Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Wednesday, May 03, 2006

 

Καλοί λογαριασμοί, κακοί...φίλοι

Με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο με συνδέει μια ξεχωριστή ’’σχέση’’. 1980...Μόνος και έρημος, σε ξένη χώρα, εποχές που ακόμη και η τηλεφωνικη επικοινωνία με την Ελλάδα ήταν δύσκολη. Μοναδική παρηγοριά, πολλές συναυλίες (όσες δηλαδή επέτρεπαν τα οικονομικά) και η αμερικάνικη λογοτεχνία, ειδικά οι pulp εκδόσεις για τις οποίες πολλά χρόνια αργότερα ο Ραπτόπουλος αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο του.
Ενας καλός φίλος φρόντιζε αραιά και που να μου στέλνει πακέτα με μερικά ελληνικά βιβλία (πολλές φορές τα ταχυδρομικά έξοδα ξεπερνούσαν την αξία αγοράς του βιβλίου). Ετσι πήρα στα χέρια μου τα ’’Κομματάκια’’ το πρώτο έργο του Ραπτόπουλου. Πρέπει, αν θυμάμαι πια καλά, να το διάβασα τρεις απανωτές φορές, δάκρυσα, έκλαψα, γέλασα, προβληματίστηκα αλλά κυρίως θαύμασα τον σχεδόν συνομήλικο μου συγγραφέα που κατόρθωνε σε μια εποχή που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα κυρίως ιστορικά και πολιτικά (μεταπολιτευτικά χρόνια γαρ..) βιβλία να γράφει με τόσο ευθύ και εύστοχο τρόπο για τη νεοελληνική πραγματικότητα. Τα χρόνια πέρασαν αλλά ποτέ δεν απαρνήθηκα τον Ραπτόπουλο. Ημουν από τους πρώτους που αγόραζα κάθε καινούργιο του βιβλίο και συνέχισα να θαυμάζω την πορεία του, τις πρωτοποριακές ιδέες του, έβλεπα πόσοι μεταγενέστεροι ή σύγχρονοι τον αντέγραφαν, είχε δημιουργήσει ’’σχολή’’. Δεν ήμουν δα και ο μόνος αφού στη διαδρομή όλων αυτών των χρόνων ο Ραπτόπουλος κατόρθωνε με κάθε νέα δουλειά του να κερδίζει αναγνώστες-οπαδούς σαν και του λόγου μου. Με τον ’’Εργένη’’ έγινε γνωστός στους πάντες και με τη σοκαριστική ’’Λούλα’’ (προσωπικά τη θεωρώ κορυφαία στιγμή του) έφτασε στο ’’ταβάνι’’. Στον ’’αιρετικό’’ Μαύρο Γάμο διαπίστωσα για πρώτη φορά ότι τελείωσα ένα βιβλίο του ’’κουρασμένος’’, τα ευρήματά του με τα υπαρκτά πρόσωπα στο ’’ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο’’ μου έδωσαν την εντύπωση ότι ο Ραπτόπουλος έχανε την επαφή με την εποχή του (το στοιχείο που τον έκανε να ξεχωρίζει), το ’’Χάσαμε τον μπαμπά’’ παραλίγο να μην το αγοράσω... Το αγόρασα και υποσχέθηκα ότι ήταν ο τελευταίος Ραπτόπουλος που θα έμπαινε στη βιβλιοθήκη μου. Βλέποντας τον να γράφει για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (το μοναδικό βιβλίο του που δεν έχω) κατάλαβα ότι πλέον είχε περάσει σε άλλη σφαίρα. Στη σφαίρα του καταξιωμένου λογοτέχνη που γράφει πια για την υστεροφημία του και απευθύνεται στον στενό κύκλο των ομοίων του και όχι στο άγνωστο, απρόσωπο κοινό.
