Ελληνική λογοτεχνία

'Η ζωή είναι πολύ σύντομη για τα καλά βιβλία, πρέπει να διαβάζουμε μόνο εξαιρετικά βιβλία''. Τίμπορ Φίσερ (Under the frog)

Wednesday, November 29, 2006

 

Οτι καλύτερο γράφτηκε φέτος σ’ ελληνικό blog

Ακόμη και αν κινδυνεύσω για μια φορά να θεωρηθώ ’’λογοκλόπος΄΄ έκρινα σκόπιμο να αναδημοσιεύσω σήμερα ένα από τα καλύτερα –κατά την προσωπική μου άποψη- κείμενα περί λογοτεχνίας αλλά και λογοκλοπής αλλά και πολλών ακόμη θεμάτων. Δεν μου κατέφθασε με κάποιο e-mail, δεν είναι σχόλιο στο blog μου (αν και με κάθε ειλικρίνεια θα το ήθελα) αλλά μου το υπέδειξε μια καλή φίλη. Το ανακάλυψα, λοιπόν, στο μπλογκ που έχει αναρτήσει στο poeticanet.com η κυρία Ρούλα Κακλαμανάκη. Τυπικά, αποτελεί, σχολιασμό σε ένα ποίημα της κυρίας Κακλαμανάκη με τίτλο ’’Τα πουλιά’’. Πρακτικά θα δείτε ότι πρόκειται για ένα κείμενο απίστευτης αισθητικής και ευαισθησίας με μοναδική ευθυκρισία και ασύλληπτες λογοτεχνικές αναφορές. Το υπογράφει ο κύριος Σπύρος Άνδρεϊτς, τον οποίο δε γνωρίζω και δεν ξέρω, ούτε ανακάλυψα κάποια συγγραφική δουλειά του. Αν πάντως γράφει μ' αυτό τον τρόπο τότε όχι μόνο πρέπει να τον ανακαλύψουν και γρήγορα οι εκδότες αλλά θα στείλει πολλούς ευπώλητους συγγραφείς στο ταμείο…ανεργίας. Ζητώντας του προκαταβολικά συγνώμη για την ’’αναδημοσίευση’’ αφού επαναλαμβάνω ότι ούτε να τον βρω μπορώ, ούτε άδεια του ζήτησα σας το παραδίδω με τη μέθοδο του copy-paste για να βιώσετε παρέα μου ένα μοναδικό αναγνωστικό (συν)αίσθημα….Προσωπικά, επαναλαμβάνω, ότι το θεωρώ μακράν του δευτέρου το καλύτερο κείμενο (με λογοτεχνικό θέμα) που είδα όλο αυτό το χρόνο στο διαδίκτυο χάος των μπλογκς. Και ιδεολογικά, η τοποθέτηση του με βρίσκει απόλυτα σύμφωνα στα περισσότερα καίρια θέματα που θίγει. Υπό τον τίτλο, λοιπόν, Λογοτεχνικές συσπειρώσεις και λιβανίσματα κριτικού (αλληλο)θαυμασμού ιδού τι έγραψε ο κ.Ανδρεϊτς:
’’…If you come across an unattended, unidentified poem in a public place, do not attempt to tackle it yourself. Send it ( preferably in a sealed container ) to the nearest centre of learning, where it will be rendered harmless, by experts. Even the simplest poem may destroy your immunity to human emotions …=…αν βρείς ένα παρατημένο, άγνωστο ποίημα σε χώρο δημόσιο μην επιχειρήσεις να το αντιμετωπίσεις μόνος σου. Στείλε το ( κατά προτίμηση σφραγισμένο ) στο κοντινότερο κέντρο μελέτης, όπου θα καταστεί ακίνδυνο από τους ειδικούς. Ακόμα και το απλούστερο ποίημα μπορεί να καταστρέψει την ανοσία σου στις ανθρώπινες συγκινήσεις…EL. MITCHELL (1919-2000) Scottish poet
Η συγκρότηση των ομίλων
Ας το πούμε καθαρά και χωρίς δισταγμούς: μπορεί η απογοήτευση να οδήγησε τόσους και τόσους τα τελευταία χρόνια σε μια συνειδητή απομάκρυνση από τους μεσσιανικούς «μύθους» και τα συμπαγή ιδεολογικά συστήματα του 20ου αιώνα, στις μέρες μας πάντως η τάση αυτή δείχνει μερικώς να αντισταθμίζεται (άραγε από αίσθημα βαθιάς υπαρξιακής ανησυχίας;) με την ένταξη «των συνετών και των φρονίμων» σε σχετικά μικρές, κλειστές ομάδες αλληλοϋποστήριξης και άσκησης επιρροής.Ενδεχομένως να μην εμφανίζεται το φαινόμενο αυτό πουθενά αλλού εντονότερα παρά στους χώρους της καλλιτεχνικής και ειδικότερα της λογοτεχνικής παραγωγής. Ίσως γιατί εκεί ακριβώς το αίσθημα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας είναι τόσο ανυπόφορο ώστε να μην υποφέρεται κατά μόνας. Πιθανόν όμως γιατί πουθενά αλλού η παροντική τουλάχιστον «αναγνωρισιμότητα» δεν αρχίζει και δεν τελειώνει παρά μόνο με την αμοιβαία διάδοση και την ανταποδοτική προπαγάνδιση των «εξαίρετων» δημιουργημάτων. Όλο και συχνότερα, σήμερα, βλέπουμε «αρμόδιους» βιβλιοκριτικούς να παρουσιάζουν ένα νέο έργο ως βαρυσήμαντο και τον προσφιλή και εντεταγμένο στον δικό τους «όμιλο» δημιουργό του ως δαφνοστεφάνωτο, αντιγράφοντας αυτολεξεί το διαφημιστικό σημείωμα του οπισθόφυλλου ή το δελτίο τύπου του εκδότη, χωρίς καν να μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν στοιχειωδώς την θερμή υποστήριξη που του επιδαψιλεύουν.Η κατάσταση θα ήταν ανάξια σχολιασμού, αν στην συγκαιρινή Ελλάδα, δεν έπαιρνε τη μορφή δεσπόζουσας τάσης και αν δεν έφτανε, σε πάμπολλες περιπτώσεις ακόμα και σε θεωρούμενα ως «σοβαρά» μέσα ενημέρωσης, σε τέτοιες υπερβολές ώστε να προκαλεί τη γενική θυμηδία.Θεμελιώδη προϋπόθεση για την συνέχιση αυτού του φαινομένου αποτελεί η ύπαρξη ορισμένων «περιφραγμένων χώρων λατρείας και διαμοιβής» και έντυπων κυρίως μέσων αγιοποίησης, καθώς και πολύ συγκεκριμένων μεθόδων «κριτικής» παρουσίασης που αναμφίβολα πρέπει να διεκδικήσουν βραβείο παγκόσμιας καινοτομίας και πρωτοτυπίας.
Οι «πολυσχιδείς» κριτικές
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρόποι κριτικής εξύμνησης και επιδοκιμασίας των φίλα διακείμενων. Τους πιο διαδεδομένους από αυτούς παρουσιάζουμε ευθύς αμέσως.Ένας είναι ο κατατεμαχισμός του έργου στα λεξήματα εξ’ ων συνετέθη και η απόδοση σ’ αυτά των πιο απίθανων και εξωτικών συναρτήσεων, αναλογιών και παραλληλισμών με «στοιχεία» κοπιαρισμένα από σύμπασα την παγκόσμια γραμματεία, δηλαδή όλων των χωρών και εποχών αδιακρίτως, με τη σιωπηρή αλλά ευκόλως εννοούμενη υποδήλωση ότι όλο αυτόν τον κυκεώνα των περιεκτικών αναφορών τον περιείχε ο πολυστόχαστος συγγραφέας στο κεφάλι του καθώς κατέβαζε με θεία εμπνοή την κάθε μια μικρή λεξούλα. Τουτέστιν ότι η κάθε ξεκάρφωτη λέξη (π.χ. «το κουτάλι» ή «το παπούτσι» μέσα στο υπό διαπραγμάτευση κείμενο) προκαλεί μονομιάς πολλαπλούς διακειμενικούς συνειρμούς με όλα τα άλλα διασωζόμενα τεκμήρια γραπτού λόγου στα οποία η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί. Τι θεόρατο μνημείο αποκολοκύνθωσης! Η πονηριά που ενέχεται σ’ αυτό το τέχνασμα είναι ότι επιλεκτικά μπορεί κάποιος να συνταιριάζει ό,τι παράδοξο στηρίζει τις προθέσεις του και να το κάνει αντιπροσωπευτικό ενός ολόκληρου έργου. Αξίζει, ωστόσο, να υπενθυμίσουμε στους συντάκτες αυτών των πονημάτων ότι και στα νηπιαγωγεία της σύγχρονης λεξιλογικής σημασιολογίας, της κριτικής ανάλυσης και της φιλοσοφίας της γλώσσας είναι πια κοινός τόπος ότι η νοηματική ενότητα που καθορίζει τη σημασία δεν είναι ποτέ η μεμονωμένη, ασύνδετη και ξεκρέμαστη λέξη – που παραμένει πάντα ένας χαμαιλέοντας νοηματικής αοριστίας. Για να αντιληφθείς την πραγματική σημασία μιας ορισμένης λέξης χρειάζεται να την εντάξεις σε μια πλήρη εκφορά, να γνωρίσεις τι ουσιαστικά επιδιώκει ο παραγωγός της ( με τις πεποιθήσεις και τις επιθυμίες του ) και να καταλάβεις το ρόλο αυτής της εκφοράς στο συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτισμικό περίβλημα. Επομένως, η σημασιολογική μονάδα είναι πάντα η αυτοτελής φράση και μάλιστα η «εκ προθέσεως», εν χρήσει διατύπωσή της, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, η οποία καθορίζεται πάντα από ένα λειτουργικό σκοπό, οποιονδήποτε «ιδιωφελή» σκοπό.Ένας άλλος τύπος κριτικής υπερύψωσης είναι η ανακάλυψη, ή και εφεύρεση ακόμη, θαυμαστών ομοιοτήτων και ισοϋψών αντιστοιχιών ανάμεσα στο έργο του εγκωμιαζόμενου και τα αριστουργήματα της νεότερης παγκόσμιας λογοτεχνίας, ιδίως εκείνα με τα οποία ο κρίνων θεωρεί ότι έχει μια σχετική εξοικείωση. Έτσι ταυτίζονται οι κεφαλές των φερόμενων ως αριστέων των γραμμάτων από τον Eliot μέχρι τον Heaney και από τον Proust μέχρι τον Borges με τον Έλληνα αλλά «δυστυχώς» ακόμη άγνωστο στους πολλούς ομότεχνό τους «κολοσσό» της λογοτεχνίας μας και αλίμονο στους απληροφόρητους που δεν το πρόσεξαν! Περιττό ότι σε τέτοια επινοήματα και μηχανεύματα ενεδρεύει ο κίνδυνος να μετατρέψεις τον κρινόμενο συγγραφέα σε κωμικό εκπρόσωπο των δικών σου γνωστικών ελλείψεων ή προκαταλήψεων.Μια τρίτη μέθοδος και περισσότερο επικίνδυνη επειδή όλο και εξαπλώνεται με το δήθεν έμβλημα του κριτικού κύρους είναι η περισπούδαστη ακαδημαϊζουσα ανάλυση που ανατέμνει το έργο όπως ο ιατροδικαστής το πτώμα και προσδοκά από αυτή την φαινομενικά εμβριθέστατη ανάλυση να φωτίσει τις πηγές της ζωοδότρας σαγήνης που αυτό κατά κοινή ομολογία εκπέμπει. Ψιλολογώντας, δηλαδή, οι κύριοι αυτοί για το πρώτο πτερύγιο «του αριστερού οκτασύλλαβου ημιστιχίου και την συντακτικο-νοηματική τριχοτόμηση του δεξιού» μας φέρνουν μόνο γέλια, θυμίζοντάς μας αυτό που λέει ο λαός μας για όλους εκείνους που «κόβουν τη φύσα με το πριόνι».