχνά συγγραφικής- δραστηριότητας, θέλω ακόμη να πιστεύω πως ο κόσμος είναι ρόδινος, ο ουρανός γαλάζιος και πως η συγγραφή και έκδοση είναι μια καλλιτεχνική διαδικασία.

Κλείνοντας θα ήθελα να πω μονάχα το εξής: Τα παραπάνω είναι ερωτήματα, στα οποία δεν έχω απάντηση. Και αν φαίνεται πως δίνω απαντήσεις, είναι μονάχα για να τα οριοθετήσω κι εγώ στο μυαλό μου, αν και από κάθε προσπάθεια προκύπτουν ακόμη περισσότερα. Όπως όλα σχεδόν τα θεωρητικά ερωτήματα, πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του τόσες παραμέτρους, που μερικές φορές τα ίδια τα όρια είναι δυσδιάκριτα ανάμεσα στο τι θα έπρεπε να γίνει και μέχρι ποιο σημείο.
Η προσωπική μου άποψή πάντως είναι πως κάθε άνθρωπος – και περισσότερο κάποιος με επιρροή στην κοινή γνώμη- θα πρέπει να κρίνει και να κατακρίνει τις φρικαλεότητες που γίνονται στο όνομα της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά και πως το πολιτικό παρελθόν ή παρόν ενός καταξιωμένου από την ίδια την ιστορία καλλιτέχνη- λογοτέχνη- διανοούμενου δεν ακυρώνει το έργο του. Μπορεί να μη μας αρέσει, γιατί δεν θα συμφωνούμε σε αυτά που λέει. Όταν όμως ο χρόνος τον έχει αναγνωρίσει, δεν μπορεί μια στιγμή να τον ακυρώσει.

Μαρία Σούμπερτ*

*Η Μαρία Σούμπερτ εμφανίσθηκε στη λογοτεχνία το 1998 με το μυθιστόρημα ’’Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια’’ (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) και το 2002 από τον Κέδρο κυκλοφόρησε η δεύτερη δουλειά της με τίτλο ’’Club Κυλικείο’’. Είναι 27 ετών, γεννημένη στο Μόναχο και ασχολείται με το θέατρο.
Comments:
Η ανακοίνωση της Σούμπερτ πιο πολύ με έκθεση λυκείου μοιάζει παρά με ζωντανή εκτίμηση από έναν συγγραφέα πάνω στο θέμα. Φυσικά περιμένα να ακούσω τι κάνει σήμερα η φουρνιά των νέων συγγραφέων, αν έχουμε γενικά σήμερα πολιτική λογοτεχνία στην Ελλάδα, αν ο συγγραφέας διαλέγεται μέσω του έργοτ του με το πολιτικό γίγνεσθαι κ.λπ.