Την υπόσχεσή μου δεν την τήρησα διότι εκτός από τις παλιές αγάπες και οι παλιές καλές συνήθειες πεθαίνουν τελευταίες... Ετσι, μπαίνοντας στον ’’Παπασωτηρίου’’ πριν από δύο εβδομάδες αγόρασα ένα από εκείνα τα υπογεγραμμένα αντίτυπα που ο Ραπτόπουλος συμπλήρωνε τη λέξη του τίτλου με μια αφιέρωση...Ακόμη και αυτό μου κτύπησε άσχημα. Ο αιρετικός, εικονοκλάστης Ραπτόπουλος μοιράζει προκάτ υπογραφές! Αλλο το 1979 και άλλο το 2006...Το βιβλίο (Φίλοι, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) το διάβασα...Ευτυχώς ήταν και μικρό σε μέγεθος, σκάρτες 200 σελίδες. Στο τέλος, διαπίστωσα ότι είχα διαβάσει απλά ένα συμπαθητικό βιβλίο που θα μπορούσε να έχει την υπογραφή οποιουδήποτε πρωτοεμφανιζόμενου με ταλέντο. Αν ήταν έτσι, θα χαιρόμουν. Αλλά με την υπογραφή του Ραπτόπουλου; Δεν τον...είδα πουθενά μέσα σε αυτές τις 180 σελίδες. Βία, ακρότητα, συναισθηματικά αδιέξοδα, τίποτε. Η περιγραφή μιας, υποτίθεται, ιδανικής φιλίας που αντέχει στο χρόνο κάπου μισό αιώνα, μια παρέα φίλων που ψάχνει την ένταξη της στο κοινωνικό σύνολο και ένα καλύτερο αύριο, ’’καρικατούρες’’ τύπων κοντά στην ηλικία του ίδιου του συγγραφέα. Στα βιβλία του είχα συνηθίσει τον Ραπτόπουλο να μην εξηγεί, να μας αφήνει να βυθιζόμαστε στα νοήματα, στις σκέψεις, στα πάθη των ηρώων του, να τους δεχόμαστε μέσα στη νοσηρότητα τους ή να τους ΄΄καταδικάζουμε’’. Αυτή τη φορά αισθάνεται προφανώς την ανάγκη να τα εξηγεί όλα, πολύ ’’επαγγελματικά’’, ο αφηγητής του λες και θέλει (και αυτός) να ξεμπερδεύει με την υποχρέωση έκδοσης ενός βιβλίου. Το ξαναγράφω: Το βιβλίο δεν είναι κακό ή μάλλον δεν θα ήταν κακό αν είχε την υπογραφή κάποιου άλλου. Ο Ραπτόπουλος μέσα σε 25 χρόνια μοιάζει να ακολουθεί την διαδρομή των ’’φίλων’’. Καλόπιστα θα μπορούσα να γράψω ότι η στροφή του από την εξύμνηση σκοτεινών συναισθηματικών και ψυχικών κόσμων (δεν νομίζω ποτέ άλλοτε άντρας να εξήγησε τόσο εύστοχα τη γυναικεία ανοργασμικότητα όπως έκανε στη ’’Λούλα’’) στη συλλογικότητα αποτελεί μια αλλαγή γιατί και ο συγγραφέας πρέπει να εξελίσσεται. Αν αυτή η στροφή όμως τον αποστερεί και τον απογυμνώνει από κάθε έμπνευση, χρειάζεται ως πειστικό σκηνικό ιστορικά- πραγματικά γεγονότα και όχι όσα γεννούσε το γόνιμο μυαλό του και μας ’’ταξίδευε’’ τότε ειλικρινά δεν μου αρέσει αυτή η στροφή...
Ο οργισμένος Ραπτόπουλος, λογικά, αποτελεί παρελθόν. Ισως γιατί δεν μπορεί πια να οργιστεί, βλέπει σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό την προσπάθεια των ’’φίλων’’ να ενταχθούν κοινωνικά και οικονομικά στο σύστημα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα βιβλίο που αφορμή για τον συγγραφέα ήταν το ’’μνημόσυνο’’ στον Ηλία (ένας από τους φίλους) αποτελεί μέσα μου το ρέκβιεμ στον παλιό, καλό Ραπτόπουλο. Φυσικά, όλα αυτά τα ισοσταθμίζει η εμπορική επιτυχία, οι κολακευτικές κριτικές ενός κύκλου φίλων η συναδέλφων που πλέον ο Ραπτόπουλος πιστά υπηρετεί, οπότε κάθε αντίθετη σε αυτή τη λογική, άποψη πάει στο καλάθι των σκουπιδιών η θεωρείται ήσσονος σημασίας...
Και το επόμενο βιβλίο του θα το αγοράσω στο όνομα των παλιών καλών ημερών που μου πρόσφερε... Ίσως μπορεί να γυρίσει πίσω, στις ρίζες του, ίσως...Εκτός αν όπως λένε οι ’’καλοθελητές’’ του ’’σιναφιού’’ του τον ενδιαφέρει μόνο να είναι κάθε νέα του δουλειά στον πίνακα των ευπώλητων και να τον ’’κανακεύει’’ ο περίγυρος του...
Η βαθμολογία μου: 5 (με άριστα το 10 και βαριά...καρδιά)