Και εδώ ακριβώς τίθεται το πελώριο ζήτημα: η τελευταία τούτη αποστεωμένη μορφή κριτικού λόγου δεν είναι μόνο αφόρητα ψιψιριστική και τετριμμένη, προπάντων όταν εμφανίζεται σε έντυπα που προορίζονται για ένα ευρύτερο πέραν των σπουδαστικών γυμνασμάτων κοινό, αλλά και αποτρεπτική για τον αληθινό και πηγαίο λογοτεχνικό λόγο που γεννιέται ακριβώς μέσα από την υπέρβαση και την παραβίαση των στρογγυλεμένων ταξινομήσεων και των κανονιστικών περιορισμών.Ένα άλλο είδος ανάλυσης χρησιμοποιεί βαρύγδουπες, επηρμένες και μεγαλοπρεπώς κούφιες διατυπώσεις, που δεν λένε τίποτα το λένε όμως εφετζίδικα: «οι τελεολογικές παραλείψεις των δομών στις μετασχηματιστικές πλευρές της κειμενικότητας ». Ο λόγος; Προφανώς, η μέσω λεξιλαγνείας απόκρυψη της γύμνιας των ιδεών και της αδαημοσύνης του συντάκτη και η προσπάθεια εντυπωσιασμού των όποιων ευεπηρέαστων ημιμαθών.Από πολύ κοντά ακολουθεί μια άλλη μορφή απλοϊκής κριτικής αξιολόγησης που περιστρέφεται γύρω από τις γνωστές αναζητήσεις και τις αγαπημένες ενασχολήσεις ενός δημιουργού. Εάν για παράδειγμα ο υπό κρίσιν λογοτέχνης έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον νεο-Κομφουκιανισμό, τότε ο αυτοσχέδιος κριτικός αναφωνεί θριαμβευτικά ότι υπάρχει μια αποφασιστική επίδραση στο παραχθέν έργο στο οποίο βρίσκει όχι απλά ψήγματα, αλλά αμιγείς τις αρχές αυτού του θαυμαστού «μεταφυσικού» κινήματος. Και φυσικά ξεχνά ότι άλλο οι φιλοσοφικές προτιμήσεις του συγγραφέα και άλλο οι επιτεύξεις ή οι «χασμωδίες» των κειμένων που είναι ικανός να «συνθέσει».Περιοριζόμαστε σε αυτά τα χαρακτηριστικά παραδείγματα για να δηλωθεί το αυτονόητο συμπέρασμα ότι δεν γίνεται να κάνεις κριτική μέσα από τη γυάλα ενός υποκειμενικού εξπρεσσιονισμού γεμάτου αυταρέσκεια, αυτοαπομόνωση και αυτοεγκλεισμό.Όσο ελκυστικός κι αν φαίνεται ο ρόλος των «απροσωπόληπτων κριτών» της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής, ιδίως όταν παίζεται εκ του ασφαλούς, χωρίς καμία διακινδύνευση αρνητικής ή απορριπτικής γνώμης (καλά, δεν καταλαβαίνουν ότι η ανεπιφύλακτη επιδοκιμασία καταντά στο τέλος διασυρμός και ειρωνεία;), γίνεται φανερό ότι είναι ένας ρόλος άχαρος και υπονομευόμενος από τον δρακόντειο κριτή των πάντων: τον δικαιοδότη και δικαιοκρίτη χρόνο.Μπορεί το παρόν να «κατασκευάζεται» ευνοϊκό και φίλιο, αλλά για την συνείδηση των επερχόμενων ο χρόνος της παροντικής προβολής είναι μια ανεπαίσθητη κουκκίδα. Νομοτελειακά, χωρίς εξαιρέσεις, έρχεται γρήγορα ο χρόνος της οριστικής λήθης των επισήμως και παρ’ αξίαν προβεβλημένων και της δικαίωσης των παραγνωρισμένων.Ως εκ τούτου, σε όσους επιμένουν να κινούνται με οχήματα αλληλεξάρτησης θα λέγαμε πως καμιά καθιέρωση και διασφάλιση δεν ριζώνει μέσα από συσπειρώσεις. Η ανάδειξη της αξίας που μετράει και μένει δεν εξαρτάται ούτε από μάταιους συνασπισμούς συντηρητικών μετριοτήτων που λογιοτατίζουν ούτε από γαλιφιές, ανταλλαγές φιλοφρονήσεων και επίδειξη μοδάτου καθωσπρεπισμού.
Η καραμέλα της διακειμενικότητας
Απέναντι στις αντιλήψεις και τις στάσεις αυτές ο αντίλογος είναι ότι η γλώσσα και η λογοτεχνία δεν είναι αυθαίρετα παιχνίδια αυτοθαυμασμού, αλλά δεσμοί με την περασμένη και τη μελλούμενη ανθρωπότητα και οι δεσμοί αυτοί προσπερνούν το όποιο κειμενικό ή ατομικό «μικροπεριβάλλον» και καθορίζονται από τα ευρύτερα και πολύπλευρα ενεργήματα του καθολικού ανθρώπου. Η αληθινή λογοτεχνία προϋποθέτει την πιο πλατιά επικοινωνία και συνάφεια και μέσω αυτής το ανθρώπινο πνεύμα υπερβαίνει τόσο τα κειμενικά δάνεια όσο και την προσωρινή αποτίμηση που επιβάλλει το τωρινό «δίκαιο» των πραγμάτων.Επειδή λοιπόν δεν μπορεί να υπάρχει παραδεκτή λογοτεχνία που να μένει αδιάφορη για κάποιες ζωντανές ανθρώπινες αξίες, κάποιες αθέατες πλευρές της ύπαρξης, κάποια αλήθεια, κάποια ομορφιά και κάποια ηθική! Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει παραδεκτή λογοτεχνία που να μην συγκινεί το μυαλό μας και να μην πείθει την καρδιά μας κεραυνοβόλα και ακαριαία χωρίς ατέλειωτεςδιαμεσολαβήσεις, δαιδαλώδεις παραπομπές και έπαρση εξαντλητικής πολυγνωσίας! Επειδή δεν μπορεί να υπάρχει παραδεκτή λογοτεχνία που να μην θραύει τη σκουριασμένη αυτοματοποίηση του λόγου και των αισθήσεών μας, που να μην ανανεώνει τον τρόπο θέασης του κόσμου με νωπές ανασυγκροτήσεις των γλωσσικών, κειμενικών και γνωστικών μας «σχημάτων», πασχίζοντας, ακόμη και με απίθανες συλλήψεις, να φωτίσει και να προσεγγίσει τι; Τις πάντα δυσδιάκριτες εξωκειμενικές αλήθειες μιας βιωμένης ή ευλογοφανούς έστω πραγματικότητας που στοιχειοθετείται όμως γλωσσικά, ειδάλλως δεν θα γνωρίζαμε καν την ύπαρξή της, πριν και έξω απ’ αυτήν (την ίδια δηλαδή τη λογοτεχνία ).Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν, δεν μπορεί και να υφίσταται κριτικός λόγος που να μην ανακαλύπτει όχι μόνο τα προφανή διακειμενικά στηρίγματα, αλλά προπάντων τις συγκεκαλυμμένες ρωγμές ενός έργου που αμέσως φανερώνονται, όταν αυτό ελέγχεται από τα θησαυρίσματα της διαίσθησης και της ανθρωπογνωσίας μας. Αυτά τα γεμάτα αυταπάτη ρήγματα τα προκαλεί η διαρκής πάλη της δημιουργικής γραφής με τις εγγενείς αμφιβολίες, και τις αντιφάσεις της πάντα κατεσπαρμένης και ουδέποτε μονοσήμαντης συγγραφικής συνείδησης. Μιας αμήχανης συνείδησης που διαπλάθεται από τον ρέοντα και πολυτάραχο κόσμο και όχι από στατικά και ποικιλοτρόπως αλληλοσυγκρουόμενα «διακείμενα». Δεν μπορεί επιπλέον να υφίσταται κριτικός λόγος που να μην συνδέει τα επιμέρους «στοιχεία» ενός κρινόμενου έργου με τις ομόχρονες με τη ζωή του δημιουργού πεποιθήσεις, τις ηγεμονεύουσες αξίες και τα διαμορφωτικά γεγονότα που σημαδεύουν την εκάστοτε ως ένα μεγάλο βαθμό κοινή ανθρώπινη κουλτούρα. Μόνο η τελευταία μπορεί να αποτελέσει το κορυφαίο σημασιοδοτικό και αξιολογούν σύστημα. Αν η κριτική προβαίνει αποκλειστικά και μόνο σε ατέλειωτους συσχετισμούς διακειμένων και μάλιστα συχνά τερατωδώς επιλεγμένων ή επινοημένων με πελώρια, χασματικά άλματα σκέψης, τότε παγιδεύεται σ’ ένα φαύλο κύκλο διανοητικού αυνανισμού. Η αληθινή λογοτεχνία είναι πάντα «νέα» και η νέα λογοτεχνική παραγωγή είναι αυτό που μένει άμα εντοπιστούν και απομονωθούν τα όποια «διακείμενα», τα οποία όταν είναι ειλικρινή χρησιμοποιούνται κυρίως για να προσδώσουν πολλαπλάσια έμφαση σε ορισμένα σημεία ή λειτουργούν σαν κρίκοι πρόσδεσης στις κειμενικές προσδοκίες και υποδοχές του αναγνώστη. Εντούτοις, όταν δεν είναι άδολα, στήνονται ψεύτικα και αχρείαστα σαν δεκανίκια πεφωτισμένης πολυμάθειας προκειμένου ο λειψερός λογοτέχνης να εντυπωσιάσει και να καλύψει την πενιχρότητά του. Διαφορετικά, όλη η λογοτεχνία θα ήταν ένα φρικαλέο και αξιολύπητο συμπίλημα ετερόκλητων «δανείων» από κείμενο σε κείμενο και θα βούλιαζε έτσι στον ανιαρό πολτό του πανομοιότυπου. Κανένα λοιπόν αξιόλογο κείμενο δεν μπορεί να αρμενίζει μετέωρο και αποκομμένο από τις διανθρώπινες ανταλλαγές και τις ανεπίλυτες τριβές που συντελούνται εκεί έξω, στον υπαρκτό κόσμο των βιωματικών διλημμάτων και της ηθικής πράξης. Και η πιο ξεκομμένη λογοτεχνική διατύπωση αγκυροβολεί και τρέφεται σημασιολογικά και αξιολογικά από ένα μοναδικό, εντελώς ξεχωριστό πολιτισμικό και ιστορικό πλαίσιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η λογοτεχνία είναι μόνο ένα από τα εργαλεία επιλεκτικής μεθερμήνευσης ορισμένων μόνο σημασιών και αξιών από το ακένωτο πολυφωνικό σύμπαν των σημασιών και των αξιών που παράγει ολόκληρος ο πραγματικός κόσμος.Και έπειτα άλλωστε, ας μην το ξεχνούν ιδίως «οι πιο υπερφίαλοι εκ των κριτικών μας», όσοι παίζουν μονότονα με τα στεγανώς λογοτεχνικά «διακείμενα», ότι η διάκριση ανάμεσα σε Λογοτεχνία και μη-λογοτεχνία δεν αποτελεί μια αιώνια και αυταπόδεικτη αλήθεια ούτε μια υπεριστορική κατάταξη, αλλά αντιθέτως μια καθόλου αθώα προσπάθεια που κατασκευάζει, επιβάλλει και υπονοεί εκ των πραγμάτων, θέλοντας και μη, κριτήρια κοινωνικής, ταξικής, μορφωτικής, φυλετικής, σεξιστικής, σεξουαλικής και ψυχολογικής (διαλέξτε όποια θέλετε) υπεροχής έναντι των άλλων εκεί, των εκτός των τειχών, των διαφορετικών''....

