Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Wednesday, September 20, 2006

 

Ακυβέρνητο μονόξυλο

O Τάσος Χατζητάτσης εύκολα μπορεί να καταταχθεί σε μια σπάνια κατηγορία λογοτεχνών του καιρού μας: Υπερβολικές ευαισθησίες, λεπτότητα λόγου και καλή παιδεία. ’’Το μονόξυλο στο ποτάμι’’ (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) ήταν λογικό από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του την περασμένη άνοιξη να συγκεντρώσει πάνω του τις ματιές των κριτικών αλλά και μια αξιόλογη εμπορική πορεία. Βραβευμένος, ως προτοεμφανιζόμενος με τους εξαιρετικούς ’’Έντεκα Σικελιανούς Εσπερινούς’’ παρουσίασε την καινούργια του δουλειά, ένα σπονδυλωτό μυθισότημα με άξονα δύο φωτογραφίες τριών φίλων που απέχουν μεταξύ τους δεκαετίες. Από την προβλήτα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης μέχρι την ωριμότητα, τη δημιουργία οικογενειών και την…μεταφορά τους σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο. Θεματικά, ο Χατζητάτσης προσπάθησε να χειριστεί ένα ’’χιλιοπαιγμένο σενάριο’’ και αυτό εξ’ ορισμού στερεί και αποψιλώνει από την ’’αναγνωστική αγωνία’’ τη δουλειά του. Αυτό είναι το πρώτο δεδομένο. Το δεύτερο έχει να κάνει πλέον με την τεχνική που χρησιμοποιεί στην αφήγηση και στο ’’μοντάρισμα’’ των ιστοριών του. Ο αφηγητής, εικάζει ο αναγνώστης από τα κείμενα ότι είναι ένας από τους φίλους αλλά ενδεχομένως και περισσότεροι του ενός, κάνει απλή καταγραφή που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεφεύγουν από την αναγκαία αφηγηματική αποστασιοποίηση και φτάνουν στα όρια της ’’ψυχρότητας’’ προς την ίδια την ιστορία που πραγματεύεται. Το τρικ της αποθήκευσης των φαντασιώσεων του και της αποθήκευσης τους στον ηλεκτρονικό υπολογιστή δεν προσφέρει ιδιαίτερα, ενώ τα χρόνια που περνούν και βρίσκουν πια ηλικιωμένο και κουρασμένο τον αφηγητή, ίσως αποτελούν μια έμμεση μεταφορά και σχόλιο για τη δυσκολία έμπνευσης ενός λογοτέχνη στη σημερινή εποχή, ενώ είναι διάχυτη σε όλη τη δουλειά η μοιρολατρεία και ο πεσιμισμός, κυρίαρχα σημεία που μπορεί κάποιος εύκολα να ανιχνεύσει στα χνάρια γραφής του Χατζητάτση από την εποχή των ’’Εσπερινών’’ ακόμη. Στα συν της γραφής του Χατζητάτση η αμεσότητα και η ακρίβεια του λόγου (όχι όμως και των νοημάτων που πολλές φορές είναι δαιδαλώδη), η σφικτή αφήγηση και η ικανότητα του να δένει αρμονικά καθημερινές απλές στιγμές με φιλοσοφικές ατάκες ή ’’δάνεια’’ από αγαπημένους του λογοτέχνες. Συγγραφικά, κατορθώνει να κρατήσει τον έλεγχο του βιβλίου και στις 200 σελίδες παρότι όπως έγινε γνωστό τα κείμενα είχαν δημοσιευτεί αυτούσια και κατακερματισμένα (έξι από τα συνολικά δεκαπέντε) σε εφημερίδες και περιοδικά και συγκολλήθηκαν ειδικά για τη δημιουργία του βιβλίου. Στα επί μέρους τώρα τα πρώτα κείμενα (Φωτογραφίες, Βιογραφίες) ουσιαστικά αποτελούν την εισαγωγή και τη γνωριμία με τα πρόσωπα του έργου και στην πορεία ακολουθούν τα πάθη (και τα λάθη) των τριών φίλων μέχρι σχεδόν την έβδομη δεκαετία της ζωής τους. Από τα υπόλοιπα κείμενα ξεχώρισα περισσότερο τη ’’Σφενδόνη’’, το ’’Σα σπασμένα φτερά’’ και τη ’’Μποτίλια στο πέλαγος’’ όπου ο Χατζητάτσης φλερτάρει με μεγάλη επιτυχία με ένα λόγο πιο ποιητικό (και τη γραφή που μάλλον του ταιριάζει περισσότερο) αντίθετα το ’’Κατηχητικό’’ και η ’’Ελπίδα’’ μοιάζουν πολύ συνηθισμένα. ’’Η σημαία’’ και το ’’Απιστίες και άπιστοι’’ έχουν καλές στιγμές, ενώ τα πολεμικά ανδραγαθήματα των Βαλκανικών πολέμων (μέσα από τις γραπτές αναμνήσεις ενός παππού) αξίζουν μόνο για την προσπάθεια να γραφτούν σε ’’γλώσσα εποχής’’. Είναι και αυτό ένα ακόμη γνώρισμα του βιβλίου που κερδίζει πόντους. Η δυνατότητα του Χατζητάτση να αλλάζει πηγές, λογοτεχνικές τεχνικές αφήγησης χωρίς αυτό να αποστερεί κάτι από το σύνολο ή να το μετατρέπει σε ανομοιόμορφο. Μάλλον το αντίθετο, έστω και αν οι εναλλαγές αυτές ποσοτικά για το μέγεθος μιας δουλειάς 200 σελίδων μάλλον καταλήγουν στην υπερβολή (ως προς τη συνεχή, σχεδόν, χρήση τους). Ο Χατζητάτσης, παράλληλα, χρησιμοποιώντας ως φόντο πολύ γνωστές στιγμές της ελληνικής ιστορίας κατορθώνει να φτάσει στη σημερινή απαξιωτική κοινωνία χωρίς όμως να ξεπέσει στο επίπεδο του μελοδραματισμού, αφού πολλά εννοούνται με ’’υποδόρια νοήματα’’ και δυνατούς υπαινιγμούς μέσα από τη ζωή του Αγγελου, του Κυριάκου και του Αποοστόλη. Και καταλήγει στην ίδια την απομυθοποίηση του αφηγητή που έχει ’’ξεχάσει’’ το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής του ή καλύτερα το έχει διαστρεβλώσει, όπως γίνεται αντιληπτό στο ταιριαστά μελαγχολικό (όπως και όσα έχουν προηγηθεί) φινάλε. Δεν θεωρώ το βιβλίο του Χατζητάτση την καλύτερη στιγμή του και θα σύστηνα σε όποιον θέλει να τον γνωρίσει να ξεκινήσει από τους ’’Εσπερινούς’’ και να μπει από εκεί στο...νόημα.


Βαθμολογία: 6(με άριστα το 10)

Comments: Post a Comment



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?