(Μια ’’άσχετη’’ προσθήκη και υποσημείωση: Ρίχνοντας μια ματιά στα σχόλια των επισκεπτών είδα ότι κάποια έχουν διαγραφεί. Αυτό έχει γίνει από τους ίδιους τους επισκέπτες και όχι απο μένα. ΣΕ ΚΑΜΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΩ ’’ΛΟΓΟΚΡΙΤΙΚΕΣ’’ ΛΟΓΙΚΕΣ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΟ. Ο ΚΑΘΕΝΑΣ, ΚΑΙ ΤΟ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΟΤΙ ΘΕΛΕΙ ΚΑΙ ΟΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕΙ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΜΕ ΘΙΓΕΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ, ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΔΙΑΦΩΝΕΙ ΜΕ ΟΣΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΩ Η ΤΑ ΘΕΩΡΕΙ ΑΣΤΕΙΑ, ΑΝΟΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΣΗΜΑΝΤΑ. ΘΑ ΤΟ ΑΦΗΣΩ ΣΕ ΚΟΙΝΗ ΘΕΑ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΕΤΟΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ... ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ (αλλά αυτό δεν έχει συμβεί ως τώρα) ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΘΩ ΥΒΡΙΣΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΡΙΤΟ ΑΤΟΜΟ ΟΠΟΤΕ ΤΟ COMMENT ΘΑ ΑΠΟΣΥΡΘΕΙ ΠΑΡΑΥΤΑ αφού θα ξεπερνάει τις αρχές και τη λογική του ελεύθερου blogging!)
Comments:
Με βρισκεις απολυτα σύμφωνο. Δε διάβασα την αιρετική Λούλα αλλά σίγουρα απευθύνονταν σε μια περίεργη generation Χ. Δε νομιζω οτι με ενδιαφέρει πλέον.
 
@dr.uqbar
Νομίζω ότι ακόμη και σήμερα αν διαβάσεις την Λούλα θα βρεις πολύ καλά στοιχεία.
@chanana
Θα με συγχωρήσεις αν διαφωνήσω; Εννοείς προφανώς τη νεοελληνική λογοτεχνία έτσι όπως διάφοροι ’’γέροντες’’ (στο πνεύμα) θέλουν να τη βλέπουν ή θέλουν να την ελέγχουν. Και υποχρεώνονται συγγραφείς με τάλαντο να πηγαίνουν πάσο για να μπορούν να επιβιώσουν. Κι’ όμως υπάρχουν και σήμερα εκπληκτικά βιβλία, αρκεί να έχει τη διάθεση κάποιος να τα αναζητήσει και να τα διαβάσει γιατί είναι φανερό ότι η αγορά δεν θα τα προωθήσει. Δεν πιστεύω στις παρθενογενήσεις αλλά δεν είμαι και μηδενιστής για να υποστηρίζω ότι ’’όλα έχουν γραφτεί’’. Εχω μνημονεύσει αρκετά από αυτά αλλά σίγουρα υπάρχουν και άλλα, δεν ξέρω όλο το εύρος της παραγωγής. Εδώ δεν ασχολούνται οι κριτικοί να αναδείξουν τα νέα πρόσωπα. Οσοι λογοτέχνες καταξιώνονται δεν θέλουν να προκαλέσουν ή δεν μπορούν πια να προκαλέσουν. Περίπτωση λογοτέχνη με εκρηκτικό ξεκίνημα ήταν ο Ραπτόπουλος, αληθινή επανάσταση όταν ξεκίνησε, ίδια περίπτωση αργότερα ήταν ο Χρυσόπουλος με τον βομβιστή ή τον μανικιουρίστα. Νομίζω ότι το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που ο γράφων μετατρέπεται σε επαγγελματία της γραφής και για να μην παρεξηγηθώ από τους προαναφερθέντες μιλάω ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΙΔΙΚΑ. Κάπου εκεί είναι η εποχή που προσωπικά τους εγκαταλείπω διακριτικά και ψάχνω για τα καινούργιες φρέσκιες αναγνώσεις....
 