Tuesday, November 28, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας...part 74 (Περί λογοκλοπής)

Σάλος έχει ξεσπάσει στη Βρετανία τις τελευταίες εβδομάδες με το βιβλίο του Ιαν ΜακΓιούαν, την ’’Εξιλέωση’’ αφού ο Σκωτσέζος συγγραφέας για μια ακόμη φορά στη λογοτεχνική καριέρα του είναι κατηγορούμενος για λογοκλοπή! Το ίδιο είχε συμβεί και πριν από τρεις, σχεδόν, δεκαετίες όταν παρουσιάστηκε με το πρώτο του βραβευμένο μυθιστόρημα The Cerment Garden (δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά). Τότε κατηγορήθηκε ότι είχε κοπιάρει κομμάτια από το Our mother’s house της Τζούλιαν Κλόαγκ που είχε κυκλοφορήσει δέκα χρόνια πριν. Τώρα, κατηγορείται ότι αντέγραψε ολόκληρα κεφάλαια από την αυτοβιογραφία της Λουσίλα Αντριους No time for romance (επίσης αμετάφραστο στην Ελλάδα, όπως γενικά, δεν έχω αντιληφθεί να έχει μεταφραστεί στη χώρα μας δουλειά μιας από τις πλέον ευπώλητες συγγραφείς της λεγόμενης ’’ροζ’’ λογοτεχνίας). Η Άντριους πέθανε πριν από μερικούς μήνες, σε ηλικία 86 ετών και αφήνοντας πίσω της σχεδόν σαράντα βιβλία. Ο Μακ Γιούαν απάντησε μεσοβέζικα στις κατηγορίες και το θέμα αναμένεται να πάρει διαστάσεις.
Για μια ακόμη φορά, έρχεται λοιπόν στο προσκήνιο, το ζήτημα της λογοκλοπής το οποίο σε αντίθεση με τη χώρα μας είναι εξαιρετικά ευαίσθητο διεθνώς! Προ μηνών, για τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία ήταν κεντρικό θέμα η δίκη του Νταν Μπράουν και του ’’Κώδικα Ντα Βίντσι’’’ ο οποίος εγκαλείτο από τους Βρετανούς συγγραφείς ερευνητές του βιβλίου ’’Άγιο αίμα, άγιο δισκοπότηρο’’ ότι έκλεψε το βασικό τους θέμα. Τελικά, οι μηνυτές έχασαν τη δίκη, υποχρεώθηκαν να πληρώσουν τα ογκώδη έξοδα της αλλά μάλλον…κέρδισαν υπερπολλαπλάσια από την αύξηση των πωλήσεων του βιβλίου που μετά από είκοσι χρόνια έκδοσης επέστρεψε ξαφνικά στο προσκήνιο! Όπως μάλλον κερδισμένος θα βγει τώρα ο Μακ Γιούαν με την ’’Εξιλέωση’’ (πρωτότυπος τίτλος Atonement, κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Νεφέλη).
Η λογοκλοπή και κυρίως ο ορισμός της αποτελεί δυσεπίλυτο λογοτεχνικό δίλημμα εδώ και αιώνες! Από τότε που ανακαλύφθηκε η γραφή ξεκίνησαν και τα πρώτα κρούσματα ή υποψίες λογοκλοπής! Ο Σαίξπηρ αποδείχθηκε σεσημασμένος αντιγραφέας αφού στο έργο του υπάρχουν ολόκληρα αποσπάσματα από ποιήματα κλασικών και ειδικά ο Πλούταρχος έχει…δεινοπαθήσει. Με τη σειρά του ο Κιτς στις Ωδές έχει ξεκάθαρες επιρροές από τον Σαίξπηρ, άρα κάλλιστα μπορεί ακόμη και αν αγνοία του να κατηγορηθεί ότι έχει επιρροές από τον…Πλούταρχο! Λογοκλόποι είμαστε όμως όλοι μας και μάλιστα από τα μικράτα μας! Τι εννοώ; Δε νομίζω ότι μεταξύ υπάρχει ένας (έστω ένας) που για μια έστω φορά δεν αντέγραψε σε σχολικό ή πανεπιστημιακό διαγώνισμα από τον διπλανό του! Κι’ όμως, αυτή η συνηθισμένη υποθετικά αθώα αντιγραφή που ενίοτε στα εφηβικά μας χρόνια συνιστούσε και ’’μαγκιά’’ είναι ο ορισμός της λογοκλοπής!!! Μάλιστα, στα αμερικάνικα κολέγια και πανεπιστήμια όπου έχει γίνει σύνηθες φαινόμενο και κοντεύει να πάρει διαστάσεις επιδημίας να κοπιάρονται ολόκληρες προπτυχιακές εργασίες των φοιτητών ή μεταπτυχιακές διατριβές το θέμα έχει αναχθεί σε άλλα επίπεδα! Όποιος συλληφθεί ότι αντιγράφει αποβάλλεται δια βίου από όλα τα αμερικάνικα κολέγια-πανεπιστήμια. Και επειδή, ο όγκος των ανάλογων εργασιών είναι πια τόσο μεγάλος ώστε δεν βρίσκεται άκρη και δεν είναι δυνατός ο έλεγχος με ανθρώπινα μέσα επιστρατεύθηκε η τεχνολογία. Η εταιρεία iParadigms, με έδρα την Καλιφόρνια, ανέπτυξε το 1996 με ένα πρόγραμμα που βοηθούσε τους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ να ελέγχουν τις εργασίες των προπτυχιακών φοιτητών. Σήμερα, ο ανιχνευτής πλαγιαρισμού Turnitin της εταιρείας χρησιμοποιείται από 2.500 λύκεια και κολέγια στις ΗΠΑ και από ακόμα 1.000 σε άλλες χώρες.
Η iParadigms χρεώνει τα πανεπιστήμια 500 δολάρια το χρόνο ως πάγιο τέλος και 0,60 δολάρια επιπλέον για κάθε φοιτητή. Για τις εφημερίδες η χρέωση ποικίλει ανάλογα με την κυκλοφορία τους και τον όγκο των κειμένων.
Το λογισμικό της iParadigms βοήθησε την εφημερίδα Hartford Courant να επιβεβαιώσει ότι άρθρο σχολιασμού που είχε γράψει ο Ρίτσαρντ Τζουντ, πρόεδρος του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Κονέκτικατ, περιείχε αποσπάσματα από τους New York Times και τρεις άλλες πηγές. Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Τζουντ, 66 ετών, προανήγγειλε την παραίτησή του.
Επιστροφή στη λογοτεχνία. Ορισμένοι δημιουργοί όπως ο Χάρολντ Μπλουμ υποστηρίζουν ότι το plagiarism (λογοκλοπή) είναι λογοτεχνία! Και ότι η ’’τέχνη’’ της αντιγραφής είναι τόσο σπουδαία όσο η πρωτογενής δημιουργία. Ο σημαντικός Αμερικάνος κριτικός βιβλίων (στην Αμερική οι κριτικοί βιβλίου είναι αξιοσέβαστοι και με ειδικό βάρος) και διανοούμενος στο κλασικό βιβλίο του «The anxiety of Influence» («Το άγχος της επιρροής») ισχυρίζεται ότι η λογοκλοπή είναι λογοτεχνία και ότι η εμπνευσμένη λογοκλοπή ελλοχεύει στην καρδιά, στο κέντρο όλης της καλής λογοτεχνίας. Όπως γράφει ’’θα προτιμούσε μια καλοφτιαγμένη και έξυπνη λογοκλοπή από τα όσα γίνονται στα αμερικανικά πανεπιστήμια και στον ακαδημαϊκό κόσμο με τις αντιγραφές’’ και αδυνατεί να δώσει τον ορισμό της λογοκλοπής επειδή ακριβώς τη θεωρεί ταυτόσημη με τη λογοτεχνία! Στην παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του Genius: Α Mosaic of One Hundred Exemplary Creative Minds, όταν ρωτήθηκε από το κοινό αν έχει υποπέσει σε λογοκλοπή απάντησε ότι έχοντας γράψει 26 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα, δεν αποκλείεται να το έχει διαπράξει το αδίκημα. Ελπίζει, είπε, ότι δεν το έχει κάνει αλλά δεν θα έφθανε και στο εκτελεστικό απόσπασμα για τιμωρία!
Κι’ όμως η ζωή σκαρώνει παράξενες φάρσες ή τραγωδίες. Σχετικό με τη λογοκλοπή είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που κυκλοφόρησε τα τελευταία χρόνια πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας στη χώρα μας. Πρόκειται για το ’’Μηνολόγιο ενός απόντα’’ του Σταύρου Κρητιώτη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο) που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις στις αρχές του 2005! Ο Κρητιώτης έχει αντιγράψει ολόκληρα κομμάτια κλασικών, νεοελλήνων συγγραφέων αλλά και κριτικών λογοτεχνίας! Και αναφέρεται στην ίδια τη λογοκλοπή με τον λογοκλόπο ήρωα του να πεθαίνει αφού όμως έχει φροντίσει να αυτο-αποκαλυφθεί. Ουδείς το αντιλήφθηκε ίσως ούτε ο ίδιος ο Κρητιώτης αλλά η ιστορία του έγινε πραγματικότητα μερικούς μήνες αργότερα σε βαθμό ανατριχιαστικά όμοιο!!!
Στο Βουκουρέστι τον Νοέμβριο του 2005 ένας πολύ γνωστός καθηγητής της νομικής ο Βασίλε Πόπα αυτοκτόνησε στα 51 του χρόνια επειδή βρέθηκε κατηγορούμενος για λογοκλοπή!
Δύο Ρουμανικές εφημερίδες είχαν αποκαλύψει ότι το τελευταίο βιβλίο που έγραψε ο Πόπα, σε συνεργασία με ένα γερουσιαστή του αντιπολιτευόμενου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα, στην πραγματικότητα ήταν η μετάφραση ενός έργου που έχει ήδη δημοσιευτεί στα γαλλικά υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Σε επιστολή που βρέθηκε στο γραφείο του ο Πόπα εξηγούσε ότι αποφάσισε να αυτοκτονήσει λόγω των κατηγοριών που διατυπώθηκαν σε βάρος του. Στο γράμμα του ζητούσε επίσης από την οικογένειά του να κυνηγήσει δικαστικά τους κατηγόρους του και να απαιτήσει την καταβολή αποζημίωσης.
Παρά το τραγικό της υπόθεσης να μου επιτραπεί ένας μικρός συσχετισμός. Εάν η περίπτωση Πόπα είχε συμβεί μερικούς μήνες αργότερα θα ήταν πολύ πιθανό να υποθέταμε ότι είχε εμπνεύσει τον Κρητιώτη. Αν το βιβλίο του Κρητιώτη είχε κυκλοφορήσει αντίστοιχα στη Ρουμανία θα γράφαμε ότι επηρέασε την απόφαση του Πόπα.
Επειδή όλα αυτά αποτελούν ένα μικρό λαβύρινθο, σκέτο φαύλο κύκλο, στους συγγραφικούς κύκλους της χώρας μας τα πράγματα είναι υπεραπλουστευμένα! ’Οποιος θέλει αντιγράφει ότι θέλει, λογαριασμό δε δίνει, το βαφτίζει ’’δημιουργικές επιρροές’’ ή κάπως αλλιώς και ξεμπερδεύει. Κανείς δεν του ζητάει ευθύνες και επειδή ακόμη και οι Έλληνες συγγραφείς διαβάζουν από ελάχιστα έως καθόλου την παραγωγή των ομότεχνών τους (είναι πολύ πιο sic να διαβάζουν και να σχολιάζουν αλλοδαπούς δημιουργούς) δεν ακούγεται τίποτα.
Το 1969, ένας ποιητής που έκανε όνομα στη δεκαετία του ’70 είχε κατηγορηθεί ότι παράφρασε ποίημα του Αλεν Γκίνσμπεργκ, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ένας Κύπριος προσπάθησε να ξεκινήσει δικαστικό αγώνα σε βάρος του Ουμπέρτο Έκο τον οποίο κατηγορούσε ότι του είχε κλέψει την ιδέα στην οποία βασίστηκε το Όνομα του Ρόδου. Πέραν αυτών των δύο περιπτώσεων, η μοναδική πρόσφατη στη χώρα μας ή σχετική με τα...ελληνικά, που θυμάμαι είναι οι αιχμές που είχε αφήσει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ σε άρθρο του στα Νέα σε βάρος του Αύγουστου Κορτώ για ’’ομοιότητες’’ του ’’Αυτοκτονώντας ασύστολα’’ με αντίστοιχο βιβλίο Γαλλίδας συγγραφέως.
Και για να μην μπλέξω με λογοκλοπές και άλλα συναφή (αν και το θέμα μ’ έχει απασχολήσει και το έχω ψάξει σχολαστικά εδώ και πολλά χρόνια, σε βαθμό σχεδόν εμμονής και έχω συλλέξει απίστευτα στοιχεία μέσα από βιβλία ελλήνων συγγραφέων) δηλώνω υπεύθυνα ότι η ιδέα για το σημερινό ποστ προέκυψε από άρθρο της Χαράς Ποντίδα στα Νέα, ότι τα στοιχεία για την κατάσταση των αμερικάνικων πανεπιστημίων αντλήθηκαν από παλαιότερο τεύχος του περιοδικού Focus και ότι μερικά ακόμη στοιχεία ’’δανείστηκα’’ από παλαιότερο (εξαιρετικό) άρθρο του κ. Ντίνου Σιώτη στο Βήμα.