Πατριάρχης Φώτιος
 
Η θέση της κυρίας Σούμπερτ, με βρίσκει αρχειακά αντίθετη.
Τι άλλο από πολιτικό περιεχόμενο έχουν τα Έργα των συγγραφέων? Γιατί αυτοί οι ταλαντούχοι άνθρωπο μίλησαν και μιλάνε στη καρδιά μας; Αναμφίβολα υπάρχουν και αυτοί, που ενώ γύρω τους γίνεται ορυμαγδός αυτοί γράφουν για τα μπούτια της Μαρίας, και σίγουρα κάποιοι από αυτούς άφησαν όντως αριστουργήματα. Περίεργο που δε μου έρχεται κανένα στο μυαλό.
Ο άνθρωπος είναι πολιτικό ζώο και η «πολιτική» βγαίνει
από την λέξη πόλη, όπερ εννοούμε κάθε δραστηριότητα που έχει σχέση με τα κοινά. Δηλαδή με ΟΛΑ. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο ιδιώτης στη δύση ταυτίστηκε με τον ηλίθιο. Επομένως ας ξεχάσουμε τον ορισμό του Μακιαβέλι, που κάπως περιορίζει την πολιτική στην άσκηση εξουσίας.
Πώς μπορεί να περνάει σε κάποιον από το μυαλό, ότι ο διανοούμενος ΣΗΜΕΡΑ ασχολείται με φούμαρα; ο ψευτοδιανοούμενος μπορεί!
Μπορεί σήμερα, στα σκοτεινά χρόνια που περνάμε, να έχει απλωθεί κάποια ομίχλη, για το τι λένε και τι κάνουν οι διανοούμενοι, αλλά σίγουρα δεν είναι αυτό που πιστεύει η κ. Σούμπερτ.
Στρατευμένοι καλλιτέχνες είναι σήμερα, πάρα πολλοί. Μα πάρα πάρα πολλοί. Μερικοί παίρνουν και Νόμπελ, αλλιώς η Ακαδημία θα έπρεπε να μοιράσει τα Νόμπελ στο μπακάλη.
Τον καλλιτέχνη τον κρίνουμε για το έργο του. Πολλοί δεν έχουν καν το ταλέντο να μιλάνε δημόσια. Εμείς τα γραφτά του κρίνουμε. Το τι κάνει ιδιωτικά, είναι κάτι άλλο. Όχι αδιάφορο, αλλά άλλο. Αυτό, όμως το κάτι άλλο, ΟΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΠΟΥ ΜΕΧΡΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΕΧΕΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΠΕΡΙ ΑΥΤΟΝ (ΗΝ), τότε μπορεί να θάψει όλο το έργο του και να το πετάξει στη λήθη.
 
Αγαπητοί φίλοι, βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την άποψη του Κλαούντιο Μάγκρις, την οποία και παραθέτω:
"Γράφω για να διαμαρτυρηθώ. Γράφω για βάλω λίγη τάξη σ' αυτόν τον κόσμο που τον εισπράτω με άτακτο & χαώδη τρόπο, γράφω όμως & για να καταστρέψω την ψεύτικη τάξη με την οποία παρουσιάζεται καμιά φορά η πραγματικότητα. Ασχολούμαι με τη μοίρα των άλλων ανθρώπων για να καταλάβω τη δική μου. Ψάχνω έναν λαβύρινθο. Δεν ξέρω τι θα βρώ στο τέλος"
 
Ενδιαφέρουσα η ανακίνηση ενός ζητήματος παλιού και ιδιαίτερα πονεμένου. Κάποιες προσωπικές θέσεις με αφορμή το ποστ:

Στην ομιλία υπολανθάνει μια διάκριση: μεταξύ της πολιτικής θέσης εντός του λογοτεχνικού κειμένου, και της πολιτικής θέσης που διατυπώνει ο δημιουργός του στον εξωκειμενικό του λόγο. Όσο κι αν αυτή η διάκριση διασπά την ενιαία οντότητα που αποτελεί ο συγγραφέας, νομίζω ότι είναι πολύ σωστή και μας δίνει ένα μίτο στην προσπάθεια να προσεγγίσουμε το θέμα.

Ως προς την πολιτική εντός του κειμένου πρώτα. Καμιά φορά ξεχνούμε κάποιες απλές αλήθειες. Η πολιτική, με την ευρύτερη και με τη στενότερη έννοια, είναι κομμάτι της ζωής και του κόσμου˙ η ζωή και ο κόσμος είναι τα αντικείμενα της τέχνης του λόγου. Άρα η πολιτική δεν μπορεί παρά να έχει τη θέση της στη γραφή. Απλώς, πιστεύω, η πρόσληψη και η κρίση ενός βιβλίου πρέπει να γίνονται με όρους πρωτίστως λογοτεχνικούς. (Τονίζω το «πρωτίστως»˙ μια σφαιρική θέαση ενός έργου προφανώς περιλαμβάνει και πολλές ακόμα οπτικές γωνίες). Αν το κρίνουμε με όρους πρωτίστως πολιτικούς, προφανώς το αντιμετωπίζουμε ως πολιτική μπροσούρα. Θέσεις νομίζω κοινότοπες μα αληθινές. (Θα αντιτείνει κανείς «τι σημαίνει λογοτεχνικοί όροι;»˙ άλλο θέμα προς συζήτηση αυτό, μα ξεπερνά τα όρια αυτού του σχολίου).