@latina
Ο χαρακτηρισμός ’’Ελληνας Ντε Σαντ’’ είναι λίγο βαρύς. Εχω την αίσθηση ότι αν τέτοιες συγκρίσεις είναι δόκιμες ο μοναδικός που τον πλησίασε (και μόνο με την πρώτη του δουλειά) ήταν ο Αύγουστος Κορτώ. Βεβαίως, στη ’’συναισθηματική’’ προσέγγιση του θέματος έχεις απόλυτο δίκαιο, για σένα πρέπει να ήταν τα βιβλία του Ραπτόπουλου μια μικρή εσωτερική επανάσταση...
Τα υπόλοιπα είναι καθαρά διαπορσωπικές σχέσεις τις οποίες δεν έχω δικαίωμα να σχολιάσω. Οσο παράξενο και αν σου φαίνεται όσους συγγραφείς έχω γνωρίσει τους έχω συναντήσει σε ’’άσχετες’’ κοινωνικές εκδηλώσεις και σχεδόν οοτέ δεν μπόρεσα να συζητήσω σοβαρά μαζί τους. Με ένα δύο που τα κατάφερα σχημάτισα τη χειρότερη των εντυπώσεων! Αλλά δεν με απασχολεί το ’’θεαθείναι’’. Με ενδιαφέρει πρωτίστως τι αποκομίζω από κάθε βιβλίο που διαβάζω, αν μπορεί να με ’’ταξιδέψει’’ και όλα τα σχετικά. Τώρα που μέσω αλληλογραφίας ’’γνωρίζω’’ αρκετούς συγγραφείς σχηματίζω πολύ πιο συγκεκριμένες εικόνες και απόψεις αλλά αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να το σχολιάσω δημόσια και σε καμία περίπτωση δεν επηρρεάζει όσα γράφω για τα βιβλία τους. Ισως μπορώ να τους καταλάβω καλύτερα.
 
Για το υστερόγραφο του κειμένου σου:
Όταν κάποιος σβήνει ο ίδιος το comment του, τότε στη θέση του comment αναγράφεται "This post has been removed by the author", όπως λίγες θέσεις παραπάνω, καλή ώρα. Όταν το σβήνει ο κάτοχος του blog, τότε αναγράφεται "This post has been removed by the blog administrator", οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος παρεξήγησης.
 
@thrass
Το είδα, έχεις δίκαιο αλλά επειδή δεν έχω σβήσει ποτέ κανένα σχόλιο δεν ήξερα ότι υπήρχε και εναλλακτική περιγραφή. Ευχαριστώ πάντως για τη διευκρίνιση.
 
Η Μνήμη του Αίματος μου είχε αρέσει αλλά ήμουν αρκετά μικρή και δεν το καλοθυμάμαι. Η Επινόηση της Πραγματικότητας με καύλωσε λίγο (κυριολεκτικά) αλλά μετά βαρέθηκα κι όσο για τους Φίλους, μου άρεσε τρελλά ό,τιδήποτε αναφέρεται στον έρωτα του συγγραφέα για τη Λίνα και στο μαγαζάκι με τις μάσκες. Αυτά νομίζω είναι και τα μόνο, αλλά διαμαντάκια του κειμένου.
 
@charlie alexandra
Εάν και εφόσον ένα βιβλιο κατορθώνει να ανεβοκατεβάζει ακόμη και τη λίμπιντό σου είναι πετυχημένο βιβλίο. Με καλές πιθανότητες να έχεις τα ίδια αποτελέσματα και να βαρεθείς λιγόερο θα σου πρότεινα τη Λούλα...
 
Συμφωνώ απόλυτα με την κριτική του reader's-diggest. (τα ίδια θα έλεγα για τον τελευταίο δίσκο του Μοζ, με βαριά καρδιά...)

Τώρα ειδικά στην Λούλα γνώρισα μια Αθήνα που έβραζε και ποτέ δεν είχα γνωρίσει. Είχα πραγματικά γοητευτεί. Αν και τον ακολούθησα πιστά από τότε ακόμη περιμένω κάτι…
 
Post a Comment



<< Home

This page is powered by Blogger. Isn't yours?