Monday, November 20, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας...part 73

Μέσα στο Σαββατοκύριακο έτυχε να περάσω από το Μουσείο Τσαρούχη, κοντά στην Κηφισιά. Και θαύμασα αληθινά, το χώρο, το σεβασμό στη μνήμη και στο έργο του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου αλλά και το πόσο χρηστικό μπορεί να είναι και σαν τόπος ψυχαγωγίας για μικρούς και μεγάλους ένα μουσείο. Ρώτησα κάποιον υπεύθυνο που μου επιβεβαίωσε ότι ο χώρος είναι σχεδόν αυτοσυντηρούμενος από τα έσοδα του. Δεν ξέρω αν είναι ακριβές αυτό αλλά με όσα είδα μου μοιάζει αρκετά πιθανό.
Και φεύγοντας, σκεφτόμουν ποια είναι τελικά η αληθινή Ελλάδα των τεχνών και των γραμμάτων…Αυτή που μπορεί να συντηρεί ένα μουσείο ή η άλλη, η απεχθής που ανέστειλε τη λειτουργία 28 παιδικών και εφηβικών βιβλιοθηκών. Επειδή, λέει, ο αρμόδιος οργανισμός αδυνατεί να καταβάλλει τα δεδουλευμένα στους υπαλλήλους, παρότι για να λυθεί το οικονομικό πρόβλημα βρέθηκαν, όπως αναφέρθηκε στα σχετικά ρεπορτάζ, έξι χορηγοί από τον ιδιωτικό τομέα! Η είδηση εμφανίστηκε προ ημερών στον ημερήσιο τύπο και νομίζω μετά από 24 ή 48 ώρες υπήρξε αντίδραση από την πρόεδρο του Οργανισμού σύμφωνα με την δήλωση της οποίας τα χρέη ήταν δυσβάστακτα, ενώ από διαχειριστικά λάθη δεν μπορούσαν να πάρουν και φορολογικές ενημερότητες από ΙΚΑ και εφορία. Ανέφερε η καλή κυρία και τα ’’ανοίγματα’’ πολλών χιλιάδων ευρώ.
Κι’ όμως, το κράτος που με ελαφρά καρδιά ρυθμίζει οφειλές ποδοσφαιρικών συλλόγων και προβληματικών εταιρειών, που χαρίζει στην ουσία λεφτά στους ιδιώτες δεν μπορεί ή δεν θέλει να πληρώσει 700.000 ευρώ που ήταν τα λειτουργικά έξοδα για τη λειτουργία 28 βιβλιοθηκών. Την ίδια ώρα, που η κρατική, παθητική και ζημιογόνα ΕΡΤ των χιλιάδων μόνιμων η συμβασιούχων υπαλλήλων σκορπάει δεξιά και αριστερά χρήματα για να αγοράζει δικαιώματα ποδοσφαιρικών ομάδων η για να διοργανώνει το ’’κιτς’’ πάρτι της Γιουροβίζιον, για την επιτυχία του οποίου καμιά εικοσαριά στελέχη της τηλεόρασης μοιράστηκαν πριμ 300.000 ευρώ! Τα μισά πάνω κάτω απ΄ όσα χρειάζονταν 28 βιβλιοθήκες για να ζήσουν. Την Κυριακή διάβασα στην Ελευθεροτυπία ότι το Ε.ΚΕ.ΒΙ. ξεκινάει εκστρατεία διάδοσης του βιβλίου και με στόχο τη δημιουργία λέσχης αναγνωστών. Όμορφη πρωτοβουλία, την οποία λέει, θα ενισχύσουν και γνωστοί συγγραφείς. Συμφωνώ, όλοι συμφωνούμε…Μόνο, που για να υπάρξουν λέσχες αναγνωστών πρέπει να υπάρχουν και αναγνώστες. Και οι αναγνώστες δεν δημιουργούνται με βόλτες στα Κ.ΑΠ.Η. αλλά στις μικρές ηλικίες, στα πιτσιρίκια που αν δεν μάθουν να διαβάζουν μέχρι τα 15 τους δεν θα αγαπήσουν ποτέ το βιβλίο. Οι λέσχες αναγνωστών στελεχώνονται από ενήλικες, ήδη αναγνώστες, χωρίς παιδικές βιβλιοθήκες σε μερικά χρόνια δεν θα υπάρχουν ενήλικες και για τις λέσχες αναγνωστών. Πιο καλά θα ήταν το Ε.ΚΕ.ΒΙ. να έστελνε τους ίδιους πρόθυμους συγγραφείς στα σχολεία, να πίεζε για την καθιέρωση μαθήματος ελληνικής λογοτεχνίας, να έδειχνε στους έφηβους αυτού του τόπου αυτό που ποτέ δεν θα δουν στην τηλεόραση με τα reality σκουπίδια και τις εκπομπές που εξαγοράζουν τηλεθεατές και τηλεθέαση μοιράζοντας εκατομμύρια. Να δείξουν στα παιδιά του τόπου ότι οι σύγχρονοι ’Ελληνες συγγραφείς δεν είναι αποκομμένοι από τη ζωή, ’’φρικιά’’ και γραφικοί, παράξενοι και παράδοξοιΝα πάνε οι συγγραφείς στους στρατώνες και στα στρατόπεδα που υπάρχουν νέοι άνθρωποι και να δημιουργήσουν βιβιλιοθήκες, να μιλήσουν, να παρουσιάσουν δουλειές τους. Εκεί, σ’ αυτές τις ηλικίες θα βρεθεί νέα φουρνιά αναγνωστών. Τα υπόλοιπα είναι κουβέντα να γίνεται...Τον περασμένο Ιούνιο, στο ΒΗΜΑ της Κυριακής ο κ.Ντίνος Σιώτης κατέθεσε μια εξαιρετική άποψη υπό τον τίτλο ’’Οι συγγραφείς στους χώρους δουλειάς’’. Να παρουσιάζονται βιβλία στα υπουργεία, σε εταιρείες, σε χώρους δουλειάς όπως ήδη συμβαίνει στην Αμερική. Τέλος στις παρουσιάσεις σε βιβλιοπωλεία, σε ουζερί και εστιατόρια ή σε πολυχώρους, που τελικά μετατρέπονται σε εκδηλώσεις κατάθεσης σεβασμού στον συγγραφέα από φίλους και οικείους του. Η άποψη του κ.Σιώτη είναι από τις σοβαρότερες προτάσεις που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια για το βιβλίο, όπως αποδεκτή είναι κάθε νέα άποψη που μπορεί να φέρει αναγνώστες. Δεν είδα βέβαια μέσα στους μήνες που μεσολάβησαν κανένα υπεύθυνο-ανεύθυνο να την παίρνει στα σοβαρά...Και όσο το βιβλίο και οι συγγραφείς καταδικάζονται σε μια καταναγκαστική εσωστρέφεια τόσο πιο πολύ θα αναζητούνται (εις μάτην) νέοι αναγνώστες...
- Ενδιαφέρουσα ήταν η συνέντευξη της Μάρως Δούκα στην Καθημερινή. Προαναγγέλει ότι στο μέλλον θα προσπαθήσει να στραφεί σε άλλες μορφές γραφής. Κρατάω και αντιγράφω ένα κομμάτι των απόψεων της που αφορούν τη σημερινή λογοτεχνία με την οποία συμφωνώ απόλυτα. ’’Όσο για τους σημερινούς συγγραφείς, έχω την αίσθηση ότι την τελευταία δεκαετία ως προς την πολυμορφία και την αναζήτηση, και με αρκετά καλά αποτελέσματα έχει κάνει άλματα. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσους καλούς συγγραφείς’’…Απάντηση και σε όλους εκείνους που υποστηρίζουν τη στείρα λογική της ’’μέτριας παραγωγής’’ ή της άποψης ότι ’’δεν βγαίνουν πλέον καλά βιβλία. Και κάτι ακόμη καθαρά προσωπικό και υποκειμενικό. Η φωτογραφία της Μάρως Δούκα που κοσμεί τη συνέντευξη είναι εξαιρετική, δείχνει μια γυναίκα με χαρακτήρα και στιλ. Το ακριβώς αντίθετο από τη φωτογραφία της που επελέγη για τα Μαύρα λουστρίνια, όπου εμφανίζεται μια κουρασμένη ’’γερασμένη’’ Μάρω Δούκα. Τυπική λεπτομέρεια αλλά μια και οι περισσότεροι συγγραφείς (δεν αναφέρομαι στη συγκεκριμένη) χρησιμοποιούν στα βιβλία τους φωτογραφίες της περασμένης…δεκαετίας και βάλε ίσως έχει μια μικρή σημασία η παρατήρηση

Friday, November 17, 2006

 