Μια ακόμα επισήμανση. Καμιά φορά σε τέτοιες συζητήσεις θαρρείς ανακύπτει το δίλημμα «τέχνη ή πολιτική;». Άλλως ειπείν: το συγγραφικό έργο που αναφέρεται άμεσα σε κάποιο φλέγον παγκόσμιο ζήτημα, που έχει τελοσπάντων πιο έντονο πολιτικό περιεχόμενο, είναι «σημαντικότερο» ή «ουσιαστικότερο» από ένα έργο χωρίς πολιτικές νύξεις; Δίλημμα τόσο παλιομοδίτικο - το μυαλό μου μόλις πηγε στα «πουλιά γκλουχάρ» του Ρίτσου, ως εκπροσώπου μιας εποχής ακροτήτων - μα ακόμα ζωντανό. Αυτό νομίζω κρύβεται κάτω από το σχόλιο της ange-ta για όσους έγραψαν "για τα μπούτια της Μαρίας". Η πιο σαφής απάντηση που μπορώ να δώσω είναι η εξής: ένα έργο κρίνεται από την αλήθεια του˙ ο δημιουργός που κατορθώνει να εντοπίσει και να εμφυσήσει λίγη από την αλήθεια του κόσμου στο έργο του έχει κάνει μια πράξη και πολιτικού χαρακτήρα, με την ευρεία βέβαια έννοια. Νομίζω δεν δόθηκε επαρκής προσοχή σ’ αυτή την πτυχή ενός άλλου πρόσφατου γεγονότος, που υπαινίσσεται η ange-ta: του Νόμπελ στον Παμούκ. Ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στο σχόλιό μου στο σχετικό ποστ της 12.10.06 αυτού του μπλογκ για περισσότερα επ’ αυτού.

Δυο λόγια για ένα συγκεκριμένο θέμα, που απασχολεί τα τελευταία ποστ του δικού μου μπλογκ: τη φιλομόφυλη λογοτεχνία, και την πολιτική - κινηματική της διάσταση. Φυσικά κάθε ομοφυλόφιλος συγγραφέας έχει δικαίωμα να προτάξει στο έργο του όλα τα ζέοντα αιτήματα για τα δικαιώματα των γκέι. Όμως δεν είναι αυτό το κεντρικό νόημα της λογοτεχνίας˙ και δεν συζητάμε για γκέι λογοτεχνία με κύριο σκοπό την ενίσχυση του γκέι ακτιβισμού.

Ως προς τον εξωκειμενικό πολιτικό λόγο του συγγραφέα. Χωρίς να προσυπογράφω την άποψη περί «εποχής παρακμής», νομίζω πως κι αυτή και όλες οι εποχές έχουν την ανάγκη του νηφάλιου και διεισδυτικού λόγου των πνευματικών ανθρώπων. Αυτό αρκεί πιστεύω ως απάντηση στο ζήτημα για τις δημόσιες τοποθετήσεις των συγγραφέων. Με υπογραμμισμένο τον όρο «πνευματικοί άνθρωποι»: έναν τίτλο που, μαζί με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνεπάγεται, δεν ανήκει παρά σε ελάχιστους από τους «συγγραφείς».

Μια αναγκαία τελική επισήμανση, για να επιστρέψουμε στη διάκριση με την οποία ξεκινήσαμε. Ο κρίνων βέβαια κρίνεται. Κάθε δημόσια τοποθέτηση γίνεται αντικείμενο κριτικής. Όμως, όπως ορθά επισημαίνει η κυρία Σούμπερτ, άλλο το πρόσωπο ενός συγραφέα και άλλο το έργο του. Το παρελθόν του Γκρας, όπως κι αν κριθεί αυτό, δεν επηρεάζει στο ελάχιστο την αξία του «Τενεκεδένιου Ταμπούρλου». Με την ίδια λογική, επειδή βρίσκω τον πολιτικό λόγο του Σπανουδάκη αντιδραστικό και γελοίο, δεν θα έπρεπε να ξαναπαίξω στο στερεοφωνικό τη «Στιγμή που περνά και χάνεται»!

(Ευχαριστώ για την υπομονή.)
 
Post a Comment



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?