Φούγκα made in USA

Τον Αλέξη Σταμάτη ως συγγραφέα τον ’’γνώρισα’’ με σχετική καθυστέρηση όταν διάβασα αρκετά μετά την έκδοση του το ’’Μπαρ Φλωμπέρ’’. Καλή δουλειά… Όταν λίγο αργότερα ήρθε η ’’Οδός Θησέως’’ που με μάγεψε υπέθεσα ότι πλησίαζε το δημιουργικό του peak, την κορυφή. Η ’’Μητέρα Στάχτη’’ με έπεισε, λανθασμένα, ότι η κορυφή του για καιρό θα ήταν η Οδός Θησέως. Ήταν το μοναδικό βιβλίο του που μου φάνηκε στρυφνό, δύσκολο (ίσως και λόγω θέματος περί αυτοανάφλεξης κλπ.), μου έμοιασε κάπως σαν πισωγύρισμα. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της ’’Αμερικάνικης Φούγκας’’, της καινούργιας του δουλειάς και πάλι από τον Καστανιώτη, κατάλαβα ότι τον είχα μετρήσει λάθος.
Η Αμερικάνικη Φούγκα είναι δουλειά συγγραφικής και δημιουργικής ωριμότητας που έφερε τον Αλέξη Σταμάτη σε μια νέα προσωπική κορυφή. Οι 400 σελίδες της αποτελούν με λίγα λόγια ένα μικρό ή μεγάλο μάθημα καλής λογοτεχνίας, αρτιότητας στο χειρισμό της γλώσσας και στους διάλογους αλλά και στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων χαρακτήρων. Βιβλίο φανερά δουλεμένο, καλοδουλεμένο είναι το σωστό σαν κόμπους χειροποίητου υφαντού και κυρίως δουλειά την οποία ο ίδιος ο δημιουργός της χρειάστηκε να ωριμάσει για να την γράψει. Θέμα εποχής, ηλικίας και σωστού συγχρονισμού…
Η υπόθεση έχει να κάνει με τη φυγή μέσω αλλαγής ταυτότητας. Ένας Έλληνας συγγραφέας, βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και εκεί συναντάει απρόσμενα ένα άγνωστο που οδηγάει μια μαύρη Μάστανγκ. Οι δύο τους θα αλλάξουν (στην ουσία) ταυτότητες και από εκεί αρχίζει να ξετυλίγεται μια αληθινή περιπέτεια κατά μήκος της Αμερικής, όπου έχει τοποθετηθεί όλο το βιβλίο. Στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας που βρίσκεται σε ένα βαθύ προσωπικό τέλμα και στο ναδίρ της καριέρας του είναι απλά η αφορμή για να απαντηθεί το ερώτημα αν αποτελεί ύβρη η προσπάθεια κάποιου να αλλάξει τον κόσμο του αλλάζοντας ταυτότητα. Τον εντός του κόσμου αλλά και όσα η όσους τον περιτριγυρίζουν. Τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψετε μόνοι σας…
Ο Αλέξης, λοιπόν, κατορθώνει μέσα από μια αμφιλεγόμενη ιστορία να ασχοληθεί με αυτά που έκρινε ότι είχε έρθει η ώρα να ασχοληθεί και να τους δώσει ειδικό βάρος. Και αυτά ακριβώς ήταν που ξεκάθαρα στα μάτια του εκπαιδευμένου αναγνώστη (και με αναγκαία προϋπόθεση την προϊστορία αναγνώσεων σε προγενέστερες δουλειές του) τον απασχόλησαν. Κατέθεσε ένα λογοτεχνικά άρτιο έργο που κατορθώνει να παντρέψει αρμονικά το ’’πιασιάρικο’’- εμπορικό σκέλος του με την καλή γραφή. Κάνει μια εκτεταμένη κατάθεση από τα ’’δάνεια’’ και τις επιρροές του (για όποιον παρακολουθεί το εξαιρετικής ευαισθησίας και ποιότητας blog του όλα αυτά είναι ακόμη πιο εμφανή) όχι μόνο στις αναγκαίες παραπομπές στις αρχές του βιβλίου ή κεφαλαίων αλλά και μέσα σ’ αυτό. Δημιουργεί μια υπέροχη ’’βιτρίνα’’ μέσα στη ροή της ιστορίας και είτε στην αφήγηση, είτε στους διάλογους καταθέτει με ειλικρίνεια ακούσματα, αναγνώσεις, κινηματογραφικά έργα, όλα όσα στιγμάτισαν το δικό του δρόμο ή απλώς όλα όσα του αρέσουν και μας προ(σ)καλεί να τα δούμε παρέα του. Από τον Ντύλαν στον Λουντέμη, από τον Ντέιβιντ Λιντς στον Φύλακα της Σίκαλης και από τον Αντονιόνι και το Επάγγελμα Ρεπόρτερ στα ποιήματα του Γουάλας και φυσικά παντού διάσπαρτα τα χνάρια των μπίτνικ συγγραφέων. Έτσι βρίσκει τον τρόπο να μιλήσουν αυτός αφηγηματικά ή οι ήρωες του διαλεκτικά για όσα αγάπησε η γενιά μας, οι τελευταίοι χρονικά γόνοι των baby boomers στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Είναι λοιπόν το βιβλίο της χρονιάς η Αμερικάνικη Φούγκα; Όχι. Με τους συγγραφείς που μου κρατάνε καλή συντροφιά είμαι αυστηρός γιατί έχω μεγάλες, υπερβολικές ίσως, απαιτήσεις, σίγουρα περισσότερες από ότι περιμένω διαβάζοντας κάποιον ’’φρέσκο’’ στη λογοτεχνία. Και υπάρχουν ορισμένες καλοπροαίρετες ενστάσεις που έχω να καταθέσω. Ο Σταμάτης έριξε όλο το βάρος της δημιουργικής ζυγαριάς του στην αρτιότητα της γραφής. Σε θέμα σεναρίου, δράσης ή ανατροπών μου φάνηκε ότι δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν θα τον κατατάξω στους page turner συγγραφείς. Γύρω στις διακόσιες σελίδες της Φούγκας ένας προσεκτικός αναγνώστης μπορεί να μαντέψει που περίπου πηγαίνει η ιστορία και να πιθανολογήσει με σχετική σιγουριά για την κατάληξή της. Είναι λογοτέχνης ο Σταμάτης και όχι ’’παραμυθάς’’, συνεπώς η πλοκή μιας ιστορίας έρχεται σε δεύτερη η τρίτη μοίρα στα βιβλία του (με μοναδική εξαίρεση ίσως την Οδό Θησέως) και χάνει πάντοτε τη μάχη με τις εσωτερικές αναζητήσεις, την εσωστρέφεια, το ’’ταξίδι’’ προς την αυτογνωσία. Ο αναγνώστης του Σταμάτη δεν θα αισθανθεί την αδημονία να γυρίσει σελίδες αλλά θα βιώσει την ’’απαίτηση’’ του δημιουργού για ολοκληρωτική ανάγνωση ενός ολοκληρωμένου έργου.
Κάπου διάβασα (σε ένα από τα πολλά καλά βιβλιοφλικά blogs) ότι τόλμησε να τοποθετήσει τη δράση σε χώρα του εξωτερικού και αυτό αποτελεί καινοτομία. Χωρίς διάθεση αντιδικίας να σημειώσω ότι αυτό πράττει καθ’ έξη η Σώτη Τριανταφύλλου (για παράδειγμα) αλλά και άλλοι λιγότερο γνωστοί συγγραφείς. Στο είδος αυτό, μάλιστα, Ο υπόγειος ουρανός της κ.Τριανταφύλλου σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη πραγματεύεται με υποδειγματικό τρόπο την αμερικάνικη επαρχία, τον Route 66 και το αμερικάνικο ’’όνειρο’’.
Θεματολογικά, πρόκειται όντως για ένα βιβλίο δρόμου, απόδρασης και φυγής αλλά ούτε και εδώ υφίσταται ζήτημα πρωτοτυπίας. Με το ζήτημα της φυγής, της απόδρασης, του δρόμου αλλά και της αλλαγής ταυτότητας έχουν καταπιαστεί δεκάδες Έλληνες συγγραφείς και μάλιστα στο πολύ πρόσφατο παρελθόν (άνοιξη 2005) πάλι από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε το βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου Π. Μεθενίτη ’’Ο άλλος’’ (από τα αδικημένα εμπορικά βιβλία της περασμένης σοδειάς το οποίο δυστυχώς δεν ανακάλυψε ποτέ το πλατύ αναγνωστικό κοινό) που πατάει ακριβώς στις ίδιες βάσεις και χειρίζεται το όλο θέμα αριστουργηματικά. Για όποιον θέλει πάντως να ανακαλύψει αρκετά ενδεικτικά βιβλία που ασχολούνται με τη φυγή, την απόδραση και γενικότερα λεπτομέρειες για την ελληνική λογοτεχνία δρόμου τον παραπέμπω σε ένα παλαιότερο κείμενο μου καταχωρημένο στον Λογόκηπο στο οποίο αναφέρομαι εκτενώς σε γνωστές και άγνωστες περιπτώσεις. Θα το βρείτε εδώ
http://www.logokipos.gr/portal/html/modules.php?name=News&file=article&sid=341.
Όλα τα παραπάνω δεν μειώνουν στο ελάχιστο την αξία της δουλειάς του Σταμάτη την απομακρύνουν μόνο από την τελειότητα και το ολοκληρωμένο πακέτο που περιλαμβάνει γραφή, διάλογους, ανάπτυξη χαρακτήρων αλλά και πλοκή, σενάριο, ανατροπές. Χωρίς κόμπλεξ και συγγραφικά στεγανά, ανοιχτόμυαλος και δέκτης με σωστό τρόπο των ερεθισμάτων της νέας εποχής ο Σταμάτης έγραψε ένα βιβλίο μοντέρνο (μένοντας πιστός συνάμα σε κλασικές φόρμες) που μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τις περιορισμένες δυνατότητες της ελληνικής αγοράς και να κάνει λόγω θέματος και ’’διεθνή καριέρα’’. Κατάφερε χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά το σύνολο της δουλειάς του να διαφοροποιήσει σημαντικά και προς το καλύτερο τη γραφή του (πιο γρήγορη και πιο κοφτή με μικρότερες προτάσεις) σε βαθμό που σε σχέση με προηγούμενα βιβλία του να μοιάζει με ’’άλλο συγγραφέα’’. Δύο ακόμη μικρές υποσημειώσεις. Το βιβλίο συνοδεύει ένα υπέροχης αισθητικής και απόλυτα αντιπροσωπευτικό εξώφυλλο, μπορείτε να το δείτε στην αρχή του post. Στην άκρη του μυαλού μου, δεν ξέρω γιατί, θα προτιμούσα την πρωτοπρόσωπη αφήγηση που θα εκτόξευε σε απίστευτα ύψη την ένταση και την καταγραφή συναισθημάτων από την τριτοπρόσωπη αλλά αυτό είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό και υποθετικό.
Η σύνοψη για την Αμερικάνικη Φούγκα και για όποιον δεν θέλει να εντρυφήσει σε τεχνικές λεπτομέρειες είναι μια: Διαβάστε τη άφοβα είναι ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ, από τα καλύτερα της χρονιάς και σε μένα προσωπικά άφησε αναπάντητο ένα ερώτημα για τις επόμενες δουλειές του συγγραφέα: Θα είναι αυτή η δημιουργική κορυφή του ή μας επιφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις; Οψόμεθα...



Βαθμολογία: 7,5 (με άριστα το 10)


Tuesday, November 14, 2006

 

Μια επιστολή στο blog

Χωρίς το παραμικρό δικό μου σχόλιο και αφού μου ζητήθηκε από τον επιστολογράφο (γνωρίζω φυσικά τα στοιχεία του) δημοσιεύω ένα e-mail που πήρα σήμερα το πρωί. Αφαίρεσα μόνο κάποια σημεία, τα οποία δεν αφορούν άλλους πλην εμού η αναφέρονται επώνυμα σε πρόσωπα του χώρου (με αναπόδεικτους χαρακτηρισμούς ή σχόλια) και την ’’ανεβάζω’’ σχεδόν ατόφια. Τη δική μου απάντηση στον συγγραφέα την έχω ήδη στείλει αλλά έχει ενδιαφέρον να δούμε πως θα σχολιαστεί η συγκεκριμένη επιστολή που θίγει θέματα και προβληματισμούς που αφορούν μάλλον όλους η τους περισσότερους ’’πρωτοεμφανιζόμενους’’.
’’Αγαπητέ Reader,
παρακολουθώ εδώ και πολλούς μήνες το μπλογκ σου. Από τον περασμένη άνοιξη όταν διάβασα μια αναφορά στον τύπο. Θεωρώ ότι είσαι η πλέον ανεξάρτητη και έγκυρη δημόσια φωνή που υπάρχει σήμερα στο λογοτεχνικό χώρο και δεν τα γράφω αυτά για να σε κολακέψω, αλλά για να τα προσθέσω στα πολλά ανάλογα σχόλια που παίρνεις από τους επισκέπτες του διαδικτυακού ημερολογίου σου. Πιστεύω ότι είσαι συγγραφέας και καλός μάλιστα από τον τρόπο που γράφεις αλλά σέβομαι την επιθυμία και τους λόγους που σε κρατάνε ανώνυμο. Ούτως ή άλλως δε μ’ ενδιαφέρει ποιος είσαι αλλά τι γράφεις στο Internet και η υποστήριξη που παρέχεις στους νέους συγγραφείς αξιολογώντας τις δουλειές τους, κάτι που απαξιώνει να κάνει οποιοσδήποτε άλλος από την κάστα που εύστοχα έχεις ονομάσει παλαιότερα ’’κύκλωμα των mainstream κριτικών’’.
Η ’’γνωριμία’’ μου με το μπλογκ σου συνέπεσε χρονικά με την έκδοση του πρώτου μου μυθιστορήματος με τη σφραγίδα γνωστών εκδόσεων. Δεν είχα ’’μέσο’’, ταλαιπωρήθηκα τρία χρόνια να βρω εκδότη και τελικά όταν οι προσπάθειες μου τελεσφόρησαν ανακάλυψα ότι όσα γράφεις για τη λογοτεχνία είναι αλήθεια. Ίσως, γιατί, κάποια στιγμή τα έχεις βιώσει και εσύ ο ίδιος στο ’’πετσί’’ σου και τα ξέρεις από πρώτο χέρι. Αρθρώνω μια κραυγή απόγνωσης και απογοήτευσης συνάμα μέσα από το ιστολόγιο σου μ’ αυτή την επιστολή που σε παρακαλώ να δημοσιευθεί χωρίς τα στοιχεία μου για λόγους που μπορείς να καταλάβεις. Έξι μήνες τώρα δεν έχει γίνει η παραμικρή και το εννοώ, η παραμικρή αναφορά έστω και μερικών γραμμών, σε οποιαδήποτε εφημερίδα για τη δουλειά μου. Δε γνωρίζω κανένα στο λογοτεχνικό χώρο και θεωρώ ντροπή να παίρνω άγνωστους δημοσιογράφους τηλέφωνο ή να περιφέρομαι από δημοσιογραφικό γραφείο σε δημοσιογραφικό γραφείο σαν ικέτης για να διαβάσουν το βιβλίο μου ή έστω να γράψουν δύο γραμμές. Δεν είμαι εκτός πραγματικότητας, ούτε περίμενα ότι θα έβγαζα χρήματα απ΄ αυτή τη διαδικασία. Δεν πιστεύω καν ότι έχω γράψει ένα αριστούργημα. Αλλά δεν ξέρω, πλέον, τι να κάνω για να μάθω αν όσα έγραψα αξίζουν τον κόπο ή όχι, αν πρέπει να επιμείνω με τη γραφή ή να μην ξαναδοκιμάσω. Ρώτησα ανθρώπους στην εκδοτική εταιρεία και πήρα αόριστες απαντήσεις όπως ’’έτσι είναι τα πράγματα στην Ελλάδα’’ και ’’οι κριτικοί αν δε σε ξέρουν δε θα διαβάσουν ποτέ το βιβλίο σου’’. Ειλικρινείς απαντήσεις αλλά αν δεν το διαβάσουν πως θα μάθουν αν είμαι καλός ή όχι; Βλέπω, κυρίως στις Κυριακάτικες εκδόσεις των εφημερίδων αναφορές σε άλλους καινούργιους συγγραφείς. Μπορείς να μου εξηγήσεις αυτούς πως τους ξέρουν και πως πρόλαβαν να τους μάθουν; Δεν γνωρίζω καν τον αριθμό των –λιγοστών- αντιτύπων που έχει πουλήσει το βιβλίο μου και μέσα από το μπλογκ σου ανακάλυψα ότι υπάρχουν συμβόλαια με περιορισμούς στις πληρωμές των δικαιωμάτων. Χαρούμενος και πρωτόπειρος όταν υπέγραφα το δικό μου δεν πρόσεξα ότι υπήρχε όριο πώλησης 2.000 αντιτύπων για να εισπράξω συγγραφικά δικαιώματα. Κοίταξα εκ των υστέρων και από περιέργεια και ανακάλυψα ότι και ο δικός μου εκδότης έχει φροντίσει να είμαι στην ουσία ’’χορηγός’’ της έκδοσης. Όχι, δηλαδή, ότι θα φτάσει ποτέ το βιβλίο μου σ’ αυτά τα επίπεδα πωλήσεων και ούτε μ’ ενδιαφέρει όπως, ήδη, σου εξήγησα. Αισθάνομαι απέχθεια, ήδη, για το χώρο των βιβλίων και των συγγραφέων. Η σχέση μου με τη γραφή δεν είναι καιροσκοπική ή κερδοσκοπική αλλά δεν περίμενα και τέτοια αδιαφορία. Μη μου απαντήσεις και εσύ ότι έτσι είναι τα πράγματα γιατί θα με απογοητεύσεις. Πιστεύω ότι πολλοί σαν και μένα βλέπουν το μπλογκ σου ως μια όαση και μια διέξοδο για να προβληθούν οι δουλειές τους μακριά από διαπλοκές, συμφέροντα, συμφωνίες ή δεν ξέρω τι άλλο ακριβώς συμβαίνει στο παρασκήνιο. Πες μου, δεν είναι ανάγκη να το κάνεις μέσω του μπλογκ, σε ποιόν κριτικό πιστεύεις ότι πρέπει να μιλήσω και τι θα έκανες εσύ στη θέση μου; Υπάρχει εκδοτικός οίκος που μπορώ να εμπιστευτώ όχι για να εκδώσει κάποια μέρα το δεύτερο βιβλίο μου αλλά για να μου φερθεί, έστω, έντιμα;’’

Sunday, November 12, 2006

 

Η πιο διάσημη λογοτεχνική ’’μάσκα’’

Συνήθως και πλην σπανίων εξαιρέσεων δεν γράφω για ξένους συγγραφείς η βιβλία. Σήμερα έκανα μια εξαίρεση επειδή πριν από λίγα λεπτά παράγγειλα ηλεκτρονικά το καινούργιο βιβλίο του Τόμας Πύνσον. Σίγουρα δεν λέει πολλά το όνομα, ειδικά στους ελάχιστα μυημένους στους συγγραφείς που έχουν βάση τους τις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού πρόκειται για μια μάσκα!
Ο Τόμας Πύνσον δεν είναι ευπώλητος όπως ο Μιτς Αλμπομ (αθλητικογράφος από το Ντιτρόιτ που θεωρείται ο νούμερο 1 εμπορικός συγγραφέας αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ, αφού μετά από μια σειρά αθλητικών βιβλίων διαπρέπει και στη λογοτεχνία) ή η Ντανιέλ Στιλ αλλά είναι ο σπάνιος συγγραφέας που εμπνέει με τις λέξεις και τη γραφή. Για περισσότερο, από σαράντα χρόνια, έχει δημιουργήσει ένα μύθο γράφοντας εγκυκλοπαιδικές νουβέλες όπως το V ή το Gravity’s Rainbow, αποφεύγοντας κάθε επαφή με τα μίντια ή τη δημοσίευση φωτογραφιών του. Για το καινούργιο του βιβλίο, ένα έπος 1000(!) σελίδων με τίτλο ’’Against the Day’’, ο εκδοτικός του οίκος, ένας από τους κολοσσούς της αμερικάνικης αγοράς η Penguin Press δεν κυκλοφόρησε καν ένα τυπικό δελτίο τύπου, αλλά, συμπεραίνοντας σωστά ότι ο θόρυβος θα ήταν αυτόματος αρκέστηκε να συμπεριλάβει χωρίς άλλες λεπτομέρειες τον τίτλο στον κατάλογο των χειμωνιάτικων εκδόσεων. Όλοι εμείς οι ανά τον κόσμο φανατικοί του συγγραφέα φάντασμα, που λατρεύουμε την ίντριγκα του, τη μελοντολογική ματιά του, τις τεχνολογικές αναφορές του, τον πλούτο αλλά και το σύνθετο της δουλειάς του, την ικανότητά του να καταπιάνεται με εκατοντάδες θέματα σε κάθε βιβλίο, θα….φροντίσουμε για τα υπόλοιπα!
Σύμφωνα με τα όσα είναι γνωστά, ο Πύνσον είναι 69 ετών, ζει στη Νέα Υόρκη με τη σύζυγό του και την ταυτότητά του ξέρει μόνο η μάνατζερ του! Φυσικά, το Πύνσον είναι παρατσούκλι και κάποιες πληροφορίες λένε ότι είναι εξαιρετικά κοινωνικός, δεν έχει σχέση με το στερεότυπο του συγγραφέα που ζει και γράφει σε μια σοφίτα και αποφεύγει δημοσιογράφους και συνεντεύξεις επειδή τους θεωρεί μέρος του συστήματος και χειραγωγούς της κοινής γνώμης. Το διαδίκτυο έχει φροντίσει να μεγενθύνει ακόμη περισσότερο το μύθο του! Έχει να εκδώσει βιβλίο από το 1997, όταν κυκλοφόρησε το αριστουργηματικό ‘’Mason and Dixon’’ (ακόμη θυμάμαι τη χαρά μου όταν το έπιασα στα χέρια μου σε βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης και ας ήταν…ασήκωτο, δύο μέρες μόλις μετά την κυκλοφορία του). Από τότε, οι ιντερνετικές κοινότητες και τα fun club τροφοδοτούν με ειδήσεις (άλλες υπαρκτές και άλλες αποκυήματα φαντασίας) για την επιστροφή του τους απανταχού αναγνώστες του. Νομίζω, ότι για όποιον θέλει να μάθει περισσότερα, μια καλή πηγή είναι το αφιερωμένο στον συγγραφέα site με τον ελληνοπρεπή τίτλο Spermatikos logos, το οποίο υπάρχει στη διεύθυνση http://www.themodernword.com/ ή στο site http://www.thomaspynchon.com/ το οποίο δεν είναι επίσημο αλλά το τρέχει και το ενημερώνει με φοβερή αφοσίωση ο φανατικός θαυμαστής του Τιμ Γουέαρ από το Οουκλαντ. Ο ιδρυτής του διαδικτυακού χώρου ορκίζεται ότι δεν γνωρίζει προσωπικά τον συγγραφέα. Τουλάχιστον, αυτό μου απάντησε πριν από μερικά χρόνια σε μια επιστολή που του ζητούσα κάποια πρόσθετα στοιχεία για τον συγγραφέα-φάντασμα.
Εάν κάποιος τολμήσει να….βυθιστεί στο σύμπαν του Πύνσον καλό θα ήταν να διαλέξει το Gravity’s Rainbow, ένα αληθινό αριστούργημα που κυρίως αναφέρεται στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, τα χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Ο Πύνσον, προειδοποιώ, ότι διαβάζεται μόνο με τη βοήθεια μολυβιού και χαρτιών αφού ο αναγνώστης πρέπει να δημιουργήσει ένα index χαρακτήρων και να κρατάει σημειώσεις διότι αλλιώς κινδυνεύει εύκολα να…χαθεί!
Ο Πύνσον εμφανίσθηκε το 1963 με το V την ίδια εποχή που το Catch 22 του Τζόζεφ Χέλερ γινόταν το απόλυτο λογοτεχνικό σύμβολο και hit της εποχής. Ενώ το Catch 22 έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα μεταξύ των βετεράνων του πολέμου ο Πύνσον μιλούσε για τη γενιά του, τον τρόπο που διασκέδαζε, τους φόβους και τις φοβίες της.
Φυσικά για τους επόμενους δύο μήνες από την ημέρα που θα πιάσω στα χέρια μου το Against the day εκτός από τα άυπνα βράδια που με περιμένουν δε νομίζω ότι θα διαβάσω Έλληνα ή ελληνίδα, εκτός αν κάνω μικρά αναγνωστικά ιντερλούδια, για να τροφοδοτώ και το blog. Αλλά η εμπειρία και η αναγνωστική ηδονή που νοιώθει όποιος βυθίζεται στον κόσμο του Πύνσον είναι απλούστατα μοναδική και αναντικατάστατη. Εννοείται ότι για να γίνει αντιληπτός σε όλο το μεγαλείο ο Πύνσον διαβάζεται καλύτερα στα Αγγλικά (παρέα με ένα καλό λεξικό). Δεν θέλω όμως να αδικήσω και τους τολμηρούς που τον έφεραν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα...
Κυκλοφορούν πέντε βιβλία του στην αγορά (δεν έχω διαβάσει κάποιο στα ελληνικά, ελπίζω ότι η μετάφραση είναι ικανοποιητική): Το The crying of lot 49 (Ελληνικός τίτλος, Η συλλογή των 49 στο σφυρί, Εκδόσεις Υψιλον, 1986, μετάφραση από τους Δημήτρη και Χαρά Δημηρούλη), το Vineland (εκδόσεις Χατζηνικολή, 1997, μετάφραση Ανδρέα Βαχλιώτη), το Gravity's Rainbow (Ελληνικός τίτλος Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας, εκδόσεις Χατζηνικολή, 2000, μετάφραση Γιώργου Κυριαζή),






το Slow learner (ελληνικός τίτλος Βραδείας καύσεως, εκδόσεις Χατζηνικολή, 2000, μετάφραση των Βίκυ Χατζοπούλου, Προκόπη Προκοπίδη) και το Mason and Dixon (εκδόσεις Χατζηνικολή, 2003, μετάφραση Γιώργος Κυριαζής).

Saturday, November 11, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας....part 72

Κατά καιρούς το ΕΚΕΒΙ δοκιμάζει μερικά ’’ανοίγματα’’ σε χώρες του εξωτερικού. Επειδή, το μεγάλο (ανέφικτο για μένα) όνειρο της εισχώρησης στην…Κινέζικη αγορά είναι τόσο μακρινό όσο και το…Πεκίνο το παλεύει ακόμη με χώρες της Ευρώπης. Η ευκαιρία του 2001 όταν η Ελλάδα ήταν η τιμώμενη χώρα στη Φραγκφούρτη πήγε στράφι, οι Γερμανοί ακόμη ψάχνουν τους τότε υπεύθυνους του Υπουργείου Πολιτισμού για να πάρουν τα χρήματα για τις μεταφράσεις και αυτό το τριήμερο παίρνει σειρά η Βιέννη. Το ΕΚΕΒΙ αυτό το τριήμερο έβαλε στόχο το Φεστιβάλ Λογοτεχνίας της Βιέννης (άρχισε την Παρασκευή και ολοκληρώνεται αύριο Κυριακή). Η καλύτερα το βοήθησε Γερμανίδα μεταφράστρια με παρελθόν συνεργασίας με Έλληνες συγγραφείς. Αυτή στην ουσία πρότεινε και τους συγγραφείς που βρίσκονται στη Βιέννη με στόχο να προσελκύσουν εκδότες της χώρας. Καλή η κίνηση αλλά αμφιβάλλω αν θα έχει ανάλογη απόδοση για ένα απλό λόγο. Επελέγησαν κυρίως συγγραφείς της νεότερης γενιάς που οι περισσότεροι είναι μεν καλοί αλλά πολύ ’’ελληνοκεντρικοί’’. Με απλά λόγια: Αν δεν μπορούσαν να επιλεγούν συγγραφείς που λόγω θέματος πιθανώς θα συγκινούσαν το Γερμανόφωνο κοινό (πρόχειρα μου έρχεται στο μυαλό ’’Ο Επιβάτης’’ του Γλυκοφρύδη εμπνευσμένος από το διχασμένο Βερολίνο, σίγουρα υπάρχουν και άλλα, όμως ποιος και γιατί να σκεφτεί ή να ασχοληθεί με τέτοιες λεπτομέρειες) τότε έπρεπε να επιλεγούν βιβλία και συγγραφείς που προσεγγίζουν θέματα παγκοσμιοποιημένα…Ναι, μεν μιλάμε για εξαγωγή πολιτισμού και γραμμάτων αλλά το όλο θέμα δεν επιχορηγείται από κάποιο ελληνικό Υπουργείο και έχει ως άμεση προτεραιότητα και για τις δύο πλευρές την εμπορική επιτυχία. Άρα, η ανακύκλωση μιας συγκεκριμένης ομάδας συγγραφέων μάλλον θα πετύχει όσο…πέτυχαν και οι αντίστοιχες κινήσεις του 2001. Μακάρι, να βγω ψεύτης…
· - Τη λένε Ρίβερμπεντ, είναι γύρω στα 25 και φυσικά στην Ελλάδα την ξέρουν ελάχιστοι. Είναι όμως η πλέον δημοφιλής Ασιάτισσα blogger που κατέγραψε κρατώντας αυστηρά την ανωνυμία της γλαφυρές λεπτομέρειες από τον πόλεμο της Βαγδάτης. Συνεχίζει να καταγράφει τη ζωή στη Βαγδάτη και μετά τον πόλεμο (αν και στην ουσία το Ιράκ βρίσκεται περισσότερο από ποτέ σήμερα σε εμπόλεμη

κατάσταση). Θα τη βρείτε στο http://www.riverbendblog.blogspot.com/ (το μπλογκ ενημερωθεί μόλις δύο φορές μετά τις 5 Αυγούστου, την τελευταία πριν λίγες μέρες με μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση σχετικά με την απόφαση εκτέλεσης του Σαντάμ). Η ακόμη καλύτερα στο βραβευμένο της βιβλίο ’’Η Βαγδάτη φλέγεται’’ που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Πανεπιστημιακό-Λογοσοφία που εμφανίστηκε το 2000 αλλά μετά μακρά περίοδο σιγής φέτος έχει κυκλοφορήσει επτά τίτλους. Το βιβλίο που ήδη έχει μεταφραστεί σε πολλές χώρες και έχει γίνει θεατρική παράσταση στο Λονδίνο ήταν υποψήφιο για πολλά βιβλία όπως το Samuel Johnson του BBC4 (2006) ενώ πήρε και το βραβείο Μπλούγκι για το καλύτερο διαδικτυακό ημερολόγιο σε Ασία και Αφρική.
Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε και το βιβλίο ’’Τα Ντουρντουβάκια’’ εμπνευσμένο από τη Βουλγαρική κατοχή της βόρειας Ελλάδας την τριετία 1941-44. ’’Ντουρντουβάκια’’ ήταν η ονομασία των ταγμάτων καταναγκαστικής εργασίας του Βουλγαρικού στρατού κατοχής. Το βιβλίο είναι το πρώτο του εξηντάχρονου Δημήτρη Μπατσιούλα και βασίζεται πέρα από ορισμένους μυθοπλαστικούς ήρωες και σε αληθινές μαρτυρίες.
- Εδώ και καιρό μέλος της παρέας μας η blogger από το εξαιρετικής ευαισθησίας και υψηλής εικαστικής παρέμβασης http://www.chromo-sphere.blogspot.com/ Αλλά διαθέτει και με λογοτεχνικές ανησυχίες. Μου έστειλε και την ευχαριστώ πολύ μερικές (ακόμη) ενδιαφέρουσες διαδικτυακές διευθύνσεις.
- http://alterfactor.chimeres.gr/index.php?f=1&fid=216 Εδώ θα βρείτε σε μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη το διήγημα ’’Λουλούδια για τον Αλγκερνον’’
- http://www.indiktos.gr/newsdetail.php?news_id=3 Ο εκδοτικός οίκος Ίνδικτος προκήρυξε διαγωνισμό διηγήματος και στη διεύθυνση αυτή υπάρχουν τα δέκα που διακρίθηκαν.
- http://www.infolibraries.gr/ - H πύλη των λαϊκών βιβλιοθηκών
- http://www.haef.gr/chilias/greek/lit/kid_stories.html - Τέσσερα μαθητικά διηγήματα (ΠΡΟΣΟΧΗ: Διηγήματα όχι βίντεο).
- Μια και έγραψα για μαθητικά βίντεο να ευχαριστήσω τον Γιάννη Ξανθούλη (εάν δεν είναι μεταξύ των επισκεπτών του blog ας του μεταφέρει κάποιος τις ευχαρισατίες μου) γιατί σε καιρούς δύσκολους μ΄έκανε να γελάσω και ως γνωστό το γέλιο μακραίνει τη ζωή. Διαβάζω κάθε Σάββατο τη στήλη του στην Ελευθεροτυπία αλλά σήμερα ξεπέρασε και τον καλύτερο εαυτό του. Είναι όλη αφιερωμένη σ’ ένα έμμετρο και στην…αγωνία ενός μαθητή που την επόμενη έχει διαγωνίσματα στην…πορνο-Γεωγραφία, πορνο-ιστορία, πορνο-θρησκευτικά κλπ. Απολαυστικός με την πεσιμιστική διαπίστωση στο τέλος ότι ’’τα χρόνια περνάνε και γερνάμε’’.

- Στα περίπτερα εδώ και λίγες μέρες το τεύχος νούμερο 468 του περιοδικού ’’ΔΙΑΒΑΖΩ’’. Πληρέστατο το αφιέρωμα στο γοτθικό μυθιστόρημα, συνεντεύξεις με αφορμή τις νέες δουλειές τους από Ιωάννα Καρυσιτάνη, Πέτρο Τατσόπουλο, συνέντευξη (πολύ καλή με εύστοχες ερωτήσεις και καλή γραφή από τη Νικόλ Λαφαζάνη) της Μαρίας Μήτσορα, το πάντοτε απολαυστικό ’’Κόντρα Διάβασμα’’ του Κατσουλάρη που συγκρίνει τα βιβλία δύο πρωτοεμφανιζόμενων (Λένα Κιτσοπούλου, Νίκος Α. Μάντης), βιβλιοκριτική και βιβλιοπαρουσίαση, το δελτίο κριτικογραφίας του μήνα (απ΄ όπου προκύπτουν και τα υποψήφια προς ψήφιση βιβλία του blog), αφιέρωμα στον Τάσο Αθανασιάδη που έφυγε πλήρης ημερών τον περασμένο μήνα και φυσικά το έγκυρο δελτίο πωλήσεων του περιοδικού.


Friday, November 10, 2006

 

Λυπάμαι

…ειλικρινά και θλίβομαι με τα όσα μαθαίνω η ακούω τους τελευταίους μήνες για το χώρο του βιβλίου. Για κάτι τύπους σαν και μένα που τα βιβλία ήταν και παραμένουν καταφύγιο και διέξοδος, γνώση και ταξίδι όλη αυτή η παράξενη μυρωδιά που αναδύεται από το χώρο των γραμμάτων είναι τουλάχιστον αποκρουστική. Δεν είμαι ρομαντικός ή ανυποψίαστος, μάλλον τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά μου ταιριάζουν αλλά γνωρίζοντας πλέον εκ των έσω πολύ περισσότερα απ’ όσα ήξερα πριν από ένα χρόνο η απογοήτευσή μου είναι τεράστια. Εκδότες που πουλάνε βιβλία όπως θα πούλαγαν τυριά και κοτόπουλα, εκδότες που κλέβουν ασύστολα τα δικαιώματα των συγγραφέων, κριτικοί που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο διαπλέκονται με τους εκδοτικούς οίκους, συγγραφείς που πουλάνε την πραμάτεια τους και νοιάζονται μόνο για την είσπραξη. Σε πολλά e-mail που έφτασαν στα χέρια μου τις τελευταίες μέρες οι επιστολογράφοι μου ζητάνε να γράψω τι έγινε στο ΕΚΕΒΙ ή την αλήθεια για την κόντρα της Σώτης Τριανταφύλλου με τη δημοσιογράφο της Ελευθεροτυπίας. Λυπάμαι ειλικρινά που φαίνομαι ανάξιος των προσδοκιών σας αλλά ΔΕΝ ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ…
Έφτιαξα αυτό το blog με σκοπό να γράφω για βιβλία, για συγγραφείς, για όσα μου αρέσουν ή δεν μου αρέσουν και όχι για να μετατραπεί σε κουτσομπολίστικο κόμβο ή σε χώρο που όλοι θα ρίχνουν ματιές από την κλειδαρότρυπα. Και όσες φορές έγραψα ή θα γράψω κάτι παραπάνω το έκανα σα να έστελνα μια επιστολή σε εφημερίδα με τα κείμενα η τις κριτικές της οποίας διαφωνούσα ή είχα ενστάσεις ή τέλος πάντων μια διαφορετική ματιά. Η σαν να επικοινωνούσα με ένα συγγραφέα διατυπώνοντας του κάποιες θέσεις μου. Σε σχέση με τις παμπάλαιες λογικές επικοινωνίες αυτή την άμεση ’’συνομιλία’’ και τις διαδραστικές συνέπειες της μας την παρέχουν τα μπλογκ. Δεν είμαι, δεν επεδίωξα και δεν θα γίνω τιμητής του χώρου.
Υπάρχουν συγγραφείς που τους θεωρώ υπερτιμημένους, όχι γιατί με απασχόλησαν οι διαπλοκές τους με το χώρο, με εκδοτικούς οίκους ή με επιτροπές βραβείων και επαίνων αλλά γιατί δε μου άρεσαν τα γραπτά τους. Υπάρχουν άλλοι που μπορεί να είναι ατελείς χαρακτήρες αλλά λατρεύω να τους διαβάζω. Λυπάμαι που δεν μπορώ να αναπαράγω όλα όσα μαθαίνω ή τη στείρα γνώση και τα κουτσομπολιά που παίρνω μέσω μέιλ. Δε σκοπεύω να μπω σ’ αυτή τη διαδικασία σε ένα χώρο που, ας μου επιτραπεί το απόλυτο, φτιάχτηκε για να μιλάμε για βιβλία, να ανταλλάζουμε απόψεις και ιδεατά πίστευα ότι μπορεί να είναι απαλλαγμένος από τις μικρότητες και τις κακίες, να σπάσει τα στεγανά και τη συνωμοσία σε βάρος συγγραφέων που αξίζουν αλλά δεν βρίσκουν διέξοδο και παρότρυνση. Δεν απαγορεύω και δεν θα απαγορεύσω σε κανένα να καταθέτει τα σχόλια του με αφορμή οποιαδήποτε θέμα τον ενδιαφέρει αλλά προσωπικά δεν μπορώ να μπω στη λογική αυτή και θα συνεχίσω ακριβώς όπως όλα ξεκίνησαν πριν από ένα χρόνο περίπου να γράφω για βιβλία, για τους λιγοστούς που τα διαβάζουν και για εκείνους που γράφουν από αληθινή εσωτερική ανάγκη. Πιστεύω ότι η ’’παρέα’’ αυτή είναι αρκετά μεγάλη, τολμώ να πω η πλειοψηφία αυτών που διαβάζουν όσα γράφονται από όλους μας σε τούτο το blog και για αυτούς αξίζει και ο κόπος και ο χρόνος.
Επιτρέψτε μου μόνο μια παρατήρηση. Αν τελικά αυτός είναι ο πνευματικός κόσμος της χώρας τότε δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ούτε αναγνώστες υπάρχουν ή γιατί ο κόσμος προτιμάει την τηλεοπτική αποχαύνωση. Όπως η εξαθλιωμένη τηλεόραση που πληρώνει πλέον τους αποχαυνωμένους τηλεθεατές ή οι εφημερίδες που δεν πουλάνε ενημέρωση αλλά ταινίες και μουσικά CD έχουν το κοινό που τους αξίζει πολύ φοβάμαι ότι και τα βιβλία στην Ελλάδα έχουν τους (λιγοστούς) αναγνώστες που τους αρμόζουν. Πάσα ένσταση αποδεκτή…

Wednesday, November 01, 2006

 

Ξεφ(τ)υλλίζοντας....part 71

Περιμένοντας την έκδοση των ’’Μελένιων λεμονιών’’ ο Θανάσης Τριαρίδης δε μένει άπραγος. Ο Θεσσαλονικός δημοσιογράφος-συγγραφέας-ακτιβιστής ’’ξανακτύπησε’’ εναρμονισμένος στο πνεύμα των ημερών και στη συζήτηση για την αναγκαιότητα των παρελάσεων στις εθνικές εορτές. Σε συνέντευξη του που δημοσιεύτηκε στην Εποχή (Κυριακή 29 Οκτωβρίου) λέει ουκ ολίγα ενδιαφέροντα. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τη διαβάσουν με ένα κλικ στο link που ακολουθεί.http://www.triaridis.gr/keimena/keimD054.htmΥπενθυμίζω ότι ήδη η υπό έκδοση δουλειά του με τίτλο ’’Τα μελένια λεμόνια’’ είναι από τις πλέον συζητημένες (και συζητήσιμες) δουλειές του χειμώνα. Όποιος θέλει να μάθει το γιατί ή να πάρει μια πρώτη γεύση από μια δουλειά που μόλις γίνει αντιληπτή από τον κλήρο και τους πιστούς θα έχουμε αλά-Τζιμάκο διαμαρτυρίες μπορεί είτε να επισκεφτεί το site του Τριαρίδη (http://www.triaridis.gr/) ή να ανατρέξει στα γραφόμενα μου την Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου.
- Οι εκδότες είχαν την τιμητική τους στα ρεπορτάζ του σημερινού τύπου. Στην Ελευθεροτυπία σε ένα δισέλιδο ’’σαλόνι’’ μια εκτενής έρευνα για την αγορά, τα μπεστ σέλερ, τις αναγνωστικές προτιμήσεις ανδρών και γυναικών. Ενδιαφέρουσα η προσέγγιση αλλά δεν πρόσθεσε τίποτα. Αντίθετα, το ρεπορτάζ των Νέων για τις ιστορίες απόρριψης και μπεστ σέλερ και την Οδύσσεια των εκδόσεων. Αξίζει να το διαβάσουν οι wanna be συγγραφείς γιατί οι ιστορίες που είναι συγκεντρωμένες επιβεβαιώνουν ότι τελικά για τους νέους ’’γραφιάδες’’ ο δρόμος μέχρι την έκδοση είναι μακρύς και συνήθως όχι εύκολος αν δεν έχουν βαρύ και αναγνωρίσιμο ονοματεπώνυμο! Φυσικά, η ελληνική πραγματικότητα ΟΥΔΕΠΟΤΕ μπορεί να αποδοθεί πιστά σε ένα ρεπορτάζ και η παράνοια που επικρατεί στον χώρο (όσον αφορά τους νέους δημιουργούς) είναι απερίγραπτη! Μια μικρή υποσημείωση-παρατήρηση για την κυρία που υπογράφει το ρεπορτάζ. Αν βρει νέο συγγραφέα που δουλεύει με ποσοστό 15% επί των εισπράξεων του πρώτου του βιβλίου να μας τον…γνωρίσει διότι θα πρόκειται περί ’’προφυλαγμένου είδους’’. Τα ποσοστά για πρωτοεμφανιζόμενους ’’παίζουν’’ από 10 έως 12% ανάλογα του οίκου και του συμβολαίου. Για να μην επαναλάβω ότι ολοένα και περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι βάζουν και ασφαλιστικές δικλείδες με όριο στις πωλήσεις για να αποδώσουν ποσοστά (συνήθως κάτι σαν 1000 πουλημένα αντίτυπα αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές). Ακόμη, σπανίζουν οι εκδόσεις των 3.000 αντιτύπων. Όταν δεν γίνεται το γνωστό κολπάκι της….πεντακοσάρας (πρώτη έκδοση 500 αντιτύπων για να φύγει γρήγορα και να σφραγιστεί το βιβλίο για λόγους εντυπωσιασμού και μάρκετινγκ με το Β’ έκδοση) ανάλογα πάλι τον εκδοτικό οίκο οι εκτυπώσεις ποικίλουν από 1000 έως 2000 αντίτυπα. Στο ίδιο ρεπορτάζ παρουσιάζονται και οι…περιπέτειες του Larry Cool συγγραφέα του βιβλίου ’’Τον Κανένα θα τον φάω τελευταίο’’ που χρωστάει την έκδοση του κυρίως στο διαδίκτυο. Απ΄ αυτή την άποψη χάρηκα για το ρεπορτάζ αφού τα συνήθως αρτηριοσκληρωτικά ΝΕΑ προσέγγισαν και ένα νέο (αξιόλογο) δημιουργό που το παλεύει ολομόναχος.
- Μια και έγραψα για νέες εκδόσεις ας προδώσω και δύο μυστικά. Κείμενα ενός ακόμη blog θα γίνουν βιβλίο και μάλιστα για πρώτη φορά από μεγάλο εκδοτικό οίκο. Να ευχηθώ λοιπόν προκαταβολικά καλοτάξιδες (αν και δεν συνηθίζω την έκφραση) στις συνταγές του Αθήναιου που θα γίνουν βιβλίο (αν σε κάποιο blog έχει ήδη γραφτεί και δεν το έχω αντιληφθεί να με συμπαθάει ο blogger). Αριστερά, στα links κάνοντας κλικ πάνω στα…γουργουρητά του Αθήναιου μπορείτε να πάρετε μια πρώτη…γεύση! Επίσης, οι εκδόσεις Μαραθιά ετοιμάζουν ένα βιβλίο σχετικό με τα blogs που όμως έχω την αίσθηση ότι λόγω περιεχομένου θα συζητηθεί ιδιαιτέρως και έξω από τη μικρή κοινότητα των bloggers. Δεν πρόκειται να αποκαλύψω λεπτομέρειες διότι έχω…ορκιστεί αλλά επιμένω ότι το θέμα έχει ενδιαφέρον. Μέχρι εδώ…
- Πολύ και καλό κόσμο μάζεψε η παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Γλυκοφρύδη ’’Ο επιβάτης’’. Και επειδή ο συμπαθής συγγραφέας blogga-ρει κιόλας ήταν λογικό να μαζευτούν αρκετά μέλη της κοινότητας. Μια από αυτές η Composition Doll περιγράφει τις…περιπέτειες της με τον αξιότιμο κ. Μαρωνίτη για μια καρέκλα!!! Διαβάστε την, έχει πλάκα στο http://shine-on-you-crazy-diamond.blogspot.com/ Αναγκαία υποσημείωση: Δεν ήμουν εκεί , παρότι είχα προσκληθεί, για να μην ψάχνουν οι παρευρισκόμενοι ποιός...καθόταν δίπλα τους! Ορισμένες φορές εμφανίζομαι σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις αλλά χωρίς...μάσκα, κάποιες άλλες επιλέγω να τις παρακολουθήσω εντελώς αθέατος...

This page is powered by Blogger. Isn't yours?